e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

Ο όρκος στη μάνα και η παλιά γειτονιά

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Κάποια χρόνια πίσω.

Μαθαίνοντας ότι πέθανε «ο σινιόρος», Ιταλός γείτονας, θεώρησα σωστό, να χτυπήσω για πρώτη φορά, την πόρτα της σινιόρα Μαρίας για να συλλυπηθώ και όχι να της μιλήσω από τον κοινό φράχτη που μας ένωνε/χώριζε και που συνήθως, όταν βλεπόμαστε ή ακουγόμαστε από τον πίσω κήπο του σπιτιού της που κατέληγε στον πλαϊνό τοίχο του σπιτιού μου, πιάναμε την κουβέντα.

Eγώ, στα αγγλικά με καμιά 20ριά λέξεις ιταλικές κι εκείνη σε βέρα καλαμπρέζικα, αφού γνώριζε λίγες λέξεις μόνο στα αγγλικά και καμία στα ελληνικά, πάντως…μια χαρά τα βρίσκαμε!

Άλλωστε, δεν κάναμε και συζήτηση υψηλού επιπέδου, απλά λίγα φιλικά λόγια, έτσι, όπως ανταλλάσσουν οι γείτονες. Γωνιακό το σπίτι της, είχε πρόσοψη από τον άλλο δρόμου, το δικό μου ήταν το τελευταίο σπίτι της οδού που έμενα όπου σχημάτιζε Τ με το δικό της δρόμο.

Έτσι, μας χώριζε μόνο ο κοινός φράχτης, όπου τότε, όλοι οι φράχτες ήταν χαμηλοί, ένα μέτρο ύψος περίπου. Ήταν ήσυχοι αλλά όχι τόσο φιλικοί άνθρωποι, ιδιαίτερα η σινιόρα Μαρία. Είχαν δυο κορίτσια, την Κάθυ και την Τζασίντα, στην ίδια περίπου ηλικία με τα παιδιά μου. Ασφαλώς, προσκαλούσαμε όλη την οικογένεια σε οικογενειακές γιορτές και άλλες συνεστιάσεις, όπου έρχονταν μόνο τα κορίτσια. Είχαν και ένα ωραίο, μαύρο σκυλί, όπου σκαρφάλωνε λίγο στο φράχτη κι από μωρό που ήταν ο πρώτος μου εγγονός, πηγαίναμε δίπλα, ανέβαινε ο σκύλος στο φράχτη, από μέσα αυτός απέξω εμείς και είχαν πιάσει φιλία με το “big black doggy”, το μεγάλο μαύρο σκύλο.

Του έλεγα και ένα αυτοσχέδιο παραμύθι, για το μεγάλο μαύρο σκύλο, όπου καθώς μεγάλωναν λίγο και τα άλλα μου εγγόνια, όλο και το εμπλούτιζα, προσθέτοντας και άλλα ζωάκια μέσα και άλλα κατορθώματα και παθήματα τους!

(Αυτό το παραμύθι, το ξαναλέμε από καιρού σε καιρό και τώρα όπου και τα 4 εγγόνια μου, άνδρες και γυναίκες πια, ώστε να μην το ξεχάσουν και να το λένε στα παιδιά τους κι αργότερα στα εγγόνια τους).

Την ημέρα που πήγα να συλλυπηθώ, έφτιαξα μια ωραία καρυδόπιτα, (πάντα κρατάμε κάτι όταν πηγαίνουμε επίσκεψη, ανεξαρτήτως λόγου), τη στόλισα ελαφρά στην πιατέλα και πήγα δίπλα. Χτυπάω 2, 3, 4 φορές, καμία απάντηση. Καθώς γύριζα να φύγω, μισανοίγει η πόρτα, προβάλει λίγο το κεφάλι της η σινιόρα, με κοιτάζει ερωτηματικά και αφού την Καλημερίζω, της εξηγώ το λόγο της επίσκεψής μου, κατάλαβε, απλώνει το χέρι, παίρνει την καρυδόπιτα, μου πετάει ένα «Γκράτσια σινιόρα», και μου κλείνει την πόρτα.

Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα, σαστισμένη, μετά γύρισα κι έφυγα, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω, προτίμησα το δεύτερο.

Παράξενος και μονόχνοτος άνθρωπος η σινιόρα. Όχι μόνο αυτό, αλλά όπως αποδείχτηκε παράλογα απαιτητική. Όταν χειροτέρεψε κατά πολύ η μεγαλύτερη κόρη η Κάθυ, όπου στα 25 της προσβλήθηκε από Σκλήρυνση κατά Πλάκας, η Τζασίντα είχε πολύ καλή θέση σε μια μεγάλη εταιρία, και προγραμμάτιζαν με το αγόρι της να παντρευτούν σε λίγους μήνες και να κάνουν οικογένεια.

Άστραψε και βρόντηξε η σινιόρα Μαρία:

-Ποτέ δε θα γίνει αυτό. Χρέος σου να φροντίσεις την αδελφή σου. Κι αν πεθάνει κάποτε η αδελφή σου, ότι θέλεις κάνε! Μέχρι τότε, όμως, αν χρειαστεί θ΄ αφήσεις και τη δουλειά σου. Για αυτό, ξέχασε τους έρωτες και τους γάμους. Σου αφήνω την κατάρα μου, αν δεν κάνεις το χρέος σου. Ορκίσου μου.

Με βαριά καρδιά το κορίτσι και μη έχοντας επιλογή, έδωσε το βαρύ όρκο…

Και η υπάκουη κόρη, έσκυψε το κεφάλι και υποτάχτηκε στη μοίρα της. Ουδείς στη μεγάλη μας γειτονιά, που τότε γνωριζόμαστε όλοι και είχαμε πολύ καλές και φιλικές σχέσεις, γνώριζε αυτά τα άδικα και παράλογα που απαίτησε η σινιόρα.

Αποτραβήχτηκε από όλους η κοπέλα, πότε-πότε συναντιόμαστε έξω η στα μαγαζιά και το μόνο που γνωρίζαμε ήταν πως εργαζόταν με μειωμένο ωράριο τώρα για να έχει χρόνο για την Κάθυ.

Και κυλούσε ο καιρός, κυλούσαν και τα χρόνια.

Πάντα πρόσχαρη και χαρούμενη η Τζασίντα. Όμως, αν την κοίταζες προσεχτικά, θα διαπίστωνες πως αυτά ήταν επιφανειακά και προσποιητά, η μελαγχολία, ολοφάνερη στη έκφρασή της. Από καιρού σε καιρό, ρωτούσα για την Κάθυ, που είχε εισαχθεί πλέον σε Ίδρυμα, γιατί εξελίχθηκε πολύ ραγδαία η πάθησή της, μεσολάβησαν και άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας και δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι. Μου απαντούσε πάντα, πως είναι όσο καλά μπορεί να είναι. Όλα της τα προβλήματα, σωματικά μόνο, το μυαλό της λειτουργούσε στην εντέλεια!

Ενέσκηψε και η Πανδημία, συναντιόμαστε έξω από το σπίτι μου μια μέρα, πιάνουμε κουβέντα, και:

-Να τελειώσει αυτή η καταραμένη πανδημία να μπορούμε να βλεπόμαστε!

Φυσικά, δεν αντέδρασα, τι να πω , ότι και πριν την πανδημία, ήταν πολύ επιφυλακτική και ουδέποτε «συναντιόμαστε»; Απλά συμφώνησα μαζί της.

Λίγες εβδομάδες μετά, αρχίζουν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα στη γειτονιά. Μια Κυριακή πρωί, βλέπω επάνω στο χαμηλό πεζούλι του μπροστινού κήπου του σπιτιού μου, ένα κουτί με ένα σερβίτσιο μέσα, πιατέλα μεγάλη και μικρότερα πιατάκια. Δεν άγγιξα το κουτί. Ήταν εποχή που τρόμαζες με το παραμικρό, λόγω ΚΟΒΙΝΤ και ήμαστε όλοι φοβερά προσεκτικοί. Φορώ γάντια, πιάνω το κουτί και το αφήνω κάτω στο πεζοδρόμιο. Την επόμενη Κυριακή, στην ίδια θέση, ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια ανδρικά παπούτσια, σε χρώμα καφέ. Αρχίζω να ανησυχώ. Τηλεφωνώ στο γιο μου και στην κόρη μου, το και το τους λέω, να επικοινωνήσω με την Αστυνομία; Μου συστήνουν ψυχραιμία και να μην τα αγγίξω. Ξανά γάντια και κάτω στο πεζοδρόμιο τα παπούτσια. Την επόμενη μέρα, είχαν εξαφανιστεί και το κουτί με το σερβίτσιο και τα παπούτσια. Έμεινα με την απορία.

Ένα βράδυ, γύρω στις 9.00 μ.μ. κρύο και σκοτάδι, ακούμε κάποια κίνηση στην ήσυχη γειτονιά μας και βλέπουμε λίγο πιο πέρα προς το σπίτι της Τζασίντα, δυο αστυνομικά αυτοκίνητα. Παρακολουθούμε για λίγο, φεύγουν τα αστυνομικά, ησυχία.

Ξημέρωνε Κυριακή, γύρω στις 11 το πρωί, χτυπάει η πόρτα, ανοίγω, μια νέα μαυροφορεμένη γυναίκα, φοβερά αναστατωμένη και φοβισμένη. Ζητάει συγνώμη για την ενόχληση και,

- Είμαι η Τίνα, η γειτόνισσά σας από τον άλλο δρόμου, δίπλα από την Τζασίντα. Ιταλίδα κι εγώ και ήμαστε αγαπημένες φίλες, ούτε φράχτη δεν είχαμε να χωρίζει τα σπίτια.

Μα η ταραχή της τόσο μεγάλη που δεν μπορεί πλέον να αρθρώσει λέξη. Την προσκαλώ μέσα, (μολονότι απαγορευόταν λόγω ΚΟΒΙΝΤ), να καθίσει, να φτιάξω ένα ζεστό, έκανε τρομερό κρύο, και να μου εξηγήσει τι συμβαίνει. Αρνείται και ξεσπάει σε φοβερό κλάμα. Την αφήνω να αλαφρώσει για λίγο, μπαίνω μέσα, φτιάχνω δυο πολύ ζεστούς καφέδες και βουτήματα και της προσφέρω τον καφέ.

Ανάμεσα από τα αναφιλητά και τον καφέ, μου εξηγεί πως χθες βράδυ η Αστυνομία, έσπασε την πόρτα της Τζασίντα και την βρήκαν νεκρή…

Σειρά μου να αναστατωθώ και να τρέμω, όχι από το κρύο ασφαλώς.

-Φοβάμαι τρομερά, λέει η Τίνα, πώς να περνάω και να βλέπω…Ο άνδρας μου πέθανε τρεις μήνες πριν, η δεκαοχτάχρονη κόρη μου κι εγώ, δεν έχουμε συνέλθει ακόμα, ζούμε μόνες δεν έχουμε συγγενείς εδώ και τώρα αυτό…

Την διαβεβαιώ, ότι για ότι όσο μπορούμε, να βασίζεται σε εμάς.

Να μη διστάσει ποτέ να μας χτυπήσει την πόρτα, ότι δε θα είναι μόνη από δω και πέρα. Το ίδιο έκανε και η Ντέμπυ, Αυστραλέζα, από απέναντι. Προσφέρθηκε μάλιστα, να της κόβει το γρασίδι, να βγάζει βόλτα το σκύλο της και ότι άλλο θέλει.

Την επόμενη, μάθαμε ότι η Τζασίντα, είχε δώσει τέλος στη ζωή της και κειτόταν εκεί νεκρή 7 ημέρες…Μια γειτονιά, μια πόρτα και κανείς μας δεν πήρε χαμπάρι γιατί έτσι κι αλλιώς, δεν είχε/ήθελε πολλά με τους γείτονες, έτσι αγνοούσαμε όλοι αν είναι σπίτι ή όχι, αφού τα εξώφυλλα σε όλα τα παράθυρα και τότε που ζούσαν οι γονείς, ερμητικά κλειστά πάντα. Ουδείς ποτέ τα είδε ανοιχτά.

Αλλά και ουδείς από όλους εμάς, γνώριζε για τον «όρκο» που αναγκάστηκε να δώσε στη μάνα της, χρόνια πίσω. Για τον όρκο και τις λεπτομέρειες, μάθαμε, μετέπειτα από την κουμπάρα τους την Τερέζα.

Η μόνη συγγενής στην Αυστραλία η αδελφή της η Κάθυ και η Τερέζα, νουνά της Κάθυ.

Όταν η Τζασίντα δεν πήγε στο Ίδρυμα για μία, δύο ημέρες, η Κάθυ ανησύχησε πολύ. Της τηλεφωνούσαν και από το Γραφείο, καμία απάντηση. Την τρίτη μέρα παίρνουν τηλέφωνο την κουμπάρα τους. Όταν ούτε και στην Τερεζα απαντάει, τηλεφωνεί στην Αστυνομία γιατί φοβήθηκε πως κάτι σοβαρό συμβαίνει.

Ήρθε η Αστυνομία, τη βραδιά όπου ακούσαμε κίνηση και είδαμε τα δύο αστυνομικά αυτοκίνητα, αφού χτυπούσαν αρκετή ώρα και καμία απάντηση, παραβίασαν την πόρτα και βρήκαν το κορίτσι νεκρό.

Έτσι χάσαμε την Τζασίντα, τη γειτόνισσα από τα παλιά, γιατί συνέχισε την συνήθεια της φαμελιάς, να περιορίζονται στον εαυτό τους, απομονωμένοι από όλους.

Αργότερα, συζητώντας με τους γείτονες, διαπιστώθηκε πως λίγο πριν δώσει τέλος στη ζωή της, κάτι που, προφανώς, προγραμμάτιζε από καιρό, άφησε σε όλους από ένα «δωράκι» στο πεζούλι. Ίσως, ως εξιλέωση για το ότι ποτέ κανείς στην οικογένεια δεν ήθελε σχέσεις με γείτονες.

Γιατί συγγενείς και φίλοι δεν υπήρχαν.

Έτσι, κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες, διαλευκάνθηκε και το μυστήριο, με το σερβίτσιο και τα ανδρικά παπούτσια, που βρήκαμε εμείς. Προνόησε για όλους. Το ίδιο έκανε και για τους υπόλοιπους στη γειτονιά! Είχε προγραμματίσει τα πάντα, ακόμα και το σκυλάκι που είχε, (ο μεγάλος μαύρος σκύλος είχε πεθάνει χρόνια πίσω). Το σκυλάκι το άφησε σε κάποιο συνάδελφο που γνώριζε ότι θα το φρόντιζε.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι, μέχρι σήμερα, πού και πώς βρήκε τόση δύναμη και κουράγιο να φροντίσει για όλους και όλα, ποια θα ήταν τα συναισθήματά της, προγραμματίζοντας τόσο λεπτομερώς το τέλος της ζωής της.

Πώς ένιωθε, τι σκέψεις περνούσε από το μυαλό της όταν κατάπινε λίγα-λίγα την υπερβολική δόση χαπιών; Άρα δείλιασε καθόλου, έστω και προς το τέλος;

Γεγονός, όμως, ότι ο Όρκος και το βάρος που της κληροδότης η ίδια της η μάνα, καταδικάζοντάς την να μη ζήσει για να φροντίζει την αδελφή της, που έτσι κι αλλιώς, δεν επρόκειτο ποτέ να βγει από το Ίδρυμα, ήταν ασήκωτο, γιατί δεν είχε τίποτα να την κρατάει στη ζωή. Αμείλικτη η μάνα στις εντολές της:

-Ούτε φίλο δε θα πιάσεις, ορκίσου μου. Γιατί, αν πιάσεις φίλο, θα παραμελήσεις την αδελφή σου.

Και η υπάκουη κόρη, τήρησε τον όρκο. Με το θάνατό της, όμως, ο Όρκος δεν ίσχυε πλέον, λυτρώθηκε από αυτόν.

Όσο για την άλλη γειτόνισσα την Τίνα, ούτε η Νέμπυ, ούτε εγώ την είδαμε ή ακούσαμε άλλο, παρά τις πολλές μας προσπάθειες να επικοινωνήσουμε μαζί της. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, και μια μέρα, είδαμε πωλητήριο στο σπίτι της Τζασίντα. Πού και πώς να μάθεις, ποιος το πούλησε και ποιος το πήρε. Η Κάθυ, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, βρισκόταν υπό την Κηδεμονία του Κράτους, οπότε μάλλον αυτοί το πούλησαν. Μήνες μετά, μου στέλνει μήνυμα η Ντέμπυ με την οποία κρατήσαμε τη φιλία μας και βρισκόμαστε για καφέ κάθε τόσο, ρωτώντας με αν συνάντησα τους καινούριους γείτονες που ενοικίασαν το πρώην σπίτι της Τζασίντα!

-Από τα ανοιχτά παράθυρα, το φως το βράδυ και παιδικές φωνούλες, της λέω, κατάλαβα ότι κάποιοι μένουν εκεί, αλλά όχι, δεν τους έχω δει.

-Να πας να τους γνωρίσεις, μου λέει, είναι ένα νέο ζευγάρι, με δυο μικρά αγοράκια, πρόσχαροι και φιλικοί, ιδιαίτερα η Σάντρα!

Έτσι λίγες μέρες μετά, φτιάχνω ένα ωραίο κέικ και ακούγοντας τα μικρά να παίζουν πίσω, λέω, εντάξει, σπίτι είναι, ας πάω να τους γνωρίσω και να τους καλωσορίσω στη γειτονιά μας.

Πάσχαμε πολύ από γείτονες για κάμπος χρόνια. Ούτε παιδικές φωνούλες ακούγονταν, αφ΄ ότου μεγάλωσαν και τα εγγόνια μας. Πόσο όμορφο να ακούς τα δυο αγοράκια να παίζουν να μαλώνουν, να πέφτει η μπάλα από τη μεριά του φράχτη στο σπίτι μου και να ακούω το «thank you”, όταν τους πέταγα πίσω την μπάλα, από τα πιτσιρίκια που δεν τα είχα δει! Ζωντάνεψε λίγο η γειτονιά!

-Επί τέλους, σκέφτηκα, υπάρχουν άνθρωποι να ανταλλάξεις δυο κουβέντες!

Με τους παλιούς γείτονες, γνωριζόμαστε πολύ καλά, πιάναμε κουβέντα όπως μια φορά κι ένα καιρό στην Ελλάδα, γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλον και τις οικογένειές μας, ανταλλάσσαμε ευχές Χριστούγεννα, Πάσχα, Πρωτοχρονιά και σε άλλες κοινές γιορτές, ανταλλάσσαμε επίσης και ότι παραδοσιακό έφτιαχνε καθένας αφού, ήμαστε διάφορες φυλές, εξυπηρετούσαμε ο ένας τον άλλον, όταν χρειαζόταν και νιώθαμε σιγουριά και ασφάλεια στην όμορφη γειτονιά μας κι ας είμαστε Μετανάστες όλοι από διαφορετικές Χώρες και με διαφορετικές γλώσσες, ήθη και έθιμα.

Πάνε χρόνια, όμως, τώρα όπου αρχίσαμε να λιγοστεύουμε και να ερημώνουν τα μεγάλα σπίτια μας. Ήμαστε σχετικά νέοι όλοι, όταν αγοράσαμε τα ωραία, μεγάλα σπίτια, γιατί ήταν καινούρια περιοχή.

Εμείς, μένουμε εδώ 40 ολόκληρα χρόνια, άλλοι, περισσότερα. Γέρασαν τα σπίτια, γεράσαμε κι εμείς, κάθε λίγο ακούγαμε και ακούμε, πέθανε ο/η τάδε. Οι κληρονόμοι, συνήθως, πωλούν το έρημο πια σπίτι και μέσα σε λίγους μήνες χτίζονται 2 ή και περισσότερα διώροφα σπίτια, γιατί τα οικόπεδα πολύ μεγάλα. Οι νέοι σήμερα δε γνοιάζονται για κήπους με δένδρα και λουλούδια και άπλετους χώρους μπροστά και πίσω. Ούτε για κηπουρικά και μποστάνια. Άλλωστε, ο πληθυσμός της Μελβούρνης αυξάνεται καθημερινά, και υπάρχει έλλειψη οικοπέδων και σπιτιών! Έτσι, δε χαραμίζεται πια η γης για κήπους.

Οι ιδιοκτήτες ή ένοικοι των καινούριων σπιτιών, πολύ απασχολημένοι με τις δουλειές τους και τα μικρά τους παιδιά για να γνοιαστούν να δημιουργήσουν σχέσεις με τους γερασμένους γείτονες.

Συζητώντας με τους λίγους παλιούς που απομείναμε, διαπιστώνω, ότι όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνοι έκαναν προσπάθειες να γνωριστούν με τους καινούριους, αλλά οι προσπάθειες, έπεσαν στο κενό.

Όσοι μείναμε από τους παλιούς, πολύ λίγοι, συνεχίζουμε να πιάνουμε κουβέντα όπως παλιά…

Όμως, οι παλιές γειτονιές που γνώριζες ποιος κάθεται δίπλα, ποιος απέναντι και που είχες πόρτα να χτυπήσεις σε ώρα ανάγκης, δεν υπάρχουν πια.

Θυσία και αυτές στον αδηφάγο βωμό της εξέλιξης και του χρήματος.

δ.μ.



Δεν υπάρχουν σχόλια: