e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Η μονοσάνδαλη

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ-ΤΣΟΥΚΑΛΑ από τη Μελβούρνη

[Έργο Κωνσταντίνου Ιατρά (Ζάκυνθος 1811–Ζάκυνθος 1888): Μητέρα και Κόρη]
Ήταν τότε, μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953, που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους μετά το μεγάλο «κακό». Είχαν ήδη καθαρίσει τον τόπο από τα μπάζα που δημιούργησαν τα ερείπια  κι εκεί που στεκόταν πρώτα το σπιτικό τους, υπήρχε ένας άδειος τόπος που περίμενε να ξαναγίνει σπίτι και σπιτικό με τις «αρωγές» - δάνεια που θα έπαιρνε ο κάθε νοικοκύρης να στεγάσει επί τέλους τη φαμελιά του.
          Αναζωογονήθηκε η περιοχή, θάρρεψαν οι άνθρωποι ότι επί τέλους, θα αποχτούσαν καινούριο σπίτι και η ζωή θα μπει στους κανονικούς της ρυθμούς! Η ανοικοδόμηση γινόταν σταδιακά, όχι σε ολόκληρο το νησί μονομιάς.
          Εκείνο το καλοκαίρι, έσφυζε από ζωή το Μπανάτο, γιατί είχε έλθει η σειρά του! Φωνές, χαρές, γέλια, καλαμπούρια ακόμα και τραγούδια ακούγονταν από άκρη σε  άκρη! Λίγο πολύ από όλα τα μέρη της Ελλάδας είχαν καταφθάσει εργάτες και μαστόροι, χτίστες, μαραγκοί, σιδεράδες  και άλλοι που δούλευαν συνεχώς και πυρετωδώς.
          Κάθε φορά που έμπαινε σκεπή στο νιόχτιστο σπίτι, τηρώντας το έθιμο, έσφαζε η νοικοκυρά τον κόκορα που τον μεγάλωνε γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή, τον έφτιαχνε συνήθως κοκκινιστό με μπόλικα μακαρόνια για να φτουρήσει κι έτρωγαν μαστόροι και νοικοκυραίοι, συμπληρώνοντας το ζέφκι με το απαραίτητο κρασί το σπιτικό ευχόμενοι να είναι στεριωμένο και καλότυχο το νέο σπίτι. Συνήθως κερνούσαν και τους χωριανούς που μαζεύονταν για να καμαρώσουν το σπίτι που όπου να ‘ναι τελειώνει, αφού μπαίνει η σκεπή και να ευχηθούν τα καλορίζικα!
          Η Στελλούλα (όχι το πραγματικό της, αλλά πρέπει να της δώσουμε ένα όνομα), όπως τη φώναζαν χαϊδευτικά, 17χρονο κορίτσι, χαριτωμένη, μαυρομάτα και γαϊτανοφρύδα, με τις μακριές της πλεξίδες, ψηλή και λυγερή, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από τον κεντρικό δρόμο του χωριού, γιατί μάθαινε μοδιστρική στη Χώρα και πηγαινοερχόταν με το λεωφορείο. Ήταν σεμνό και καλό κορίτσι, αυτό όμως, δεν εμπόδιζε τους νέους να την γλυκοκοιτάζουν.
          Ο Θύμιος, κάπου από τη Στερεά  Ελλάδα, που δούλευε στην οικοδομή, την είχε βάλει για καλά στο μάτι και βαριαναστέναζε στο πέρασμά της. Ήταν ωραίο παλικάρι, σοβαρός και πολύ εργατικός. Μια μέρα που έβαζαν τη σκεπή στο οικοδόμημα που δούλευε κι ήταν όλοι χαρούμενοι και κεφάτοι, ξεκόβει από την ομήγυρη χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι ενόσω έτρωγαν ακόμα οι άλλοι, καβαλάει το ποδήλατο και πάει κάπως παράμερα εκεί που κατέβαινε από το λεωφορείο η Στελλούλα και της δίνει το γράμμα που καιρό κουβαλούσε στην τσέπη του και δεν εύρισκε το θάρρος ή την ευκαιρία να της δώσει.
          Τρόμαξε το κορίτσι περισσότερο από φόβο, μην τον είδε κανείς και εκτεθεί. Η αλήθεια να λέγεται, της άρεσε ο Θύμιος είχε καταλάβει ότι την γλυκοκοίταζε, αλλά τη συγκρατούσε η αιδώς και ο φόβος.
          Από κείνη την ημέρα, άρχισε ένα ωραίο ειδύλλιο για τα δυο νέα παιδιά. Φυσικά, άλλες εποχές και η μόνη επικοινωνία ήταν να περπατάει λίγο πιο αργά όταν περνούσε από την οικοδομή η Στελλούλα, ώστε να την βλέπει και να χαίρεται ο Θύμιος και να βλέπονται στην εκκλησία τις Κυριακές! Επί πλέον, δυο τρία λόγια στα κλεφτά και κάνα «ραβασάκι» που κρυφά αντάλλασσαν από καιρού σε καιρό.
          Πέρασαν δυο χρόνια σχεδόν και ο πατέρας της Στελλούλας είχε δεχτεί προτάσεις γάμου και από νέους του χωριού αλλά και κάνα-δυο ξενοχωρίτες. Κάθε φορά της έλεγε η μάνα της τα καλά μαντάτα, αλλά η σταθερή απάντηση της κόρης ήταν πως δεν βιάζεται να παντρευτεί. Η μάνα με το γυναικείο και μητρικό ένστικτο πονηρεύτηκε πως δε μπορεί, κάτι θα τρέχει, αφού ούτε που ρωτούσε ποιος ήταν ο υποψήφιος γαμπρός. Από δω την είχε, από κει την πήρε, δύσκολο όμως να φτάσει στην αλήθεια. Ανένδοτη και σταθερή η Στελλούλα έδινε την ίδια απάντηση, παραπονούμενη δήθεν ότι η μάνα της βιάζεται να την ξεφορτωθεί.
          Ο Θύμιος είχε στεριώσει για καλά στο χωριό, δουλειά μπόλικη υπήρχε, φυσικά, το κυριότερο υπήρχε και η Στελλούλα. Είχαν πονηρέψει κι οι δυο τους κι έπαιρναν μεγαλύτερα μέτρα, ώστε ν’ αποφεύγουν τα κακά συναπαντήματα, όταν βλέπονταν κλεφτά. Το σχέδιο τους ήταν, να μαζέψει κάμποσα χρήματα ο Θύμιος, ώστε να μπορεί να την ζητήσει χωρίς ο πατέρας της να προβάλλει το πρόσχημα πώς θα ζήσουν να τελειοποιηθεί στην τέχνη της η Στελλούλα ώστε να αρχίσει να δουλεύει κι αυτή, ελπίζοντας να μην έχουν λόγο να αρνηθούν οι γονείς της. Γεγονός, ότι εκείνο το διάστημα είχαν γίνει  πάρα πολλοί γάμοι ανάμεσα σε κοπέλες του τόπου και νέους που ήλθαν να δουλέψουν και έμειναν εκεί.
          Όλα πήγαιναν κατά πώς τα προγραμμάτιζαν οι δυο νέοι μέχρι εκείνη την ημέρα που... Άνοιξη κ’ είχε ανθίσει όλος ο τόπος, μοσκοβολούσε από άκρη σε άκρη. Τα χωράφια και ο Κάμπος γεμάτα αγριολούλουδα, πολύχρωμο χαλί.  Συναντήθηκαν τα δυο παιδιά  σ’ ένα απόμερο μέρος λίγο έξω από το χωριό με λιγοστά σπίτια. Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο για λίγο κι η Στελλούλα έβγαλε τα παπούτσια να αλαφρώσουν τα πόδια της. Κάποια στιγμή άπλωσε τα χέρια ο Θύμιος και την αγκάλιασε, έμειναν έτσι για λίγο, να γέρνει στον ώμο του και με τα μάτια κλειστά κι οι δύο, απολάμβαναν την όμορφη στιγμή! Και ω καταστροφή... Απορροφημένοι από την αγάπη τους χαμπάρι δεν πήραν πως ένα σκυλί που γυρόφερνε άρπαξε το ένα παπούτσι της Στελλούλας κι άρχισε να τρέχει... 
          Πανικός στα παιδιά... Πού να πιάσουν το σκυλί και πώς να τρέχει ντάλα μεσημέρι φωνάζοντας του να σταματήσει που θα ‘παιρναν είδηση οι χωριανοί και αλίμονό τους. Έβαλε τα κλάματα το κορίτσι απελπισμένη, ούτε που ήξεραν τι να κάνουν κι η ώρα περνούσε, σε λίγο οι δικοί της θα έπαιρναν τους δρόμους να την ψάχνουν...
          Και τότε ο Θύμιος, πήρε τη μεγάλη απόφαση κι έκανε το μόνο που μπορούσε να κάνει σαν τίμιος νέος. Χτύπησαν την πρώτη πόρτα, εκεί κοντά στην Κολόνα του Άι Νικόλα και ζήτησε να μιλήσει στο νοικοκύρη που τον γνώριζε, αλλά και που γνώριζε πολύ καλά τη φαμελιά της Στελλούλας. Ξαφνιάστηκαν οι καλοί άνθρωποι μεσημεριάτικα να δουν τα δύο παιδιά μαζί και τη Στελλούλα να κλαίει ακατάπαυστα και... μονοσάνδαλη!
          Κίνησαν οι δυο άντρες και πήγαν στο σπίτι της κοπέλας, ενώ εκείνη έμεινε με τη γυναίκα του Κ. να την παρηγορεί και να την φροντίζει... Νταμπλάς τού ήλθε του πατέρα της... Φώναξαν και τ’ αδέλφια του από πάρα δίπλα και μετά από πολλές συζητήσεις, διαφωνίες, αντιρρήσεις του πατέρα και όλα τα συμπαρομαρτούντα σε τέτοιες περιπτώσεις, «έδωσαν λόγο» εδώ και τώρα κι εμείς εζήσαμε καλά κι αυτοί εκεί καλύτερα!
          Αυτή την όμορφη ιστορία για το ειδύλλιο με καλό τέλος, μου την αφηγήθηκε στο τελευταίο μου ταξίδι στην Ελλάδα η αγαπημένη μου θεία Μ., 92 χρονών σήμερα!
          Με την αγάπη μου σε όλους,
          δ.μ.τ.  

Η ταφή του Μοναχού Μωυσή του Αγιορείτου στη γη του Άθωνα / 2.6.2014 [video]



Τελευταίος ποιητικός ασπασμός στον Μοναχό Μωυσή τον Αγιορείτη


ΕΞΟΔΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ 

στον Μοναχό Μωυσή τον Αγιορείτη (+1.6.2014)

Τάλας ο Μοναχός κι ολομόναχος 
-μακάριος ωστόσο- 
ενδεδυμένος οθόνια λευκά 
σεντόνι χαρμολύπης 
εφ' ώ ετάχθη σπείρεται 
υπάκουος 
έως ανυπαρξίας - 

Βρε συ, Μωυσή 
εκεί στο Εκεί που εισόδευσες 
να μελετάς μην πάψεις 
εκλιπαρώ σε  
των εμπερίστατων τα ονόματα
πένθη των πενομένων απαρηγόρητα
την κακουχία των αξεδίψαστων  
τα λυπηρά των πονεμένων

στίχους διαφυγόντες απ' το Ποίημα 
ενθυμού -  

Κι αν τόσους πια θυμάσαι, Γέροντα 
αρκεί 

εμένα ξέχνα με.

[Έγραφα, π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ο και τάχα στιχοπλόκος, εν τω χωρίω Βανάτω της Ζακύνθου, βραδάκι της 4ης Ιουνίου 2014, βλέποντας φωτογραφίες από την ταφή του παμφίλτατου και πανσέβαστου Γέροντος Μωυσέως του Αγιορείτου.]