e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Ιστορία Αγάπης

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

-Τράβα πάρα πέρα, χριστιανή μου. Σου το είπα τόσες φορές, δεν ξέρω πού είναι.

Κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένη η Μαντινούλα και προχώρησε.

Τα ίδια και στο δεύτερο σπίτι που χτύπησε. Στο τρίτο, της άνοιξε την πόρτα η νοικοκυρά και με γλυκό ύφος, της λέει: 

-Έλα μέσα, Μαντινούλα μου, κάνει κρύο, μόλις έφτιαξα αλιφασκιά, έλα να μου κάνεις παρέα, να πιείς κι εσύ λίγη να ζεσταθείς, ψήνω και ψωμί στη φωτιά. 

Δίστασε πολύ η Μαντινούλα, αλλά η κυρά Μαύρα επέμενε. Μπήκε μέσα ντροπαλά, ήταν πολύ περήφανη γυναίκα, αλλά η κυρά Μαύρα της φερόταν πάντα με καλοσύνη και πάντα την προσκαλούσε, τάχα να της κάνει παρέα να φάνε. Γιατί γνώριζε η καλή γυναίκα, πως όχι μόνο δυσκολευόταν οικονομικά, αλλά το κυριότερο, δε γνοιαζόταν για τον εαυτό της  η Μαντινούλα.

 Πολύ διακριτική και ευγενική ψυχή, έτρωγε πάντα πολύ λίγο, «για να μην της χαλάσει το χατίρι» κι όταν τελείωναν, την κοίταζε ικετευτικά στα μάτια:

-Τον Ντάντο μου τον είδες; Πέρασε από δω;

Άλλες φορές πάλι, της έστελνε φαγητό με τη μικρή της κόρη τη Μαρία, ιδιαίτερα τις Κυριακές και τις γιορτινές μέρες. Μα και οι άλλες γυναίκες του χωριού τη φρόντιζαν. της πήγαιναν ψωμί όταν ζύμωναν, κάνα αυγό από τις κότες τους λίγο λάδι, ελιές και ό,τι άλλο έβγαζε το φτωχικό τους.

Χρόνια τώρα, η ίδια ιστορία κάθε μέρα. Με ένα ζεμπίλι στον ώμο, γυρνούσε στους δρόμους, σταματούσε τους περαστικούς, χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών, έμπαινε και στο μαγαζί του χωριού που ήταν πάντα γεμάτο από άνδρες, και:

-Μην  είδατε τον Ντάντο μου; Πέρασε από δω;

Βγαίνοντας έξω, την άκουγαν να φωνάζει με σπαρακτική φωνή:

-Ντάντο μου…Πού είσαι Ντάντο μου.

Με το Νικόλα το μαγαζάτορα, είχαν μια μακρινή συγγένεια, δεν είχε άλλους συγγενείς,  καλός άνθρωπος, την πονούσε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μάλωνε με τους πελάτες, γιατί κάποιοι από αυτούς την περιγελούσαν και την πρόγκιζαν. Μα, έγινε θηρίο με έναν που της είπε:

-Κάπου άκουσα πως γυρίζει στο τάδε χωριό, κάμποσα χιλιόμετρα μακριά. 

Φωτίστηκε προς στιγμή το πρόσωπο της Μαντινούλας και γύρισε να φύγει να πάει τρέχοντας να συναντήσει το παιδί της. Αγρίεψε άσκημα ο Νικόλας και του φώναξε να ξεκουμπιστεί να φύγει και να μην πατήσει πόδι άλλη φορά στο μαγαζί του.  

 Πλησίασε τη Μαντινούλα,

-Μη του δίνεις σημασία Μαντινούλα μου, μουρλός είναι, δεν ξέρει τι του γίνεται.

 Όταν, πάλι κάποια παιδιά του χωριού, της χτυπούσαν την πόρτα και ρωτούσε από μέσα, ποιος είναι, έσκυβε με πόνο το κεφάλι κι έκλαιγε πικρά, ακούγοντας να της λένε:

-Ο Ντάντος είμαι.

Ένα από τα τότε πιτσιρίκια, μεγάλης ηλικίας σήμερα με καλλιέργεια και ευαισθησίες, που της χτυπούσαν την πόρτα, μου εξομολογήθηκε, βουρκωμένος, ότι οι μεταμέλειες και οι ενοχές δεν τον έχουν εγκαταλείψει, από τότε.

Μα, τι έφταιγε κι αυτός, μικρό παιδί, 5-6 χρονών, όπως τα περισσότερα από κείνα που την περιγελούσαν. Μήπως γνώριζαν τι έκαναν και γιατί; Αλλά άκουγαν τους μεγάλους και τους πατεράδες τους, πολλές φορές, να λένε πως, «είναι μουρλή, για δέσιμο».    

Μοναχοπαίδι και όμορφη κοπέλα η Μαντινούλα, αγαπήθηκαν με ένα παιδί της γειτονιάς της, τον Παύλο, μοναχοπαίδι κι εκείνος. Χάρηκαν οι γονείς και των δύο και με την ευχή τους, όταν απολύθηκε από στρατιώτης ο Παύλος, τους πάντρεψαν.

Ο πατέρας του Παύλου  ήταν Κουρέας έτσι ο γιος ακολούθησε τα βήματα του, έμαθε την τέχνη και δούλευε μαζί του. Νοίκιασαν ένα μικρό σπιτάκι στη χώρα κι έμεναν μόνοι τους, άλλωστε και οι γονείς τους, σε ενοίκιο έμεναν. Δυο χρόνια αργότερα, γεννήθηκε το πρώτο και μοναδικό τους παιδί ο Κωνσταντίνος, όπου τον φώναζαν Ντάντο, όπως το Νόνο του. Παρά την επιθυμία  τους, δεν αξιώθηκαν να αποκτήσουν άλλο παιδί.

Όταν πέθανε από το κακό σπυρί ο Παύλος, βρέθηκαν στο δρόμο με το παιδί της, γιατί δεν είχε λεφτά να πληρώνει το νοίκι.

Ο Νικόλας, ο μόνος συγγενής, της παραχώρησε μια μικρή παράγκα που είχε στο χωριό. Αφού τη συμμάζεψαν και  καθάρισαν, γιατί η Μαντινούλα ήταν πολύ καθαρή και νοικοκυρά, έβαλε μέσα το μικρό της νοικοκυριό και στεγάστηκε με το παιδί της. Ήταν άριστη κεντήστρα, έτσι, από καιρού σε καιρό κεντούσε καμιά προίκα ή ότι άλλο της ζητούσαν και πορεύονταν, φτωχικά και μετρημένα.   

Και η ιστορία αγάπης της Μαντινούλας με τον Παύλο συνεχίστηκε με τον Ντάντο της και την Αγγελικούλα, που έμενε στην άλλη γειτονιά. Τόσο η Μαντινούλα, όσο και οι γονείς της Αγγελικούλας,  δεν είδαν με κακό μάτι την πιθανότητα να συμπεθερέψουν. Φτωχοί και οι μεν φτωχοί και οι δε, πίστευαν ότι άμα υπάρχει αγάπη και καλοσύνη, θα πορευτούν καλά στη ζωή τους. Η Αγγελικούλα ήταν μοδίστρα και ο Ντάντος, που είχε μάθει τη τέχνη από τον πατέρα του, από καιρού σε καιρό, όλο και κούρευε ή ξύριζε χωριανούς αλλά και από διπλανά χωριά, στο μικρό δωματιάκι πίσω από την παράγκα.

Εκείνο το μεσημεράκι, αφού τέλειωσε και παρέδωσε  τα ραψίματα η Αγγελικούλα, πλύθηκε, έλουσε τα όμορφα μακριά, σγουρά μαλλιά της, τα στέγνωσε λίγο με την πετσέτα, φόρεσε ένα ελαφρύ φορεματάκι και ετοιμαζόταν  για την πλατεία του χωριού να συναντήσει τον Ντάντο. Η μάνα της φώναζε, να μην πάει πουθενά με το κεφάλι της βρεγμένο κι έτσι αλαφροντυμένη,  κάνει κρύο και θα αρρωστήσει. Μα πού να ακούσει η ερωτευμένη κοπέλα. Άδικα επέμενε η μάνα, αποφασισμένη να πάει η Αγγελικούλα.

Οι φόβοι της μάνας, αποδείχτηκαν αληθινοί. Όλη νύχτα καιγόταν στον πυρετό η Αγγελικούλα. Της έκανε κάμποσα γιατροσόφια η μάνα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ο πυρετός δεν υποχωρούσε με τίποτα. Αναγκαστικά, λίγες μέρες αργότερα κάλεσαν γιατρό. Καταπέλτης η διάγνωση: Περιπνευμονία. Το κινίνο και τα αντιβιοτικά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα, κι αν είχαν, ήταν άγνωστα στο νησί. Ο γιατρός, διάταξε καταπλάσματα με λιναρόσπορο στο θώρακα, εντριβές με οινόπνευμα, βεντούζες  ή «κοφτές», αν δε βελτιωθεί.

Ο Ντάντος ζούσε μες στην αγωνία, αλλά φυσικά, ούτε συζήτηση να πάει να τη δει. Πήγαινε, όμως, η Μαντινούλα κάθε μέρα και του έφερνε τα νέα. Προσπαθούσε, να μην του λέει πόσο άσχημα ήταν, για να μη χάνει την ελπίδα το παιδί της. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν άλλη. Άδικα όλα τα γιατροσόφια που της έκαναν, οι κοφτές βεντούζες και οι προσπάθειες που κατέβαλε  ο γιατρός που ανησυχώντας κι εκείνος για το κορίτσι, περνούσε και την έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα, χωρίς να πληρώνεται. Η Αγγελικούλα, δεν άντεξε. Έναν ολόκληρο μήνα αγωνιζόταν και προσπαθούσε να παλέψει τη βαριά, για την εποχή, αρρώστια, αλλά στο τέλος υπέκυψε. Μεγάλη τραγωδία ο χαμός της. Η μάνα κι ο πατέρας της απαρηγόρητοι, ήταν η μοναχοκόρη τους, δεν είχαν άλλα παιδιά.

Την ξενύχτησαν στο κοριτσίστικο κρεβάτι της, με το καντήλι να καίει πάνω θες της μέχρι το πρωί. Όλο το χωριό ήταν εκεί, ακόμα και από το διπλανό. Η μάνα, ο πατέρας αλλά και ο Ντάντος, (δεν υπήρχε λόγος πια να κρατούν προσχήματα), βουβοί, έκλαιγαν σιωπηλά.

Το πρωί, οι φιλενάδες της, την έντυσαν νύφη, με μοιρολόγια, τραγούδια του γάμου και μάτια που έτρεχαν ασταμάτητα. Ήταν πανέμορφη, με μια ήρεμη, γλυκιά έκφραση στη μορφή της. Της έβαλαν το νυφικό στεφάνι στο ωραίο της κεφάλι που το πλαισίωναν τα μακριά της μαλλιά.

Όταν ήρθε η ώρα, τη «σήκωσαν», ο Ντάντος και τρία ξαδέλφια της. Μπροστά ο παπάς, με τον νεωκόρο και τον ψάλτη, αμέσως μετά οι γονείς της και η Μαντινούλα, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, ακολουθούμενοι από τον πολύ κόσμο, ψέλνοντας και θυμιατίζοντας ώσπου προχωρώντας πολύ αργά έφτασαν στην εκκλησία που είχαν μαζευτεί κι άλλοι. Η καμπάνα του χωριού σκόρπιζε τον αργό, πένθιμο ήχο της προκαλώντας ρίγη σε όλους. Τα τιτιβίσματα των πουλιών ακούγονταν σα μοιρολόγια, θρηνώντας για το νέο κορίτσι.  

Ο Ντάντος, είχε αγοράσει στέφανα και  βέρες, κατόπιν πολλών συζητήσεων με τους γονείς, τη μάνα του αλλά και τον παπά. Στην εκκλησία, πέρασε στο νεκρό κορίτσι τη βέρα, στα σταυρωμένα της χέρια, φόρεσε κι εκείνος τη δική του και το στεφάνι. Είχε ντυθεί γαμπρός, με τα καλά του ρούχα, και στάθηκε δίπλα της κρατώντας το παγωμένο της χέρι. Η εκκλησία στολισμένη με κάθε λογής λουλούδια από τα χωράφια και η Αρετή, η καλύτερη φίλη της Αγγελικούλας, με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, μοίραζε κουφέτα στον κόσμο.    

Όταν άρχισαν να την κατεβάζουν αργά – αργά  στον τάφο και πετούσαν επάνω από λίγο χώμα πρώτα οι γονείς και ο Ντάντος, και μετά ο κόσμος, αλλά και αγριολούλουδα,  δεν ακούγονταν παρά μόνο λυγμοί από παντού κι ο σπαραγμός της μάνας που σκίσθηκαν τα σωθικά της. Κανείς δεν ήξερε  για ποιον να κλάψει περισσότερο, για τη μάνα και τον πατέρα ή για τον Ντάντο…Δεν υπήρχαν λόγια παρηγοριάς. Τι ελπίδα να δώσεις στη μάνα που χάνει το μονάκριβο παιδί της σε τόσο τρυφερή ηλικία ή στον πατέρα; Με τι καρδιά να πεις στο παλικάρι που θρηνούσε με απόγνωση:

-Νέος είσαι, θα το ξεπεράσεις.

Ξαφνικά κι πρόσμενα, όπως την κατέβαζαν και πριν τη σκεπάσει ολότελα το χώμα, αυθόρμητα ο Ντάντος, σιγανά με απαλή φωνή που παλλόταν από συγκίνηση και οδύνη, αντί για Αντίο, άρχισε να της τραγουδάει:

Η πρώτη αγάπη δε λησμονιέται

Δεν ξεριζώνεται απ' την καρδιά.

Γιατ' είναι ριζωμένη βαθιά μες την ψυχή

Κι αιώνια θα μένει, με πόνο θα αντηχεί.

Στο καλό Αγγελικούλα μου, πρώτη και τελευταία μου αγάπη.

Βουβάθηκαν όλοι, ακόμα κι ο παπάς σταμάτησε να ψέλνει και με τα μάτια βουρκωμένα, άκουγε το θρήνο του Ντάντου….  

Πρωί και βράδυ η μάνα με τον Ντάντο, στο Νεκροταφείο να συντροφεύουν  με απαρηγόρητα δάκρυα τη μάνα και τον πατέρα της Αγγελικούλας, αλλά και το νεκρό κορίτσι.

Ολόκληρο το χωριό λυπόταν τους χαροκαμένους γονείς, αλλά και το νέο παλικάρι, γιατί ήταν πλέον κοινό μυστικό ότι αγαπιούνταν τα παιδιά και σκόπευαν να παντρευτούν. Τους συμπαραστέκονταν και τους στήριζαν όσο μπορούσαν. Όλες οι γειτόνισσες, είχαν πάρει υπό την προστασία τους, τους γονείς της Αγγελικούλας και από κείνο το λίγο φαΐ που είχαν, τους έβγαζαν μερίδιο.  Αλλά και η Μαντινούλα έκανε ό,τι μπορούσε για τους «συμπεθέρους», έτσι λέγονταν πια. Την ημέρα, μαζί στο Νεκροταφείο και τα βράδια πήγαιναν και καθόταν μαζί τους για ώρες και μιλούσαν, μα για τι άλλο, για το αδικοχαμένο κορίτσι, για την αγαπημένη του ο Ντάντος, που έκαναν τόσα όμορφα όνειρα για τη ζωή τους. Και οι γονείς της Αγγελικούλας, αγκάλιασαν τον Ντάντο, σαν παιδί τους.

Περνούσαν οι μέρες και οι εβδομάδες, χωρίς να βρίσκουν παρηγοριά.

Την άλλη μέρα από το 40ήμερο Μνημόσυνο της Αγγελικούλας,  ο Ντάντος είπε στη μάνα του ότι θα πήγαινε μια βόλτα μέχρι το Ακρωτήρι, να αγναντέψει τη θάλασσα. Να πάρει αέρα γιατί νιώθει πως πνίγεται, δεν μπορεί να αναπνεύσει..  

Βράδιασε, ξημέρωσε κι ο Ντάντος δεν είχε γυρίσει. Τρελάθηκε από τη μεγάλη  αγωνία η Μαντινούλα που δεν ήξερε τι να υποθέσει. Αναστατώθηκε όλο το χωριό και όλοι έψαχναν. Τον βρήκαν, δυο μέρες μετά, που τον είχε ξεβράσει η θάλασσα.

Κανείς δεν έμαθε ποτέ, αν ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία.

Η Μαντινούλα, δεν το άντεξε, «της έστριψε», «της σάλεψε» από τότε, όπως έλεγαν στο χωριό.

Αφότου χάθηκε ο Ντάντος, η Μαντινούλα δεν κοιμήθηκε ξανά σε κρεβάτι. Κοιμόταν, κουλουριασμένη σα μωρό σε ένα μπαούλο που είχε, όπου το έστρωνε με ολόλευκα καθαρά σεντόνια..

Κάθε φορά, που  προσπαθούσαν να της εξηγήσουν, όχι μόνο πόσο άβολο ήταν να κοιμάται εκεί, αλλά και επικίνδυνο,  τους απαντούσε:

-Ο Ντάντος μου κοιμάται στο κουτί κι εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ στο μπαούλο;

Όταν πήγαινε στη Βρύση που είχε και γούρνες και έπλενε τα ρούχα της, αγνάντευε το Κοιμητήριο απέναντι και άρχιζε το θρήνο.

-Ντάντο μου, παιδάκι μου, με ακούς; Πού είσαι Ντάντο μου…

Αστείρευτα από δάκρυα τα μάτια, δε σταμάτησαν ποτέ να κλαίνε το χαμένο της παιδί.

Μέχρι τα βαθιά γηρατειά, γυρνούσε στους δρόμους μ΄ ένα ζεμπίλι στον ώμο χτυπούσε πόρτες και ρωτούσε τους διαβάτες:

-Μην είδατε το Ντάντο μου;

Με όσο σπαραγμό της είχε μείνει, ολοένα φώναζε:

-Ντάντο μου…, πού είσαι Ντάντο μου;

Μα, ο Ντάντος δεν άντεξε το χαμό της αγαπημένης του.

δ.μ.

*** Θερμές ευχαριστίες στις φίλες Κατερίνα και Μαρία και στους φίλους Γιώργο και Παύλο. Χωρίς τις πολύτιμες πληροφορίες τους, θα ήταν αδύνατον να γραφτεί αυτή η ιστορία. δ.μ.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: