e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Ένα πολύ ακριβό μπουκάλι

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Έχουν περάσει  πολλά χρόνια από το 1968, κάποιες μνήμες όμως, δε σβήνουν.

Καινουργιοφερμένοι στη Μελβούρνη, οι περισσότεροι από εμάς, ασφαλώς πολύ νέοι όλοι, ασφαλώς όλοι σχεδόν νοικιάζαμε από ένα δωμάτιο  και ασφαλώς, σε Ελληνικό σπίτι, γιατί δεν είχαμε επιλογές αλλά και γιατί νιώθαμε ασφάλεια με «δικούς μας» ανθρώπους, συμπατριώτες.

Αυτοί που είχαν έλθει ένα-δύο ή και περισσότερα χρόνια πριν από εμάς, είχαν μαζέψει αρκετό «προζύμι» ώστε οι Τράπεζες να τους εγκρίνουν στεγαστικό δάνειο, με 17% τόκο ή και πάρα πάνω. Αγόραζαν μεγάλο σπίτι, (όλα σχεδόν ήταν μεγάλα τότε), με τρία-τέσσερα υπνοδωμάτια, σαλόνι τραπεζαρία τα οποία μετέτρεπαν σε υπνοδωμάτια και τα ενοικίαζαν σε ζευγάρια, κατά προτίμηση χωρίς παιδιά, και σε εργένηδες, αμφοτέρων των φύλων, αφού, φυσικά, ο ιδιοκτήτης κρατούσε ένα δωμάτιο για εκείνον και την οικογένειά του. Κοινή  κουζίνα, μπάνιο και  τουαλέτα, για όλους, ενοικιαστές και ιδιοκτήτες. Πολλές φορές μέσα σε τέτοιο σπίτι, συγκατοικούσαν 12 ή και 15 άτομα.

Κατάσταση δύσκολη, που όμως, εξυπηρετούσε και τους μεν και τους δε.

Άλλωστε, δεν υπήρχαν διαμερίσματα ή  σπίτια προς ενοικίαση και τα ελάχιστα που υπήρχαν, πανάκριβα κι απρόσιτα για νέους και νέες όπου, αν ήταν τυχεροί, είχαν φέρει μια βαλίτσα με βασικό ρουχισμό από την Ελλάδα. Γιατί οι περισσότεροι, δεν είχαν παρά μία τσάντα.

Για όλα αυτά, έχω γράψει εκτενώς στα βιβλία μου, αλλά καλό είναι να τα θυμηθούν οι παλιοί και να τα γνωρίσουν οι νέοι, για να γνωρίζουν, ότι στο Μετανάστη, κανείς δεν στρώνει χαλί υποδοχής, ούτε τότε ούτε τώρα.

Μέναμε κι εμείς, ανδρόγυνο με δύο παιδιά σε ένα τέτοιο δωμάτιο.

Η Γιαννίτσα με τον Τιμόθεο, Ζακυνθινοί, που γνωριζόμαστε από παλιά, είχαν έλθει 2 χρόνια πριν από εμάς. Είχαν ξαδέλφια,  λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αδελαΐδα, φαρμαδόρους με μεγάλες εκτάσεις, όπου καλλιεργούσαν ντομάτες. Όντας αγρότες και οι ίδιοι, πήγαν κατευθείαν εκεί όταν έφτασαν. Ουσιαστικά, δεν είχαν ανάγκη να μεταναστεύσουν, είχαν μεγάλη περιουσία στο χωριό και οικονομική ευχέρεια, όμως το διώροφο σπίτι στο χτήμα τους, χρειαζόταν πολλά λεφτά για ανακαίνιση. Σκέφτηκαν, αντί να πουλήσουν περιουσία για τις αναγκαίες, πολυέξοδες ανακαινίσεις, να έρθουν στην Αυστραλία για δυο-τρία χρόνια, να εργαστούν στις Φάρμες με τα ξαδέλφια, να συγκεντρώσουν το ποσόν που χρειάζονταν και να γυρίσουν πίσω. Ο Στράτος, ο 14χρονος γιος τους πήγαινε στο Γυμνάσιο, πολύ καλός μαθητής έτσι αποφασίστηκε από κοινού, να μείνει πίσω με τη γιαγιά και τον παππού για να συνεχίσει τις σπουδές του. Η 12χρονη Μαρία, άλλος άνθρωπος.  Ανυπάκουη, με το ζόρι τελείωσε το Δημοτικό, ούτε γράμματα ούτε τέχνη ήθελε να μάθει. Πολύ δύσκολη και δύστροπη, έτσι την πήραν μαζί τους, γιατί ουδείς αναλάμβανε την ευθύνη της στο χωριό γνωρίζοντας το χαρακτήρα της.

Φτάνοντας στις Φάρμες, έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Ήταν μες στη φούρια καλλιέργειας της ντομάτας. Πολλή και εξαντλητική δουλειά. Όμως, είχαν στόχους. Δούλευε και η Μαρία, γιατί εκείνη το ζήτησε.

Άλλωστε, δεν είχε επιλογή, τι να κάνει κλεισμένη μες στο σπίτι ολομόναχη όλη μέρα μες στις Φάρμες; Οι κοντινότεροι γείτονες, ένα χιλιόμετρο απόσταση κι εκείνοι δούλευαν όλη μέρα, άσε που δεν ήξερε και τη γλώσσα.  Τα ξαδέλφια, τρεις οικογένειες, με σπίτια το ένα κοντά στο άλλο, αγαπημένοι όλοι μικροί μεγάλοι. Εκεί έμεινε και η Γιαννίτσα με τον Τιμόθεο και τη Μαρία. Ούτε ενοίκιο, ούτε χρειάστηκε να στήσουν νοικοκυριό. Όλοι έτρωγαν από μια κατσαρόλα τον καιρό της παραγωγής και της φούριας, όπου οι γυναίκες  μαγείρευαν με τη σειρά.

Μόλις τελείωσε η φούρια, συλλέχτηκε ο καρπός, συσκευάστηκε εμπορικά και απεστάλη στις μεγαλουπόλεις στα μαγαζιά με τα οποία συνεργάζονταν, ανάσαναν όλοι και ετοιμάζονταν για ανάπαυλα. Οι γυναίκες κυρίως, γιατί υπήρχαν και μικρά παιδιά που χρειάζονταν φροντίδα, το σπίτι χρειαζόταν νοικοκύρεμα κ.λπ.

Η Γιαννίτσα, άνθρωπος της πρωτοβουλίας και πολύ δραστήρια, επικοινώνησε μαζί μας να ρωτήσει αν υπάρχουν δουλειές στη Μελβούρνη, ώστε το εξάμηνο περίπου που θα μεσολαβήσει μέχρι ν΄ αρχίσει η καλλιέργεια της επόμενης σαιζόν, να έρθουν να δουλέψουν εδώ, αντί να κάθονται. Φυσικά πολλές δουλειές τότε στη Μελβούρνη. Επί πλέον, εκείνες τις μέρες άδειαζε και ένα δωμάτιο στο σπίτι που μέναμε, έτσι κατέφθασαν και μέναμε μαζί! Πολύ χαρούμενοι κι εμείς που θα είχαμε κοντά μας, ανθρώπους που γνωρίζαμε καλά. Δυο μέρες μετά, η Γιαννίτσα έπιασε δουλειά σε μεγάλο εργοστάσιο που έφτιαχνε γυναικείες κάλτσες. Τον Τιμόθεο, τον πήραν στο Dunlop, μεγάλο εργοστάσιο όπου έφτιαχνε λάστιχα αυτοκινήτων. Και η Μαρία, γράφτηκε σε μια Κρατική Σχολή, υπήρχαν πολλές τότε, ώστε να μάθει λίγα Αγγλικά. Όλα πήγαιναν θαυμάσια

Σβέλτη και προκομένη η Γιαννίτσα τελείωνε λίγο μετά το μεσημέρι τον προκαθορισμένο, υποχρεωτικό αριθμό από ντουζίνες κάλτσες που έπρεπε να τελειώσει στο 8ωρο κάθε εργάτρια. Μετά, αν περίσσευε χρόνος, ανάλογα πόση δουλειά έβγαζαν, πληρώνονταν έξτρα, ήταν τα λεγόμενα «μπόνους», που έπαιρναν. Αυτά τα λίγα δολάρια ήταν το προσωπικό τους χαρτζιλίκι, γιατί το φακελάκι με το μεροκάματο το έπαιρνε ο  άνδρας για τα έξοδα της οικογένειας. Και σκοτώνονταν όλες τους να βγάλουν λίγες ντουζίνες επί πλέον ώστε να πάρουν λίγα δολάρια πάρα πάνω κάθε εβδομάδα. Ακόμα και στην τουαλέτα απέφευγαν να πηγαίνουν για να μη χάνουν ούτε πέντε λεπτά.

Φυσικά η Γιαννίτσα, γνωρίστηκε με όλες που δούλευαν χρόνια εκεί, μίλησαν για τη ζωή τους και τους ανέφερε πώς γιατί και για πόσο θα εργαζόταν εκεί.  Μερικές, ένιωσαν κάποιο αγκαθάκι ζήλειας, πως η Γιαννίτσα θα γύριζε γρήγορα πίσω στην πατρίδα, ενώ εκείνες, καμία ελπίδα για κάτι τέτοιο.

Διαπιστώνοντας ο υπεύθυνος ότι έστω και μία εργάτρια μπορούσε να βγάλει περισσότερη δουλειά, αποφάσισε, ότι θα μπορούσαν όλες να κάνουν το ίδιο και ανέβασε κατά πολύ την παραγωγή, το λεγόμενο production. Άδικες οι διαμαρτυρίες τους ότι αδυνατούσαν να βγάλουν περισσότερη δουλειά. Αποτέλεσμα, με την αυξημένη παραγωγή, δεν υπήρχε ελπίδα να βγάλουν έστω και δυο-τρεις ντουζίνες πάρα πάνω ώστε να πληρωθούν έξτρα. Μόλις και μετά βίας έβγαζαν την υποχρεωτική παραγωγή, ώστε να μη χάσουν τη δουλειά τους.

Οι εργάτες τότε, ήταν στο έλεος του Εργοδότη. Ασφαλώς υπήρχε Εργατικό Συνδικάτο, όμως, ποιος τολμούσε να διαμαρτυρηθεί, όπου συνήθως, αλλά όχι πάντα, ο Επόπτης/τρια ήταν ταυτόχρονα και εκπρόσωπος του Εργατικού Συνδικάτου; Έτσι, ότι αποφάσισε και εφάρμοσε ο «μπόσης», δηλαδή ο επόπτης, για την αύξηση της παραγωγής, εφαρμόστηκε πάραυτα, παρά τις διαμαρτυρίες των γυναικών. Αναπόφευκτα, η Γιαννίτσα έπεσε στη δυσμένεια όλων των εργατριών.

-Εσύ καλά έκανες κι έβγαζες τόσες ντουζίνες, διπλάσιες του κανονικού και πήρες του κόσμου τα λεφτά για τους λίγους μήνες που θα δουλέψεις. Εμείς που δουλεύουμε σαν σκλάβες τόσα χρόνια εδώ μέσα, τι χρωστάμε εξ αιτίας σου να δουλεύουμε ακόμα σκληρότερα για να μη μας απολύσουν και χωρίς τα 3-4 επί πλέον δολάρια την εβδομάδα, που παίρναμε μπόνους και τα έχουμε όλες ανάγκη; Και να πεις ότι δε σου εξηγήσαμε όταν ήρθες και σου ανοίξαμε τα μάτια; Σε ενημερώσαμε ότι πρέπει να δουλεύεις γρήγορα να τελειώνεις την υποχρεωτική παραγωγή ώστε να προλαβαίνεις να βγάζεις και κάτι πάρα πάνω. Γιατί νομίζαμε, ότι είχαμε να κάνουμε με συνηθισμένο άνθρωπο, όπως εμείς! Πού να φανταστούμε ότι εσύ ήσουν μηχανή;

Η ατμόσφαιρα στο εργοστάσιο άλλαξε, έγινε πολύ εχθρική και  δε μιλούσε καμία πια στη Γιαννίτσα,  μερικές δε, πέταγαν απανωτά καρφιά και σπόντες, όχι μόνο οι Ελληνίδες, αλλά και οι Ιταλίδες, Γιουγκοσλάβες, Σπανιόλες και μερικές Κινέζες, κάθε μια στη γλώσσα της.

Στενοχωριόταν η Γιαννίτσα. Αγνοούσε τις εδώ συνθήκες, απλά προσπάθησε να εργαστεί όσο πιο πολύ μπορούσε τους λίγους μήνες που ήταν εδώ, ώστε όχι μόνο  να αυξηθεί το κομπόδεμα για τις ανακαινίσεις του σπιτιού, αλλά να φύγουν μια ώρα αρχύτερα για την Ελλάδα και  για το Σταύρο που είχε μείνει πίσω. Δεν μπορούσε να προβλέψει τις επιπτώσεις που θα είχε αυτό στις γυναίκες που σκυμμένες πάνω στη μηχανή όλη μέρα αγωνιζόταν να βγάλουν μεροκάματο.  Όμως, η ζημιά είχε γίνει, δεν άλλαζε τίποτα. Άλλωστε, δύο εβδομάδες  απόμειναν μέχρι να γυρίσουν στις Φάρμες που θα άρχιζε η νέα σαιζόν για τις ντομάτες.

Εκείνο το απόγευμα, κατά τύχη ο σύζυγος κι εγώ είχαμε σχολάσει νωρίτερα. Σε λίγο θα πήγαινε να πάρει τα παιδιά από το Σχολείο κι εγώ μιας και πήγα σπίτι νωρίς, έβαλα μπροστά να μαγειρέψω πριν μαζευτούν όλοι και δεν εύρισκα σειρά. Είχα πάνω από δυο ώρες μπροστά μου, πριν σχολάσουν κι έρθουν σπίτι οι ιδιοκτήτες και οι άλλοι ενοικιαστές.

Η  Γιαννίτσα, ο Τιμόθεος και η Μαρία κατέφθασαν μετά από λίγο. Ήταν η τελευταία μέρα που δούλευαν γιατί σε δυο μέρες, ίσα να μαζέψουν τα πράγματά τους αναχωρούσαν με το τραίνο, για το χωριό όπου τους περίμενε βαριά δουλειά στις ντομάτες.

Είπαν ένα γρήγορο, γεια και μπήκαν στο δωμάτιό τους. Σε λίγο βγήκε ο Τιμόθεος έξω στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου υπήρχε μεγάλο οικόπεδο με πράσινο γρασίδι και στο βάθος η τουαλέτα. Κάπου απόρησα, γιατί πίσω είχαν πρόσβαση μόνο οι ιδιοκτήτες, (ήταν λίγο ανάποδοι άνθρωποι),  οι υπόλοιποι, μόνο για την τουαλέτα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και τον άκουσα να φωνάζει αναστατωμένος τη Γιαννίτσα. Τρέχει αυτή, δεν άκουγα τι έλεγαν, αλλά μπαίνουν μέσα ανάστατοι και οι δυο μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια. Κλείνονται στο δωμάτιο κι ακούγονταν ήπιες φωνές και κλάματα και  τσιρίδες της Μαρίας.

Ανησύχησα στ' αλήθεια, εκείνη την ώρα ήρθαν και τα παιδιά από το Σχολείο. Ενημερώνω το σύζυγο ψιθυριστά ότι κάτι συμβαίνει κι αποφασίσαμε  να χτυπήσουμε ελαφρά την πόρτα.

Ανοίγουν, η Γιαννίτσα  κλαίει απαρηγόρητα, η Μαρία φοβισμένη να μην τσιρίζει αλλά να κλαίει ασταμάτητα  κι ο Τιμόθεος σε απόγνωση. Ρωτάμε διστακτικά τι συμβαίνει, μας λένε να βεβαιωθούμε πως δεν υπάρχει άλλος στο σπίτι, όντως ήταν νωρίς ακόμα, καθόμαστε κι εμείς εκεί και…

-Πάει, καταστραφήκαμε…

-Μα γιατί; Τι συνέβη; Τι έγινε;

-Πες τους, πες τους Τιμόθεε προτού μαζευτούν οι άλλοι.

Συντετριμμένος ο Τιμόθεος, αρχίζει:

-Μέχρι που ήρθαμε στην Αυστραλία, δεν είχαμε ποτέ δοσοληψίες με Τράπεζα, άλλωστε προς τι; Όταν ήρθαμε εδώ ακούγαμε να μιλάνε όλοι για λογαριασμό Τράπεζας. Αρχίζοντας δουλειά στη Φάρμα, μας εξήγησαν τα ξαδέλφια, πως δε χρειάζεται να ανοίξουμε λογαριασμό σε Τράπεζα, όχι μόνο γιατί δεν υπήρχε κοντά παράρτημα, αλλά επί πλέον, δε χρειαζόμαστε χρήματα.  

Όλα μας τα έξοδα και τα τσιγάρα μας ακόμα θα μπαίνουν στον κοινό λογαριασμό και στο τέλος κάθε σαιζόν, που θα πληρώνονταν και αυτοί από τις επιχειρήσεις που τροφοδοτούσαν  με ντομάτες, θα μας έδιναν σε ρευστό χρήμα, όπως  πληρώνονταν κι εκείνοι και όπως γίνονταν όλες οι συναλλαγές τότε,  το ποσόν που μας αναλογούσε σε μεροκάματα κ.λπ. αφού, ασφαλώς, αφαιρεθούν τα έξοδά μας. Έτσι και έγινε, Πολύ έντιμα και γενναιόδωρα τα παιδιά, μας πλήρωσαν καλά.

Εκείνο το ποσόν, όταν φύγαμε να έρθουμε εδώ, μπήκε για ασφάλεια, στο Χρηματοκιβώτιό τους  και  πήραμε μαζί μας λίγα λεφτά  για τα έξοδά μας, μέχρι να αρχίσουμε να δουλεύουμε. Ούτε κι εδώ, θεωρήσαμε απαραίτητο να ανοίξουμε λογαριασμό σε Τράπεζα, αφού έτσι κι αλλιώς, σε λίγους μήνες θα φεύγαμε.

Μια μέρα μιλούσαμε με τη Γιαννίτσα, για το ότι είχαμε μαζέψει από τα μεροκάματά μας, ένα σεβαστό ποσόν. Δύσκολο κι επικίνδυνο να αφήνουμε τα λεφτά στο δωμάτιο, αλλά εξ ίσου δύσκολο κι επικίνδυνο να τα κουβαλάμε μαζί μας. Αποφασίσαμε λοιπόν, να τα κάνουμε ένα σφιχτό, χοντρό μασούρι.

Βάλαμε το μασούρι σε ένα μπουκάλι του γάλακτος το κλείσαμε ερμητικά, άνοιξα, κάπως απόμερα, μια τρύπα  πίσω στον κήπο μια μέρα που δεν ήταν κανείς άλλος στο σπίτι από εμάς, ούτε στη Μαρία το είπαμε, έβαλα το μπουκάλι μέσα  και το σκέπασα καλά να μη φαίνεται πως έχει σκαφτεί πρόσφατα.

Ήσυχοι πια, πως οι κόποι μας ασφαλισμένοι για το λίγο διάστημα που έμεινε. Καταλαβαίνετε τώρα τι έγινε;

Σκάβοντας στο σημείο εκείνο προ ολίγου, διαπίστωσα ότι το μπουκάλι είχε κάνει φτερά!

Άρχισαν πάλι και οι τρεις να κλαίνε και να χτυπιούνται. Στο μπουκάλι κόπος και μόχθος τόσων μηνών. Και το ποσόν, υπέρογκο για κείνα τα χρόνια!

Το μπουκάλι είχε μέσα $3.000 δολάρια! Δηλαδή, όσο η μισή αξία ενός, συνηθισμένου σπιτιού στη Μελβούρνη τότε!

-Και τώρα; Τι κάνουμε, φώναξαν με απελπισία; Από ποιον να ζητήσουμε ευθύνες; Από τους ενοικιαστές, κανείς ποτέ δεν έβγαινε πίσω. Μόνο ο ιδιοκτήτης. Αλλά τι να του πούμε;

Είσαι κλέφτης και δώσε μας τα λεφτά μας; Κορόιδο είναι να το παραδεχτεί; Το πολύ  να καλέσει Αστυνομία ότι τον φωνάζουμε κλέφτη και να μας κοπανήσει και καμιά μήνυση για άδικη συκοφαντία.

Μείναμε άλαλοι. Δεν ξέραμε τι να πούμε, πώς να τους παρηγορήσουμε και τι γνώμη να βγάλουμε.

Ολοφάνερο, ότι ο ιδιοκτήτης πρέπει να βρήκε το μπουκάλι και το κράτησε! Καθόλου απίθανο, κουρεύοντας το γκαζόν πίσω με τη μεγάλη χορτοκοπτική μηχανή, να χτύπησε στο μπουκάλι και έτσι το βρήκε. Γλυκό το χρήμα και μάλιστα χωρίς κόπο και μόχθο, κουτός ήταν να το ομολογήσει;

Φυσικά, κάθε σωστός άνθρωπος, όφειλε να πάει στην Αστυνομία που θα διενεργούσε έρευνες και, ίσως, εύρισκε κάποια άκρη.

Να το αναφέρει εκείνος στους ενοικιαστές, δε θα έφερνε αποτέλεσμα, γιατί το πιο πιθανόν, να το διεκδικούσαν όλοι κι άντε να βρεις το δικαιούχο.

Έτσι σιώπησαν όλοι, έσκυψαν το κεφάλι και αφού χαιρέτησαν την επόμενη αναχώρησαν για τις Φάρμες, με απόγνωση πως έξη μηνών σκληρή δουλειά, πήγε στράφι και θα χρειαστεί να παραμείνουν περισσότερο χρόνο στην Αυστραλία, ώστε να συγκεντρώσουν το ποσόν που χρειάζεται για τις επισκευές του σπιτιού τους στο χωριό.

Ομολογώ, ότι ακόμα μέχρι σήμερα, όταν το σκέφτομαι,  ευχαριστώ το Θεό, όπου δε μας είχαν αναφέρει τίποτα και είχαμε πλήρη άγνοια πως είχε κρύψει στον κήπο μπουκάλι με τόσα λεφτά μέσα!

Αν, μας το είχαν εμπιστευτεί, το πιο λογικό και πιθανόν, να υποψιαστούν εμάς για κλέφτες, αφού…μόνο εμείς το γνωρίζαμε!

Για αυτό ο σοφός λαός έλεγε πως, Όποιος κλέβει, έχει μία αμαρτία αλλά όποιος χάνει, έχει  δύο.

δ.μ.                                                                 

Δεν υπάρχουν σχόλια: