e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Μια τίμια και αξιοπρεπής ζωή

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ 

Έβρεχε ολονυχτίς, φοβερή υγρασία και κρύο  στο φτωχόσπιτο. Η Γεωργία, όμως,  σηκώθηκε νωρίς όπως κάθε μέρα και άρχισε να συμμαζεύει γύρω. Μισή ντουζίνα παιδιά όλα τους κάτω των 10 χρονών κι εκείνη ξενόπλενε όλη μέρα. Καλός άνθρωπος ο άνδρας της ο Σωτήρης, αλλά δεν ήταν για πολλά πράγματα, πέρα από τη δουλειά του δεν γνοιαζόταν για τίποτα. Μπάλωνε παπούτσια, χωρίς φυσικά να είναι τεχνίτης  ότι έμαθε στον τσαγκάρη  που είχε πάει για ένα χρόνο περίπου,  έτσι όλες οι ευθύνες στη Γεωργία.

Κόντευε να ξημερώσει. Άρχισε να φωνάζει στα παιδιά να σηκωθούν να ετοιμαστούν για το Σχολείο.

Έβαλε στη φωτιά την κατσαρόλα με νερό να βράσει φασκόμηλο. Έκοψε και κάμποσες φέτες ψωμί τις έψησε τις λάδωσε κι ετοίμασε το πρωινό τους.

Αφού απόφαγαν τα παιδιά, τα μεγάλα ετοιμάστηκαν για το Σχολείο.

-Γιαννούλα, όχι εσύ, δε θα πας Σχολείο. Θα έρθει μία κυρία κι ένας κύριος να σε πάρουνε.

-Να με πάρουνε; Πού να με πάνε μάνα ;

-Θα σε πάρουνε σπίτι τους, θα σε ταΐζουν, θα σε ντύνουν θα σε ποδένουν, γιατί εγώ δεν μπορώ άλλο. Εσύ να κοιτάξεις να είσαι καλή κοπέλα κι ότι σου λένε να το κάνεις.

-Σαν τι θα μου λένε; Μη βγάνεις γλώσσα. Θα κάνεις ότι θελήματα σου λένε, θα πλένεις τα πιάτα, θα σκουπίζεις, θα καθαρίζεις και ότι άλλο θέλουνε.

Άρχισε να κλαίει η οχτάχρονη Γιαννούλα. Αγρίεψε η μάνα.

-Βγάλε το σκασμό κι άσε τις μυξόκλαψες. Εγώ δεν μπορώ να σας κουμαντάρω άλλο. Τυχερή εσύ, θα χορταίνεις ψωμί.

Σκληρός άνθρωπος η μάνα. Δεν θυμάται όχι το χάδι αλλά ούτε καλό λόγο το μικρό κορίτσι. Το ίδιο ήταν με όλα τα παιδιά, βρισιές και ξύλο μόνο. Κι όταν ερχόταν  ο πατέρας το βράδυ, άρχιζε να του φωνάζει και να τον βρίζει και τσακώνονταν άσχημα. Έτρεμαν  από φόβο  τα μικρά, αλλά δεν τους έδιναν σημασία. Αγκαλιάζονταν  επάνω στο μεγάλο κρεβάτι και έτσι κοιμόταν, μισά στο κεφάλι και μισά στα πόδια του κρεβατιού.  

-Σύρε, μάζεψε τα ρούχα και τα παπούτσια σου και βάλε τα σε μία σακούλα να τα πάρεις μαζί σου. Να πάρεις και τη σάκα με τα βιβλία σου. Αλλά πρόσεξε καλά. Δε θα τα ανοίγεις παρά μόνο όταν η κυρία, γιατί έτσι θα την λες και κύριο τον άνδρα της, σου πούνε πως δε θέλουνε τίποτα άλλο. Να 'χεις το νου σου, να είσαι καλή κοπέλα και πρόθυμη σε ότι σου λένε, γιατί αν σε διώξουν, στο δρόμο θα μείνεις, εδώ να μην πατήσεις, τι να σε κάνω;

Μαζεύτηκε χωρίς να βγάλει μιλιά το μικρό παιδί. Έπνιγε τα αναφιλητά να μην την ακούει η μάνα και τη χτυπήσει και έκανε όπως της είπε. Έκατσε στο τραπέζι με τα αδέλφια της κι έφαγε το πρωινό της.

-Χαιρέτησε τα αδέλφια σου που θα φύγουν για το Σχολείο, ποιος ξέρει πότε θα τα ξαναδείς, τα μικρά εδώ θα είναι.

 Σαν να κατάλαβε το μικρό κορίτσι ότι η φωνή της μάνας μαλάκωσε λίγο, αλλά από φόβο δε μίλησε.

Το απόγευμα κατέφθασε η κυρία με τον κύριο να πάρουν τη Γιαννούλα. Θάμπωσαν τα μάτια του κοριτσιού. Ήρθαν με κούρσα δική τους! Καλοντυμένοι και ευγενικοί.

Καλομίλησαν στη μάνα και στη Γιαννούλα.

Έσκυψε η μάνα και φίλησε τη Γιαννούλα.

-Σύρε στην ευχή μου και να είσαι καλό παιδί, εσύ τουλάχιστον δε θα πεινάσεις.

Άχνα δεν έβγαλε όλο το δρόμο το παιδί. Φτάνοντας στην πόλη, κάπου πέντε ώρες αργότερα, της έδειξαν το σπίτι και το δωμάτιο που θα κοιμόταν. Ήταν ένας στενόμακρος χώρος κάτω από μία εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Είχαν στήσει εκεί ένα μονό κρεβάτι που μόλις χώραγε, και μια καρέκλα δίπλα, για να βάζει τα ρούχα της, όπως της είπαν, και τα υπόλοιπα κάτω από το κρεβάτι.

-Σήμερα, της είπε η κυρία, ετοίμασα εγώ, αλλά από αύριο, εσύ θα ετοιμάζεις τραπέζι, θα μας σερβίρεις και μετά θα κάθεσαι στην κουζίνα να φας, εκτός κι αν χρειαστούμε κάτι και σε φωνάξουμε. Όταν τελειώνουμε, θα έρχεσαι να μαζεύεις και να πλένεις τα πιατικά, να τα φυλάς στη θέση τους όλα, να σκουπίζεις την κουζίνα και να την σφουγγαρίζεις. Αυτά για πρώτη μέρα. Από αύριο, θα σου δείξω όλα σου τα καθήκοντα.

Έτσι άρχισε η «καριέρα» της μικρής Γιαννούλας ως υπηρέτρια όπου έμελλε να διαρκέσει μέχρι τα 14 της χρόνια, αλλά όχι στο ίδιο σπίτι.

Όπως έμαθε πολύ αργότερα η Γιαννούλα, η μάνα απαίτησε από την κυρία και τον κύριο να της στέλνουν λίγα χρήματα την εβδομάδα. Και της έστελναν μία δραχμή για κάθε βδομάδα. Ένα χρόνο αργότερα η μάνα απαίτησε να διπλασιάσουν το βδομαδιάτικο και να της στέλνουν 2 δραχμές την εβδομάδα. Το έφερε βαρέως η κυρία, αύξησε μεν το μισθό σε δυο δραχμές την εβδομάδα αλλά της έστειλε και ένα σημείωμα:

«Θε μου, μη δώσεις σε φτωχό πόρτα και παραθύρι 

και πάπλωμα να σκεπαστεί και σηκωθεί και φύγει». 

Ήταν δεν ήταν 10 χρονών η Γιαννούλα, όταν η κυρία που ήταν φαρμακοποιός, έφυγε για τη μεγαλούπολη για προμήθεια φαρμάκων κλπ. Θα απουσίαζε για τρεις εβδομάδες.

Το πρώτο κιόλας βράδυ, μόλις έφαγε ο κύριος και η μικρή μάζεψε και έπλυνε τα πιάτα και καθάρισε, αποσύρθηκε στη γωνιά της. Αργά τη νύχτα, πήγε ο κύριος και της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο δωμάτιό του. Τον ακολούθησε, φοβισμένη  η Γιαννούλα.

-Πλήρωσα με την τιμή μου το μηνιάτικο που έπαιρνε η μάνα. Τότε, δεν ήξερα τι εννοούσε όταν μου έλεγε, σε ταΐζω σου αγοράζω ρούχα, παπούτσια, στέλνω και  στη μάνα σου λεφτά κάθε μήνα. Εσύ πρέπει να μου κάνεις όλα τα γούστα. Δεν καταλάβαινα καλά τι εννοούσε, το έμαθα στην πορεία, μα δεν τολμούσα ούτε να κλάψω. Από κείνη τη βραδιά μέχρι που γύρισε η κυρία, με υποχρέωνε να κοιμάμαι στο κρεβάτι του, το παιδικό μου κορμάκι πονούσε παντού. Την τελευταία βραδιά, με φοβέρισε άσχημα, ούτε θέλω να σκέφτομαι τις απειλές του, έτρεμα συνέχεια από φόβο. Να μην τολμήσω ποτέ να πω τίποτα στην κυρία, αλλά ούτε και στη φαμελιά μου, αν πήγαινα κάποτε, ούτε σε κανέναν. Γιατί, λέει, αν ανοίξω το στόμα μου, εκτός από τα άλλα κακά που θα μου κάνει, θα μου αλλάξει το όνομα  και θα με πάει σε ένα σπίτι που όλη μέρα κι όλη νύχτα  θα μπαίνουν άνδρες και αυτά που θα μου κάνουν θα είναι τόσο άσχημα όπου ότι έκανε εκείνος θα μου φαίνονται παιχνίδι.

Λίγους μήνες μετά, το 'σκασε κρυφά η Γιαννούλα. Στο φούρνο που πήγαινε το ταψί με το φαΐ, είχε γνωριστεί με κορίτσια δούλες κι εκείνες. Είπε ότι ήθελε να φύγει από κει που ήταν γιατί τη χτυπούσαν και τελικά, μια μεγαλύτερη κοπέλα, τη σύστησε σε μια καλή οικογένεια και πήγε εκεί. Μεγαλώνοντας αποφάσισε ότι δε θα δούλευε υπηρεσία μια ζωή. Έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο, νοίκιασε δωμάτιο με άλλη μια κοπέλα και πήρε τη ζωή στα χέρια της. Ήταν χαριτωμένη κοπέλα, εργατική, πολύ σοβαρή και σεμνή. Τότε άκουσε πως η Αυστραλία θέλει κοπέλες να δουλέψουν ως οικιακοί βοηθοί σε καλές οικογένειες και ούτε το εισιτήριό τους δε θα χρειαστεί να πληρώσουν.

Λίγο πιο πριν, είχε γνωριστεί με τον Ηρακλή, που  δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο. Συμφώνησαν να πάει πρώτα εκείνη, γιατί ο Ηρακλής θα έφευγε για το Στρατό και μέχρι να απολυθεί, θα έχει τακτοποιηθεί και η Γιαννούλα και θα του κάνει πρόσκληση. Δεν είχαν ερωτική σχέση, καλό παιδί ο Ηρακλής, αλλά η Γιαννούλα βράχος, ούτε φιλί δεν αντάλλαξαν, παρά μόνο όταν έφυγε για το Στρατό και κείνο στο μάγουλο. Λίγο πριν φύγει για Αυστραλία  πήγε στο χωριό της για πρώτη φορά να χαιρετίσει μάνα πατέρα και τα αδέλφια της. Έμεινε δυο μέρες, ένιωθε ξένη εκεί, δεν ένιωσε στοργή και αγάπη από κανέναν. Μόνο απαιτήσεις, να τους στέλνει λεφτά εκεί που θα πάει και σίγουρα θα γίνει πλούσια. Ασφαλώς δεν είπε λέξη στη μάνα ή σε κανέναν ποτέ για το τι πέρασε από «τον κύριο», το έθαψε μέσα της. Με τον Ηρακλή είχαν πυκνή αλληλογραφία κι εκείνος δεν έβλεπε την ώρα να πάει κοντά της. Φτάνοντας στη Μελβούρνη η Γιαννούλα, εργάστηκε για κάμποσους μήνες ως οικιακή βοηθός σε μια καλή οικογένεια, αλλά αργότερα αποφάσισε να δουλέψει σε εργοστάσιο που έφτιαχνε παντόφλες και είχε πολύ καλό μισθό γιατί δούλευε με το κομμάτι και έκανε υπερωρίες. Νοίκιασε δωμάτιο σε Ελληνική οικογένεια όπου την αγαπούσαν. Νοίκιασε ένα ακόμα δωμάτιο στο ίδιο σπίτι για τον Ηρακλή, γιατί ήταν αποφασισμένη ότι δε θα κοιμηθούν μαζί μέχρι να παντρευτούν. Ντρεπόταν και μόνο στη σκέψη ότι θα κοιμόταν  αστεφάνωτη δίπλα στους ανθρώπους. Τον περίμενε με λαχτάρα, είχε αρχίσει να αγοράζει ρουχισμό και νοικοκυριό για το σπιτικό τους. Ο γάμος, όμως, δεν έγινε ποτέ. Αφού ο Ηρακλής πήγε μεν στη Μελβούρνη, αλλά κάθισε μόνο μία βδομάδα. Δεν του άρεσε που τον έβαλε σε χωριστό δωμάτιο, επέμενε να κοιμούνται μαζί, αλλά η Γιαννούλα ανυποχώρητη.

Της ζήτησε να φύγουν για την Ελλάδα και να παντρευθούν εκεί. Μα, η Γιαννούλα είχε πικρές εμπειρίες όσο ζούσε εκεί. Αγωνίστηκε πολύ να σταθεί στα πόδια της και να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη, έτσι αρνήθηκε κατηγορηματικά, μολονότι τον αγαπούσε πολύ τον Ηρακλή. Λίγες μέρες μετά, γυρίζοντας από τη δουλειά, δεν τον βρήκε σπίτι, ούτε ένα σημείωμα δεν της άφησε. Έφυγε σαν τον κλέφτη, ούτε άκουσε ποτέ τίποτα για αυτόν.

Και έμεινε πίσω μόνη, απογοητευμένη και απελπισμένη. Όμως, δε μετάνιωσε για την απόφασή της. Πίστευε, ότι ήταν σωστή.

 Άργησε πολύ να συνέλθει γιατί ήταν σίγουρη ότι ο Ηρακλής θα έμενε θα παντρεύονταν και θα έκαναν οικογένεια. Έφυγε από εκείνο το σπίτι και από τη δουλειά, ντρεπόταν, γιατί όλοι περίμεναν το γάμο της, πώς να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα όπου κι εκείνη δεν είχε εξήγηση για τη συμπεριφορά του Ηρακλή;

Πήγε στην άλλη άκρη της Μελβούρνης που δεν τη γνώριζε κανείς, άλλο από κάτι γνωστούς που παλιά, έμεναν δίπλα από εκεί που νοίκιαζε δωμάτιο. Στενοχωρήθηκαν όταν έμαθαν τι της συνέβη, της πρότειναν να μείνει μαζί τους, μόλις είχε ξενοικιαστεί ένα δωμάτιο. Την άλλη κιόλας μέρα, έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο εκεί κοντά.

Καλοί άνθρωποι, την αγκάλιασαν σαν παιδί τους. Έμεινε κάμποσα χρόνια μαζί τους.

Όταν πούλησαν το σπίτι γιατί θα γύριζαν μόνιμα στην Πατρίδα, εξοικειωμένη πια με τη Μελβούρνη, μετακόμισε σε άλλη συνοικία, πάλι σε Ελληνικό σπίτι.

Και τα χρόνια περνούσαν με τη Γιαννούλα να μεγαλώνει, να εργάζεται σκληρά, να έχει μεν φιλίες, αλλά όχι και σύζυγο, ούτε δεσμό δεν είχε κάνει, τους έτρεμε τους άνδρες. Αυτά που υπέστη από τον «κύριο» σε τόσο τρυφερή ηλικία, αλλά και την απαράδεκτη συμπεριφορά του Ηρακλή, δεν τα είχε ξεπεράσει.

Κόντευε τα 35 όταν γνώρισε σε ένα φιλικό σπίτι το Θεμιστοκλή, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος. Χωρισμένος, με τρία παιδιά που έμεναν στην Πέρθη με τη μάνα τους. Είχε και έναν αδελφό τον Παύλο, ανύπαντρο και με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Άρεσαν ο ένας στον άλλον κι όταν της πρότεινε να παντρευτούν δέχτηκε, δεν την πείραζε που είχε και τον Παύλο. Και για δεύτερη φορά, η Γιαννούλα βρέθηκε να υπηρετεί τον άνδρα της, τον αδελφό του αλλά και τα παιδιά του όπου κάθε τρεις και λίγο έρχονταν στη Μελβούρνη για ενίσχυση από τον πατέρα.

Με το Θεμιστοκλή τα πήγαιναν καλά και ο Παύλος «ένα κομμάτι μάλαμα». Την πόνεσε σαν αδελφή παρά τα δικά του προβλήματα.

Χρόνια μετά το γάμο, σε μια παρεξήγηση με το Θεμιστοκλή, της πέταξε πως «δεν την βρήκε εντάξει» όταν παντρεύτηκαν. Η Γιαννούλα, αρνήθηκε να του δώσει πολλές εξηγήσεις ή να του πει την αλήθεια, απλά του είπε πως είχε αρραβωνιαστεί κάποτε. Ποτέ δεν μίλησε για την σκληρή και βρώμικη σεξουαλική κακοποίηση στα 10 της χρόνια.

Έμεινε ψύχραιμη και με σταθερή φωνή του είπε:

-Τη βλέπεις την πόρτα; Αν αναφερθείς άλλη φορά σε αυτό, την ανοίγω και φεύγω. Κι αν θέλεις, φεύγω και τώρα, είμαι άξια να ζήσω μόνη μου. Στάθηκα με το κεφάλι ψηλά πάντα και δε σου επιτρέπω να με προσβάλεις.

Μαζεύτηκε ο Θεμιστοκλής, γιατί εκτός που ήταν πολύ καλή σαν σύζυγος μητριά και κουνιάδα και την πονούσε, σκεφτόταν τι θα γίνουν δυο άνδρες μόνοι του συν τα παιδιά του που έρχονταν συνέχεια.

Και η ζωή τους συνέχισε ομαλά για κάμποσα χρόνια. Πριν από δέκα χρόνια περίπου ο Θεμιστοκλής αρρώστησε από ψυχοπάθεια. Μέχρι να καταλάβουν ο Παύλος κι η Γιαννούλα τι συμβαίνει, κόντεψαν να χάσουν και οι δύο τη ζωή τους, γιατί είχε γίνει φοβερά επιθετικός και άγριος. Ένα βράδυ, κατέφυγαν στην Αστυνομία για βοήθεια.

Από και μετά εξελίχθηκαν όλα πολύ γρήγορα. Στη νοσηλεία του στο Ψυχιατρείο, ο Θεμιστοκλής διαγνώστηκε με καρκίνο στο τελευταίο στάδιο.

Σε λιγότερο από δύο  χρόνια έφυγαν  και τα δύο αδέλφια από καρκίνο.

Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του Θεμιστοκλή, διαπίστωσαν ότι, παρόλο που η Γιαννούλα όχι μόνο τους ντάντευε όλους, αλλά δούλευε κιόλας, συνεισφέροντας σε όλα, στη διαθήκη του ο Θεμιστοκλής, δεν της άφησε απολύτως τίποτα, ούτε καν τα έξοδα της κηδείας του! Δεν βαρυγκώμησε η Γιαννούλα κι ας ήταν ήδη 70 τόσων χρονών χωρίς σπίτι, χωρίς τίποτα!

Έκανε αυτό που έπρεπε. Πρόσβαλε την διαθήκη, ξόδεψε κάμποσες χιλιάδες δολάρια στα δικαστήρια, αλλά δικαιώθηκε. Με το ποσόν που έμεινε, αγόρασε ένα μικρό διαμέρισμα σε πολύ εξωτερικό προάστιο της Μελβούρνης.

Σήμερα, σε πολύ προχωρημένη ηλικία, τα καταφέρνει και ζει μόνη της με υπηρεσίες από το Κράτος. Έχει προνοήσει και για την κηδεία της, εδώ θα έμενε στη Χώρα που τη δέχτηκε και της έδωσε ευκαιρίες να ζήσει με αξιοπρέπεια και με το κεφάλι πάντα ψηλά.

δ.μ. 

*** Με τη  Γιαννούλα, γνωριστήκαμε πολλά  χρόνια πίσω όταν διερμήνευα για τον Παύλο τον κουνιάδο της. (Όχι τα πραγματικά τους ονόματα). Μετά χαθήκαμε. Έψαξε, όμως, εκείνη και με βρήκε. Συναντιόμαστε από καιρού σε καιρό. Σε μία μας συνάντηση, μου εξομολογήθηκε όλα αυτά που διαβάσατε και ήταν η πρώτη και μοναδική φορά, που μίλησε για τη σεξουαλική της κακοποίηση και όχι μόνο. Της υποσχέθηκα ότι, ναι, θα γράψω για τη ζωή της. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: