e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Ο παπατζής και το παπαδάκι

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Μετά από οικογενειακό συμβούλιο που κράτησε δυο ώρες περίπου, η απόφαση βγήκε ομόφωνη από τους γονείς: Ο Μιχάλης, θα πάει στο Πανεπιστήμιο!

Μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο με άριστους βαθμούς και οι καθηγητές τόνισαν στους γονείς, την Αρετή και τον Δυσσέα (Οδυσσέα):

- Ο Μιχάλης, πρέπει να προχωρήσει, μην τον κρατήσετε στο χωριό!

Δεν ήταν μόνο που ήταν άριστος μαθητής ο Μιχάλης, ήταν και παιδί της Εκκλησίας! Ποτέ δεν απουσίαζε από την Εκκλησία, εκεί πάντα, να κρατά το Θυμιατό, να θυμιατίζει σωστά τις εικόνες και τον ιερέα όταν έβγαζε τα Άγια, όταν έλεγε το Ευαγγέλιο και σε όλες τις στιγμές που επιβαλλόταν, τόσο στη Θεία Λειτουργία, όσο και σε άλλες Ακολουθίες! Ήταν και καλλίφωνος! Πολλές φορές, πήγαινε κοντά στους ψάλτες και κράταγε το ίσο!

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μακάριζαν την Αρετή και τον Δυσσέα για το «παπαδάκι» τους! Μεγαλώνοντας, βοηθούσε και στο ψάλσιμο! Του άρεσε πολύ η εκκλησιαστική μουσική, ιδιαίτερα το ζακυνθινό ιδίωμα και προσπαθούσε να μαθαίνει όσα περισσότερα μπορούσε, παρακολουθώντας προσεκτικά τον καλλίφωνος ιερέα του χωριού αλλά και τους ψάλτες, ιδιαίτερα τον δεξιό ψάλτη.

Σαν λογικοί άνθρωποι οι γονείς, το σκέφτηκαν από δω, το κοίταξαν από κει, φυσικά τα οικονομικά τους περιορισμένα, αλλά βγήκε η απόφαση! Βέβαια, ένας λόγος ήταν να πάει στην Αθήνα να προετοιμαστεί και να δώσει εξετάσεις. Δεν είχαν κανέναν εκεί για να προστατεύσει και να φροντίζει το παιδί.

Η Αρετή, σαν Μάνα, γνοιαζόταν για την ευημερία του παιδιού της, ποιος θα του μαγειρεύει να βρίσκει λίγο ζεστό φαγάκι όταν πηγαίνει σπίτι, ποιος θα του πλένει, ποιος θα το φροντίζει αν αρρώσταινε. Άρχισε αμέσως να του πλέκει μάλλινες φανέλες και πουλόβερ, χρυσοχέρα η Μάνα ό,τι έβγαινε από τα χέρια της είχε τη σφραγίδα της ποιότητας. Του ετοίμαζε σιγά-σιγά «την προίκα του» σεντόνια, μαξιλαροθήκες, κουβέρτες, πάπλωμα, πετσέτες, ασπρόρουχα κι ό,τι χρειαζόταν έστω και για ένα δωμάτιο.

Άλλες έγνοιες είχε ο Πατέρας. Κι αν μπλέξει με κακές παρέες; Αν ξεστρατίσει; Αν παρασυρθεί στην πρωτεύουσα; Πολλά ακούγονταν που έφταναν μέχρι το ορεινό χωριό της Ζακύνθου! Κι αν έτσι όπως είναι άβγαλτος και παιδί ακόμα, το ξεγελάσουν και πάρει κακό δρόμο; Ή του πάρουν τα λεφτά που θα έπαιρνε μαζί του, τουλάχιστον για τον πρώτο Μήνα, για τα πρώτα έξοδα μέχρι να μπορέσει να του στείλει το μηνιάτικο;

Όλες αυτές οι σκέψεις βασάνιζαν τους καλούς γονείς! Σαν ήρθε η ώρα, αποφασίστηκε να πάει μαζί ο Δυσσέας, να βρει δυο χωριανούς που είχε στην Αθήνα, που σίγουρα σαν πιο παλιοί εκεί, θα ήταν σε θέση να τους ορμηνέψουν και να βοηθήσουν να τακτοποιηθεί το παιδί!

Όλα πήγαν μια χαρά, βρήκαν δωμάτιο σε σπίτι που νοίκιαζαν φοιτητές, γνωρίστηκαν με τον σπιτονοικοκύρη και τη γυναίκα του, καθώς και με τα άλλα παιδιά, όλα καλά παιδιά κι από επαρχίες! Γράφτηκε στο Φροντιστήριο ο Μιχάλης κι ο Πατέρας έφυγε για το νησί κάπως ανακουφισμένος!

Από φαγητό, βολεύτηκε όπως και τα άλλα παιδιά, τρώγοντας σε μια ταβερνούλα της φτωχογειτονιάς! Φασολάδες σκουράτζο (ρέγκα), μακαρονάδες, τηγανητές πατάτες, ενίοτε και αβγά, μπόλικο ψωμί και ήταν μια χαρά! Τις Κυριακές, συνήθως, μαγείρευε η σπιτονοικοκυρά, με το αζημίωτο φυσικά κι έτρωγαν όλα τα παιδιά νόστιμο και καλό φαγητό, συνήθως κρέας ή κοτόπουλο! Ήταν καλοί άνθρωποι κι εκείνη και ο άνδρας της, είχαν δυο κόρες καλοπαντρεμένες, έτσι περίσσευαν πια τα δωμάτια στο σπίτι, ήθελαν και λίγη παρέα, φυσικά και το εισόδημα από τους φοιτητές δεν ήταν ευκαταφρόνητο!

Ο Μιχάλης, το παπαδάκι, μπήκε από τους πρώτους στο Πανεπιστήμιο να σπουδάσει Φιλολογία που ήταν το μεράκι του! Το όνειρό του να γίνει Φιλόλογος καθηγητής και τα κατάφερε και μάλιστα με ευκολία. Με οικονομίες, και ψάχνοντας σε προηγούμενους φοιτητές, μπόρεσε να συγκεντρώσει όλα τα βιβλία που θα χρειαζόταν.

Καλός και μελετηρός, αλλά και πολύ φρόνιμο παιδί ο Μιχάλης, είπαμε παιδί της Εκκλησίας! Μολαταύτα, πότε με τη μια αφορμή πότε με την άλλη, δεν πολυπήγαινε πια στην εκκλησία. Κάπου τον ενοχλούσε το περιβάλλον! Όλοι άγνωστοι εκεί μέσα, ξένοι κι απόμακροι. Όχι σαν το χωριό του που τον γνώριζαν και γνώριζε τους πάντες! Επί πλέον, δεν τον ικανοποιούσε η ψαλτική ούτε του γέρο-ιερέα, αλλά ούτε των ιεροψαλτών. Σαν μουρμούρα ακουγόταν. Πού οι καλλίφωνοι ιερέας και ιεροψάλτες του χωριού του! Φυσικά, ούτε λόγος να πάει στο Ιερό για παπαδάκι! Υπήρχαν ήδη όσα χρειάζονταν! Άσε που ένιωθε και μεγάλος πια για κάτι τέτοιο. Κι ούτε συζήτηση να πλησιάσει τους ψάλτες! Όλα ξένα και άγνωστα εδώ στην Αθήνα. Έτσι, σιγά-σιγά απομακρύνθηκε από την εκκλησία. Κάποιες φορές, όμως, περνούσε από μικρά ξωκλήσια, έμπαινε μέσα, άναβε ένα κερί, γονάτιζε με ευλάβεια σε μια γωνιά, προσευχόταν για λίγο κι έφευγε πάλι.

Οι παρέες του μετρημένες, κάποια από τα παιδιά που συγκατοικούσαν και μερικοί συμφοιτητές του, από την επαρχία κι εκείνοι.

Το μηνιάτικο όπου με πολλές οικονομίες κατάφερνε να του στέλνει ο Πατέρας, μετρημένο! Πρώτα, πλήρωνε το ενοίκιο για να μην έχει εκκρεμότητες. Μετά, μετρούσε τα μετρημένα και υπολόγιζε, τόσα για συγκοινωνία για όλο τον Μήνα πολύ βασικό και τελευταίο ερχόταν το φαγητό. Και σε κείνο μετρημένος δεν ξανοιγόταν ποτέ! Κρατούσε όσα χρειαζόταν την ημέρα για φαγητό κι αν περίσσευαν έστω και λίγες δραχμές, πότε πήγαιναν σινεμά με τους φίλους και μερικές φορές, ρεφενέ 5-10 δραχμές ο καθένας, πήγαιναν σε κάνα υπαίθριο Κεντράκι κι απολάμβαναν μουσική τρίτης κατηγορίας, πίνοντας και κάνα ποτηράκι! Άλλοτε πάλι, πήγαιναν σε υπαίθριο Θέατρο και παρακολουθούσαν έργο ή επιθεώρηση.

Ποτέ, όμως, δεν παραμέλησε το διάβασμα ή τις υποχρεώσεις του στη Σχολή! Την δεύτερη χρονιά, όταν μετά τους διαγωνισμούς βγήκαν τα αποτελέσματα, ο Μιχάλης είχε πολύ μεγάλους βαθμούς. Προτάθηκε για Υποτροφία, βοήθησε και το χαρτί Απορίας που ζητήθηκε και έστειλαν οι Γονείς κι έτσι πήρε μια πολύ καλή Υποτροφία!

Περηφάνια πίσω στο χωριό η Αρετή και ο Δυσσέας, όπου, όχι μόνο δεν ξεστράτισε το παιδί τους, μοναχό χωρίς προστασία μέσα στην πρωτεύουσα, αλλά διέπρεπε κιόλας στις σπουδές του! Πήρε Υποτροφία και θα σπούδαζε ανέξοδα! Το ποσόν της Υποτροφίας, δεν ήταν τεράστιο, αλλά ήταν μάνα εξ ουρανού! Να ανασάνουν κι ο Πατέρας με τη Μάνα λίγο! Γιατί τώρα, άλλαξαν τα πράγματα, δεν έστελνε πια ο Πατέρας του γιου αλλά ο γιος του Πατέρα! Η υποτροφία, καταβαλλόταν κάθε εξάμηνο, έτσι ο Μιχάλης, μόλις εισέπραττε το ποσόν από το Ι.Κ.Υ. (Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών), καθόταν και μετρημένος πάντα, ξεχώριζε τα δικά του, όπως και τότε που έπαιρνε το πενιχρό βοήθημα από τον πατέρα και τα υπόλοιπα τα έστελνε στους γονείς του! Είχε αλλάξει δωμάτιο και έμενε πια στα Εξάρχεια, μαζί με τον Γιώργο, τον Δημήτρη και το Ανδρέα, ζακυνθινόπουλα όλοι και συμφοιτητές!

Κάθε μήνα, όταν έπαιρναν όλοι το μηνιάτικο του Πατέρα, έκαναν το τραπέζι σε όλους! Ο Μιχάλης, δυσκολευόταν πολύ, αλλά με την υποτροφία, μπορούσε πια κι εκείνος να μην υστερεί και να κάνει το τραπέζι σε όλους στο «Μοναστήρι», μια ταβέρνα εκεί στη γειτονιά. Σαν πιο «ευκατάστατος» από όλους, πάντα καλό και μπόλικο φαγητό!

Κόντευε να βγει κι η τρίτη χρονιά φοίτησης στο Πανεπιστήμιο. Ο Μιχάλης, είχε κάπως εξοικειωθεί με τη ζωή στην πρωτεύουσα και κινείτο άνετα παντού. Πάντα, όμως, με σύνεση και «τα μυαλά του στη θέση τους» όπως τον ορμήνευαν συνέχεια η Αρετή και ο Δυσσέας!

Μια μέρα που «τα κονόμησε», εισπράττοντας τη δόση της Υποτροφίας, οι φίλοι μαζεύτηκαν τη συνηθισμένη ώρα στην Ταβέρνα και περίμεναν τον Μιχάλη για να παραγγείλουν.

Ο Μιχάλης περνούσε από την Ομόνοια. Έξω από το Νέον (δημοφιλές Καφεζαχαροπλαστείο της εποχής και τόπος συνάντησης Ζακυνθινών και όχι μόνο), είχε στήσει το δίκτυό του ένας «παπατζής». Ο Μιχάλης, στάθηκε για λίγο να χαζέψει, γιατί άκουγε μεν για «παπατζήδες» αλλά στην ουσία αγνοούσε τι γίνεται. Στάθηκε εκεί λοιπόν και παρακολουθούσε την διαδικασία του παιχνιδιού.

Εδώ, ας αφήσουμε τον ίδιον να μας τα πει!

«Στάθηκα κι εγώ ο αδαής και αφελής, (εσείς χαρακτηρίσετε με όπως θέλετε, δίκιο θα έχετε), έβλεπα να κερδίζουν χρήματα με μεγάλη ευκολία κι εντυπωσιάστηκα. Εκείνο που αγνοούσα φυσικά, είναι πως αυτοί που κέρδιζαν, ήταν οι λεγόμενοι «αβανταδόροι», δηλαδή συνεργάτες και συνένοχοι του παπατζή.

Όπα, λέω μέσα μου! Εδώ πέφτει χρήμα! Ευκαιρία να πιάσω κι εγώ την καλή! Αρχίζω λοιπόν να ποντάρω και να κάνω όνειρα! Κέρδιζα απανωτά, πέφτανε τα κατοστάρικα βροχή! Σημειωτέο, ότι οι 4.000 δραχμές της Υποτροφίας, μου είχαν δοθεί σε κατοστάρικα. Λίγο μετά, άρχισε το μία σου δύο μου, ύστερα το μία σου και μία μου.

Μετά, για να μην τα πολυλογώ, άρχισε η φθορά, μου πέταγε πού και πού κάνα κατοστάρικο ο παπατζής για να με δελεάσει και να συνεχίσω, ώσπου στο τέλος εξανεμίσθηκαν οι 4.000 δραχμές της Υποτροφίας, που ήταν για έξη μήνες!

Έσκυψα το κεφάλι, μετανιωμένος και στολίζοντας τον εαυτό μου με όλα τα «ωραία» κοσμητικά επίθετα που ταίριαζαν στην περίπτωση.

Πήρα το δρόμο για σπίτι, δεν είχα πρόσωπο να αντικρύσω κανέναν. Οι φίλοι μου που περίμεναν άδικα τραπέζωμα, την έβγαλαν τελικά με ψωμί και σαρδέλες παστές από το απέναντι μπακαλικάκι, ρίχνοντάς μου και τους ανάλογους χαρακτηρισμούς».

Το χειρότερο για τον Μιχάλη ήταν όπου περίμεναν κι ο Πατέρας με την Μάνα το μερίδιο τους, όπως τους είχα συνηθίσει και που ασφαλώς δεν το έλαβαν.

Αφού σκέφτηκε για πολύ σαν τι δικαιολογία να βρει για τους γονείς και βασάνισε το μυαλό του, στο τέλος αποφάσισε ότι θα τους έλεγε την αλήθεια!

Η αντίδραση του Πατέρα;

-Ευτυχώς που βρέθηκε αυτός ο «άγιος» άνθρωπος, μήπως και σου έβαλε μυαλό, γιατί εμένα και της Μάνας σου μέχρι που έφυγες είχε μαλλιάσει η γλώσσα μας από τις ορμήνειες που σου κάναμε.

Τελείωσε το Πανεπιστήμιο ο Μιχάλης, «το παπαδάκι», που για να τον ξετινάξει ο παπατζής, του έδωσε το καλύτερο μάθημα ζωής!

Δίδαξε Φιλολογία για πολλά χρόνια και προήχθη σε Γυμνασιάρχη τα δώδεκα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Αντί για άλλες συμβουλές κι ορμήνειες στους μαθητές του, δεν παρέλειπε ποτέ, να μιλάει για το δικό του πάθημα!

Σήμερα, ηλικιωμένος συνταξιούχος πια, απολαμβάνουν τα ωραία χρόνια της τρίτης ηλικίας με την αγαπημένη του σύζυγο την Ελένη, πίσω στις ρίζες τους κάπου εκεί γύρω στη Λούχα και την Εξοχώρα, ένα πολύ όμορφο χωριό της Ζακύνθου! Κι ο Μιχάλης «το παπαδάκι», με ολόασπρα τα λίγα μαλλιά, με τα αρθριτικά του, τα ζάχαρά του κι όλα τα δώρα του γήρατος, τα Καλοκαίρια που μαζεύονται εκεί παιδιά κι εγγόνια κι αντηχεί ο τόπος από γέλια και χαρές, δεν παραλείπει ποτέ να τους επαναλαμβάνει, ότι χάρη στον απατεώνα παπατζή, έγινε σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος! Καταλήγοντας

-Τα πάντα εν σοφία εποίησε!

Και οι απατεώνες έχουν τον προορισμό τους στην Κοινωνία!!

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: