e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Στη Σουρωτή και στον Τάφο του Οσίου Παϊσίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος

Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης












































«Έρχομαι με συγκίνηση και συντριβή καρδιάς». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου φθάνοντας στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Τον Μακαριώτατο, ο οποίος συνοδεύεται στο προσκύνημα αυτό από τον Πρωτοσύγκελλο της Αρχιεπισκοπής Αρχιμ. Συμεών Βολιώτη, υποδέχθηκε ο οικείος Ποιμενάρχης, Σεβ. Μητροπολίτης Κασσανδρείας Νικόδημος και οι Σεβ. Μητροπολίτες Σύρου Δωρόθεος και Μεσσηνίας Χρυσόστομος.

Τον Μακαριώτατο προσφώνησε η Καθηγουμένη της Μονής γερόντισσα Φιλοθέη, η οποία αναφέρθηκε με ιδιαίτερη συγκίνηση στο κορυφαίο γεγονός της επίσκεψης του Μακαριωτάτου στη Μονή. Προσέφερε δε στον Μακαριώτατο ως ενθύμιο μια φορητή εικόνα του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου.

Ο Μακαριώτατος στην αντιφώνηση του τόνισε ότι «σε έναν κόσμο κουρασμένο τα μοναστήρια είναι πνεύμονες της Εκκλησίας» και πως «το προσκύνημα του αυτό έχει και έναν χαρακτήρα ανταπόδοσης και ευχαριστίας» καθώς όπως τόνισε «ο Όσιος Παΐσιος έπαιξε ρόλο στη ζωή μου και στην πορεία μου». Στη συνέχεια ο Μακαριώτατος αναφέρθηκε με συγκίνηση στο πρόσωπο του Οσίου Παϊσίου.

Ακολούθως, ο Μακαριώτατος και η συνοδεία του μετέβησαν και προσεκύνησαν τον τάφο του Οσίου γέροντος Παϊσίου. 

Στις 8 το βράδυ θα ξεκινήσει μεγάλη ιερά Αγρυπνία στην οποία θα προεξάρχει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος και η οποία αναμένεται να τελειώσει γύρω στις 4 το πρωί.

Να σημειωθεί ότι από νωρίς έχουν συγκεντρωθεί εκατοντάδες προσκυνητές στην Μονή, ο αριθμός των οποίων αναμένεται να κορυφωθεί αργά τη νύχτα.

Ζητούνται ευπαρουσίαστες δεσποινίδες

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη


Η Μαριέττα είχε δυο μήνες περίπου στη Μελβούρνη και δεν είχε καταφέρει ακόμα να βρει δουλειά. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '60, δύσκολες οι δουλειές τότε για νεοφερμένους χωρίς προσόντα και γνώση της Αγγλικής. Ένιωθε πολύ άσχημα, γιατί είχε ανάγκη από λεφτά. Την φιλοξενούσε ένας ξάδελφός της που της είχε κάνει πρόσκληση, όμως, κι αυτός δύσκολα τα 'βγαζε πέρα, είχε φαμελιά δική του και μεγάλο χρέος στο σπίτι που αγόρασε, μολονότι νοίκιαζε όλα τα δωμάτια, τέσσερα τον αριθμό, σε αντρόγυνα. Δυο μικρές αποθήκες που διέθετε το σπίτι, τις καθάρισε κι έβαλε μέσα από δύο στενά κρεβάτια που τα νοίκιαζε σε τέσσερις κοπέλες, η Μαριέττα, η μία από αυτές. Φυσικά, οι άλλοι χώροι, κουζίνα, τουαλέτα, μπάνιο, κοινόχρηστοι. Του χρώσταγε και το εισιτήριο, αφού το πλήρωσε αυτός γιατί γνώριζε τη φτώχεια της φαμελιάς της συν το γεγονός ότι πέντε αδερφάδες που ήταν, κινδύνευαν να μείνουν ανύπαντρες, αφού δεν υπήρχε προίκα. Έτσι αποφασίστηκε να φύγει η μεγαλύτερη και, όταν ορθοποδήσει, να πάρει και τις άλλες εκεί σιγά-σιγά, γιατί στο χωριό δεν είχαν στον ήλιο μοίρα! 

Ρωτούσε όλους όσους γνώριζε η Μαριέττα, μήπως έπαιρναν εργάτες εκεί που δούλευαν και όλοι είχαν το νου τους, αλλά τόσον καιρό τίποτα δεν προέκυψε. Στενοχωριόταν πάρα πολύ γιατί μολονότι ο ξάδελφος δεν την πίεζε, η γυναίκα του δυσανασχετούσε. Το καταλάβαινε κι εκείνη, δεν μπορούσε να ζει εις βάρος τους συνέχεια, αλλά δεν ήξερε και τι να κάνει. 

Μια μέρα της είπε μια γνωστή ότι εκεί που δουλεύει ζητάνε γαζώτριες. Αναθάρρησε η Μαριέττα, γιατί είχε γαζώσει δυο-τρεις φορές κάτι τραπεζομάντηλα της κουζίνας σε μια μηχανή Σίνγκερ του χεριού που είχε η Νόνα της στο χωριό. Την πήρε μαζί της η γνωστή την άλλη μέρα, μα τα ‘χασε στην κυριολεξία η Μαριέττα. Μία τεράστια αίθουσα με σειρές τραπεζάκια από τη μίαν άκρη στην άλλη, που είχαν επάνω κάτι θεόρατες μηχανές κι από μια γυναίκα σε κάθε τραπεζάκι γάζωνε σκυφτή χωρίς να σηκώνει κεφάλι, ασταμάτητα. Κάτω δε, βουνό ολόκληρο αυτά που γάζωναν που ούτε μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν. Μούδιασε για μια στιγμή, τούτες οι μηχανές δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τη μικρή μηχανή του χεριού της Νόνας της. 


Πλησίασε η υπεύθυνη και ρώτησε πόση εμπειρία είχε η νέα κοπέλα στις μηχανές, η φίλη της με τα σπασμένα αγγλικά που ήξερε, είπε ότι δεν έχει εμπειρία κι ούτε έχει δουλέψει άλλη φορά τέτοια μηχανή, αλλά έχει ανάγκη από δουλειά, είναι εργατική και πρόθυμη να μάθει αν της δείξουν μια-δυο μέρες. Δέχτηκε η υπεύθυνη γιατί μάλλον είχε ανάγκη από εργάτριες, πήγε την πρώτη μέρα, πήγε τη δεύτερη, δυσκολευόταν πολύ, την τρίτη μέρα την έδιωξαν.


Η δεύτερη δουλειά που βρήκε, ήταν σε πακετάρισμα, όπου τύλιγαν κάλτσες, έτοιμες να διοχετευθούν στο εμπόριο. Αγωνίστηκε, έμαθε πώς να τυλίγει και πακετάρει τις λογιών-λογιών κάλτσες που απαιτούσαν διαφορετική συσκευασία, αλλά σκόνταψε στην ταχύτητα. Έπρεπε να βγάζει τόσες ντουζίνες την ημέρα… Και μόνο που άκουσε τον αριθμό η Μαριέττα αγχώθηκε. Τώρα μόνο κατάλαβε γιατί όλες οι γυναίκες δούλευαν με το κεφάλι κάτω κι ούτε στην τουαλέτα δεν πήγαιναν όλη μέρα. Εκεί, την κράτησαν μια βδομάδα, όταν είδαν πως ούτε καν πλησίαζε τις μισές ντουζίνες που έπρεπε να βγάζει, της έδωσαν… τα παπούτσια στο χέρι. 

Απελπίστηκε η Μαριέττα… Έπαιρνε τους δρόμους κάθε πρωί και πήγαινε από πόρτα σε πόρτα όπου έβλεπε εργοστάσιο και με τις λίγες λέξεις που κατάφερε να μάθει και με χειρονομίες, ζητούσε δουλειά. Τίποτα, τίποτα πουθενά. 

Ζόριζαν άσκημα τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, της λέει η Μαρία, αυτή που μοιράζονταν το μικρό δωμάτιο, άνεργη κι αυτή, πως της είπε μια Αυστραλέζα, κάτι για ένα Γραφείο που ζητούσε ευπαρουσίαστες κοπέλες για «ελαφριά κι αξιοπρεπή εργασία» με καλές αποδοχές και δεν χρειαζόταν πείρα ή πολλά αγγλικά. Φόρεσαν τα καλά τους ρούχα, χτενίστηκαν προσεκτικά, έβαλαν κι από λίγο κραγιόν και ρουζ, ώστε να φαίνονται περιποιημένες, αν και ήταν όμορφες κοπέλες. Ξεκίνησαν πρωί-πρωί, με την διεύθυνση στο χέρι, ήταν στην περιοχή που έμεναν όχι μακριά. 

Επιβλητικό το κτίριο με μια τεράστια επιγραφή που έγραφε: Γραφείο Τελετών. Έμειναν διστακτικές για λίγο, τι τελετές μπορεί να κάνουν εδώ; Τις μόνες τελετές που είχαν ακούσει τα κορίτσια, τόσο η Ζακυνθινιά Μαριέττα όσο κι η Πελοποννήσια Μαρία, ήταν αυτές για τις Εθνικές επετείους στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού τους. Χτύπησαν δειλά το κουδούνι, άνοιξε ένα κύριος με μαύρο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο και σκούρα γραβάτα. Κατάφερε κουτσά στραβά η Μαρία να πει πως ήλθαν για την αγγελία που είχαν βάλει για ευπαρουσίαστες δεσποινίδες κ.λπ. Ένιωθαν κάπως μουδιασμένες, γιατί πολύ επίσημη και μουντή η ατμόσφαιρα. Έφυγε ο κύριος και σε λίγο γύρισε με μια γυναίκα, γύρω στα σαράντα, που τους μίλησε καλοσυνάτα, στα ελληνικά! Αναθάρρησαν οι κοπελιές. Κάθισαν εκεί που τους υπέδειξαν, αλλά δεν τολμούσαν να σαλέψουν. Έφυγε ο πρώτος κύριος κι ήλθε ένας άλλος, κάπως πιο φιλικός από τον πρώτον. Αφού συστήθηκε ευγενικά, μέσω της Ελληνίδας, τους μίλησε για το Γραφείο καθώς και για τα καθήκοντα τους. Αφού τους εξήγησε ότι πρόκειται για Γραφείο Κηδειών, τους είπε ότι η δουλειά που θα έκαναν, ήταν να πλένουν και να λούζουν τα πτώματα που θα έφερναν από το Νεκροτομείο, να τα καθαρίζουν, σκουπίζουν να χτενίζουν τις γυναίκες και να τους βάζουν λίγο μέικ-απ και κραγιόν, ξυρίζουν τους άνδρες… κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ… Δεν κάθισαν να ακούσουν άλλα… Κατατρομαγμένες έτρεξαν στην πόρτα, την άνοιξαν και συνέχισαν να τρέχουν με το φόβο στα μάτια και την απελπισία στην καρδιά! Έτρεχαν μέχρι που έφτασαν στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Α πα πα πα πα. Καλύτερα να πεθάνουν από την πείνα. Άκου εκεί να πλένουν και να καθαρίζουν πεθαμένους.  

Τρόμαξε να τους πάρει δυο κουβέντες η ξαδέλφη… Τόσο πολύ που ανησύχησε κι η ίδια και δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Φοβήθηκε μην τους επιτέθηκε κανείς στο δρόμο για αυτό έτρεχαν έτσι και φαίνονταν τόσο φοβισμένες. Τους έφερε νερό να πιούνε, να συνέλθουν κι όταν κάποια στιγμή συνήλθαν, τις έπιασαν τα κλάματα και τις δυο μαζί. Σταυροκοπιόταν η ξαδέλφη, άρχισε να τις νταντεύει σα Μάνα. Τις κράτησε στην αγκαλιά της, τους χάιδευε τα μαλλιά, πού να σταματήσει το κλάμα. Κάποτε, κόπασαν οι λυγμοί κι έτσι όπως ήταν κι οι τρεις αγκαλιασμένες, προσπάθησαν να εξηγήσουν τι συνέβη. Ιησούς Χριστός Νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Άκου εκεί δουλειά που διαφήμιζαν κι ήθελαν δεσποινίδες και μάλιστα ευπαρουσίαστες! Γιατί; Μπας και δεν τις έβρισκαν όμορφες οι πεθαμένοι και διαμαρτύρονταν;


Μες στην απόγνωση κι απελπισία οι κοπέλες. Και τώρα; Τι κάνουν τώρα και τι πόρτα να χτυπήσουν; Την ημέρα, προσπαθούσαν να μην βρίσκονται στο σπίτι, άλλωστε εξακολουθούσαν απεγνωσμένα να ψάχνουν για δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά που θα τους έδινε τη δυνατότητα να μην ζουν εις βάρος άλλων. Η Μαριέττα κάθε βράδυ έγραφε γράμμα στον πατέρα της, εξηγώντας του την πραγματικότητα και ζητώντας του να την βοηθήσει να γυρίσει πίσω. Κάθε αυγή, με το μυαλό λίγο πιο καθαρό και την ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει, έσκιζε το γράμμα. Το μόνο που θα κατάφερνε στέλνοντας το ήταν να πικράνει τον πατέρα και τη μάνα της και να σκοτώσει κι εκείνη την έστω αμυδρή ελπίδα στις αδελφές της που μετρούσαν τις μέρες πότε θα τους έκανε πρόσκληση, κάνοντας όνειρα. Πού θα έβρισκε τόσα λεφτά ο πατέρας της για να της πληρώσει εισιτήριο; Όταν με το ζόρι εξοικονομούσε ένα πιάτο φαΐ για αυτούς που μείναν πίσω; Όχι, όχι δεν είχε το δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο. 

Τότε η ξαδέλφη της Μαριέττας, της είπε πως η μόνη λύση είναι να παντρευτεί. Κείνα τα χρόνια υπήρχε μεγάλη έλλειψη από γυναίκες, γιατί είχαν έλθει πολλοί περισσότεροι άνδρες, ζούσαν μόνοι, δυσκολεύονταν να τα βγάζουν πέρα, άμαθοι από νοικοκυριό, μαγείρεμα και τέτοια, τους έτρωγε κι η μοναξιά κι οι περισσότεροι φρόντιζαν να παντρευτούν γρήγορα. Η Μαριέττα έκανε όνειρα, δεν ήθελε να παντρευτεί μόνο και μόνο γιατί δεν είχε δουλειά και να πάρει έναν άγνωστο, ήθελε να παντρευτεί από έρωτα! Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια… πού να τον βρει τον έρωτα, ούτε παρέες είχε έτσι περιορισμένη που ζούσε, ούτε εισόδημα ώστε να μπορέσει να κινηθεί κάπως και να γνωριστεί. 

Λίγο μετά, δεν ήξερε αν ήταν στημένο όλο το σκηνικό ή τυχαίο, ήταν να πάνε σε ένα γάμο τα ξαδέλφια, είπαν να πάνε και τα κορίτσια μαζί, έτσι να περάσει η ώρα τους λίγο. Τότε, κάθε Σαββατοκύριακο στις λίγες ελληνικές εκκλησίες που υπήρχαν, γίνονταν πέντε και έξη γάμοι στη σειρά. Ντύθηκαν χωρίς πολλή διάθεση και πήγαν. Μετά το μυστήριο, μαζεύτηκαν στο σπίτι που νοίκιαζε δωμάτιο ο γαμπρός και θα έμενε εκεί με τη γυναίκα του τώρα, και γλέντησαν το γάμο! Ρεφενέ όλα, οι γυναίκες έφτιαξαν ό,τι μπορούσε η κάθε μία, οι άνδρες αγόρασαν… chops, τουτέστιν αρνίσιες μπριζόλες, που ήταν οι φτηνότερες, έβαλαν και τα κάρβουνα για να ψηθούν, δυο-τρεις ντουζίνες μπύρα και να το γλέντι! Κάποιος είχε ένα μικρό πικάπ, έφεραν δίσκους ελληνικούς (όσοι είχαν) και το γλέντησαν για καλά! 

Συνήθως, σε αυτές τις εκδηλώσεις, γίνονταν ένα σωρό προξενιά, ώστε να τακτοποιηθούν όλοι κι όλες! Από ένα τέτοιο προξενιό, εκείνο το βράδυ, παντρεύτηκε η Μαριέττα μετά από ένα μήνα τον Μανόλη τον Κρητικό! Ο αδελφός του, πήρε τη Μαρία! Ήσυχος άνθρωπος ο Μανόλης, δουλευτής, κατάφερε να πάρουν και τη Μαριέττα στην General Motors που δούλευε και η ζωή τους κυλούσε αρμονικά. Αργότερα, σαν όλους τους γονείς, ανάθεσαν σε μια γυναίκα που πρόσεχε παιδιά, έναντι αμοιβής, να προσέχει και τα δικά τους μέχρι να πάνε Σχολείο, τρία απόχτησαν κι εκείνοι συνέχιζαν τον αγώνα. Κατάφεραν κι αγόρασαν ένα σπιτάκι με χίλιες στερήσεις κι οικονομίες κι η ζωή πήρε το δρόμο της όπως σε όλους τους μετανάστες της πρώτης γενιάς! 

Το όνειρο της να φέρει και τις αδελφές της εδώ, πραγματοποιήθηκε εν μέρει. Οι δυο μικρές, ερωτεύτηκαν καλά παιδιά, φτωχονοικοκυραίους, που δεν γνοιάστηκαν για προίκα και παντρεύτηκαν στο νησί. Τις άλλες δυο τις έφερε στη Μελβούρνη και γίνανε ανάρπαστες! Καλά και όμορφα κορίτσια, η μία μάλιστα πήρε Ζακυνθινό! Ξεπληρώθηκε το σπίτι, με σκληρή δουλειά και οικονομία, μεγάλωσαν τα παιδιά, σπούδασαν, παντρεύτηκαν, έκαμαν φαμελιές κι εκεί που θα ησύχαζαν κι αυτοί, σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα ο Μανόλης ούτε 60 χρονών… 

Κύκλος η ζωή και γυρίζει… Αυτό που την τρόμαξε τόσο στα νιάτα, άνεργο νεαρό κορίτσι, όπου πήρε των οφθαλμών της τρέχοντας… τώρα το επεδίωξε η ίδια! Ακριβώς επειδή είχε εκείνη την ελάχιστη εμπειρία από τότε, επέμενε τον άνθρωπο της να τον πλύνει να τον ξυρίσει και να τον ντύσει η ίδια… Με την επιμονή κι υπομονή της, κατάφερε μέσω του Γραφείου Τελετών, να πάει εκείνη να φροντίσει το Μανόλη της, με στοργή και με αγάπη, ώριμη γυναίκα πια… Όχι οι… ευπαρουσίαστες δεσποινίδες που ποιος ξέρει κι αυτές για ποιο λόγο δεν το ΄βαλαν στα πόδια, όπως εκείνη με τη φίλη της τόσα χρόνια πριν!!! 

δ.μ.