e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Το παλιό σπιτικό

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Το πανηγύρι του Μπανάτου, που μέχρι πριν λίγα χρόνια γινόταν το Σεπτέμβρη, και της Σπηλούλας, Σεπτέμβρη κι αυτό, σηματοδοτούσαν κατά κάποιον τρόπο το τέλος του Καλοκαιριού και της ξεγνοιασιάς. Άνοιγαν τα Σχολεία, τα γραφεία, οι χαλαροί ρυθμοί των τελευταίων μηνών ανήκαν στο παρελθόν και... κάθε κατεργάρης στο πάγκο του πια.

Είχε μια δόση μελαγχολίας μα και μοναδική ομορφιά ο Σεπτέμβρης, ήταν η επιστροφή στη ρουτίνα, στην τάξη, στη σειρά, που όσο κι αν παραπονιέται ο άνθρωπος, τα χρειάζεται για να νιώθει σιγουριά και ασφάλεια, να νιώθει πως όλα μπαίνουν πάλι στη θέση τους. Άλλωστε, τι ομορφιά θα είχαν οι διακοπές αν δεν ξέραμε πως είναι μόνο για λίγο; Τα πάντα εν σοφία εποίησε ο Κύριος, εξ ου και οι εναλλαγές στις εποχές. Φαντάζεστε ένα διαρκές Καλοκαίρι ή έναν διαρκή Χειμώνα χωρίς ανάπαυλα;

Με το Φθινόπωρο, άλλαζε όψη όχι μόνο η φύση γύρω, αλλά και τα σπίτια, ντυνότανε σιγά-σιγά στα ζεστά τους για τον κρύο χειμώνα που βρισκόταν στο δρόμο, κουρελούδες κάτω, όχι βέβαια...μοκέτες τότε, βαριές κουρτίνες στα παράθυρα για να προφυλάσσουν από το κρύο και τους αέρηδες, ό,τι μερεμέτια χρειαζόταν το σπίτι γινόταν τότε, ώστε πανέτοιμο κι εκείνο να αντέξει στις αναμετρήσεις με τους δυνατούς βοριάδες και τις ανελέητες βροχές που θα το μαστίγωναν για μήνες ολόκληρους. Προμηθεύονταν όσοι είχαν τζάκι ή γωνιά μπόλικα ξύλα, σε στεγνό μέρος για να φτάσουν για το χειμώνα και μικρά κλαδάκια, ελιάς, κλήματα και άλλα, για προσάναμμα. Κοντολογίς, άρχιζε και το μάζεμα των ελιών, βεντέμες παντού να μαζευτεί ο χρυσός καρπός, να πάει στα λιοτρίβια, να βράσουν οι νοικοκυρές μαύρες ελιές, να φτιάξουν βλαστάδες, κολυμπάδες κι αλατιστές στα μαλαθούνια. Μοσκοβολούσε ο τόπος από τα φρέσκα φύλα και κλαράκια ελιάς που άναβαν τα τζάκια, που σαν «φρέσκα» έκαναν εκείνο το χαρακτηριστικό τρίξιμο μόλις έπαιρναν μπροστά.

Έβγαζαν κι οι άνθρωποι τα χειμωνιάτικά τους από ντουλάπες και μπαούλα, έφτιαχναν γλυκό του κουταλιού σταφύλι και κυδώνι οι νοικοκυρές, μάζευαν μούστο κι έφτιαχναν πετιμέζι για να φτιάξουν μουσταλευρία, να φυλάξουν για τις τηγανίτες το χειμώνα, αλλά και για το βήχα. Δεν τρέχανε στο φαρμακείο για σιρόπια και σε γιατρούς αν κάποιος, μικρός ή μεγάλος, είχε κρυώσει και είχε βήχα. Οι βεντούζες έπαιρναν το κρύωμα και το πετιμέζι μαλάκωνε το λαιμό και σταματούσε το βήχα.

Μαζεύονταν, πολλές φορές, μετά το δείπνο οι γειτόνοι πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο κι εκεί γύρω στο τζάκι ή στη γωνιά περνούσαν ευχάριστα τα βράδια, κουβεντιάζοντας για κάθε λογής θέμα, αυτά που άκουσαν στο ράδιο οι λίγοι τυχεροί που είχαν ραδιόφωνο, (δούλευε με μπαταρία, μια μπαταρία που χρειάζονταν... τρεις άντρες να τη σηκώσουν κι ένα τσουβάλι λεφτά για την φορτίσουν), ή αυτά που διάβασαν στην εφημερίδα, όσοι έτυχε να πάνε στη χώρα για δουλειά αν δεν είχε φουρτούνα κι ήλθε το καραβάκι του Ζαμπάζα, που τις έφερνε από την Πάτρα. Όλο τους το κέρασμα, ήταν λίγο σπιτίσιο κρασί, ένα μήλο ή πορτοκάλι κομμένο στα τέσσερα και σταφίδες με καρύδια. Το γλυκό του κουταλιού, ήταν για εξαιρετικές περιπτώσεις.

Μα ήταν όμορφα εκείνα τα βράδια. Τα έχω ζήσει τόσο στο Μπανάτο όσο και στη Κουκουναρία, το χωριό του παπάκη μου, μα και στη Μπόχαλη. Το σπιτικό ήταν βασίλειο, το βασίλειο της φαμελιάς, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση των νοικοκυραίων, ήταν αρχοντικό γιατί ήταν εστία, χώρος ιερός που μαζευόταν η φαμελιά, μικροί μεγάλοι.

Μεσημέρι-βράδυ το τραπέζι στρωμένο με παστρικιά μεσάλα, με όλους καθισμένους γύρω να μοιραστούν ό,τι είχε μαγειρέψει η μεγάλη αρχόντισσα, η Μάνα, που με όσα λίγα κι αν διέθετε κατόρθωνε να χορταίνουν όλοι, σαν τους Άρτους του Κυρίου.

Εκεί μιλούσαν για τον κάματο της ημέρας, τα γεννήματα, αυτά που έπρεπε να γίνουν, προγραμμάτιζαν όλοι μαζί τις δουλειές της άλλης μέρας, σε όλες τις συζητήσεις έπαιρναν μέρος και τα παιδιά, ήταν γνώστες της όποιας κατάστασης. Με λίγα λόγια, υπήρχε επικοινωνία, δεν έμπαινε κι έβγαινε ο καθένας όποτε ήθελε χρησιμοποιώντας το σπίτι, απλά, σαν βάση, για να μην πω ξενοδοχείο φαγητού και ύπνου, όπου το φαΐ ζεσταίνεται στο φούρνο μικροκυμάτων και καθένας τρώει μοναχός, όταν τον βολεύει ή μπορεί.

Όλες οι σημαντικές μέρες της οικογένειας, χαρούμενες και θλιβερές, εκεί μέσα βιώνονταν. Εκεί γίνονταν τα γλέντια για τις ονομαστικές εορτές, εκεί οι γάμοι και τα συμπεθεριά, εκεί τα βαφτίσια, μα κι εκεί ξενυχτούσαν τον αγαπημένο που είχε φύγει, απότιση τιμής και σεβασμού να περάσει την τελευταία νύχτα μέσα στο σπίτι που έζησε, κοντά σε φίλους και δικούς, κι όχι στον κρύο θάλαμο του όποιου Γραφείου ή Νοσοκομείου, από κει τον ξεπροβόδιζαν για τον αιώνιο ύπνο την άλλη μέρα και τον καφέ της παρηγοριάς, μετά την ταφή, πάλι εκεί τον έπιναν. Εκεί, στο σπιτικό τους δέχονταν τους φίλους και γνωστούς, να πιουν το καφεδάκι τους μαζί, εκεί τους καλούσαν για τραπέζι, για την όποια γιορτή ή υποχρέωση, όλα εκεί γίνονταν, ανοιχτό και πρόσχαρο το σπίτι πάντα.

Σήμερα πια, έχει αλλάξει ολοκληρωτικά η εικόνα του παλιού σπιτικού. Καμία σχέση με το τότε. Τώρα, δύσκολα σε μπάζει ο άλλος μέσα. Ακόμα και για καφέ έξω θα σε καλέσουν, κι αν παρ' ελπίδα πας στο σπίτι, στην αυλή θα σού τον προσφέρουν. Τώρα πια, οι... υποχρεώσεις βγαίνουν στην ταβέρνα, όχι στη ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Σε όλες αυτές τις στιγμές, είτε χαράς, είτε λύπης, έχει γίνει έξωση. Δεν έχουν θέση πια στο σπίτι. Το σπίτι έχει γίνει... άβατος και απαραβίαστος χώρος, μην το βεβηλώσουν ξένα μάτια. Κι αν γίνει πρόσκληση σε κάποιους, πολλές φορές, γίνεται μόνο για επίδειξη, γιατί αγόρασαν καινούρια έπιπλα, άλλαξαν κουρτίνες ή ό,τι άλλο και νιώθουν την ανάγκη να τα εκθέσουν. Το σπιτικό, δεν είναι πια η φιλόξενη, ζεστή γωνιά που ήταν κάποτε. Τότε που ήταν φτωχοί αλλά απλοί και καλοσυνάτοι οι άνθρωποι...

Διαπιστώσεις όλα αυτά... Διαπιστώσεις από πρώτο χέρι και στο τελευταίο και προ-τελευταίο ταξίδι μου στο αγαπημένο μου Φιόρε, στο χωριό των γονιών μου και δικό μου χωριό, μα και πάρα πέρα. Πίστευα πως αυτό ίσχυε μόνο για τις απρόσωπες πόλεις, όχι στις μικρές κοινωνίες των χωριών, μα τώρα πια, ο πλανήτης όλος έγινε ένα μεγάλο χωριό...
Άλλαξε ο κόσμος, τον άλλαξε η ζωή, οι τρελοί ρυθμοί της και οι καινούριες συνθήκες των πραγμάτων. Πούθε να βρεις άκρη κι αρχή;
δ.μ.τ.

8 σχόλια:

Δέσποινα είπε...

Η κ. Μούσουρα μας μεταφέρει πολύ ζωντανά την ατμόσφαιρα του παλιού ζακυνθινού σπιτικού. Είναι σα να άκουσα τα κλαράκια της ελιάς να τριζοβολούν στο τζάκι, σα να δοκίμασα το γλυκό κυδώνι, σα να έβγαλα κι εγώ τα χειμωνιάτικα απ' το μπαούλο...
Να είναι καλά να γράφει πάντα τόσο γλαφυρά και όμορφα!

P. Kapodistrias είπε...

Η αίσθηση που αποπνέει από το κείμενο της φίλης κ. Μούσουρα έχει και τρυφεράδα και πικράδα. Τρυφεράδα για τα νοσταλγικά της πετάγματα και πικράδα για τις εξελίξεις στον χώρο των διανθρώπινων σχέσεων!...

Την ευχαριστούμε και την καλημερίζουμε από την Πατρίδα και μάλιστα από την ιδιαίτερή της!!!

Daniel είπε...

Δεσποινιώ μου, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Ναι, κι εγώ ακούω, ακόμα, το τριζοβόλισμα στο τζάκι και ξέρεις, έχουμε φυτέψει ελιά στον κήπο μας, (μαζί με άλλα δέντρα που να δημιουργούν την ψευδαίσθηση του "κοντά" στον τόπο μας), και ρίχνουμε χλωριά κλαριά στο...μπάρμπεκιου.
προσπαθώ να αποφεύγω τη γλυκειά θύμηση από το κιδωνόπαστο της αείμνηστης παπαδιάς...
Καλά να είσαι και πάντα ευτυχισμένη,
με πολλή αγάπη,
Διονυσία, (έτσι σκέτο)

Daniel είπε...

Aχ, αγαπητέ π Παναγιώτη,
Η τρυφεράδα κι η πικρία, πάνε πάντα χέρι-χέρι όταν γυρνάμε στο χθες, όμως, αν δεν υπήρχαν κι οι πικρίες, ίσως, να μην ήταν τόσο..τρυφρές οι τρυφεράδες...
με την αγάπη μου πάντα,
δ.μ.τ.

Alypios είπε...

Ωραία μάς ταξιδεύεις στο βάθος της Ψυχής, όπου φυλάμε καλά τις αγάπες του παρελθόντος μας!

Χαιρέτωσαν οι Μνήμες!

Daniel είπε...

Ναι, αγαπητέ/ή Αλύπιε, Χαιρέτωσαν οι μνήμες μας!
Με κάτι παρόμοιο τελειώνω σε κάποιους στίχους γραμμένους πριν από πολλά χρόνια:
"Ώ Μνήμες μου Ακριβές,
μία και μόνη η παράκληση μου,
κοντά μου μείνετε,
μη με εγκαταλείψετε."
Πολύ καλή σου μέρα,
δ.μ.τ.

None είπε...

Διονυσία, Κυδωνόπαστο;;;;;;;;;;
Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια!!!!
Μου αναμοχλεύεις το βουλιμικό μου....

Daniel είπε...

Αχ και να ήξερες τι ωραίο κυδωνόπαστο έφτιαχνε η αείμνηστη παπαδιά αγαπητέ/ή None,
ειλικρινά στα τόσα χρόνια, από πολλά άξια "χεράκια" έφαγα κυδωνόπαστο, κανένα όμως σαν της παπαδιάς...
Και να σκεφτείς, σαν όλους τους νέους, έπαιρνα κι εγώ σαν δεδομένο ότι θα ζούσε αιώνια...έτσι δεν γνοιάστηκα πολλά να μάθω από αυτήν όσο είχα την τύχη να ζω κοντά της,στερνή μου γνώση...
χαιρετίσματα πολλά,
δ.μ.τ.