e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Πρώτο Δεκαπενταύγουστο μετά τη Συμφορά του '53

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη

Λίγα εικοσιτετράωρα μόνο είχαν περάσει από κείνη την ημέρα που η Ζάκυνθος η πολυαγάπητη έπαψε να υπάρχει. Έγινε ερείπια και χαλάσματα από τον τρομερό σεισμό της 12ης Αυγούστου του 1953 και η χώρα καιγόταν από άκρη σε άκρη.
Δεν ήταν μόνο που καιγόταν ό,τι είχε απομείνει από το φοβερό σεισμό, δεν ήταν μόνο που καιγόταν ανεκτίμητοι θησαυροί, σε Εκκλησίες, Μουσεία, Βιβλιοθήκη και αρχοντικά. Δεν ήταν που στα φτωχόσπιτα η φωτιά αποτελείωνε ό,τι νοικοκυριό και ρουχισμός θα μπορούσε να διασωθεί, ήταν που από τα χαλάσματα, εκλιπαρούσαν με φωνές φρίκης και απόγνωσης εκείνοι που μισοπλακωμένοι κι εγκλωβισμένοι έβλεπαν με τρόμο να ζυγώνει η φωτιά… καθώς κι εκείνοι που η φωτιά τους είχε ήδη κοντοζυγώσει και καίγονταν ζωντανοί.
Ο καπνός που μυρίζει καμένη σάρκα κι εξαπλώνεται ολόγυρα, φυσικά έφτανε και στην Μπόχαλη. Διάχυτος ο φόβος κι ο τρόμος ολόγυρα. Η γη κουνιέται συνεχώς κι εμείς, κάτι ο φόβος κάτι οι απανωτοί σεισμοί έχουμε χάσει την ισορροπία μας. Κοιτάζουμε γύρω όλοι με απελπισία. Παντού γκρεμισμένα σπίτια σωροί όλα αυτά που μέχρι χθες, μας πρόσφεραν προστασία και θαλπωρή. Εδώ κι εκεί έχουν μείνει κάτι τοίχοι μισοί, ένα παραθυρόφυλλο ή μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα που κρέμονται και πηγαινοέρχονται ανεξέλεγκτα, τζάμια σπασμένα, έπιπλα κομματιασμένα μια μάζα μαζί με το περιεχόμενο τους, ντουλάπες, ντουλάπια, κρεβάτια, συρτάρια, μπουφέδες. Ρούχα, στρωσίδια, παπλώματα κουβέρτες προικιά που με κόπο και μόχθο μάζευε η κάθε μάνα που είχε θηλυκά παιδιά, ατελείωτα σπασμένα γυαλικά και σερβίτσια… αχταρμάς.
Και οι περισσότεροι από εμάς σχεδόν με ό,τι φορούσαμε κι ό,τι λίγα πρόφτασαν, αν πρόφτασαν να τραβήξουν κάτω από τα ερείπια μερικοί, εκεί που δεν υπήρχε κίνδυνος να πέσει κάνα ντουβάρι μισογκρεμισμένο. Ευτυχώς και ήταν καλοκαίρι. Τα πλέναμε όπως μπορούσαμε, πού να βρεθεί σαπούνι, έτσι για φρεσκάρισμα δηλαδή και τα ξαναφορούσαμε γιατί στέγνωναν γρήγορα.
Πού να κοιτάξεις και τι να δεις, παντού χαλάσματα και τα μάτια από τον καπνό που έφτανε μέχρι την Μπόχαλη και πέρα ακόμα, τον τρόμο και τα δάκρυα δεν βλέπουν πια καθαρά.
Πρόβλημα και το φαγητό αλλά και το νερό. Τι να μαγειρέψεις και πού να το μαγειρέψεις; Καταπλακώθηκαν όλα, ούτε κατσαρόλες ούτε πιάτα έμειναν. Ούτε λάδι, ούτε ξύδι, ούτε αλάτι. Από τη δεύτερη μέρα, άρχισαν να πετούν χαμηλά αεροπλάνα και να ρίχνουν σκληρά μπισκότα, «γαλέτες» και κονσέρβες. Με αυτά πορευτήκαμε και αποτέλεσαν το φαγητό μας τις πρώτες μέρες μέχρι να οργανωθούν κοινοτικά συσσίτια, ώστε να σιτίζεται ο πληθυσμός. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πότε άρχισε να λειτουργεί στην περιοχή μας, στο Σταυρό, το συσσίτιο όπου κάθε μεσημέρι στηνόμαστε όλοι μικροί μεγάλοι στην ουρά με το τσίγκινο τενεκεδάκι για να πάρουμε τη μερίδα μας, αλλά θα πρέπει να πέρασαν τουλάχιστον μία ή δύο εβδομάδες, υποθέτω.
Μόλις τρεις μέρες αργότερα, η Μεγάλη Γιορτή της Ορθοδοξίας!... Δεκαπενταύγουστος!... Μια μέρα που τηρούσαμε όλοι με θρησκευτική ευλάβεια τιμώντας την Υπεραγία Θεοτόκο! Στη Ζάκυνθο, πάρα πολλές, ιδιαίτερα προσεισμικά, οι εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία! Στην πόλη μέσα πανηγύριζαν η Φανερωμένη και λίγο πιο πάνω από την Παλιά Βρύση, η Πικριδιώτισσα! Αν πεις δε στα χωριά, σχεδόν σε κάθε χωριό εκκλησία της Παναγίας, όπου συνήθως πανηγύριζαν το Δεκαπενταύγουστο! Στην Μπόχαλη, αφού γινόταν η λειτουργία το πρωί, κατηφορίζαμε στην Πικριδιώτισσα, όπου μετά την Αρχιερατική Λειτουργία, ακολουθούσε πανηγύρι μέχρι το βράδυ!
Μετά τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, περιμέναμε αμάν και πώς να φάμε κρέας! Το κάθε χωριό είχε το δικό του έθιμο ως προς το φαγητό που θα έφτιαχναν τη γιορτινή ημέρα!
Στο σπίτι μας, παραδοσιακά το Δεκαπενταύγουστο η παπαδιά, έφτιαχνε σπλήνες γεμιστές! Μοσχοβολούσε η γειτονιά! Θα πρέπει να ήταν πεντανόστιμο το φαγητό! Λέω θα πρέπει, γιατί εγώ η…τσιλίβα και παράξενη δεν το δοκίμαζα, «ανάποδη μια ζωή», το κομπλιμάν που ακόμα εισπράττω κάποιες φορές! Με το κρέας, δεν τα πήγαινα ποτέ καλά.
Όμως, εκείνη τη χρονιά του 1953 ο φονικός σεισμός που ισοπέδωσε το λατρεμένο νησί, δεν άφησε περιθώρια για γιορτές και πανηγύρια. Δεν γινόταν όμως τέτοια Μέρα να μείνει αλειτούργητη η Χρυσοπηγή! Δεν νοείτο να μην εκκλησιαστούμε, να προσευχηθούμε να πέσουμε στα γόνατα μικροί μεγάλοι, νέοι και γέροι και να ικετέψουμε την Θεομήτορα να μεσιτέψει για το αγαπημένο νησί!
Ανασκουμπώθηκαν όλοι, ο παπά Μούσουρας μπροστάρης πάντα, οι επίτροποι της εκκλησίας και όλοι οι Μποχαλιώτες και μέσα σε ένα μικρό ξάγναντο στα λιόφυτα, στήθηκε η εικόνα της Χρυσοπηγής πάνω σε στηρίγματα, μια καμπάνα πάνω σε ένα μεγάλο γερό κλαρί ελιάς, βρέθηκε ένα τραπέζι που είχε μείνει γερό και λευκό κεντητό τραπεζομάντηλο, για την Αγία Τράπεζα! Μετέφεραν και μερικές εικόνες, άλλες πάνω σε τραπέζι, άλλες σε καρέκλες μισοσπασμένες κι έγινε η λειτουργία!
Μεγαλύτερη κατάνυξη και δέος δεν νομίζω να νιώσαμε άλλη φορά, από εκείνη την πρώτη, λιτή κι απέριττη λειτουργία μέσα στα λιόφυτα στο ύπαιθρο τρεις μόλις μέρες μετά την καταστροφή που δεν είχε αφήσει λίθο επί λίθου! Μεταλάβαμε των Αχράντων Μυστηρίων, σχεδόν όλοι! Ούτε νηστεία, ούτε εξομολόγηση, ούτε ρούχα καλά, φρεσκοσιδερωμένα, παπούτσια καλοκαιρινά κι άλλα στολίδια. Πού τέτοια μεγαλεία και τι νηστεία να κάνεις, όπου μέρες τώρα δεν τρως παρά κάνα ξεροκόμματο, αν βρέθηκε πουθενά και ό,τι προλαβαίναμε να πάρουμε από αυτά που έριχναν τα αεροπλάνα. Και όσο για εξομολόγηση, πριν αρχίσει η λειτουργία, γονατίσαμε όλοι εκεί μέσα στα χώματα όσοι θα κοινωνούσαμε, φόρεσε το πετραχήλι ο παπάς, μας διάβασε τις ευχές, ζητήσαμε άφεση «αμαρτιών» και αυτό ήταν!
Τα δάκρυα έτρεχαν καθ΄ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. Με το Δι΄ Ευχών χτύπησε ο νόντσολος την καμπάνα, για να σημάνει το σχόλασμα της εκκλησίας! Με πιάνει ρίγος ακόμα και σήμερα στη θύμηση εκείνης της καμπάνας της χαρμολύπης. Πιο «κοντά» δεν νομίζω να ξαναβρέθηκαν άνθρωποι όπως όλοι εμείς εκείνη την ιστορική μέρα του Δεκαπενταύγουστου! Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε όλοι, με δάκρυα στα μάτια χωρίς τα γνωστά Και του χρόνου κ.λπ. Αμίλητοι σχεδόν και με το κεφάλι σκυμμένο. Με τι κουράγιο να σκέφτεσαι και να μιλάς για του χρόνου, όταν δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο;
Τραβήξαμε καθένας για τη γωνιά που είχε επιλέξει, στα γύρω περιβόλια ή στη δική τους αυλή, αν ήταν πολύ μεγάλη και δεν είχε γεμίσει από χαλάσματα και μπάζα.
Οι άνδρες είχαν ήδη οργανωθεί, μοιρασμένοι σε ομάδες, ώστε να κάνουν βάρδιες σχεδόν όλο το 24ωρο, ιδιαίτερα τη νύχτα, παρακολουθώντας την εξέλιξη και την πορεία της φωτιάς που μαινόταν για 40 ημερόνυχτα στη χώρα από άκρη σε άκρη. Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν με τον αέρα να «ανηφορίσει» η φωτιά προς τη Σαρτζάδα και να πιάσει το Δάσος και τα δέντρα του Κάστρου. Θα γινόμασταν όλοι παρανάλωμα της φωτιάς! Με την παρακολούθηση, θα προλαβαίναμε, ελπίζαμε, να τραβήξουμε όλοι από την αντίθετη μεριά, Σταυρό, Βαρές, Ακρωτήρι κι ο θεός βοηθός!
Έστρωσαν «μεσάλα» κάτω οι νοικοκυρές, να φάμε το πενιχρό μας μεσημεριανό… Πού οι σπλήνες οι γεμιστές, το ψητό στο φούρνο με πατάτες που μοσχοβόλαγε η γειτονιά ή το κοκκινιστό... Όμως, στα περισσότερα νοικοκυριά στην Μπόχαλη διατηρούσαν από 5-6 κότες, έτσι για φρέσκα αυγά και ενίοτε «έστρωναν» και καμιά κλώσα κι έβγαζαν κοτόπουλα για να πορεύεται η φαμελιά. Εκείνη την ημέρα, θυσιάστηκαν πολλές κοτούλες. Ανάμεσα και η δική μου η «μαυρούλα μου». Έχω γράψει εκτενώς γι' αυτήν στο βιβλίο «Γνεφολογήματα». Μια μικρή, μαύρη όμορφη πουλακίδα που με ακολουθούσε παντού.
Μαύρο Δεκαπενταύγουστο έκανα… Η παπαδιά παραφύλαγε να μην πάρω χαμπάρι τη…θυσία. Πολλά και για πολύ τα παιδικά μου δάκρυα για την μεγάλη απώλεια. Φυσικά, όχι μόνο δεν έφαγα, αλλά ούτε στο τραπέζι κάθισα. Απομακρύνθηκα κλαίγοντας. Αργότερα μάζεψα τα…γεγυμνωμένα οστά και τα έθαψα σε μια γωνιά του περιβολιού, με ένα μικρό σταυρό επάνω, όπου πρωί βράδυ πήγαινα και μοιρολογούσα.
Η υπαίθρια εκκλησία της Χρυσοπηγής, διατηρήθηκε για πολύ καιρό. Βάλσαμο στην φοβισμένη ψυχή το χτύπημα της καμπάνας κάθε Σαββατόβραδο για τον Εσπερινό και Κυριακή πρωί για τη θεία λειτουργία.
Έτσι γιορτάστηκε το πρώτο Δεκαπενταύγουστο μετά τη συμφορά.
Με την αγάπη μου
δ. μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: