e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

"Χέρι που δεν πάρει, τόπος δεν αδειάζει"

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Χέρι που δεν πάρει, τόπος δεν αδειάζει. Παλιά, αλλά σωστή παροιμία!

Ο Στάθης και η Γωγώ, αλλά και οι δύο οικογένειές τους, ετοιμάζονταν πυρετωδώς, για τους γάμους τους! Την αγαπούσε από μικρός ο Στάθης, αλλά φυσικά, δεν εκδηλώθηκε ποτέ φανερά. Όμως, όσα δεν τολμούσαν να πουν τα χείλη, τα έλεγαν τα φλύαρα μάτια!

Έτσι, πριν φύγει για φαντάρος, τη ζήτησε από τους γονείς της, και αρραβωνιάστηκαν ώστε να μην διακινδυνεύσει να την παντρέψουν κατά την απουσία του. Ήταν όμορφη κοπέλα η Γωγώ και πλησίαζε σε ώρα γάμου, είχε μπει στα 17.

Αμέσως μόλις απολύθηκε ο Στάθης από το Στρατό, το ζευγάρι, αποφάσισε με τη βοήθεια των γονιών, να χτίσουν ένα σπιτάκι, μικρό και νοικοκυρεμένο. Ο Στάθης, είχε τρία μεγαλύτερα παντρεμένα αδέλφια και έμεναν όλοι στο πατρικό μαζί με τους γονείς, συνηθισμένο φαινόμενο. Μοναχοκόρη και χαϊδεμένη με δυο αδέλφια η Γωγώ, δεν της άρεσε να μείνει με τρεις κουνιάδους, συννυφάδες, παιδιά και πεθερικά. Υπήρχε μπόλικη γη και στο σπίτι των γονιών της, έτσι με τη βοήθεια όλων, άρχισαν να χτίζουν το σπίτι τους! Πλίνθινο φυσικά, όπως χτίζονταν τα περισσότερα σπίτια. Και τις πλίθες, ασφαλώς, τις έφτιαχναν μόνοι τους, ανακατεύοντάς γλίνα, που υπήρχε μπόλικη, έκοβαν και από το κοντινό  Βουνό και άχυρα. Μετά τις άφηναν στον ήλιο να ξεραθούν. 

(Τα πλινθόσπιτα, ήταν και τα πιο υγιεινά, γιατί δεν συγκρατούσαν το ραδόνιο, τη φυσική ραδιενέργεια). 

Βέβαια, οι άνθρωποι τότε, δεν το γνωρίζανε αυτό απλά χρησιμοποιούσαν τις πλίθες γιατί δεν τους στοίχιζαν τίποτα.

Ήταν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πού λεφτά για πολυτέλειες! 

Δεν είχαν τελειώσει το ανακάτεμα γλίνας-άχυρων για τις πλίθες, όταν μια μέρα  η Γωγώ διαπίστωσε πως δε φορούσε το δαχτυλίδι των αρραβώνων που της είχε πάει ο Στάθης! Άρχισε να ψάχνει μέσα στο σπίτι. Έψαξε εδώ έψαξε εκεί τίποτα, το ψάξιμο επεκτάθηκε και στις δυο φαμελιές με όλους να ψάχνουν. Αλλά, πουθενά το δαχτυλίδι! Η Γωγώ δεν έκλαιγε μόνο το ωραίο δαχτυλίδι, αλλά περισσότερο έκλαιγε και στενοχωριόταν, γιατί άκουγε από όλους, ότι είναι γρουσουζιά να χαθεί το δαχτυλίδι αρραβώνων ή η βέρα. Γιατί, λέγανε, είναι κακός οιωνός, δε θα στεριώσει ο γάμος, ή θα πεθάνει ο ένας από το ανδρόγυνο πολύ νωρίς και άλλα τέτοια! 

Απαρηγόρητη η Γωγώ όπου με τόσα ψαξίματα από όλους, δεν βρέθηκε πουθενά το δαχτυλίδι! Το σπίτι κόντευε να τελειώσει, όλα έτοιμα για το γάμο, και η Γωγώ με τη μία και την άλλη δικαιολογία,  όλο και τον  ανέβαλε!

Μετά και τη δεύτερη αναβολή, ο Στάθης, αποφάσισε ότι δεν πάει άλλο! Κάτι πρέπει να κάνει. Κουβεντιάζει με γονείς και πεθερικά και αποφασίζουν να…ξαναγίνουν οι αρραβώνες με καινούριο δαχτυλίδι να το ευλογήσει κι ο δέσποτας, γιατί έτυχε να είναι στο Νοσοκομείο, για εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας  με τους πρώτους αρραβώνες. Άσε που μπορεί και για αυτό να χάθηκε το δαχτυλίδι, γιατί δεν είχε ευλογηθεί από τον ιερέα!

Ας ξεχαστεί, λοιπόν, ο πρώτος αρραβώνας σαν να μην έγινε ποτέ. Άλλωστε ο αρραβώνας δεν είναι μυστήριο, ούτε και πράξη που υπόκειται σε Νόμο, όπως ο γάμος, μπορεί ανά πάσα στιγμή, να ξαναγίνει άνετα!  

Ανακουφίζεται η Γωγώ, δέχεται μετά χαράς, αγοράζει καινούριο φουστάνι, γόβες καινούριες όλα από την αρχή, δεν ήθελε να φορέσει τίποτα από κείνα που φόρεσε στο γρουσούζικο αρραβώνα. Ακόμα και τα μαλλιά της χτένισε διαφορετικά! Αυτή τη φορά εκτός από στενούς συγγενείς κάλεσε και μερικές  φίλες της, καθώς και τους οργανοπαίχτες του χωριού, με μαντολίνο και ακορντεόν, καλλίφωνοι και οι δυο, τραγουδούσαν κιόλας!  Γίνονται οι αρραβώνες, σεμνά και ωραία, ευλογεί το δαχτυλίδι και το ζευγάρι ο παπάς του χωριού, ακολουθεί όμορφο γλέντι, ξεχνιέται το χαμένο δαχτυλίδι κι όλα καλά και ωραία!

Καιρός να αρχίσουν να φροντίσουν το σπιτάκι τους, γιατί με την απώλεια όλα είχαν μείνει πίσω!

Με τις ευλογίες και τις ευχές όλων, παντρεύτηκαν και μπήκαν στη σειρά τους ο Στάθης και η Γωγώ!

Ένα χρόνο μετά ήρθε και το πρώτο τους παιδί, ένα στρουμπουλό αγοράκι όπου το βάφτισαν Στράτο, το όνομα του πατέρα του Στάθη. Ακολούθησαν δύο ακόμα αγόρια, και μετά δυο κοριτσάκια! Ευτυχισμένη οικογένεια και ο Στάθης με τη Γωγώ, μεγάλωναν, με αγάπη και κατανόηση τα παιδιά τους αλλά και οι ίδιοι, σαν ανδρόγυνο πάντα μονιασμένοι και αγαπημένοι.

Το χαμένο δαχτυλίδι, είχε ξεχαστεί από όλους!  Ούτε που το θυμόταν πια κανείς. Το θυμόταν, όμως, η Γωγώ  και δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της. Δεν το χωρούσε ο νους της, ότι άνοιξέ η γη και κατάπιε το δαχτυλίδι της! Όμως, δεν έλεγε τίποτα ποτέ σε κανέναν. Κάθε φορά που περνούσαν Γύφτισες από το χωριό που έλεγαν τη «μοίρα», έτρεχε κρυφά, να μην την πάρουν χαμπάρι να κοιτάξουν την παλάμη και να της πουν πού βρίσκεται το δαχτυλίδι της κι αν θα το βρει! Δεν άφησε καφετζού ή χαρτορίχτρα, παντού πήγε! Όλες τής έλεγαν πως μια μέρα θα το βρει! Παρηγοριόταν για λίγες μέρες κάθε φορά, αλλά μετά έβαζε κάτω τη λογική κι αποφάσιζε, ότι απλά της λένε τάχα ότι θα το βρει ώστε να μη χάνει την ελπίδα και χάσουν κι αυτές την πελάτισσα. 

Μεγάλωσαν τα παιδιά, τα δυο πρώτα σπούδασαν, δάσκαλος ο ένας λογιστής ο άλλος. Στα υπόλοιπα, δεν άρεσαν πολύ τα γράμματα. Έτσι, ο τρίτος γιος ανάλαβε τα χωράφια, τις ελιές και τ΄ αμπέλια της φαμελιάς. Τα κορίτσια δε, μοδίστρα η μία, κεντήστρα η άλλη!

Ο Στάθης με τη Γωγώ καμάρωναν που έβγαλαν καλά παιδιά στην κοινωνία, εργατικά και προκομένα όλα τους!

Η Γωγώ, είχε μεγαλώσει πολύ πια. Το αγκαθάκι στην καρδιά, όμως, για κείνο το μακρινό δαχτυλίδι, είχε στοιχειώσει μέσα της και δεν έλεγε να φύγει. Κάθε τρεις και λίγο, νάτο εκεί μπροστά της να γρατζουνάει την ψυχή! Το μόνο άτομο που θυμόταν  την ιστορία του δαχτυλιδιού ακόμα μετά από τόσα χρόνια, ήταν η γυναίκα του μικρού της αδελφού, η Μαρίτσα που ήταν φιλενάδες από τα νιάτα τους. Όταν βρίσκονταν μονάχες και τα λέγανε, η Μαρίτσα προσπαθούσε να την πείσει ότι δεν αξίζει πια ο κόπος να το συζητάνε. Η Γωγώ, όμως, αρνιόταν να εγκαταλείψει τη σκέψη. Καμιά φορά της έλεγε, 

-Βρε Μαρίτσα μου, ξέρεις, δε γνοιάζομαι πια για κείνο το δαχτυλίδι, αλλά  με τρώει το ότι δεν έμαθα ποτέ τι έγινε. Νομίζω, αν μάθω, θα ησυχάσω πια. 

Πλησίαζε κι εκείνη τη χρονιά, η γιορτή  τ' Άι Γιαννιού του Λουμπαρδιάρη. Και τα κοριτσόπουλα του χωριού ετοιμάζονταν να τηρήσουν το παλιό έθιμο. Να ρίξουν τον Κλήδονα, να ρίξουν το Βολίμι (μόλυβδος), να φέρουν το αμίλητο νερό από το πηγάδι, να ψήσουν αγκινάρα και να την βάλουν στο μαξιλάρι αποβραδίς, όπου αν άνθιζε τη νύχτα, σημάδι πως θα παντρευτεί η κοπέλα γρήγορα  και όλα αυτά τα τερτίπια που παλιά έκαναν οι Μανάδες τους ή οι Νόνες τους! 

Φυσικά και δεν πίστευαν πια σε αυτά, ο κόσμος είχε αλλάξει, τα κορίτσια δεν βασίζονταν σε τέτοια για να μάθουν αν θα παντρευτούν σύντομα ή ποιον θα πάρουν. Τώρα οι νέοι, αποφάσιζαν οι ίδιοι για την τύχη τους, διάλεγαν το ταίρι τους, έκαναν δεσμό κι αν διαπίστωναν ότι ταιριάζουν και θέλουν να ενώσουν τις ζωές τους, τηρούσαν κάπως τα τυπικά, με το νέο να ζητά το χέρι της κοπέλας άμεσα από τους γονείς της. Ούτε προξενητάδες ή προξενήτρες  ούτε τίποτα. Μολαταύτα, κάθε χρόνο, διοργάνωναν γιορτές όπου έκαναν αναπαράσταση, των παλιών εθίμων, ώστε να μην ξεχασθούν.

Έτσι οι παλιές φιλενάδες και νυφοκουνιάδες, ώριμες γυναίκες πια, αποφάσισαν να ρίξουν το «Βολίμι»,  το πιο αξιόπιστο από όλα, (όπως πίστευαν) για να μάθουν αν υπάρχει το δαχτυλίδι και αν θα το βρει η Γωγώ. Φυσικά, τσιμουδιά πουθενά. Το να βρουν μόλυβδο, εύκολο. Το πρόβλημα ήταν, πώς θα ερμήνευαν αυτές το Βολίμι για να αποκαλυφτούν τα μυστικά που έκρυβαν τα διάφορα σχήματα που θα έπαιρνε το Βολίμι όταν έβγαινε από το νερό! Φρόντισαν και μάζεψαν μικρά κομματάκια από μόλυβδο και όταν ήρθε η Μέρα, τα έβαλαν σε ένα μικρό δοχείο και το έβαλαν στη φωτιά να λιώσει ο μόλυβδος. Όταν έλιωνε, έπαιρναν με προσοχή το δοχείο και το άδειαζαν σε σίγλο με κρύο νερό. Πέφτοντας μέσα ο καυτός μόλυβδος, στερεοποιείτο και έπαιρνε διάφορα ακανόνιστα σχήματα. Μετά, έβγαζαν με μεγάλη προσοχή το μόλυβδο από εκεί, τον τύλιγαν και πήγαιναν στην «ειδική» να ερμηνεύσει την έννοια των διαφόρων σχημάτων! Ολόκληρη ιεροτελεστία και όλα με χίλιες προφυλάξεις να μην πάρει χαμπάρι κανείς από τη φαμελιά, γιατί αν όχι τίποτα άλλο, θα τις κορόιδευαν άσχημα, ότι στην εποχή τους, μεγάλες γυναίκες και πιστεύουν σε κάτι τέτοια!

Για καλή τους τύχη, υπήρχε μια γριά στο διπλανό χωριό που ήξερε να «διαβάζει» το Βολίμι. Πήγαν με χίλιες προφυλάξεις να μην τις δει κανείς. Η γριά, βλέποντας τις διακλαδώσεις κι τα σχήματα που δημιουργήθηκαν όταν έπεσε ο συμπαγής, καυτός  μόλυβδος μέσα στο κρύο νερό, πήρε περισπούδαστο ύφος, κοίταζε από εδώ, χαμογελούσε αμυδρά από εκεί, χαλούσε τα μούτρα κι έπαιρνε διάφορες, ανεξήγητες για τις γυναίκες εκφράσεις, όπου κοιτούσαν με αγωνία και κρέμονταν από τα χείλη της!

-Το λοιπόν Κυρά μου, λέει απευθυνόμενη στη Γωγώ, να, εδώ φαίνεται ολοκάθαρα, το δαχτυλίδι σου υπάρχει και μάλιστα κοντά στο σπίτι σου! Παίρνω όρκο ότι σε 4 τέρμινα* θα το βρεις! 

Δακρύζει από συγκίνηση η Γωγώ, τρέχουν και της Μαρίτσας τα μάτια, γιατί «το είδαν» κι εκείνες το δαχτυλίδι, όταν τις καθοδήγησε η γριά!

Η μόνη τους αγωνία τώρα, πού να βρίσκεται κρυμμένο κοντά στο σπίτι το δαχτυλίδι και πόσο μεγάλο το κάθε τέρμινο! Κάθε φορά που βρίσκονταν μόνες οι δυο γυναίκες, μόνο για αυτό μιλούσαν. Όμως, περνούσε ο καιρός, και καμία ένδειξη πουθενά ότι θα βρεθεί το δαχτυλίδι!

Εν τω μεταξύ, είχαν μεσολαβήσει και οι καταστρεπτικοί σεισμοί του 1953, όπου ολόκληρη η Ζάκυνθος είχε ισοπεδωθεί. Το πλίθινο σπιτάκι της Γωγώς και του Στάθη, γκρεμίστηκε γιατί είχε υποστεί πολλές ζημιές, και με την Αρωγή-Δάνειο που δόθηκε σε όλους, όταν ήλθε η σειρά τους, έχτισαν και αυτοί ένα ωραίο διώροφο σπίτι με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Το μόνο που είχε απομείνει, ήταν το παλιό πλίθινο κοτέτσι στο πίσω μέρος κάπως μακριά από το κύριο σπίτι!

Κάποια μέρα, αποφάσισαν γονείς και παιδιά, καιρός να φύγει και αυτό, άλλωστε, δεν είχαν πια κότες, άχρηστο ήταν. Έτσι μια καλοκαιριάτικη μέρα, όπου είχαν ρεπό και τα παιδιά, πήραν γκασμάδες, φτυάρια και άλλα εργαλεία και γκαπ από εδώ, γκουπ από εκεί, πάει το Κοτέτσι! Βάλθηκαν να σπάνε κάπως τις πλίθες για να μην πιάνουν πολύ τόπο όταν θα πέταγαν τα μπάζα, να καθαρίσει ο τόπος!

Η Γωγώ ό,τι έβγαινε να τους πει να σταματήσουν για μεσημέρι. Είχε φτιάξει ωραίο καλοκαιρινό φαΐ, ντομάτες από τον κήπο και αυγά με μπόλικο σκόρδο, ρίγανη και κομμάτια από τυρί από πάνω!  Όπως διέλυε μια πλίθα ο Στράτος, ο μεγάλος γιος, βλέπει κάτι να γυαλίζει, σκύβει περίεργος και… ω, του θαύματος!

-Το δαχτυλίδι μου…, φωνάζει με δάκρυα και γέλια η Γωγώ!

Μαζεύονται όλοι γύρω, σπάνε τη πλίθα με μεγάλη προσοχή και βγάζουν από μέσα άθικτο, το δαχτυλίδι, εκείνων των μακρινών αρραβώνων! Ανείπωτη η έκπληξη και η χαρά όλων!

Και, σύμπτωση; Τυχαίο; Η προφητεία της γριάς ότι θα βρεθεί το δαχτυλίδι κοντά στο σπίτι και σε 4 Τέρμινα, βγήκε αληθινή!

Γιατί, όπως λέει η παλιά παροιμία: 

Χέρι που δεν πάρει, τόπος δεν αδειάζει!

*Τέρμινο: Μονάδα χρόνου. Μπορεί να είναι, ένα λεπτό, μία ώα, μία ημέρα, μία εβδομάδα, ένας Μήνας, ένας Χρόνος! Και κόντευαν 4 χρόνια από την πρόβλεψη της γριάς που «διάβασε» το Βολίμι!

δ.μ.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: