π. Δημητρίου Μπόκου
«Έχουσι Μωυσέα και τους προφήτας. Ακουσάτωσαν αυτών». Εναγώνια έκκληση προς τον Αβραάμ απευθύνει από τον Άδη ο πλούσιος για τα πέντε αδέλφια του που ακόμα ζουν. Ικετεύει να επιτραπεί στον φτωχό Λάζαρο να ξαναγυρίσει στη γη, να τα προειδοποιήσει ότι υπάρχει και μετά θάνατον ζωή. Να μην καταλήξουν στον Άδη σαν αυτόν. Ο Αβραάμ όμως απαντά: «Ας ακούσουν τον Μωυσή και τους προφήτες». Ό,τι έχει αποκαλύψει δι’ αυτών ο Θεός. Στην ένσταση του πλουσίου ότι, αν δουν νεκρό να ανασταίνεται, θα πιστέψουν οπωσδήποτε, ο Αβραάμ ανταπαντά: «Όχι! Δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο. Αν είναι κουφοί στα λόγια του Θεού, το ίδιο θα είναι, ακόμα κι αν τους τα πει κάποιος νεκραναστημένος» (Κυριακή Ε΄ Λουκά).
Φοβερό! Ο Αβραάμ προειδοποιεί για κάποια σκλήρυνση, που κάνει την καρδιά του ανθρώπου αναίσθητη στα μηνύματα του Θεού, τα μάτια του να μη βλέπουν, τα αυτιά του να μην ακούν. Ο άνθρωπος αυτός, λέει ο Χριστός, είναι κιόλας νεκρός. «Όνομα έχεις ότι ζης , και νεκρός ει» (Αποκ. 3, 1. Πρβλ. και Ματθ. 8, 22. Α΄ Τιμ. 5, 6). Ο αδελφόθεος Ιούδας παρομοιάζει τους ανθρώπους αυτούς με δένδρα φθινοπωρινά, άκαρπα, που έχουν μόνο γυμνά κλαδιά (Ιούδ. 12).
Ο Χριστός επαληθεύει τα λόγια του Αβραάμ, επισημαίνοντας ότι οι Ιουδαίοι δεν πιστεύουν σ’ αυτόν, τον Υιό του Θεού, επειδή ακριβώς δεν πιστεύουν ούτε στον Μωυσή. «Έστιν ο κατηγορών υμών Μωυσής». Δεν θα σας κατηγορήσω εγώ στον Πατέρα μου, λέει. Άλλος σας κατηγορεί, ο Μωυσής, που τον θεωρείτε ελπίδα σας, στήριγμά σας, καύχημά σας. Ο Μωυσής έγραψε για μένα. Αν πιστεύατε στον Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα. Αν όμως δεν πιστεύετε σε όσα έγραψε ο Μωυσής για μένα, πώς θα πιστέψετε στα δικά μου λόγια; (Ιω. 5, 45-47).
Οι Εβραίοι πρόβαλλαν την αυτονόητη δήθεν και λογική απαίτηση να τους δείξει «σημείον εξ ουρανού», τρανταχτό, εντυπωσιακό θαύμα, για να πιστέψουν. «Τί σημείον δεικνύεις ημίν, …ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμέν σοι;» Ο Χριστός όμως θεωρεί υποκριτική και πονηρή την αξίωσή τους. Το έκαναν αυτό «πειράζοντες», επειδή ήταν «πονηρά αυτών τα έργα». Δεν ήθελαν να πιστέψουν, αλλά να τον βάλουν σε πειρασμό. Γι’ αυτό τους ονομάζει «γενεά σκολιά και διεστραμμένη… Η γενεά αύτη πονηρά εστι. Σημείον ζητεί... Εάν μη ίδητε σημεία και τέρατα, ου μη πιστεύσητε». Αλλά δεν θα τους δώσει τέτοια σημεία ο Χριστός. Τίποτε που να οδηγεί σε αναγκαστική πίστη, παρά τη θέλησή τους. Τίποτε που να καταργεί την ελευθερία τους (Ιω. 2, 18. 4, 48. 6, 30. Λουκ. 11, 16. 29. Δευτ. 32, 5).
Γι’ αυτό και τους ξαναφέρνει στη σωστή βάση. Ερευνάτε βέβαια τις Γραφές, λέει, αλλά εξωτερικά, επιπόλαια. Μέσα σ’ αυτές ο Πατέρας μου «μεμαρτύρηκε περί εμού». Δεν χρειάζονται περισσότερες μαρτυρίες και σημεία. Αλλά δεν δέχεστε τον λόγο του. Έτσι, απορρίπτετε και τον Λόγο του, εμένα, που ο Πατέρας απέστειλε στον κόσμο. Και όμως οι Γραφές μαρτυρούν για μένα. Και παρά τη μαρτυρία τους, δεν θέλετε να έλθετε προς εμένα, ώστε να έχετε ζωή αιώνια. Ο Χριστός θεωρεί επαρκή μαρτυρία για τον εαυτό του τα όσα είχαν αποκαλυφθεί διά των προφητών. Γι’ αυτό και πορευόμενος εις Εμμαούς μετά του Λουκά και του Κλεόπα, αλλά και στους λοιπούς μαθητές του και σε όλους μας διαχρονικά, εκθέτει απλώς «πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εαυτού» (Ιω. 5, 37-40. Λουκ. 24, 27. 44).
Λοιπόν; Θέλουμε, «ως ανόητοι και βραδείς τη καρδία», σημεία και τέρατα για να πιστέψουμε; Ο Μωυσής και οι προφήτες και όλη η Αγία Γραφή δεν μας φτάνουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου