e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Η προσωπική κούραση γίνεται θυσία της Εκκλησίας

Γράφει ο π. Ιάσων Κεσέν

Φίλος παιδικός μού έστειλε να δω μιαν ανάρτηση σε ιστοχώρο τοπικών νέων, στην οποία διαφημίζεται ένα κρασί ως "ιδανικό" για την Θεία Κοινωνία ακολουθώντας την περαιτέρω ρότα ενός διαφημιστικού σποτ. Καλά κάνουνε οι άνθρωποι... δε λέω. Μακάρι το κρασί τους να 'ναι έτσι. Αλλά εδώ δε μιλάμε για το δικό τους κρασί αλλά για το δικό μας κρασί: το κρασί που προσφέρουμε και το ψωμί για να γίνουν κοινή τροφή και μάλιστα πνευματική. Όταν πρόσφερε ο Χριστός τον άρτο και τον οίνο, ψωμί και κρασί ήταν τα πρώτα πράγματα που έφτιαχνε δικά του κάθε σπίτι. Ο καρπός των κουρασμένων χεριών γίνεται το Σώμα και το Αίμα του Θεού.

Τι να σήμαινε αυτό άραγε για τους ανθρώπους τότε; Δε θα ξεχάσω πριν δυο βδομάδες που ήρθε ένας μαθητής απ' το Φροντιστήριο στο ναό και μου 'φερε ένα πρόσφορο που 'χε ζυμώσει ο ίδιος. Παράλληλα, ενώ είχα κι άλλα πρόσφορα, δε μπορούσα ν' αντισταθώ στο ευλογημένο άγχος αυτού του παιδιού σε σχέση με το αν θα προσκομίσω το δικό του ή όχι. Καθότανε λοιπόν στο Ιερό... και όταν με είδε να υψώνω το πρόσφορο που 'χε ζυμώσει..., τέτοια χαρά καιρό είχα να δω από κοντά!

Η προσωπική κούραση γίνεται θυσία της Εκκλησίας. Όταν ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ απ' τον Παράδεισο του είπε ότι θα πρέπει να εργάζεται και να κουράζεται για την τροφή. Εε, ο Χριστός την κούραση αυτή Αθανασία την έκανε για να μας ξαναβάλει στον Παράδεισο. Κι εμείς ψωνίζουμε το κρασί από το μάρκετ... Ε, τι να κάνουμε; Δε μπορούμε να έχουμε αμπέλια μέσα στην Αθήνα κι είναι λογικό. Να έχουμε όμως συναίσθηση τι σημαίνει το κάθε τι. Μες την Εκκλησία τίποτε δεν ανήκει σε κανέναν και τα πάντα στους πάντες ανήκουν γιατί πάνω απ' όλα σ' όλους χαρίστηκε Ζωή.

Το πρόσφορο που ζυμώνουμε, είναι μια καλή αρχή. Ας πηγαίνουμε επίσης εμείς τη προσφορά μας στον ιερέα, ας μη την αφήνουμε απρόσωπα στο νεωκόρο. Κάτι είναι κι αυτό, είναι ένα βήμα!

Μια Ελληνίδα Μοναχή σώζει παιδιά του δρόμου στην Ινδία [video]







 

Μια Ελληνίδα Μοναχή, η αδελφή Νεκταρία Παραδείση, διακονώντας στην Ινδία, σώζει παιδιά φτωχά κι ορφανά. Τα σπουδάζει και πολλά από αυτά απέκτησαν πτυχία, έκαναν μεταπτυχιακά και τώρα προσφέρουν -διδάσκοντας- τη βοήθειά τους!!!!!! Η αδελφή Νεκταρία εδώ και εικοσιπέντε (25) χρόνια αγωνίζεται για τις ζωές των κοριτσιών -αλλά και κάθε ορφανού- στο Μπακεσουάρ της Ινδίας.

Σημειωτέον ότι το ιεραποστολικό έργο στην Ινδία τελεί κάτω από τις πτέρυγες της Μητρός Εκκλησίας (Οικουμενικού Πατριαρχείου) και με την ευλογία του οικείου Μητροπολίτου Σεβ. Σιγκαπούρης κ. Κωνσταντίνου.

 

Οι Έλληνες της Σιγκαπούρης έκοψαν την Βασιλόπιτα 2018


Κοπή της Βασιλόπιτας των Ελλήνων που ζουν στη Σιγκαπούρη! Το φλουρί είχε και δώρο έναν υπέροχο πίνακα δια χειρός Ελευθερίας Λασιθιωτάκη. Παρών ο πνευματικός πατέρας Σεβ. Μητροπολίτης Σιγκαπούρης κ. Κωνσταντίνος.












Ειδήσεις από τη Μητρόπολη Σιγκαπούρης [Vlog #12 | 1.2.2018]



Ο στοργικός Πατέρας νυχθημερόν αναμένει την επιστροφή μας από τη χώρα της ασωτίας

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
της Κυριακής του Ασώτου
4 Φεβρουαρίου 2018
(Λουκ. ιε΄ 11-32)

Γράφει ο π. Αναστάσιος Στεργιώτης

Πληκτικό και άκρως καταπιεστικό έβρισκε ο νεαρός άνδρας της παραβολής, το περιβάλλον του πατρικού σπιτιού του. Παρ’ ότι του παρεχόταν αφειδώς κάθε πολυτέλεια και άνεση, αυτός δεν αισθανόταν ικανοποιημένος.

Ένιωθε μέσα του ένα κενό που δεν γέμιζε με τίποτα! Λαχταρούσε τον απέραντο και φαινομενικά συναρπαστικό κόσμο, που τον καλούσε έξω από τα τείχη και την προστασία του σπιτιού του. Ήθελε να ζήσει και να νιώσει όλες τις εμπειρίες που του προσέφερε. Αποζητούσε αμαρτωλές απολαύσεις, σπατάλες, πολυτέλειες, κραιπάλες, σμήνος υποκριτών φίλων και συμφεροντολόγων κολάκων, που θα τον περιστοίχιζαν καθημερινά.

Η επιθυμία του, λοιπόν, αυτή πραγματοποιήθηκε σύντομα. Ο πατέρας του, παρά την απέραντη λύπη του, δεν του χάλασε το χατίρι. Του έδωσε όσα ζήτησε και τον άφησε ελεύθερο να ακολουθήσει τον δρόμο του, παρότι τον έζωναν φόβοι για το μέλλον του γιου του. Και αυτοί οι πατρικοί φόβοι, δυστυχώς, δεν άργησαν να επαληθευτούν.

Ο γιος κατασπατάλησε την πατρική περιουσία σε αμαρτωλές απολαύσεις, σε συντροφιές κακών φίλων και αγοραίων γυναικών, σε πολυτελή ενδύματα, γλέντια και οινοποσίες, καταλήγοντας ένας εξαθλιωμένος επαίτης, εγκαταλελειμμένος από όλους αυτούς, οι οποίοι τον ακολουθούσαν μόνο και μόνο για το προσωπικό κέρδος τους.

Και τότε, μέσα στην απέραντη αθλιότητά του, σκέφτηκε την επάνοδο στο πατρικό σπίτι, όπου ο στοργικός του πατέρας -παρά τις όποιες αντιρρήσεις εγέρθηκαν από τρίτους- τον υποδέχθηκε με απέραντη και ανιδιοτελή αγάπη και συγχώρεση.

Απεριόριστη είναι, λοιπόν, για όλους μας η αγάπη του κοινού Πατέρα και Δημιουργού μας: του παντοδύναμου, φιλεύσπλαχνου και φιλάνθρωπου Θεού. Παρά ταύτα, εμείς τον αρνούμαστε και τον καταφρονούμε, γινόμενοι καθημερινά «άσωτοι υιοί». Με λόγια και με έργα απομακρυνόμαστε από κοντά Του και κατασπαταλούμε τα αγαθά και τα χαρίσματά Του. Όμως Αυτός δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Μας καθοδηγεί με απέραντη αγάπη στον δρόμο της επιστροφής, αγκαλιάζοντας κάθε μετανοούντα αμαρτωλό.

Ας μην μιμηθούμε, λοιπόν, τον άσωτο γιο, πράγμα που θα έχει ολέθριο υλικό και πνευματικό τίμημα για εμάς. Πάντως, έτσι κι αλλιώς, ο στοργικός Πατέρας είναι στην πόρτα και αναμένει νυχθημερόν την επιστροφή μας από κάθε ενδεχόμενη χώρα ασωτίας. Μακάρι να βρίσκουμε πάντα τον δρόμο της επιστροφής. Γένοιτο!

[Ζωγραφικό σχόλιο: Επιστροφή του ασώτου υιού, του Ιταλού ζωγράφου Πομπέο Μπατόνι, έργο 1773]

Των ιερών Πανηγύρεων οι αφανέρωτες πτυχές

Γράφει π. ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ
Ἀλήθεια, ποιὸς μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν κάθε ἱερέα, τὸ πόσο τὸν συγκινοῦν καὶ συνάμα τοῦ ἀφανίζουν κάθε κόπο οἱ στιγμὲς ἐκεῖνες κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ κάθε Πανήγυρις τοῦ ναοῦ του περατώνεται. Καὶ μιλᾶμε γιὰ τὰ μετὰ τὴν ἀπόλυση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅταν ὁ ναὸς ἀδειάζει πιά, ὅταν τὰ σύννεφα τοῦ θυμιάματος ἀραιώνουν κι ἡ φωτοβολία τῶν κεριῶν καὶ τῶν πολυελαίων χαμηλώνει αἰσθητά. Τότε, λοιπόν, εἶναι ποὺ κυκλώνουν τὸν νοῦ τοῦ ἱερέα ποικίλοι στοχασμοί. Στοχασμοὶ ποὺ ἀναμφίβολα εἶναι προέκταση τῆς Πανηγύρεως. Γιατὶ ἄνθρωπος εἶναι κι ὁ παπᾶς μὲ ἀδυναμίες καὶ πάθη ποὺ πασχίζει νὰ τὰ φυτέψει στὴν «ἄφατόν Του φιλανθρωπίαν», γιὰ νὰ ἀναστηθοῦν «καινά» (Ἀποκ. 21,5), ἀλλὰ καὶ μὲ εὐαισθησίες, ποὺ μεταμορφώνουν τὶς ταπεινές του βιωματικὲς στιγμές, σὲ κατανυκτικὰ προσόμοια θείας ἐπισκέψεως. Ἔτσι, καθὼς γυροφέρνει τὴ ματιά του στ’ ἀδειανὰ τὰ στασίδια ἀναλογίζεται τὰ πρόσωπα ποὺ φέτος ἔλειψαν. Ἀναλογίζεται ἐκεῖνα ποὺ ταξίδεψαν γιὰ πάντα, ἤ ἄλλα ποὺ εἶναι καθηλωμένα σὲ κάποιο κρεβάτι τοῦ πόνου, ἄλλα πάλι ποὺ μετοίκισαν σὲ μακρυνὲς πολιτεῖες κι σως ν᾿ ἀναθυμοῦνται τὴν παλιά τους ἐνοριακὴ οἰκογένεια τούτη τὴ σημαδιακὴ ἡμέρα... Ποιός ξέρει! Ναί, τὸν πληγώνουν τὸ παπᾶ αὐτὲς οἱ ἀπουσίες, γιατὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λείπουν ἦταν οἱ πιστοί του σύντροφοι, «οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτῷ» (πρβλ. Μτθ. 27, 5), ὄχι μονάχα στὶς ἱ. Ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις τοῦ βίου του μὲ τὴ φιλική τους ἐντιμότητα ὡς τεκμήριο ἀδιάψευστο. Γιατὶ ὅλοι μας χρειαζόμαστε τὴν ἀνθρώπινη παρουσία ὡς προέκταση τῆς θεϊκῆς, γιὰ νὰ φωτίσει τὸ κάθε σκοτάδι τῆς ἐπίγειας πορείας του.
Ὅμως στὸ περιθώριο τῶν ἱερατικῶν του στοχασμῶν ὁ παπᾶς παρατηρεῖ νὰ στέκει ἀγέρωχος κι ὁ Χρόνος. Ὁ Χρόνος ποὺ ἀλέθει μέσα του γεγονότα καὶ πρόσωπα, καὶ ποὺ φροντίζει νὰ πασπαλίζει μὲ στάχτη τὴ ζωή μας, ὥστε νὰ ντύνεται τὸ γκρίζο τὸ χρῶμα της καὶ νὰ σπουδάζει τὴ βιοτή μας πάνω στὸ μεγαλο Μυστήριο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Γιατὶ καὶ τὸ ἕνα, δηλαδή, ἡ φθορὰ σιωπηλὰ ἁπλώνεται, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, καὶ τὸ ἄλλο -κι ἀσφαλῶς τὸ πιὸ κορυφαῖο- ὁ θάνατος δηλαδή, ὅλο καὶ παραμονεύει νὰ βρεῖ τὴν ἀναγκαία, γιὰ τὴν εσοδό του μέσα μας, Κερκόπορτα, ὥστε νὰ καταστεῖ ὁ κυρίαρχος κι αὐτῆς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Στέκει, λοιπόν, παράμερα ὁ Χρόνος ποὺ συνεχίζει νὰ σωρεύει ἐμπειρίες. Ἐμπειρίες κάθε εἴδους, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ πληγώνουν ἀνεπανόρθωτα. Καὶ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἐκείνη ποὺ αὐτὲς τὶς ὧρες φορτίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἱερέα, ἐπειδὴ βλέπει πὼς τὰ χρόνια μαζεύονται. Φορτώνονται στὴ ράχη, ποὺ ὅλο καὶ γέρνει, στὴν καρδιὰ ποὺ φτερουγίζει κι ἐπιθυμεῖ νὰ προσφέρει, ὅμως ἡ ἀδυναμία τοῦ κορμιοῦ δὲν τῆς ἐπιτρέπει παρὰ μονάχα νὰ σχεδιάζει... Τίποτε ἄλλο. Κ' ὕστερα, εἶναι καὶ τὸ μεγαλο τὸ ἐρώτημα ποὺ αἰωρεῖται αὐτὲς τὶς χαρμολυπικὲς στιγμὲς πάνω του. Ἐρώτημα ὁριακὸ καὶ συνάμα βαθύτατα ὑπαρξιακό. «ραγε, μήπως αὐτὴ εἶναι ἡ ἔσχατη πανήγυρις ποὺ παρίσταμαι;» Ἤ τὸ πιὸ σύνηθες ἐρώτημα: «Πόσες πανηγύρεις, στ᾿ ἀλήθεια, μοῦ ἀπομένουν;».
Εὔλογα τὰ ἐρωτήματα καὶ πολὺ ὀρθά. Γιατὶ ὁ καθένας ὀφείλει νά ἐξετάζει τὸ πεπερασμένο τῆς ὑπαρκτικῆς του παρουσίας σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, σ᾿ αὐτὴ τὴν βιοτή, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μονάχα ἡ εἰκόνα τῶν ὅποιων ἐπισκέψεών μας. Πῶς, δηλαδή, πᾶμε ἕνα τάξίδι, μιὰ ἐκδρομή.... Γιατὶ «ἰδοὺ αἱ ἡμέραι, ἐνιαυτοὶ καὶ μῆνες, ὡς ὄναρ, παράγουσι καὶ ὡς σκιὰ δειλινή» (ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος). Καὶ δὲν εἶναι ὅτι «παράγεται» ὁ καιρός. Αὐτὸ εἶναι φυσικό. Τὸ κυριώτερο, γιὰ ἕνα συνειδητὸ παπᾶ, εἶναι τὸ ἄν μπόρεσε νὰ εὐαρεστήσει Θεὸ καὶ ἀνθρώπους - τὸ κατὰ δύναμιν πάντα. Ἄν, δηλαδή, τὸ τάλαντο (βλ. Μτθ 25, 14-30) ποὺ τοῦ δόθηκε τῆς διακονίας τῶν Μυστηρίων Του, δὲν ἔμεινε ἀνεκμετάλλευτο. «Ἰδού, σοὶ τὸ τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει ψυχή μου· φόβῳ δέξαι τὸ χάρισμα· δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καὶ κτῆσαι φίλον τὸν Κύριον...».
Καὶ τὸ τραγικὸ στὴν ἐποχή μας εἶναι πὼς, ἀποκλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας, τὸ μόνο ποὺ δὲν μᾶς πολυνοιάζει εἶναι ἄν θὰ κάνουμε «φίλον τὸν Κύριον», ἀφοῦ ζοῦμε σὲ καιροὺς ἀφιλίας καὶ δίχως στοργή. Ὡστόσο οἱ Πανηγύρεις ἀκόμα ἐπιμένουν νὰ καλοῦν σὲ συνάξεις φιλίας καὶ φιλαδελφίας, μὲ σκοπό νὰ ἀλληλοκατανοήσουμε, πὼς μιὰ παρέα εἴμαστε. Μιὰ παρέα ποὺ κοιτάζει νὰ δημιουργήσει δεσμοὺς φιλίας ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο, κι ὅλοι μαζὺ μὲ Ἐκεῖνον. Γιατὶ, ἀλλιῶς, ἄχαρη θὰ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ δίχως νόημα. Ἀλήθεια, τὸ θέλουμε αὐτό;
π. κ. ν. κ.