e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Λόγος υπόλογος για το Κήρυγμα σήμερα

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ 83 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002) 42-44, στο γενικότερο αφιέρωμα «Το κήρυγμα μεταξύ λιμού και κορεσμού»]

Ο τίτλος τα λέει όλα. Υπόλογος μάλλον αισθάνομαι, παρά κήρυκας άξιος κι επαρκής του Λόγου και μάλιστα εν τω μέσω της φλογός του παρα-λόγου των ισχνών ημερών μας. Και να, απολογούμαι, προσπαθώντας να βγάλω το επώδυνο αγκάθι της μειονεξίας του προσωπικού μου θεολογικού-πνευματικού λόγου έναντι του παντέλειου Θείου Λόγου. Τι θέλω και αρθρώνω ψελλίσματα ή και κάποτε μεγαλοστομίες ο τάλας εγώ και τάχα εκπρόσωπός Του; Από ποιο περίσσευμα ψυχής αντλώ και μεταδίδω; Εκείνο, που πάντως, κάπως με παρηγορεί και με ωθεί να συνεχίζω επιμένοντας, είναι το ψαλμικό: «Το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου». Αν δεν ήταν η Χάρις, το Έλεος, η Συγκατάβαση, η Ανεκτικότητα, κλάψε μας, εμάς τους «μεγάφωνους». Χωρίς αμφιβολία θ' ακούγαμε (πρώτος εγώ) το «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»…

Στις Σχολές βεβαίως (είτε ιερατικές, είτε θεολογικές) πληροφορηθήκαμε οι ενασχολούμενοι τα βασικά μεθοδολογικά στοιχεία της λεγόμενης εκκλησιαστικής Ρητορικής, κατά τρόπον όμως που δεν αντικαθρεφτίζει τις σύγχρονες ανάγκες του θρησκεύοντος λαού μας, αλλά θα έλεγα, με κάποιαν αφ’ υψηλού στεγνότητα και μεγάλη έως δυσθεώρητη απόσταση από τα πράγματα. Στην πράξη, τίποτε απ’ όλα εκείνα δεν ισχύει. Πέρ’ από τη βασική αρχιτεκτονική του κειμένου, εκείνο που προαπαιτείται είναι να οικοδομείται με γνησιότητα ανυπόκριτη και ταπεινό άνοιγμα ψυχής.

Στην Επαρχία (και μάλιστα σ’ ένα νησί, που καθ’ όλες τις ημέρες του χειμώνα χτίζουμε οι ταλαίπωροι -πλην άφρονες- «ιθαγενείς» καταλύματα πολυτελέστατα, για να δεχτούμε τους καλοκαιριάτικους νεο-αποίκους τουρίστες, εμείς οι οσφυοκάμπτες) τα πράγματα είναι δυσκολότερα, λόγω της «μικράς ζύμης», της απουσίας ικανοποιητικού αριθμού νέων ανθρώπων από την εκκλησιαστική – λατρευτική ζωή της Ενορίας, οι οποίοι θα νοηματοδοτούσαν με νεότητα και ρώμη την όποια και όση προσπάθεια του ιερέα – πνευματικού πατέρα.

Ο Λόγος, βέβαια, σπείρεται. Με τη βαθύτατη συναίσθηση (τιμή ταυτόχρονα κι ευθύνη, προνόμιο μαζί και συντριβή μου), ότι χρειάζεται να μεταχειρίζομαι τον λόγο της κατεξοχήν Αλήθειας, της όντως Αυθεντίας, της ίδιας της Ζωής. Δίχως -προς Θεού- διάθεση ταπεινολογίας ή και σεμνοτυφίας, συλλαμβάνω τον εαυτό μου, «τον εν πολλαίς αμαρτίαις συμπεπλεγμένον», να μιλά στον λαό του Θεού πάλι και πάλι για τον Θεό και την εν Χριστώ ζωή, ενώ ο παλαιός μου άνθρωπος αντρειεύει εντός μου και ανθίσταται. Τι θα ήταν όμως προτιμότερο: Ν’ αρνηθώ το διακόνημα (του Κηρύγματος εν προκειμένω) όπως ο Ιωνάς ο ανυπάκουος ή, συντετριμμένος, να ψελλίσω το του Ησαΐα: «Ιδού εγώ, απόστειλόν με»;

Ο Λόγος Του σπείρεται, λοιπόν, και αυξαίνει ερήμην μου και incognito τού άκοσμου Κόσμου μας. Και πείθομαι για πολλοστή φορά, ότι «άλλος εστιν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων». Το ζω το θαύμα ετούτο συχνά-πυκνά, όταν διάφοροι απ’ τους ακροατές του άμβωνα αναθυμούνται κατά περίστασιν λόγια, γνωμικά, αποστροφές απ’ την πατερική σοφία, που κάποτε -λένε- τ’ άκουσαν απ’ το στόμα μου, χωρίς πια να τα θυμάμαι. Και δοξάζω τον Άγιο Θεό γι’ αυτή την ευλογία, την ανοχή, την παραχώρηση. Και συνεχίζω ενισχυμένος τη διακονία του Λόγου, με τον κρυφό πόθο της Ενότητας όλων μας στο κοινό ποτήριο, δίχως πια -θέλω να πιστεύω- το «σύμπλεγμα του αγγελισμού», που με κατάτρυχε παλιότερα. Άλλωστε, ο Σωτήρας είναι Εκείνος, όχι εμείς. Κι Εκείνος απευθύνθηκε, κατά το μακρύ διάστημα των είκοσι αιώνων Εκκλησίας, στην Ελευθερία του κάθε Ανθρώπου, μην εξαναγκάζοντας ποτέ και κανέναν να Τον ακολουθήσει.

Σε κάθε ευκαιρία, αυτό κυρίως ακούν οι ενορίτες μου. Εδώ τεχνηέντως οδηγώ το συμπέρασμα. Εδώ, εξάλλου, συνοψίζεται η εν γένει πίστη των Χριστιανών: Ότι μέσα στην ορθόδοξη εκκλησιαστική πραγματικότητα βιώνουμε εν απολύτω ελευθερία την κάθε μέρα της ζωής μας ως ημέρα της Λαμπρής. Με την προϋπόθεση όμως, ότι δεν παύουμε ποτέ να μεταμορφώνουμε την παλαιότητά μας, μέσω της Μετάνοιας, της αδιάλειπτης Προσευχής και της συχνής Θείας Ευχαριστίας, σε ουσιαστική βίωση της όντως Αγάπης: Αγάπης οριζόντιας, των ανθρώπων μεταξύ μας. Αγάπης κάθετης, όλων μας δηλαδή με τον Πατέρα Δημιουργό.

Αυτά, εν ολίγοις, δίχως να δικαιούμαι να βάλω τελεία τέλους. Και στο θέμα - προβληματισμό του Κηρύγματος, ποτέ δεν τελειώνεις. Πάντοτε αρχίζεις-