e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Τα τρένα που φύγαν…


Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά από τη Μελβούρνη
Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά! Άλλο είχα αποφασίσει να μοιραστώ μαζί σας σήμερα, μα ο νους, που έχει τα δικά του μονοπάτια κι ανεξέλεγκτα, ανερώτητα σε πηγαίνει εκεί που θέλει, με ξεστράτισε.
Έφτασε ν’ ακούσω ένα τραγούδι, από ντόπιο ραδιοφωνικό σταθμό, που εκπέμπει ελληνικά, έτσι, καθώς οδηγούσα το πρωί στις μικρές και μεγάλες μου διαδρομές, για να ραγίσω. Θόλωσαν τα μάτια, τόσο που αναγκάστηκα να σταθμεύσω σε μιαν άκρη μέχρι ν’ ανασκουμπώσω τις δυνάμεις και να συνεχίσω…
Δεκέμβρης του 1967 πίσω στο πολυαγαπημένο νησί, λίγες μέρες πριν τη μεγάλη φυγή. Ίσως, κάποιοι να σκεφτείτε, μα πάλι; Ναι, φίλοι μου, πάλι και πάλι και πάλι. Γιατί είναι ανεξάντλητο και ατελεύτητο αυτό το μεγάλο κεφάλαιο του ξεριζωμού. Γιατί, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο καλά και να βρίσκεσαι στην καινούρια πατρίδα, το σαράκι ροκανίζει πάντα τα αισθήματα και ο νόστος παραμένει κραταιός! Γιατί, δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται σήμερα και τα νιάτα της Ελλάδας παίρνουν πάλι τους δρόμους αναζητώντας όχι πλούτη και μεγαλεία, αλλά την επιβίωση, όπως όλοι εμείς 50-60 χρόνια πριν.
Μέρες οδύνης και πόνου… Κοίταζα γύρω το σπίτι που άφηνα πίσω τη γη μου, τον πατέρα, τη μάνα, τ’ αδέλφια, ό,τι  ιερό  κι αγαπημένο είχα. Και σαν όλους τους Ζακυνθινούς σπουργίτι κι εγώ…
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Από σπίτι σε σπίτι και από αγαπημένο σε αγαπημένο, να χαιρετάς γνωρίζοντας ότι, ίσως, αποχαιρετάς... Αρχίσαμε από το Μπανάτο -τόσοι αγαπημένοι εκεί-, ποτίστηκαν τα στενά και τα καντούνια με δάκρυα...
Την τελευταία βραδιά, μέσα σε κλίμα βαρύ κι ασήκωτο, που άδικα προσπαθούν πολλοί αγαπημένοι φίλοι και δικοί να ελαφρύνουν, ήλθαν όλοι να μας αποχαιρετίσουν, να μας πουν Καλό κατευόδιο, να μας  ευχηθούν τα καλύτερα, να εκδηλώσουν τη χαρά τους (!) για τη μεγάλη ζωή που μας περίμενε στη νέα πατρίδα...
Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα. Κάποιος καθυστερημένος, σκεφτήκαμε. Ανοίγοντας τρελάθηκα, έπεσα στην αγκαλιά του και κλαίγαμε μαζί πολλή ώρα... Ήταν το πολυαγαπημένο μου αδελφάκι, φανταράκι που λιποτάκτησε, γιατί αρνήθηκε ο λοχαγός να του δώσει, έστω και 24ωρη άδεια να έλθει να με αποχαιρετήσει. Τον κρύψαμε κείνο το βράδυ και, πριν χαράξει, έφυγε γνωρίζοντας τις συνέπειες, μα δεν μετάνιωσε ποτέ για αυτό.
Ανάμεσα στους πολλούς δικούς κι αγαπημένους, η κυρά Τούλα, η πεθερά της κουνιάδας μου, η μακαρίτισσα η μητέρα του παπά Δαμιανού. Τρέφαμε ιδιαίτερη συμπάθεια και αγάπη η μια για την άλλη... Σπάνιος άνθρωπος η κυρά Τούλα... Κρατούσε κάτι στο χέρι... Δίνοντάς μου το, μου είπε να μην το ανοίξω τώρα, να το κρατήσω για την καινούρια πατρίδα, να το ακούω και να την θυμάμαι. Ήταν ένα μικρό 45στροφο δισκάκι με το τραγούδι Τα τρένα που φύγαν..., από την υπέροχη φωνή της μοναδικής Βίκυ Μοσχολιού. Καλή, γλυκιά, αγαπημένη μου κυρά Τούλα, να είσαι καλά εκεί που είσαι. Φυλακτό πανάκριβο, 46 χρόνια αργότερα, το αγγίζω με δέος...
Για πολύ καιρό δεν είχα την πολυτέλεια να το ακούσω. Όταν βρίσκεσαι ξαφνικά σε ξένο τόπο που έφτασες με δυο βαλίτσες, τρεις τσάντες, ένα μπαούλο και δυο μικρά παιδιά... και πρέπει ν’ αρχίσεις από το κουτάλι και το πιρούνι μέχρι κρεβάτια, καρέκλες, τραπέζι, ψυγείο και όλα τα απολύτως αναγκαία, για να στήσεις νοικοκυριό, το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι τα... περιττά, όπως γραμμόφωνο. Βλέπεις, παρά τις φήμες που κυκλοφορούσαν πως στην… Αστραλία και στην Αμέρικα τα ντόλαρς τα μαζεύεις με τη σέσουλα από τους δρόμους, εμείς προφανώς δεν είχαμε σέσουλα. Έτσι χρειάστηκε να δουλέψουμε πολύ σκληρά, για να βάλουμε το νερό στο αυλάκι! 
Κι όταν, πολύ αργότερα, αξιωθήκαμε να πάρουμε ένα γραμμόφωνο, τις λίγες ώρες που έμενα μόνη έβαζα και το άκουγα μοιρολογώντας... Ήθελα να το ακούω μόνη μου, έτσι για να βυθίζομαι στο χθες, να ζω και να ξαναζώ εκείνη την τελευταία βραδιά και να γίνομαι κομμάτια χωρίς μάρτυρες..., που από φροντίδα και γνοιάσιμο για μένα με αποθάρρυναν στην οικογένειά μου  να το ακούω...
Πάντα εκείνο το τραγούδι με φέρνει πίσω, πάντα όταν το ακούω ξαναζώ εκείνη τη μακρινή νύχτα. Εκείνη τη νύχτα του χωρισμού, του σπαραγμού. Είναι αδύνατον να το ακούσω με στεγνά μάτια, όσες προσπάθειες κι αν κάνω. Πάντα, όταν το ακούω, ραγίζω σαν εύθραυστο γυαλί...
...Τα τρένα που φύγαν, αγάπες μου πήρανε,
αγάπες και κλαίνε, ποια Μοίρα τις μοίρανε...
Δος μου χέρι να πιαστώ, να πιαστώ να κρατηθώ...
Μόνο που για μένα, όλα τ’ αγαπημένα χέρια ήταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Μετέωρο πάντα το χέρι όταν ζητούσε από κάπου να πιαστεί, να κρατηθεί...
Έτσι και σήμερα. Τα μάτια βουρκώνουν και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, πλημμυρισμένα από τις όμορφες εικόνες του τότε περνούν από μπροστά μου όλες οι αγαπημένες μορφές των φευγάτων... Κι είναι τόσοι πολλοί, λιτανεία θλιβερή... «... σε κάθε γυρισμό, όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι... κι εκείνη πήγαινε από τάφο σε τάφο κι άναβε καντήλια...»[1].
Με την αγάπη μου σε όλους,
δ. μ. τ.



[1] Από το διήγημα: «Το Βάζο» και το βιβλίο: Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά, Ο Κραταιός Νόστος, εκδ. Πανεπιστημίου RMIT, Melbourne, 2000.

8 σχόλια:

Μαρία Σ είπε...

Διονυσία.......δεν έχω λόγια......
δεν ξέρω τι να πω.....δάκρυσα....

Ανώνυμος είπε...

Μαρία μου, σ΄ ευχαριστώ αρχικά που πάντα διαβάζεις τα κείμενα μου!!!
Πιστή αναγνώστρια χρόνια τώρα!!!Ναι καλή μου...έτσι δακρύζω κι εγώ ακόμα...μολονότι κάπου πίστεψα πως Ύστερα από τόσα χρόνια δεν έχουν μείνει πια άλλα δάκρυα, προφανώς αστείρευτοι οι κρουνοί...δ.μ.τ.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ μου π. Παναγιώτη,
για μια ακόμα φορά να σε ευχαριστήσω όχι μόνο για την ευγενή φιλοξενία σου κειμένω μου τόσα χρόνια, εδώ στο Περιοδικόμ μας, αλλά και για την άριστη επιμέλεια των κειμένων και την κατάλληλη πάντα(!) φωτογραφία που τα συμπληρώνει!!
Ο Θεός να σε έχει καλά πάντα!
Με την αγάπη μου,
δ.μ.τ.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπημένη μου Διονυσία,
Πραγματικά πολύ μεγάλο το κεφάλαιο του ξεριζωμού "το σαράκι ροκανίζει" το πέρασμα του χρόνου δυστυχώς, δεν βοηθάει και τόσο πολύ, ακούγοντας τέτοια αναμνηστικά τραγούδια τα μάτια πάντα βουρκώνουν και η καρδιά σπαρταρά...
Δεν σου κρύβω πως αυτή τη στιγμή τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα.
Μάγδα με αγάπη

Ανώνυμος είπε...

Αγαπημένη μου Μάγδα...
Μόνο εμείς που βιώσαμε τον ξεριζωμό μπορούμε να καταλάβουμε καλά...Πώς να μη δακρύσουν τα μάτια...Σάμπως και σταμάτησαν ποτέ να δακρύζουν;;;;;;;;;;;Σάμπως και στέγνωσαν ποτέ;;;;;;;;;;;;;;
Μα ποιος να σε νιώσει...Όποιος ΔΕΝ βίωσε ΔΕΝ μπορεί να καταλάβει.Κι ίσως κάπου μας βλέπουν και σαν γραφικούς!!! Πώς να νιώσουν;;;;;;;;;;;;;;;;; Δεν τους αδικώ... δ.μ.τ.

αnnatsoukalakoufou είπε...

Ομολογώ ,συγκινήθηκα βαθύτατα Διονυσία μου.Με συγκινεί ακόμη η μεγάλη ευαισθησία σου, και η γεμάτη κατάνυξη έκφρασή σου!Εύχομαι νάχεις πάντα υγεία να γράφεις , για να λυτρώνεσαι από την μεγάλη θλίψη ή την ανησυχία που είναι στοιβαγμένη μέσα στην όμορφη ψυχή σου. Με πολλή αγάπη.¨ΑνναΤσουκαλά Κουφού.

Ανώνυμος είπε...

Καλή μου Άννα, εσύ με συγκινείς με τα λόγια σου. Εγώ, δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να...αποτυπώνω κάποια πράγματα και γεγονότα που σημάδεψαν άμεσα ή έμμεσα τη ζωή μου. Σε ευχαριστώ. Με πολλή αγάπη, δ.μ.τ.

Ειρήνη Φανίδου είπε...

Δεν μπορεί να συγκριθεί ο πηγαιμός σου μαυτόν που βίωσα εγω,αλλά θα τον παραθέτω.Σεπτέβρης του 1999 ,ψάχνει το παιδί μου δουλιά από πόρτα σε πόρτα στην Θεσσαλονίκη και δεν βρίσκει τίποτα της προκοπής.Ψάχνει και μάλιστα με περγαμηνές και προσόντα!Αλλά τίποτα,Ο σεισμός της Αθήνας άνοιξε δουλιές για μηχανικούς,και αποφασίζει να ξενητευτεί.Βράδυ ξεκινάει για την καινούργια του ζωή στην πρωτεύουσα που κονιόταν συνεχώς απο τον Εγκέλαδο ,μέρα -νύχτα.Τον συνοδεύουμε εμείς οι γονείς του στον σταθμό του τραίνου με δάκρυα στα μάτια !Δεν το ξεχνώ εκείνο το βράδυ! Ο μισός κρεμότανε απο το παράθυρο και εμείς κουνούσαμε τα μαντήλια!Εύκολο δεν είταν να τον αποχωριστούμε,ευτυχώς σε μερικά χρόνια επανήλθε στον τόπο μας.Δεν ξεχνώ όμως εκείνο το τραίνο που μας τον πήρε έστω και γιαυτά τα 6 χρόνια!ΝοιΈνοιωσα Διονυσία μου κάτι απο αυτό που νοιώσατε εσέίς.Με αγάπη διαβάζω τα γραπτά σου πάντα ! Να είσαι καλά!