Γράφει
η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη
[Απόσπασμα από τον πίνακα του Διονυσίου Τσόκου: Βάπτιση στη Ζάκυνθο] |
Ο
παπάκης μου, όχι μόνον
είχε αστείρευτο χιούμορ, αλλά και
μοναδικό τρόπο που διηγείτο
ένα αστείο, έτσι ώστε σου προκαλούσε
αυθόρμητα το γέλιο, ακόμα κι αν το
«ανέκδοτο» δεν ήταν και τόσο πολύ αστείο!
Πάντα πρόθυμος να ικανοποιήσει κάθε
αίτημα για να πει ένα
αστείο ή καλαμπούρι. Μέχρι και την
τελευταία ημέρα της ζωής του, λίγες ώρες
πριν φύγει ξαφνικά, καλαμπούρια και
ανέκδοτα έλεγε στο προσωπικό τού
τότε Υπουργείου Παιδείας, που στεγάζονταν
επί της οδού Μητροπόλεως στην Αθήνα,
δίπλα από το εκκλησάκι Αγία Δύναμη. Ήταν
εφημέριος εκεί ο παπάκης μου, είχε ήδη
λειτουργήσει και από το Υπουργείο
κατέβηκαν να του ευχηθούν για την
ονομαστική του εορτή, ήταν του Αγίου
Σπυρίδωνος.
Θυμάμαι,
στην πλούσια βιβλιοθήκη που διέθετε,
υπήρχαν και βιβλιαράκια με ανέκδοτα
του Χότζα και πολλών άλλων της εποχής.
Ξεχώριζε όμως, σε αυτού του είδους τα
βιβλία, ένα μικρού σχήματος πολύ παλιό
και τριμμένο βιβλιαράκι το πολύ με 100
σελίδες και ούτε, που μέσα αναφέρονταν
διάφορα αστεία περιστατικά και παστόκες,
που συνήθως σκάρωνε κάποιος παπάς ή του
σκάρωναν άλλοι! Αναφερόταν σε Ζακυνθινούς
ιερείς στο πολύ μακρινό παρελθόν, στα
παθήματα και καμώματα τους, που προκαλούσαν
πολύ γέλιο!
Αν
ληφθεί υπόψη ότι, αν ζούσε σήμερα ο
παπάκης μου που έφυγε 36 χρόνια πριν, θα
είχε περάσει προ πολλού τα 100 και το
περιεχόμενο του βιβλίου αναφερόταν σε
περιστατικά που έλαβαν χώρα, αν έλαβαν
και δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του
συγγραφέα, πολλές δεκαετίες πριν,
καταλαβαίνετε για ποια εποχή μιλάμε.
Λόγω
του πολύ νεαρού της ηλικίας μου τότε,
δεν μπορώ να θυμηθώ, τίτλο, συγγραφέα,
εκδότη ή έτος έκδοσης του μικρού βιβλίου.
Το θυμάμαι πάντα όμως κιτρινισμένο από
την πολυκαιρία και την πολυχρησία, με
πολύ ψιλά γράμματα που το καθιστούσαν
κάπως δυσανάγνωστο και με… απαγορευτικό.
Δεν επιτρεπόταν να το αγγίξουμε εμείς
τα παιδιά από φόβο, μήπως το καταστρέψουμε
τελείως.
Πολλές
φορές στις συγκεντρώσεις με γείτονες,
φίλους και δικούς, στις οποίες ενθάρρυνε
πάντα κι εμάς τα παιδιά να συμμετέχουμε
ενεργά μάς
διάβαζε ή εξιστορούσε από εκεί. Πολλά
από αυτά που ακούγαμε, μας φαίνονταν
αδιανόητα ή ακόμα απίστευτα γιατί με
το αθώο παιδικό μυαλό μας δεν μπορούσαμε
να σκεφτούμε πως, άνθρωποι ήταν και
οι παπάδες, με όλες τις ανθρώπινες
αδυναμίες, πάθη και ελαττώματα.
Το
σημερινό που θα μοιραστώ μαζί σας,
χιλιοακουσμένο από τον παπάκη μου και
δεν έπαψε ποτέ να με εντυπωσιάζει για
την εφευρετικότητα του ήρωα της ιστορίας,
παπά, αλλά και να μου προκαλεί γέλιο,
όσες φορές κι αν το άκουγα! Δεν μπορώ να
το τοποθετήσω χρονικά, για τους λόγους
που προανάφερα, όμως θα πρέπει να έλαβε
χώρα πιθανόν 160 ή και περισσότερα χρόνια
πριν!
Κάποτε,
λέει, ο εφημέριος ενός χωριού της
Ζακύνθου, είχε πέσει στη δυσμένεια του
δεσπότη, ούτε που θυμάμαι για ποιο λόγο.
Ο δεσπότης, που προφανώς ήταν καλοσυνάτος
και διέθετε και μπόλικο χιούμορ, αφού
σκέφτηκε πολύ, κάλεσε τον παπά στη χώρα
για να του αναγγείλει την τιμωρία του!
Την
επόμενη Κυριακή -του λέει- που θα
λειτουργήσεις, μετά το Ευαγγέλιο θα
βγάλεις ένα λόγο, όπου το μισό εκκλησίασμα
θα κλαίει και το άλλο μισό θα γελάει! Τα
χρειάστηκε ο παπάς, αλλά πού να φέρει
αντίρρηση. Πάει σπίτι στενοχωρημένος,
το λέει στην παπαδιά του, κάτσε του λέει
μην απελπίζεσαι. Μέχρι την Κυριακή κάτι
θα σκεφτούμε!
Από
δω το πάλεψαν, από κει το πήγαν, τριβέλιζαν
το μυαλό τι να σκεφτούν! Ως γίνεται
συνήθως στις μικρές κοινωνίες, μαθεύτηκε
σε όλο το
χωριό, το είπαν και πάρα πέρα οι χωριανοί,
οι πάρα πέρα το είπαν στους διπλανούς
και πριν πεις κύμινο το είχαν μάθει σε
όλα τα γύρω χωριά! Το κουβεντιάζουν
όλοι, κάποιοι λυπούνται τον παπά, άλλοι
κρυφογελάνε και τρίβουνε τα χέρια, άλλοι
χαίρονται, ναι, υπάρχει πάντα μια μερίδα
ανθρώπων που ανεξάρτητα αν τους έχεις
ενοχλήσει ποτέ ή όχι, χαίρονται να
μαθαίνουν ότι αντιμετωπίζεις πρόβλημα
σοβαρό. Ευτυχώς, θέλω να πιστεύω, όχι
πολλοί. Όμως, όπως και στον κήπο θα βρεις
αγκάθια, έτσι και στους ανθρώπους!
Οι
μέρες περνάνε, πλησιάζει η Κυριακή και
ω, του θαύματος, κάτι σκέφτηκαν, κάτι
σκάρωσαν ο παπάς κι η παπαδιά και
ηρέμησαν! Συμφώνησαν όμως να μην μιλήσει
κανείς, τσιμουδιά για να μη χαλάσει το
σχέδιο. Αν αποτύγχανε, ποιος ξέρει τι
τιμωρία θα επέβαλλε ο δεσπότης στον
παπά κι είχε φαμελιά, αν τον ανάγκαζε
να πετάξει τα ράσα πώς θα ζούσε τη φαμελιά
του που ήταν θεόφτωχος και ξενοχωρίτης
και περίμενε το φιλοδώρημα από τους
ενορίτες και τα κανίσκια που το πήγαιναν,
από ό,τι έβγαζε το χωράφι, αμπέλι,
λιοστάσι, περιβόλι του καθενός;
Είχε
γίνει θέμα αποκλειστικής συζήτησης,
όχι μόνο στο χωριό του αλλά και στα γύρω
χωριά στα μαγαζιά, από τους άνδρες και
στις αυλές από τις γυναίκες. Ακόμα και
τα μεγαλύτερα παιδιά το συζητούσαν στο
Σχολείο! Αν είναι δυνατόν να βγάλει
κανείς τέτοιο λόγο και μάλιστα μέσα σε
εκκλησία! Ήμαρτον Κύριε!!!
Έφτασε
η κρίσιμη Κυριακή και μαζί με
αυτήν άρχισαν να καταφτάνουν όχι μόνον
οι χωριανοί, αλλά κατά δεκάδες κι από
τα γύρω χωριά για να… εκκλησιαστούν.
Κι επειδή η φτώχεια
τέχνας κατεργάζεται, ο παπάς κι η παπαδιά,
το περίμεναν πως θα γίνει κοσμοπλημμύρα
και μετά από πολλές συζητήσεις, κατάφεραν
να πείσουν τους επίτροπους να βγάλουν
μόνον ένα
δίσκο την Κυριακή, ώστε, αν αποτύχει ο
παπάς και τον «ξουρίσει» ο δεσπότης, να
του δώσουν το ποσόν που θα μαζευτεί από
το δίσκο ώστε να ΄χει να πορευτεί μέχρι
να δει τι θα κάνει.
Κατάμεστη
η εκκλησία μέσα κι έξω και
ο κόσμος γέμιζε το προαύλιο γύρω από
την εκκλησία. Πολλά χρόνια είχε να δει
τόσον κόσμο ο παπάς στην εκκλησία!
Επειδή φυσικά δεν υπήρχαν μεγάφωνα
εκείνα τα
χρόνια, νεκρική σιγή γύρω γύρω περιμένοντας
τη μεγάλη στιγμή!
Ήγγικεν
η ώρα η κρίσιμη, διάβασε το ευαγγέλιο ο
παπάς από την Ωραία Πύλη, το πήγε μέσα
και το εναπόθεσε με ευλάβεια στην Αγία
Τράπεζα. Μετά, κατεβαίνει μέσα στην
εκκλησία και στέκεται στη μέση, αλλά
πλαγίως κοιτάζοντας προς τον πάγκο με
τα κεριά και τους επιτρόπους, ώστε
αναπόφευκτα να πισωπλατίζει το μισό
εκκλησίασμα! Αρχίζει να μιλάει και καθώς
είχε ευφράδεια κι εξηγούσε το ευαγγέλιο
με πολύ συγκινητικό τρόπο, οι μισοί που
τον έβλεπαν κατάφατσα, όντως δάκρυζαν!
Μα, την ίδια στιγμή που το μισό εκκλησίασμα
δάκρυζε, το άλλο μισό που τον έβλεπε από
πίσω, με το ζόρι προσπαθούσε να πνίξει
κάτι κρυφόγελα, γιατί προφανώς ντρέπονταν…
Όσο προχωρεί το κήρυγμα, τόσο δακρύζουν
οι μισοί μέχρι που πολλές γριούλες
κλαίνε με λυγμούς και οι άλλοι μισοί να
μην μπορούν να κρατηθούν και να γελάνε
τρανταχτά!
Εν
τω μεταξύ ούτε οι μεν ούτε οι δε μπορούν
να δουν τι συμβαίνει…από την άλλη μεριά…
Η περιέργεια όλων είχε φτάσει στο
αποκορύφωμα, αλλά και ουδείς τολμούσε
να κινηθεί, ώστε να διαπιστώσει τι
γινόταν από την άλλη μεριά, ιδιαίτερα
αυτοί που έβλεπαν κατάφατσα τον παπά!
Κάποτε,
αναπόφευκτα τελείωσε ο λόγος που έβγαλε
ο παπάς, μάζεψε τα ράσα του και μπήκε
στο ιερό! Συνέχισε η λειτουργία με όλους
να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα για
να μάθουν γιατί χαχάνιζαν οι μισοί, αλλά
έκαναν υπομονή μέχρι να απολύσει η
εκκλησία, να πάρουν αντίδωρο και να
τρέξουν να μάθουν!
Από
την αντίδραση του κόσμου όταν βγήκαν
όλοι έξω κι έμαθαν,
αναθάρρησε ο δόλιος ο παπάς ότι μάλλον
τα κατάφερε και θα γλίτωνε το «ξούρισμα»!
Και, όντως, όχι μόνο το γλίτωσε, αλλά,
εκτιμώντας την ευστροφία κι εφευρετικότητα
του ο δεσπότης, από τότε τον είχε σε
μεγάλη πόληψη και ξέχασε τελείως και
την αιτία για την τιμωρία που του επέβαλε!
Φυσικά,
αυτοί που όχι μόνο άκουγαν το κήρυγμα
αλλά και τον έβλεπαν, έκλαιγαν από
συγκίνηση, ταυτόχρονα όμως αυτοί που
τους πισωπλάτιζε γελούσαν γιατί ο παπάς
είχε σκίσει στη μέση το πίσω μέρος του
ράσου του από πάνω μέχρι κάτω κι έχει
δέσει σκοινί κι από τις δύο μεριές. Ενόσω
μιλούσε λοιπόν, κάθε τόσο, τραβούσε λίγο
και τα δύο σκοινιά μαζί που με τρόπο τα
κρατούσε ενωμένα μπροστά, άνοιγε το
ράσο πίσω και φαινόταν το σώβρακο του,
που εσκεμμένα δεν είχε φορέσει παντελόνι!
Κι
αν ψέματα έγραψε κοντά ενάμισι αιώνα
πριν ο συγγραφέας, ψέματα σας είπα κι
εγώ! Όμως, είμαι της γνώμης, ότι όντως
θα συνέβη αυτό το γεγονός γιατί χρειάζεται
πολύ μεγάλη φαντασία ένας συγγραφέας
για να σκαρώσει κάτι τέτοιο. Πάλι, δεν
παίρνω όρκο για τίποτα! Το αφήνω στην
κρίση σας!
δ.μ.