Το Κρεμλίνο θέλει να σάς κάνει να πιστέψετε ότι η Ρωσία ήταν πάντα μια αντιαποικιοκρατική δύναμη στις σχέσεις της με την Αφρική. Στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι.
Oleksandr Polianichev. Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Södertörn.
24 Μαΐου 2023.
«Να θυμάσαι ότι είσαι λευκός, άνθρωπος της ανώτερης φυλής», ήταν ένας από τους κανόνες που υποστήριζε ο υπολοχαγός Grigorii Chertkov, ενώ βρισκόταν στην Αφρική στην υπηρεσία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1897. Ήταν μέλος μιας αντιπροσωπείας που έστειλε ο Ρώσος αυτοκράτορας Νικόλαος Β΄ στην Αιθιοπία για να ιδρύσει μια επίσημη ρωσική διπλωματική αποστολή με στόχο να φέρει την αφρικανική χώρα εντός της ρωσικής αυτοκρατορικής μάνδρας.
Στα μάτια των Αφρικανών, που είδαν τη ρωσική φάλαγγα να κατευθύνεται από το λιμάνι του Τζιμπουτί προς την Αντίς Αμπέμπα, οι Ρώσοι πιθανόν να μην διέφεραν σχεδόν καθόλου από τα άλλα ευρωπαϊκά αποικιακά στρατεύματα που είχαν δει. Φορώντας λευκά κράνη -όχι μόνο ένα είδος καλύμματος της κεφαλής αλλά και ένα σύμβολο υποτιθέμενης φυλετικής ανωτερότητας- οι Ρώσοι, όπως και οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους, βρίσκονταν εκεί για να προωθήσουν έναν αυτοκρατορικό σκοπό.
Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ένας άλλος Ρώσος απεσταλμένος που επισκέφθηκε την αιθιοπική πρωτεύουσα θα μιλούσε για την αποικιοκρατία στην αφρικανική ήπειρο ως η χώρα του να μην προσπάθησε ποτέ να εμπλακεί σε αυτήν. Σε συνέντευξη Τύπου τον Ιούλιο του 2022, ο υπουργός Εξωτερικών Sergey Lavrov επέκρινε τη Δύση ότι προσπαθεί να επαναφέρει την "αποικιοκρατική εποχή".
Στην ομιλία του παρέλειψε τεχνηέντως να αναφέρει το γεγονός ότι οι πρόγονοί του ήθελαν να συμμετάσχουν στην αυτοκρατορική κυριαρχία της Αφρικής που σημάδεψε εκείνη την εποχή. Πράγματι, η σημερινή επίσημη ρωσική ρητορική σκιαγραφεί την ιστορία των ρωσικών σχέσεων με την Αφρική με αποκλειστικά αντιαποικιοκρατικούς όρους. Και όμως, τα ιστορικά γεγονότα αποκαλύπτουν ότι η Ρωσία ήταν μέρος της αυτοκρατορικής «πάλης για την Αφρική»-μόνο που απέτυχε παταγωδώς σε αυτήν.
Νέα Μόσχα, η αποτυχημένη αποικία
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 18ου και 19ου αιώνα, ο ρωσικός αυτοκρατορικός επεκτατισμός επικεντρώθηκε στην άμεση γειτονιά του. Πόλεμοι κατάκτησης και αποικισμού διεξήχθησαν νότια στον Καύκασο και ανατολικά στην Κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή.
Καθώς γινόταν ισχυρότερη, η Ρωσική Αυτοκρατορία επιχειρούσε να επεκτείνει την κυριαρχία της στη Βόρεια Αμερική και προσπάθησε ακόμη και να ιδρύσει αποικία στη Χαβάη.
Όταν στη δεκαετία του 1880 ξεκίνησε η «κούρσα για την Αφρική» μεταξύ των δυτικών αυτοκρατορικών δυνάμεων, η ήπειρος άρχισε να ανοίγει την όρεξη και της ρωσικής αυτοκρατορικής ελίτ.
Ο Nikolai Ashinov, ένας αυτοαποκαλούμενος Κοζάκος, ένας τυχοδιώκτης και άνθρωπος με τη σπάνια ικανότητα να γοητεύει τους αυτοκρατορικούς ιθύνοντες, πιστώνεται ότι έστρεψε στην Αφρική την προσοχή των Ρώσων αυτοκρατορικών αξιωματούχων.
Το 1885, το όνομά του άρχισε να γίνεται πρωτοσέλιδο σε όλη την αυτοκρατορία χάρη στις τολμηρές προτάσεις του να αποκτήσει η Ρωσία ερείσματα στην Αφρική, κατακτώντας το Σουδάν και την Αιθιοπία μαζί με τις ακτές τους στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Ashinov υποστήριζε ότι είχε αρκετούς εθελοντές πρόθυμους να δημιουργήσουν μια αποικία για το στέμμα. Το μόνο που του έλειπε ήταν το πράσινο φως από την Αγία Πετρούπολη, την αυτοκρατορική πρωτεύουσα.
Το πιο αξιοσημείωτο στην εκστρατεία του Ashinov δεν ήταν η τόλμη του εγχειρήματός του, αλλά ο ενθουσιασμός που προκάλεσε στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας. Ορισμένοι υπουργοί καθώς και ο αυτοκρατορικός Επίτροπος της Ιεράς Συνόδου Konstantin Pobedonostsev, ο οποίος ασκούσε τεράστια επιρροή στον αυτοκράτορα, είδαν την ιδέα αυτή ως μια ευκαιρία να αποκτήσουν μια αποικία στην Αφρική με χαμηλό κόστος. Δηλαδή, η Αγία Πετρούπολη δεν θα χρειαζόταν να στείλει στρατό για να πραγματοποίησει την κατάκτηση, επειδή θα ήταν ένα ιδιωτικό εγχείρημα.
Διάφοροι πολιτικοί διείδαν, επίσης, τη σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ορισμένοι, όπως ο υπουργός Ναυτικών Ivan Shestakov, ήθελαν να δημιουργήσουν έναν σταθμό άνθρακα για τα ρωσικά ατμόπλοια στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, η οποία είχε αποκτήσει παγκόσμια σημασία μετά το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ το 1869.
Άλλοι, όπως ο Nikolai Baranov, ο κυβερνήτης του Nizhny Novgorod -του εμπορικού κόμβου της Ρωσίας για το εμπόριο με τον Καύκασο, το Ιράν και την Κεντρική Ασία- ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ευκαιρία εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Πρότεινε την ίδρυση της μιας Ρωσο-Αφρικανικής εταιρείας με δικό της στόλο και φρουρά, η οποία θα εξορύσσει πόρους και θα εμπορεύεται αγαθά με τους ντόπιους. Προφανώς, ήταν τα επιχειρήματα του Baranov σχετικά με τα εμπορικά οφέλη μιας τέτοιας εκμετάλλευσης που κέρδισαν τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Γ'.
Τον Μάρτιο του 1888, ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο με τον Ashinov και αρκετούς από τους συντρόφους του αποβιβάστηκε στις ακτές της Tadjoura, που βρίσκεται σήμερα στα σύνορα του Τζιμπουτί. Ο υποπλοίαρχος AK Ivanovskii, εκπρόσωπος του πολεμικού ναυτικού, διαπραγματεύτηκε ένα καθεστώς προτεκτοράτου για την περιοχή με έναν τοπικό σουλτάνο, ενώ καθήκον του Ashinov ήταν να παραμείνει και να θέσει τα θεμέλια ενός μελλοντικού οικισμού. Σύντομα, ο Ashinov επέστρεψε στη Ρωσία και καυχιόταν ότι είχε ιδρύσει τη ρωσική αποικία της Νέας Μόσχας.
Καθώς άρχισαν οι προετοιμασίες για την αποστολή εποίκων με το πρόσχημα μιας θρησκευτικής αποστολής, της οποίας επισήμως θα ήταν επικεφαλής ο Αρχιμανδρίτηςς Παΐσιος, έφτασε στην κυβέρνηση η είδηση ότι ο οικισμός δεν υπήρχε.
Οι άνδρες του Ashinov, που υποτίθεται ότι είχαν ιδρύσει τον οικισμό έφυγαν αμέσως μετά την αποβίβασή τους, καθώς δεν είχαν κανένα μέσο βιοπορισμού για να επιβιώσουν. Ο Ashinov αποδείχθηκε αυτό που πολλοί υποπτεύονταν: ένας ψεύτης.
Για να αποφύγει τη διεθνή διαπόμπευση, η Αγία Πετρούπολη απέσυρε την υποστήριξή της στην αποστολή των εποίκων, αλλά την άφησε να προχωρήσει ως ιδιωτικό εγχείρημα, ίσως ελπίζοντας ότι η δεύτερη φορά, ο Ashinov θα τα κατάφερνε.
Τον Δεκέμβριο του 1888, ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων ήρθε στο λιμάνι της Οδησσού για να ξεπροβοδίσει περισσότερους από 100 εποίκους διαφορετικής καταγωγής, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Ashinov. Έφτασαν με ατμόπλοιο στον κόλπο της Tadjoura τον Ιανουάριο του 1889 και τελικά εγκαταστάθηκαν στο παλιό οθωμανικό φρούριο Sagallo, υψώνοντας τη σημαία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας πάνω σ’ αυτό.
Η Νέα Μόσχα ήταν τελικά πραγματικότητα. Για να τραφούν, οι έποικοι άρχισαν να καλλιεργούν, αλλά δεν έμειναν εκεί αρκετά για να δρέψουν τους καρπούς των προσπαθειών τους. Σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει ένας τοπικός αρχηγός στους Ρώσους νεοφερμένους, ολόκληρη η ακτή διεκδικούνταν ήδη από τη Γαλλία.
Τον Φεβρουάριο του 1889, μετά από μερικές προσπάθειες να εξαναγκάσουν τους Ρώσους να παραδώσουν το φρούριο, γαλλικές κανονιοφόροι βομβάρδισαν το Sagallo, σκοτώνοντας αρκετούς εποίκους. Οι υπόλοιποι συγκεντρώθηκαν από τους Γάλλους και προωθήθηκαν στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, όπου τους παρέλαβε ένα ρωσικό ατμόπλοιο και τους μετέφερε στην πατρίδα τους. Για να αποφύγουν ένα διπλωματικό σκάνδαλο τεραστίων διαστάσεων, οι ρωσικές αρχές αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη στον εποικισμό της Tadjoura.
Ο αντιαποικιοκράτης ήρωας που, όμως, δεν ήταν
Αν και η προσπάθεια αποικισμού των ακτών της Ερυθράς Θάλασσας απέτυχε θεαματικά, η επιθυμία της Ρωσίας να επεκτείνει την αυτοκρατορία της στην Αφρική δεν εξαφανίστηκε. Συνέχισε να παρακολουθεί την Αιθιοπία, λόγω της ορθόδοξης πίστης της και να εξετάζει το έδαφος για πιθανές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.
Ο Nikolai Leontiev, γαιοκτήμονας και τυχοδιώκτης, ήταν ένας από τους υπηκόους της αυτοκρατορίας που ηγήθηκαν αυτής της προσπάθειας. Σήμερα στη Ρωσία εξυμνείται ως δήθεν αντιαποικιοκράτης ήρωας που καθιέρωσε τη Ρωσο-Αιθιοπική «φιλία», πράγμα που ασφαλώς δεν ισχύει.
Ο Leontiev κατάφερε να εισχωρήσει στον στενότερο κύκλο του Αιθίοπα αυτοκράτορα Menelik και βοήθησε στην εγκαθίδρυση ρωσικών διπλωματικών σχέσεων με την Αιθιοπία. Αν και δεν είχε εξουσιοδοτηθεί ως επίσημος απεσταλμένος της Αγίας Πετρούπολης, εντούτοις προσπάθησε να διαδραματίσει έναν τέτοιο ρόλο.
Εκμεταλλευόμενος τη διαφαινόμενη αποικιοκρατική εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία, ο Leontiev υποσχέθηκε στον Αιθίοπα ηγεμόνα μεγάλες προμήθειες όπλων και πυρομαχικών με αντάλλαγμα μια αποικία για τη Ρωσία στη διαδρομή των καραβανιών από το Χαράρ προς την Ερυθρά Θάλασσα.
Η Αιθιοπία δεν έλαβε ουσιαστικές στρατιωτικές προμήθειες από τη Ρωσική Αυτοκρατορία μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος κατά της Ιταλίας, αλλά η δίψα του Ρώσου τυχοδιώκτη για αυτοπροβολή τον οδήγησε στην επινόηση ενός μύθου για τον ρόλο της Ρωσίας και τον προσωπικό του ρόλο στη νίκη επί των ιταλικών στρατευμάτων.
Το 1897, ο Menelik διόρισε τον Leontiev κυβερνήτη μιας πρόσφατα προσαρτημένης περιοχής στα νότια της Αιθιοπίας. Θεώρησε τον εαυτό του ως τον πραγματικό αποικιακό κυβερνήτη αυτής της περιοχής, θεωρώντας την εξουσία του Αιθίοπα αυτοκράτορα εκεί μάλλον ονομαστική.
Σύντομα ο Leontiev άρχισε να σχεδιάζει πώς η Ρωσική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτά τα εδάφη. Η αρχική του ιδέα ήταν να ιδρύσει μια ρωσική ανώνυμη εταιρεία για την εξόρυξη πόρων και να εξασφαλίσει ότι η περιοχή θα γινόταν αργότερα ρωσικό προτεκτοράτο, αλλά η Αγία Πετρούπολη δεν ανταποκρίθηκε στην πρότασή του.
Στη συνέχεια, ο Leontiev προσπάθησε να προσελκύσει βρετανικά, γαλλικά και βελγικά κεφάλαια, υπερβάλλοντας συχνά σχετικά με τις εμπορικές δυνατότητες των εδαφών που εξουσίαζε. Περιττό να ειπωθεί ότι οι επενδυτές του δεν πήραν ποτέ πίσω τα χρήματά τους.
Μέσα σε λίγα χρόνια, συγκέντρωσε τεράστιο πλούτο χάρη στις γενναιόδωρες επενδύσεις, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύτηκε ανελέητα τους ντόπιους κατοίκους και τους φυσικούς πόρους. Όπως είπε σε έναν Ρώσο συνεργάτη του, «θα πάρω όλους τους χαυλιόδοντες των ελεφάντων, θα εξαντλήσω όλους τους μελλοντικούς μου σκλάβους και μόνο τότε θα σκεφτώ την ιστορία της Αβησσυνίας».
Το 1902, μετά το κυνήγι των εξαγριωμένων επενδυτών, ο Leontiev κάλεσε και πάλι τη ρωσική κυβέρνηση να πάρει την εξουσία των εδαφών. Αυτήν τη φορά, ο Ρώσος αυτοκράτορας και οι υπουργοί του πήραν την πρόσκληση πιο σοβαρά, αλλά ο Menelik έσπευσε να παρέμβει και να διώξει τον πρώην έμπιστό του από τη χώρα. Το επεισόδιο αυτό έθεσε ουσιαστικά σε κίνδυνο τις εκκολαπτόμενες διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας.
Σήμερα, το Κρεμλίνο παρουσιάζει τον Leontiev ως την ενσάρκωση του υποτιθέμενου αντιαποικιοκρατικού πνεύματος της αυτοκρατορικής Ρωσίας και χρησιμοποιεί την χαλκευμένη εικόνα του για να πάρει τα εύσημα για τη νίκη της Αιθιοπίας στη μάχη της Adwa. Εν τω μεταξύ, οι Αιθίοπες αξιωματούχοι δεν φαίνονται πρόθυμοι να αμφισβητήσουν αυτόν τον μύθο, πιθανότατα για τις δικές τους γεωπολιτικές σκοπιμότητες.
Διπλωματία και αποικιοκρατία
Το 1897, ενώ ο Leontiev εξακολουθούσε να απολαύει κύρους στην αυλή του Menelik, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών έστειλε την πρώτη του επίσημη διπλωματική αποστολή στην Αντίς Αμπέμπα. Η αποστολή αυτή, η οποία θεωρείται ότι έθεσε τα θεμέλια για τις σχέσεις της Ρωσίας με την Αφρική, προβάλλεται, επίσης, σήμερα από το επίσημο ιστορικό αφήγημα της Μόσχας ως σύμβολο της υποτιθέμενης αντιαποικιoκρατικής ευαισθησίας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με το Κρεμλίνο, η αποστολή στάλθηκε εξ αιτίας της επιθυμίας της Αγίας Πετρούπολης να προστατεύσει την Αιθιοπία, να διαφυλάξει την ελευθερία και την κυριαρχία της από τις επικείμενες επεμβάσεις των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ωστόσο, αυτό απέχει παρασάγγας από την αλήθεια. Οι Ρώσοι αξιωματούχοι βρίσκονταν εκεί για να προωθήσουν τα ρωσικά αυτοκρατορικά συμφέροντα και συναναστρέφονταν με τους Αφρικανούς, όχι ως ισότιμους, αλλά συχνά ως φυλετικά κατώτερους ανθρώπους.
Εκτός από τον Chertkov, ο οποίος επέμενε ότι ήταν «ανώτερης φυλής», ο Pyotr Krasnov, ένα άλλο μέλος της αποστολής, περιέγραψε τον τοπικό πληθυσμό με αποκρουστικά ρατσιστικούς όρους στα απομνημονεύματά του: «Με την πρώτη ματιά, είναι αηδιαστικοί με το σκούρο χρώμα τους και τη γύμνια τους. Ιδιαίτερα φρικτοί είναι εκείνοι των οποίων το κρανίο είναι ξυρισμένο ή καλυμμένο με κιτρινοκάστανα καμένα μαλλιά».
Ο Pyotr Vlasov, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αποστολής ως επίσημος απεσταλμένος, μίλησε, επίσης, για την Αιθιοπία με διόλου «μη αποικιοκρατικούς» όρους. Στην πραγματικότητα, η ίδια η επιλογή της αποστολής του υποδεικνύει τις αποικιοκρατικές φιλοδοξίες της Ρωσίας στην αφρικανική αυτοκρατορία. Ο Vlasov είχε υπηρετήσει προηγουμένως ως πρόξενος στο Rasht και το Mashhad στο βόρειο Ιράν, το οποίο εκείνη την εποχή αποτελούσε έναν από τους κύριους στόχους της άτυπης αποικιοκρατίας της Ρωσίας.
Η Αιθιοπία δεν ήταν, φυσικά, Περσία. Ενώ οι αγορές στον περσικό βορρά κυριαρχούνταν σε μεγάλο βαθμό από ρωσικά βιομηχανικά προϊόντα, οι Ρώσοι πρόξενοι απέλαυον σημαντικού βαθμού εξουσίας και οι Ρώσοι αξιωματικοί ασκούσαν σημαντική επιρροή στον περσικό στρατό, η Αιθιοπία ήταν πολύ μακριά για να μπορέσουν οι Ρώσοι ιμπεριαλιστές να επιτύχουν αυτό το επίπεδο ελέγχου.
Όπως ανέφερε ο Vlasov, η Ρωσία θα μπορούσε να προωθήσει τα συμφέροντά της στην Αιθιοπία με τη δημιουργία μιας στρατιωτικής βάσης ή μιας «αποικίας με την ευρεία έννοια του όρου» στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας. Αν δεν το πετύχαινε αυτό, θα μπορούσε τουλάχιστον να καταστήσει την Αιθιοπία «ένα πειθήνιο όργανο στα χέρια μας» για να συνεχίσει να ασκεί πίεση στις βρετανικές δυνάμεις στο γειτονικό Σουδάν, την Ουγκάντα και τη Σομαλιλάνδη.
Αλλά ο Menelik είχε το δικό του γεωπολιτικό σχέδιο στο μυαλό του και η Ρωσική Αυτοκρατορία είχε δευτερεύοντα ρόλο σε αυτό. Οι Ρώσοι αντιπρόσωποι, με τη σειρά τους, δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τον Menelik, κατηγορώντας τον στις εκθέσεις τους ότι ήταν «άπληστος», «φιλάργυρος» και «είχε πάντα ανάγκη από χρήματα» - χρήματα που η Ρωσική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να διαθέσει για την Αιθιοπία.
Παρά τη, μάλλον, επιτυχημένη ιδέα να αυξηθεί το κύρος της Ρωσίας στην Αιθιοπία με την ίδρυση νοσοκομείου στην Αντίς Αμπέμπα, η ρωσική επιρροή ήταν ασθενική. Σε έκθεσή του προς το υπουργείο Εξωτερικών, ο διάδοχος του Vlasov, Konstantin Lishin, τασσόταν υπέρ της αμεσότερης εμπλοκής της Ρωσίας στις υποθέσεις της Αιθιοπίας, υποστηρίζοντας την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χρυσού της και ενθαρρύνοντας τον αυτοκράτορα «να παρέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας» ενόψει της αναμενόμενης αποσύνθεσης της Αιθιοπίας.
Ωστόσο, η ήττα που υπέστη η Ρωσική Αυτοκρατορία στον πόλεμο με την Ιαπωνία το 1905 και η επανάσταση του ίδιου έτους ανέστειλα αυτά τα σχέδια. Παρόλ’ αυτά, η επιθυμία για εμπλοκή στην Αιθιοπία δεν έπαψε να υφίσταται.
Όπως το έθεσε ο Sergei Witte, υπουργός Οικονομικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1892 έως το 1903 και επικεφαλής της κυβέρνησής της από το 1905 έως το 1906: «Εδώ στη Ρωσία τα υψηλά μας κλιμάκια έχουν ένα πάθος για κατακτήσεις, ή μάλλον για να αρπάζουν ό,τι, κατά την άποψη της κυβέρνησης, βρίσκεται ελεύθερο. Επειδή η Αβησσυνία είναι, άλλωστε, μια ημιπαγανιστική χώρα, αλλά η θρησκεία της έχει κάποιες αναλαμπές Ορθοδοξίας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θέλαμε πραγματικά να κηρύξουμε την Αβησσυνία προτεκτοράτο μας και, ενίοτε, να την αφομοιώσουμε».
Αλλά αυτά ήταν τα όνειρα μιας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας που υστερούσε σε σχέση με τις πιο επιτυχημένες δυτικές χώρες. Το ότι αυτά τα όνειρα δεν έγιναν πραγματικότητα δεν οφείλεται στην έλλειψη προσπάθειας.
Ενώ η Ρωσική Αυτοκρατορία απέτυχε στην Αφρική, γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία στην επέκταση και διατήρηση της κυριαρχίας της στην Ευρασία, όπου τα αυτοκρατορικά της στρατεύματα επέβαλαν βάναυση κυριαρχία σε διάφορα έθνη και δημιούργησαν υποδομές για την εξόρυξη φυσικών πόρων.
Σε ολόκληρη την Ασία, η Ρωσία ακολούθησε την ίδια αποστολή «εκπολιτισμού των ιθαγενών» που έκαναν οι δυτικοί σύμμαχοι και αντίπαλοί της αλλού στον κόσμο, μοιραζόμενη μαζί τους την ίδια «αποστολή του λευκού άνδρα». Σε αντίθεση με τις έντονα αντιαποικιοκρατικές δηλώσεις του Κρεμλίνου σήμερα, η Ρωσία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του παγκόσμιου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι προσωπικές του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις θέσεις του Al Jazeera.
Πηγή: https://www.aljazeera.com/opinions/2023/5/24/how-russia-tried-to-colonise-africa-and-failed
Μετάφραση-Γλωσσική επιμέλεια: Μητροπολίτης Καμερούν Γρηγόριος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου