e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β΄ ο Κατραμής (1820-9.12.1886)

[Αναδημοσίευση από το βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Ζακυνθινοί Επίσκοποι στον Κόσμο, εκδ.  Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου 2004, σσ. 37-46]

Νικόλαος Κατραμῆς, γιός τοῦ εὐκατάστατου Διονυσίου καί τῆς Πηγῆς Χρ. Πλαρινοῦ, γεννήθηκε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1820 στή Ζάκυνθο. Ἀφοῦ διδάχτηκε τά πρῶτα μαθήματα στή γενέτειρα, μετέβη στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσει, ἀλλά τελικά καί ὑπό τήν προοπτική τῆς Ἱερωσύνης, ἔφυγε γιά τήν Κέρκυρα, μετά ἀπό τήν ἀπό 29ης Ἀπριλίου 1838 σύσταση τοῦ Μητροπολίτου Νικολάου Κοκκίνη πρός τόν Ὕπαρχο Ζακύνθου Δρα Γεώργιο Δερώσση, γιά νά γίνει δεκτός στό Ἱεροσπουδαστήριο. Πτυχίο Θεολογίας καί Φιλολογίας ἔλαβε ἀργότερα ἀπό τήν περίφημη Ἰόνιο Ἀκαδημία. Δάσκαλοί του ὑπῆρξαν οἱ Φιλητᾶς, Ἀσώπιος, Γεννάδιος, Τυπάλδος καί ἄλλοι.
          Ἐπιστρέφοντας στή Ζάκυνθο ἐπιδόθησε στά κηρύγματα τοῦ Θείου Λόγου καί ὑπῆρξε Καθηγητής στό Λύκειο τοῦ νησιοῦ. Παράλληλα διακρίθηκε γιά τίς συγγραφές καί τίς διατριβές του, ἐνῶ ἀρθρογραφοῦσε στό ἔγκριτο τῆς ἐποχῆς Περιοδικό Πανδώρα.

          Ποθώντας τόν ἱερατικό βίο χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Μητροπολίτη Ζακύνθου Νικόλαο Κοκκίνη στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Ξένων στίς 15 Δεκεμβρίου 1848 καί Πρεσβύτερος στόν περικαλλέστατο Ναό τῆς Φανερωμένης στήν περιοχή τοῦ Ἄμμου. Ὁ Κοκκίνης μάλιστα τόν κατέστησε Ἐξομολόγο στίς 15 Ἰανουαρίου 1860.
          Εἶναι ἕνας ἀπό τούς κληρικούς τῆς Ζακύνθου, οἱ ὁποῖοι στίς 4 Ἰουλίου 1850 συνυπέγραψαν ἐντονότατη διαμαρτυρία κατά τῆς ἀπόπειρας προσηλυτισμοῦ ἐκ μέρους τῶν Προτεσταντῶν Ροβέρτου Πελεκάση καί Ὀδυσσέα Κυνηγοῦ Φιαγκῆ, πού εἶχαν τότε δραστηριοποιηθεῖ στό νησί. Ὁ ἴδιος ἐξάλλου συνυπέγραψε τό ρωμαλέο «προσφώνημα» τοῦ ἐντόπιου Κλήρου ὑπέρ τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἑπτανήσων, τό ὁποῖο ἐπέδωσαν στόν ἔκτακτο Μεγάλο Ἁρμοστῆ Γλάδστωνα, ὅταν ἦρθε στό νησί στίς 3 Δεκεμβρίου 1858, κάτι πού πλήρωσε μέ τήν ἀποπομπή του ἀπ' τό Λύκειο, ἀλλ' ἀργότερα ἀποκαταστάθηκε.
          Παρότι ὑπῆρξε ἔγγαμος Ἱερέας, συναντᾶται στήν Ἀθήνα τό 1865 ὡς Ἀρχιμανδρίτης. Καί τοῦτο, διότι, ἀφοῦ χήρεψε, ἐντάχτηκε στούς ἀγάμους Κληρικούς. Ἦταν παντρεμένος μέ τήν Κωνσταντίνα Ρήγα καί εἶχε δυό παιδιά, τόν Διονύσιο καί τή Μαρία.
          Τό 1865 διορίστηκε ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση καί τήν Ἱερά Σύνοδο Ἐφημέριος στήν Ὀρθόδοξη Κοινότητα τῆς Νεάπολης στήν Ἰταλία, ὁ Ναός τῆς ὁποίας κατεχόταν πρό πολλῶν ἐτῶν ἀπό τούς Οὐνίτες. Ἀφοῦ μόχθησε πολύ, κατάφερε νά τήν ἐλευθερώσει καί νά τήν ἐπαναφέρει στήν ὀρθόδοξη κυριότητα. Ἐκεῖ ὑπηρέτησε μέχρι τό 1868. Στή συνέχεια πῆγε στή Βενετία καί Ρώμη, ἀσχολούμενος ἰδιαίτερα μέ τήν ἀναδίφηση σέ ἱστορικά ἀρχεῖα, κώδικες, βιβλιοθῆκες, μουσεῖα. Ἔγινε Μέλος πολλῶν σοβαρῶν Ἀκαδημιῶν καί φιλολογικῶν συλλόγων, μεταξύ τῶν ὁποίων τοῦ Φ. Σ. Παρνασσός.

          Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου ἐξελέγη στίς 9 Μαΐου 1869. Πρόκειται γιά τόν πρῶτο Ἱεράρχη τοῦ νησιοῦ μετά τήν ἐκκλησιαστική ἀφομοίωση, πού συντελέσθηκε δυό χρόνια νωρίτερα. Στή χειροτονία του, πού ἔγινε στή Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν χοροστάτησαν ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν καί Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Θεόφιλος, ὁ Ἐπίσκοπος Ἰθάκης Γαβριήλ καί ὁ Ἐπίσκοπος Θηβῶν καί Λεβαδείας Δοσίθεος.
          Ὡς Ἀρχιεπίσκοπος τῆς γενέτειράς του μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἰδιαίτερα πετυχημένος, διότι μέ πολλή δεξιότητα, πραότητα κι εὐγένεια ἀντιμετώπισε τά διάφορα προβλήματα πού ἀνεφύησαν. Μεταξύ τῶν ἄλλων, μερίμνησε ἀμέσως γιά τήν ἵδρυση Κοιμητηρίου στήν πόλη, ὥστε νά μή θάβονται στό ἑξῆς οἱ ἄνθρωποι μέσα στούς Ναούς, ὅπως μέχρι τότε συνηθιζόταν. Καθιέρωσε τήν τέλεση ἐπίσημου Μνημοσύνου γιά τίς Ψυχές τῶν κεκοιμημένων τοῦ νησιοῦ στό Νότιο Κοιμητήριο τῆς πόλης κατά τό πρῶτο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπου ὁ ἴδιος χοροστατοῦσε, ἐκφωνώντας μάλιστα βαρυσήμαντο Λόγο. Ὑπῆρξε ἐξάλλου εὐλαβικός τηρητής τῶν ἰδιαζόντων ζακυνθινῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων, κάτι πού κυρίως ἀπαιτοῦν οἱ Ζακυνθινοί μέχρι σήμερα ἀπό τόν ἑκάστοτε Ἀρχιερέα τους.
          Σημαντικότατη στιγμή τῆς ἀρχιερατείας του ἀποτέλεσε ἡ συμμετοχή του τό 1871 στήν ἀποστολή τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στήν Ὀδησσό, γιά τήν Μετακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ, τά μέλη τῆς ἀπεσταλμένης Ἐπιτροπῆς, μαζί μέ τούς ὁμόδοξους τῆς Ὀδησσοῦ, ἀπέδωσαν τιμές Ἁγίου στόν Μάρτυρα Πατριάρχη τοῦ Γένους καί, σημειωτέον, ἀδελφό τῆς Μονῆς τῶν Στροφάδων. Κατά τήν παννυχίδα μάλιστα, πού ἔγινε κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του (10 Ἀπριλίου 1871), ἐκφώνησε λογύδριο ὁ Ζακύνθου Νικόλαος, μετά ἀπό ἐπίμονη ἀπαίτηση τῶν Ὁμογενῶν.
          Στίς 20 Μαρτίου 1878 τοῦ ἀπονεμήθηκε ἀπό τόν Βασιλιά Γεώργιο Α'  ὁ Χρυσοῦς Σταυρός τῶν Ἱπποτῶν τοῦ Τάγματος τοῦ Σωτῆρος «ἐπί τῇ μακρᾷ αὐτοῦ καί εὐδοκίμῳ Ἀρχιερωσύνῃ». Ἡ Κυβέρνηση τοῦ Βασιλέα τῆς Ἰταλίας τόν τίμησε μέ τό παράσημο τῶν Ἁγίων Μαυρικίου καί Λαζάρου, ἡ δέ Αὐτοκρατορική Κυβέρνηση τῆς Ρωσίας τοῦ ἀπένειμε τό Σταυρό τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὁ εὐρωπαϊκός τύπος πολλές φορές τόν ἐγκωμίασε. 

         
Νικόλαος, ἐξαίρετος ἱστοριοδίφης καί γλαφυρός περί τά συγγραφικά, ἐξέδωσε τήν πολύ ἐνδιαφέρουσα καί κατατοπιστική πραγματεία «Ἱστορικαί διασαφήσεις ἐπί τῆς πατρίδος Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, Ζακυνθίου, Ἀρχιεπισκόπου Σλαβωνίου καί Χερσῶνος», 1854, στήν ὁποία ὑπεραμύνεται τῆς ζακυνθινῆς καταγωγῆς τοῦ Εὐγενίου, βάσει πηγῶν ἀψευδῶν. Τό 1880 δημοσίευσε καί ἄλλους (τούς καλύτερους) εὔχυμους καρπούς τῶν ἐρευνῶν του. Πρόκειται γιά τό ἱστορικό σύγγραμμα «Φιλολογικά Ἀνάλεκτα Ζακύνθου» (Ἐκδ. Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου ἡ Αὐγή τοῦ Ν. Κοντόγιωργα), τό ὁποῖο μεταχειρίζονται ὡς πολύτιμο ἐργαλεῖο ἀπό τότε ὅλοι οἱ ἐνασχολούμενοι μέ τήν τοπική Ἱστορία. Τά στοιχεῖα πού μᾶς παρέχει ἀποτελοῦν ἀξιόπιστη πηγή πληροφόρησης ἀλλοτινῶν ἡμερῶν.

          Σημαντικότατες εἶναι καί οἱ ὑπόλοιπες συγγραφές του, τίς ὁποῖες ὅλες χαρακτηρίζει ἐπιστημοσύνη καί μεθοδικότητα:
1.      Ἡ ἐκπόρθησις τῆς πόλεως Σατάν, Ἐν Ζακύνθῳ 1849.
2.      Ἡ Πάτριος φωνή, εἴτε ὀλίγα τινά πρός τούς μέλλοντας ἀντιπροσωπεῦσαι τό Πανιόνιον, ὑπό Ν. Κατραμῆ ἱερέως, Ἐν Ζακύνθῳ ἐκ τῆς Τυπογραφίας ὁ Ζάκυνθος, Κωνσταντίνου Ρωσσολίμου, 1850, εἰς 8ον.
3.      Λόγος ἐπιτάφιος εἰς τόν διάσημον τῆς νέας Ἑλλάδος ποιητήν κόμητα ἱππότην Διονύσιον Σολωμόν ὑπό Νικολ. Κατραμῆ ἱερέως, Τυπογραφεῖον Ὁ Ζάκυνθος Κωνσταντίνου Ῥωσολίμου, Ἐν Ζακύνθῳ 1857, εἰς 8ον.
4.      Λόγος ἐπιτάφιος τῷ ἀειμνήστῳ ἐν ἱερεῦσι Ἀναστασίῳ Πολίτῃ ἐκφωνηθείς ὑπό τοῦ αἰδεσίμου Ἱεροδιδασκάλου Δρος Νικ. Κατραμῆ ἐν τῷ ναῷ τῆς Θ. Ὁδηγητρίας τῇ 18 Δεκεμβρίου 1861. Ἐκδιδόμενος δαπάνῃ εὐσεβῶν τινων Ζακυνθίων, Τύποις Αὐγή, Ἐν Ζακύνθῳ 1861, εἰς 8ον.
5.      Ὁ Ἱερός Κλῆρος [;].
6.      Διατριβή περί Ἰ. Βαρβάκη καί βίος Ο. Φωσκόλου, 1862.
7.      Λόγος ἐκφωνηθείς ὑπό τοῦ αἰδεσ. ἱεροκήρυκος δρος Ν. Κατραμῆ ἐν τῶ ναῷ τῆς Θ. Φανερωμένης κατά τό μνημόσυνον τῶν ἐν τῷ ἱερῷ ἀγῶνι ὑπέρ πατρίδος πεσόντων, τῇ 25 Μαρτίου, "Ἐν Ζακύνθῳ 1862.
8.      Δύο λέξεις ... ἐν τῇ Συναγωγῇ τῶν Ἰσραηλιτῶν, 1862.
9.      Οἱ ἐν Κύθνῳ πεσόντες, Ἐν Ζακύνθῳ 1862.
10.  Λόγοι διά τήν Ἕνωσιν τῆς Ἑπτανήσου, 1862, 1863.
11.  La Chiesa Ortodossa, Napoli 1865.
12.  ἐν Νεαπόλει Ἑλληνική Ἐκκλησία, Ἐν Ζακύνθῳ 1866 εἰς 8ον.
13.  Ἡ ἐν Νεαπόλει βασιλική ἔπαυλις... [;].
14.  Ἡ ἐν Ζακύνθῳ Δημοτική γλῶσσα [;].

          Κατά καιρούς ὅμως, ἔστω καί δίχως ἐτοῦτο νά ἐκφράζεται μεγαλόφωνα, εἶχε καλλιεργηθεῖ μιά δυσαρέσκεια ἀνάμεσα στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί στόν πολιτευτή Κωνσταντίνο Λομβάρδο. Παράλληλα, ὁ Κατραμῆς κατατρυχόταν ἀπό ἀπό καρδιακή πάθηση ἤ τήν ἀσθένεια τῆς ποδάγρας, ἡ ὁποία τόν ταλάνιζε καί σταδιακά τόν κατέβαλε, κάτι πού τεχνηέντως ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ πολιτικά ἰσχύοντες τῆς ἐποχῆς καί ἄρχισαν μέ αὐτή τήν πρόφαση, νά μεθοδεύουν τήν ἀντικατάστασή του, ἐνεργώντας μάλιστα ὑπέρ τοῦ διάσημου Ζακυνθινοῦ Ἀρχιμανδρίτη Διονυσίου Λάτα. Στή θρησκευτική ἐφημερίδα Σιών, τῆς ὁποίας συντάκτης ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Λάτας ἄρχισαν κατά καιρούς οἱ ἀρνητικοί μικροσχολιασμοί καί τά ὑπονοούμενα, ἐνῶ στίς ἄλλες τοπικές ἐφημερίδες ἐμφανίζονταν γκρίνιες, μεμψιμοιρίες ἕως καί ψεύτικη φημολογία ὅτι πέθανε. Ὁ Σπύρος Καββαδίας, ἐκτιμώντας τήν δύσοσμη αὐτή κατάσταση, ἔγραφε πρόσφατα: «(...) Πιθανόν ἡ ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του, ἡ ἀφοσίωσή του στό καθῆκον καί ἡ ἐπιθυμία του γιά πνευματική ἀνύψωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐνόχλησαν τούς κρατοῦντες, οἱ ὁποῖοι χωρίς ἐκδουλεύσεις θά ἔχαναν τήν πελατεία· καί ἐπιπλέον δέν ἐπιθυμοῦσαν ἄλλον μέ προσωπική αἴγλη, ὅπως τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κοκκίνη (...)».
          Ὁ Λάτας ἐν τῷ μεταξύ ἄρχισε νά ἐκθειάζει ἀπ' τήν Ἐφημερίδα του τόν Ὑπουργό Παιδείας Λομβάρδο, παρότι παλαιότερα ἦταν ἀντίπαλός του. Τόν ἴδιο καιρό στή Ζάκυνθο ὁ σχεδόν ἀνάπηρος Κατραμῆς ὑπέστη μέχρι καί προπηλακισμό ἀπό Ἱερέα, ἐκεῖνος ὅμως ἰώβεια ὑπέμενε τά πάντα. Ὁ Καββαδίας ἐπισημαίνει, ὅτι «Ἡ Ζάκυνθος αὐτή τήν περίοδο (1884-1885) χωρίσθηκε σέ δύο παρατάξεις ἀντίστοιχα μέ τίς κομματικές, Ρωμιάνοι-Λουμπαρδιανοί, Κατραμικοί-Λατικοί».
          Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους σημάνθηκε, ὅταν, κατόπιν συνεννοήσεως Ἐκκλησίας -Πολιτείας τοῦ ὑποδείχτηκε νά παραιτηθεῖ. Σέ τοῦτο εἶχαν σύμμαχο τήν ἔκθεση τῶν ὁρισθέντων τριῶν γιατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξέτασαν τόν Κατραμῆ, οἱ ὁποῖοι ἔκριναν, ὅτι ἔχρηζε ἀντικατάστασης. Παρά τίς ἀντιρρήσεις του, ἡ Ἱερά Σύνοδος συνεκτίμησε τά πράγματα καί στή συνέχεια κήρυξε χηρεύουσα τήν Ἀρχιεπισκοπή Ζακύνθου. Ὑπέδειξε μετά στόν Βασιλιά τό τριπρόσωπο τῶν ὑποψηφίων καί κεῖνος προέκρινε τόν Λάτα, τοῦ ὁποίου ἡ χειροτονία ἔγινε μέ κάθε μεγαλοπρέπεια στίς 18 Μαρτίου 1884. Ὁ Κατραμῆς ἦταν παρελθόν γιά τόν τοπικό Ἐπισκοπικό Κατάλογο. Οἱ διάφορες ἐφημερίδες, ὄργανα τῶν ἀντίπαλων κομμάτων, γέμουν «ἐχθροπραξιῶν» καί διαξιφισμῶν.
          Στίς 9 Δεκεμβρίου 1886, ὁ πολυταλαίπωρος πρώην Ζακύνθου Νικόλαος Κατραμῆς ἀπεβίωσε μέσα στούς ἀφόρητους πόνους του. Μόλις τό πληροφορήθηκε ὁ λαός, ἀθρόα ἔτρεξε νά παρασταθεῖ. Γιά τά τῆς κηδείας του μερίμνησε ὁ γιός του. Στό Ναό τῆς Φανερωμένης, πού πολύ ἀγαποῦσε καί σεβόταν ὁ Νικόλαος, τή Νεκρώσιμη Ἀκολουθία τέλεσαν πέντε μόνο φίλοι του Ἱερεῖς. Ἀποχαιρετιστήριους λόγους ἀπηύθυναν ὁ ἱστοριογράφος Παναγιώτης Χιώτης,Ἀντώνιος Παράσχης (μετέπειτα Μητροπολίτης Πατρῶν), ὁ Καθηγητής Ἀντώνιος Μπονσινιόρ καί  ὁ Κωνσταντίνος Μάργαρης. Ἡ Σιών ἦταν συγκρατημένη στά περί τόν ἐκλιπόντα. Περιορίστηκε σέ μιά διεκτραγώδηση τῶν ἀποκρουστικῶν λεπτομερειῶν τῆς ἀσθένειας τοῦ μακαριστοῦ, ὑπονοώντας, ὅτι δικαίως ἔγινε ἡ ἀντικατάσταση.

          Ὁ Νικόλαος Κατραμῆς ὑπῆρξε κορυφαία καί χαρισματική μορφή τῆς τοπικῆς Ἱστορίας στό ἀδυσώπητο διάβα τῶν αἰώνων. Οἱ γνώσεις, ἡ ἐπιστημοσύνη, ἡ ἀνθρωπιά καί ἡ καρτερικότητά του τόν θέτουν σέ θέση περίοπτη στήν ἀέναη Μνημοσύνη τῶν καιρῶν.  Ὁ καλύτερος πάντως ὑπερασπιστής κι ἐκτιμητής του εἶναι  ὁ πολύς Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ ὁποῖος τόν μεγαλύνει ὡς ἑξῆς, περιγράφοντας τίς λειτουργίες του στή Φανερωμένη τοῦ Τζάντε:
          «(...) ὁ ὡραιότερος, ὁ μεγαλοπρεπέστερος, ὁ κομψότερος, ὁ λεπτότερος καλλιτέχνης-κληρικός, ἀπ’ ὅσους εἶδα στή ζωή μου. Ὑψηλός, ἰσχνός, εὐλύγιστος, ὅλος χάρι καί εὐγένεια, μέ γλυκεῖαν φωνήν, μέ ἁβρούς τρόπους, μέ θαυμασίας ὑποκλίσεις, μέ ἀγγελικάς εὐλογίας, μέ ἄσπρα γένεια, μέ χρυσά γυαλιά. Λεπτή καί μακρυά ἡ χρυσή ἅλυσις τοῦ σταυροῦ του, καί ὁ σταυρός του στενόμακρος, ὅπως αὐτός. Ὁ λαός τόν ἐλάτρευεν. Οἱ ἐργάται ἐπετοῦσαν τά σύνεργα κι ἔτρεχαν νά τόν θαυμάσουν, ὅταν ἐπερνοῦσε (...)».   

Πηγές:
·         Ἀρχεῖα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου.
·         Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ   Ξ ε ν ο π ο ύ λ ο υ,   «Νικόλαος Κατραμῆς», Παναθήναια, ἔτος Γ', 15-31 Αὐγούστου 1903, 642-643.
·         Ἐ π ι σ κ ό π ο υ   Τ α λ α ν τ ί ο υ   Β α σ ι λ ε ί ο υ   Ἀ τ έ σ η,  Ἐπίτομος Ἐπισκοπική Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, Ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον Ἀθανασίου Θ. Πουντζᾶ, Ἐν Ἀθήναις 1948, τ. 1, 120-122.
·         Λ ε ω ν ί δ α   Χ.   Ζ ώ η,   Λεξικόν Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου, Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου, Ἀθῆναι 1963, τ. 1, 285.
·         Ν τ ί ν ο υ   Κ ο ν ό μ ο υ,   «Ἡ ἱστορική Σχολή τῆς Ἑπτανήσου, Νικόλαος Κατραμῆς», Περιοδικό Ἑπτανησιακά Φύλλα 1 (1948) 177-179.
·         Τ ο ῦ   Ἴ δ ι ο υ, «Νικόλαος Κατραμῆς (1820-1886)· (Ἀνέκδοτα καί ἄγνωστα Κείμενα)», ὅ. π., 13 (1986) 121-127.      
·         Τ ο ῦ   Ἴ δ ι ο υ, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478-1978), 'Αθήνα 1987, τ. 4 (Ἐκκλησιαστικά), 109-111 καί 140-142.
·         Σ (π ύ ρ ο υ)   Ν.   Ἀ (β ο ύ ρ η),   [σχετικό λῆμμα], ΘΗΕ, Ἀθῆναι 1966, τ. 9, 533 ἑξ.
·         Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ   Ἀ ν δ ρ έ α   Ν α ν ά κ η   (νῦν Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου, Καστελίου καί Βιάννου), «Ἀρχιερεῖς Ζακύνθου στόν πρῶτο αἰώνα μετά τήν ἐκκλησιαστική ἀφομοίωση τῆς Ἑπτανήσου», Ἀνάτυπο ἀπό τόν α' Τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο (Ζάκυνθος 6-9.11.1997), Ἀθῆναι 1999, σ. 54 ἑξ.
·         Σ π ύ ρ ο υ    Ἀ λ.   Κ α β β α δ ί α,   «Βιογραφία τοῦ Νικολάου Κατραμῆ, Ἀρχιεπισκόπου Ζακύνθου (1820-1886)»,   Ἀνάτυπο ἀπό τόν α' Τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο, ὅ. π., σ. 81-96.
·         Γ ι ώ ρ γ ο υ   Κ ε ν τ ρ ω τ ῆ,   Γρικώντας τήν Ἄπλαστη Ἁρμονία τῶν Οὐρανῶν· Ἐπικήδειοι, Ἐπιτάφιοι καί Νεκρολογίες γιά τόν Διονύσιο Σολωμό (1857), Ἐκδ. ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2002, σ. 59-70.

Δεν υπάρχουν σχόλια: