e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Τα Χριστούγεννα του «Καπετάν Θανάση»


Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη

Δεκέμβρης μήνας στην Αθήνα, γύρω στο 1958. Σε μιαν Αθήνα μικρή κι ανθρώπινη ακόμα, αλλά με φτώχεια!  Όμως τότε, επικρατούσε φτώχεια σε όλη την Ελλάδα λίγο-πολύ! Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν δική τους ιδιόκτητη μονοκατοικία ή διαμέρισμα. Οι περισσότεροι έμεναν σε ενοίκιο και πολλοί, πάρα πολλοί, ιδιαίτερα στα εσωτερικά προάστεια της Αθήνας, έμεναν σε «αυλή». Για τους νεότερους που δεν γνωρίζουν, ιδιοκτήτης μονοκατοικίας, κυρίως φτωχικών περιοχών όπου είχε σχετικά μεγάλο χώρο, έχτιζε όπως-όπως, από ένα δωμάτιο γύρω-γύρω, μερικές φορές κι ένα κουζινάκι μικρό που μόλις και χωρούσε να μπεις μέσα, σε κάπως κυκλικό ή μακρόστενο χώρο, ανάλογα με το σχήμα της αυλής με κοινόχρηστους τους περισσότερους χώρους, όπως βρύση για νερό, τουαλέτα, σκοινιά για να απλώνουν τα ρούχα και λίγο χώρο για να βάζει κάθε νοικοκυρά την σκάφη έξω από το δωμάτιό της και να πλένει. Το ενοίκιο, συνήθως προσιτό για μικρές ή μεγάλες οικογένειες, ακόμα και αντρόγυνα με 4 παιδιά, έμεναν σε τέτοια αυλή!

Η ζωή στις αυλές, ήταν όμορφη πολλές φορές, ιδιαίτερα αν οι νοικάρηδες έδειχναν κατανόηση και δεν παρεξηγούνταν με το τίποτα. Φυσικά, σε τόσο περιορισμένο χώρο και ζώντας τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, δεν υπήρχαν μυστικά. Όσο σιγά και να μιλούσαν, ακούγονταν μεταξύ τους. Έτσι όλοι γνώριζαν το ψι και το ρο του άλλου! Κάποιες φορές, αυτά που άκουγε ο ένας για τον άλλον, τα χρησιμοποιούσε εναντίον του, ιδιαίτερα όταν αναπόφευκτα πρόκυπταν μικροπαρεξηγήσεις, όπως στη χρήση της τουαλέτας, της βρύσης, στο άπλωμα των ρούχων κι αλλού. 

Ταυτόχρονα, όμως, υπήρχε οικειότητα μεταξύ τους κι αγάπη. Κάθονταν όλοι μαζί τα βράδια του Καλοκαιριού έξω, κουβέντιαζαν, καλαμπούριζαν, τραγουδούσαν και καμάρωναν τα παιχνίδια και τα μαλώματα των παιδιών. 

Γνοιάζονταν ο ένας για τον άλλον κι ο πόνος ή η στενοχώρια μοιραζόταν! 

Σε ένα τέτοιο δωμάτιο «αυλής» έμενε ο Θανάσης με δυο ακόμα φίλους, Ζακυνθινοί όλοι, από ορεινά χωριά, όπου σπούδαζαν με χίλιες στερήσεις κι εργάζονταν ταυτόχρονα για να επιβιώσουν, γιατί ήταν φτωχόπαιδα. Και οι τρεις φοιτούσαν σε Νυχτερινές Σχολές, καθένας στον κλάδο που επέλεξε.

Ο Θανάσης επιθυμούσε από μικρός να σπουδάσει φιλολογία, όλοι οι δάσκαλοι από το Δημοτικό ακόμα του έλεγαν ότι γράφει ωραίες εκθέσεις κι ότι θα γινόταν ένα καλός Φιλόλογος, μολονότι ήταν πολύ καλός και στα Μαθηματικά!

Αλλά, το βαλάντιο της φαμελιάς, δεν άντεχε για τόσα έξοδα. Υπήρχαν και δυο αδελφές που χρειάζονταν προίκα. Δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο καλά, όταν ο πατέρας του ο Στάθης, του είπε ορθά-κοφτά,

- Αρκετά γράμματα έμαθες, κοίτα να μπαρκάρεις σε κάνα καράβι τώρα, όπως τόσοι συνομήλικοί σου, να βοηθήσεις τις αδελφές σου!

Όταν το άκουσε η Στάθαινα όσο που δεν έβαλε τα κλάματα, αλλά πού να τολμήσει να εναντιωθεί στον κύρη της.

Έκανε μια μικρή παραχώρηση ο Στάθης, όταν ο Θανάσης δέχτηκε μεν, αλλά ζήτησε να φοιτήσει στη Σχολή Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού, με τη δικαιολογία ότι θα έβγαζε περισσότερα λεφτά. Άλλωστε, θα δούλευε την ημέρα και θα φοιτούσε το βράδυ, έτσι δεν θα επιβάρυνε τον πατέρα.

Σκληρός άνθρωπος ο Στάθης, όπως οι περισσότεροι για να μην πούμε όλοι εκείνης της εποχής! Ο μόνος τρόπος πειθαρχίας που γνώριζε ήταν το ξύλο, ιδίως για το σερνικό για να «γίνει άνθρωπος». Όσο για τα θηλυκά, τον τρέμανε, δεν τα χτύπαγε αλλά οι φραστικές του «πειθαρχίες» χειρότερες κι από το ξύλο κάποιες φορές!

Η Μάνα του η Στάθαινα, όταν την ρωτούσαν στο χωριό τι σπουδάζει ο Θανάσης, με μεγάλο καμάρι έλεγε: Καπετάνιος θα γίνει ο Θανάσης μου!

Όσο κι αν προσπάθησε ο Θανάσης να της εξηγήσει πως, όχι, δεν θα γίνει Καπετάνιος, αλλά θα είναι εξ ίσου σημαντική και υπεύθυνη η θέση του, εκείνη επέμενε.

- Δεν νογάω τέτοια πράματα εγώ γιε μου, αφού δεν θα είσαι μούτσος, Καπετάνιος θα είσαι! 

Το έλεγε και γέμιζε το στόμα της και φούσκωνε από υπερηφάνεια η Βανθία, η καλή γυναίκα. Μα και οι αδελφές του το υιοθέτησαν ε, αλλιώς ακούγεται αδελφές Καπετάνιου κι αλλιώς, μηχανικού. Όσο για το Στάθη ούτε που γνοιαζόταν τι λένε, έτσι δεν τις διόρθωνε. Άσε που κοκορευόταν κι εκείνος στο μαγαζί τα βράδια πως θα βγάλει γιο Καπετάνιο! Απλοϊκοί άνθρωποι γύρω του, τι παραπάνω γνώριζαν;

Έτσι ο Θανάσης ετοιμάστηκε. Μάζεψε τα λίγα του υπάρχοντα, πήρε της Μάνας την ευχή και του πατρός τις ορμήνειες, που έμοιαζαν περισσότερο με φοβέρες

-Βλέπεις τι θυσίες κάνω και σε στέλνω να σπουδάσεις να γίνεις άνθρωπος. Αλίμονο σου αν με ντροπιάσεις εκεί που θα πας. Καλύτερα να μη γυρίσεις πίσω.

Σεμνό παιδί ο Θανάσης, αγνόησε τις απειλές, μαθημένος άλλωστε, του φίλησε το χέρι, χαιρέτισε τις αδελφές του, έπεσε στην αγκαλιά της Μάνας κι εκείνη τον έσφιγγε κι όλο του ευχόταν

-Όσα άστρα έχει ο ουρανός κι όσες τρίχες έχω στην κεφαλή μου παιδάκι μου τόσες κι οι ευχές που σου δίνω. Η Παναγία και ο Άγιός μας κοντά σου, να σε προστατεύουν από κάθε κακό! Θανασάκη μου, να μην βγάλεις ποτέ από πάνω σου το Φυλαχτό σου.. Θα σε προστατεύει εκεί στον ξένο τόπο. Και να μου γράφεις παιδάκι μου, από δω και πέρα δε θάχω άλλη ορπίδα από τα γράμματα σου.

Έφυγε γρήγορα ο Θανάσης να μη δει κανείς τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια. Της Μάνας τα αναφιλητά , του σπάραζαν την καρδιά. Της είχε μεγάλη αδυναμία.

Με το "Κωστάκης Τόγιας" έφυγαν τα τρία ζακυνθινόπουλα, μην γνωρίζοντας καλά πού πηγαίνουν. Τον γύρο της Πελοποννήσου έκανε το καράβι και από τον Κάβο Μαλλιά πέρασε, γιατί -λόγω κατολισθήσεων- ο Ισθμός της Κορίνθου ήταν κλειστός! Άγριες από κει οι θάλασσες, τους ταρακούνησε για καλά!

Πρώτη τους σκέψη στην Αθήνα, η στέγαση. Κατέληξαν κάπου στο Περιστέρι σε μια «αυλή». Στριμώχτηκαν στο δωμάτιο με τα τρία μονά κρεββάτια, άλλωστε όλα τους τα υπάρχοντα μια μικρή βαλίτσα ο καθένας με τα λιγοστά τους ρούχα μέσα.

Την άλλη μέρα, άρχισαν να ψάχνουν για δουλειά. Βολεύτηκαν κι από δουλειά σε γειτονικά εργοστάσια οι δύο, ο τρίτος σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Επόμενο βήμα η εγγραφή στις Βραδινές Σχολές που επέλεξαν. Ο «καπετάν Θανάσης» στη σχολή Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού.

Μιζέρια, φτώχια και μοναξιά για τους τρεις νέους στην μεγαλούπολη της Αθήνας. Όμως, το όνειρό τους να σπουδάσουν και να γίνουν κάτι, τους έδινε κουράγιο. Πιο δύσκολες από τις καθημερινές της ρουτίνας, ήταν οι σχόλες κι οι γιορτές, προ παντός χρονιάρες μέρες. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Δεκαπενταύγουστο, του «Αγίου», του Αγίου Διονυσίου δηλαδή, Πολιούχου του νησιού, αλλά ο Ζακυνθινός δεν χρειαζόταν ούτε χρειάζεται να εξηγεί! Όταν μιλάει για τον Άγιο, αναφέρεται πάντα στον «Άγιό του», δεν χρειάζονται διευκρινίσεις.

Επί πλέον, δύσκολες μέρες όταν πίσω στο σπίτι, γιόρταζε ο Πατέρας, όπου γινόταν μικρό ή μεγάλο γλέντι, ανάλογα με την θέση και οικονομική κατάσταση της οικογένειας και δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι η γιορτή του Πατέρα, σε κάθε σπίτι τότε, ήταν η πιο επίσημη Μέρα για την οικογένεια! Η γιορτή της Μάνας, συνήθως, περνούσε απαρατήρητη! Άντε και να της ευχόταν κάνας δικός της, αν το θυμόταν. Τέτοιες μέρες, κάθονταν οι τρεις νέοι μελαγχολικοί, αναπολώντας το σπίτι τους και τους δικούς τους.

Κι ο καιρός περνούσε, το έχει αυτό το συνήθειο, κι οι νέοι μας είχαν καταφέρει σε όλα τα χρόνια που έμεναν στην Αθήνα, να πάνε μια-δυο φορές στο νησί τους. Δεν ήταν εύκολα τα ταξίδια τότε, πολυέξοδα και μεγάλη ταλαιπωρία. Έτσι και του «καπετάν Θανάση», δεν περιγράφεται με λόγια η χαρά όταν βρισκόταν σπίτι του, να βλέπει τις αγαπημένες του αδελφές παντρεμένες πια με δική τους οικογένεια, να βλέπει την ευτυχία στο χαρακωμένο από τον χρόνο πρόσωπο της Μάνας, αλλά και τον Πατέρα. Με τα χρόνια, είχε μαλακώσει η ψυχή του, τα εγγονάκια τον έκαναν να αναθεωρήσει πολλά. Είχε φύγει η αγριάδα, γλύκανε η μορφή και η γλώσσα.

Τελειώνοντας «ο καπετάν Θανάσης» την Σχολή, την άφησε και συνέχισε σπουδές, αποφοιτώντας ως Τεχνολόγος Σχεδιαστής Μηχανολογικών Κατασκευών. Τομέας, στον οποίο έκανε επιτυχή καριέρα μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Παντρεύτηκε ο «καπετάνιος» μας, γιατί ο τίτλος του έμεινε, τουλάχιστον στο χωριό του. Η καπετάνισσά του, στάθηκε άξια στο πλευρό του κι ο μικρός Στάθης, ολοκλήρωσε την ευτυχία τους! Μαζί με τις αδελφές του συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία πρώτα την Μάνα (αχ αυτή η Μάνα, αβάσταχτος ο καημός για την απώλεια της πάντα) και λίγα χρόνια μετά τον Πατέρα.

Άσπρισαν τα αραιά μαλλιά στο κεφάλι του καπετάν Θανάση, μα η καρδιά του παραμένει τρυφερή κι ευαίσθητη σαν μικρού παιδιού! Τώρα, στην τρίτη ηλικία κι εκείνος και η Άννα η καπετάνισσά του, καμαρώνουν την μικρή Αννούλα τους, που έχει μεγάλη αδυναμία στον παππού και στην γιαγιά. Οι ωραιότερες στιγμές της, όταν ο παππούς, της διηγείται παλιές ιστορίες από τη ζωή του.

Παραμονή Χριστουγέννων, αρχές δεκαετίας του '90. Η μικρή Αννούλα, μοναχοκόρη του Στάθη του νεότερου, δηλαδή τι μικρή - κοτζάμ κοπέλα κόντευε 12 χρονών, ψηλή λιγνή, πανέξυπνη και πολύ γλυκό πλάσμα, αφού μπερδεύτηκε αρκετά στα πόδια της Μαμάς της όπου μαζί με την δική της Μαμά, ζύμωναν την πατροπαράδοτη Ζακυνθινή Κουλούρα των Χριστουγέννων καθώς και άλλες λιχουδιές για την Μεγάλη Μέρα, βαρέθηκε κι έτρεξε στον Παππού. 

- Παππού παππού, θέλω να μου πεις μια χριστουγεννιάτικη όμορφη ιστορία!

Κι ο παππούς, που δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι, αφού έμεινε με το κεφάλι σκυφτό για πολλή ώρα, άρχισε με φωνή γεμάτη συγκίνηση,

- Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων σαν απόψε, πολλά χρόνια πίσω και ο… αλήθεια, πώς θέλεις να ονομάσουμε τον ήρωα της ιστορίας, Αννούλα μου;

-Χρήστο, σαν τον Χριστούλη, παππού.

-Εντάξει, Αννούλα μου. Ο Χρήστος, λοιπόν, 19χρονο παιδί από το χωριό μας, έφυγε για την Αθήνα με δυο άλλους νέους, με την προοπτική να δουλεύουν την ημέρα και να σπουδάζουν το βράδυ, γιατί φτωχοί οι γονείς τους, δεν είχαν τον τρόπο να τους σπουδάσουν. Έμεναν κι οι τρεις μαζί σε ένα δωμάτιο.

Η μικρή ακούει πολύ προσεκτικά

-Σεπτέμβρη έφτασαν κι αμέσως φρόντισαν να βρουν δουλειά και να γραφτούν σε Νυχτερινές Σχολές. Πολύ δύσκολη η ζωή τους, τα λεφτά μετρημένα, με το ζόρι κατόρθωναν να τα βγάζουν πέρα, αλλά δεν παραπονιόνταν. Τους έλειπαν πολύ το νησάκι τους και ο απλός τρόπος ζωής εκεί. Πάνω απ΄ όλα, τους έλλειπε το σπίτι τους κι η φαμελιά τους, μα και η ξεγνοιασιά που είχαν σαν παιδιά. Και ξαφνικά βρέθηκαν ολομόναχα να πρέπει να σκέφτονται και να γνοιάζονται για όλα, χωρίς καμιά πείρα και με ελάχιστα εφόδια. Και το ψωμί κι εκείνο μετρημένο! Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Τα πρώτα Χριστούγεννα μακριά από το σπίτι τους. Οι δύο από τους φίλους, με αιματηρές οικονομίες κατάφεραν να εξοικονομήσουν τα ναύλα τους για να πάνε στο χωριό για τα Χριστούγεννα, αλλά το κυριότερο να εξασφαλίσουν τριήμερη άδεια από τη δουλειά τους! Τις ίδιες οικονομίες έκανε κι ο Χρήστος και δεν έβλεπε την ώρα να αγκαλιάσει την Μάνα που την λάτρευε! Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, όμως, Αννούλα μου.

-Μα γιατί παππού μου; 

-Γιατί το αφεντικό του στη δουλειά, του το ξέκοψε! "Δεν μπορείς να λείψεις ούτε ώρα γιατί εμείς δεν θα κλείσουμε καθόλου. Αν επιμένεις να πας, πήγαινε αλλά να ξέρεις, θα προσλάβω άλλον στην θέση σου." Μαύρισε η ψυχή του φίλου μας του Χρήστου! Πρώτα Χριστούγεννα μακριά από την Μάνα και ολομόναχος σε ξένο τόπο. Χαιρέτησε τους φίλους του όταν ήρθε η ώρα να φύγουν και τους ησύχασε για να μην στενοχωριούνται για κείνον, είχε συγγενείς στην Αθήνα, θα πήγαινε σε κάποιον, δεν θα έμενε μόνος. Πώς να τους φανερώσει την αλήθεια πως μόλις του είπε το αφεντικό ότι δεν του δίνει άδεια, εκείνος, πέρασε, δήθεν τυχαία από τους συγγενείς, έτσι να τους δει με την κρυφή ελπίδα ότι κάποιος θα φιλοτιμηθεί να τον καλέσει για τα Χριστούγεννα, αφού με τρόπο, ανέφερε ότι δυστυχώς δεν του έδωσε άδεια το αφεντικό κι οι φίλοι του θα έφευγαν. Δεν ήταν για το φαγητό, ήταν που χρονιάρα μέρα θα έμενε μόνος κι έρημος. Παιδί ήταν ακόμα και πρώτη φορά, τέτοια μέρα, μακριά από την φαμελιά του.  Όλοι «χάρηκαν πολύ» που τον είδαν, του ευχήθηκαν Καλά Χριστούγεννα κ.λπ., αλλά ούτε ένας δεν φιλοτιμήθηκε να τον καλέσει. Το ίδιο έγινε και με δυο-τρεις φίλους που είχε αποκτήσει στο διάστημα. "Σ' ευχαριστούμε που μας θυμάσαι!" και "Καλά Χριστούγεννα, Χρήστο μου, και του χρόνου με υγεία"…  

Ξημέρωσε η Μεγάλη Μέρα. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο Χρήστος. Σαν ξημέρωσε, σκέφτηκε να φύγει από το δωμάτιο αλλά απέρριψε τη σκέψη, πού να γυρίζει όλη μέρα; Δεν ήθελε, όμως, να δουν οι συγκάτοικοι πως είχε μείνει μόνος. Φοβόταν πως αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι της αυλής, θα προσφέρονταν να του πουν να κάτσει στο τραπέζι τους. Μα το έβλεπε σαν οίκτο εκ μέρους τους κι ούτε ήθελε να διαπιστώσουν την αλήθεια, ντρεπόταν πολύ. Έτσι έμεινε, κλείστηκε μέσα στο δωμάτιο με το φως σβηστό και τα παντζούρια κλειστά ώστε να υποθέσουν πως λείπει. Έκλαιγε και θρηνούσε σαν μικρό παιδί όλη μέρα… Κάποιες στιγμές ένιωθε τύψεις και ντροπή που ολόκληρος άνδρας κλαίει σαν κάνα μυξιάρικο επειδή δεν είναι στο χωριό του. Κείνες τις στιγμές, έπαιρνε βαθιά ανάσα και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου επειδή είναι μακριά από την Μάνα Χριστουγεννιάτικα. Μα, μετά τον έπιανε μεγάλο παράπονο απ΄ την αρχή. Λαχταρούσε το χωριό του, το σπίτι, τις αδελφές του, ακόμα και τον Πατέρα του κι ας τον έβριζε και καταχέριζε συνέχεια. Μα πιο πολύ λαχταρούσε την Μάνα την αγαπημένη. Ξαναζούσε το κόψιμο της κουλούρας αποβραδίς, το Χριστουγεννιάτικο ύμνο, Η γέννησή σου Χριστέ που έψαλλαν όλοι με κατάνυξη, την χαρούμενη προσμονή σε ποιον θα πέσει το «ηύρεμα» (το φλουρί), και τις νερόβραστες άλαδες μπροκολίνες για το λιτό δείπνο! 

Ξημέρωμα των Χριστουγέννων στο χωριό. Ντυμένοι όλοι τα γιορτινά τους, με το βραστό να μοσχοβολάει στη φωτιά κι όλα έτοιμα για το αυγολέμονο με το αμόλημα της εκκλησίας! Την χαρούμενη γιορταστική ατμόσφαιρα, τις χαιρετούρες με συγγενείς γειτόνους και χωριανούς. Την Αγία Κοινωνιά που θα έπαιρνε και αυτός μαζί με όλο σχεδόν το εκκλησίασμα, πρώτα οι γέροι και οι ηλικιωμένοι και μετά τα παιδιά, απαράβατη τάξη. Το σπίτι που θα μοσχοβολούσε από κείνα που έφτιαχνε πάντα η Μάνα. Και την κατσάμπα (το χειμωνιάτικο πεπόνι), που την φυλάγανε πάντα για τα Χριστούγεννα! Το απόγευμα θα ΄ρχόταν στο σπίτι για τα Χρόνια Πολλοί δικοί και φίλοι και θ΄ αντηχούσε ο τόπος από χαρές και γέλια! Ακόμα κι ο Πατέρας καλοσύνευε εκείνη την ημέρα και δεν φώναζε. 

Η μικρή Αννούλα έχει βυθιστεί ακούγοντας τη φωνή του Παππού να διηγείται με τόσο πόνο τα Χριστούγεννα του Χρήστου! 

-Και τι απέγινε, παππού, ο Χρήστος; 

Κάπως συνήλθε ο «καπετάν Θανάσης», δεν ήθελε να πληγώσει της Αννούλα του με θλιβερές ιστορίες χριστουγεννιάτικα, αλλά, να, δεν είχε ξεπεράσει ποτέ εκείνα την πολύ μακρινά Χριστούγεννα. 

-Ο Χρήστος Αννούλα μου, όσο κι αν έκλαψε και πόνεσε κείνη την Ημέρα, μεγάλωσε, τελείωσε τις σπουδές του, παντρεύτηκε και σήμερα έχει μια πανέμορφη εγγονούλα σαν κι εσένα, Αννούλα μου, που την λατρεύει! 

Η μικρή, στέκεται σκεφτική για λίγο και… με τσαχπινιά γυρίζει και του λέει: 

-Παππού… κι η δική σου Αννούλα σε λατρεύει, όπως και να σε λένε!

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: