Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Το ότι οι Ζακυνθινοί διέθεταν πολύ χιούμορ και αρέσκονταν στις μάντσιες και τις παστόκες, είναι πολύ γνωστό! Οι μάνσιες και οι παστόκες ήταν διάφορα αστεία, πειράγματα κι άλλα παρόμοια που σκαρώνανε ο ένας στον άλλον, χάριν αστεϊσμού, ψυχαγωγίας ή και επιβίωσης, όπως οι σημερινοί μας ήρωες. Δεν υπήρχαν τότε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις ή άλλα μέσα ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Συνήθως, όμως, αυτά που σκάρωναν ήταν καλοσυνάτα και χωρίς να προσβάλλουν ή να βλάπτουν ο ένας τον άλλον.
Βέβαια, όλα αυτά, τω καιρώ εκείνω! Γιατί σήμερα, με την «πολιτική ορθότητα», όλα αυτά ανήκουν στο πολύ μακρινό παρελθόν. Κατά τη γνώμη μου, έχει ξεφύγει τόσο πολύ, η περιβόητη πολιτική ορθότητα, που καταντά εξοργιστική. Δεν τολμάει κανείς όχι μάντσια να σκαρώσει, αλλά πρέπει να μετράμε τα λόγια μας μπας και πούμε κάτι που μπορεί να «θίξει» άτομο ή μία ομάδα ανθρώπων!
Αν πεις δε για εδώ που ζω, καταντήσαμε στο σημείο να μας λένε ότι δεν πρέπει να γίνεται αναφορά σε μαμά ή μπαμπά, αλλά σε γονείς! Ώστε να μην νιώθουν μειονεκτικά τα παιδιά που έχουν έναν μόνο γονέα ή δυο γονείς του ιδίου φύλου!
Απαγορεύεται τα μικρά παιδιά να έχουν “Best friend”, δηλαδή κολλητή ή κολλητό φίλο στο σχολείο, για να μην γίνονται διακρίσεις και κάποια παιδιά μένουν χωρίς κανέναν φίλο! Όλοι πρέπει να συναναστρέφονται με όλους, ανεξάρτητα αν ταιριάζουν ή όχι! Φίλος, συνάδελφος, δεν τολμάει ούτε απλή φιλοφρόνηση ευγένειας να κάνει σε συνάδελφο, όπως, ωραίο το φουστάνι που φορείς ή ωραίο το χτένισμά σου, ή γυναίκα να αναφερθεί σε κάτι ωραίο που φορεί άνδρας ή να σχολιάσει το παραμικρό γιατί μπορεί να εκληφθεί ως σεξουαλικό υπονοούμενο ή παρενόχληση!
Απαγορεύεται, στο χώρο εργασίας, να αγκαλιάζεις ή να σε αγκαλιάζει συνάδελφος, ακόμα και του ιδίου φύλου, για να σου ευχηθεί ή να εκφράσει χαρά, αν δεν είχατε ιδωθεί για αρκετό καιρό! Δεν ενδείκνυται πια να εύχεσαι Καλά Χριστούγεννα ή Καλό Πάσχα, για να μην προσβάλεις τους μη χριστιανούς! Πρέπει να λέμε Χρόνια Πολλά, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένη γιορτή! Στα νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς ή και στο σχολείο απαγορεύεται να στολίσουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως έκαναν μέχρι σήμερα και να στολίζουν τον χώρο, για τους ίδιους λόγους! Μερικές Δημαρχίες, ευτυχώς λίγες μέχρι στιγμής, δεν στολίζουν πια όπως πριν Χριστουγεννιάτικα την περιοχή, ούτε υπάρχουν τεράστιες αφίσες με Χριστουγεννιάτικες Ευχές, αλλά αφίσες που γράφουν… Καλές Διακοπές επί λέξει, με την έννοια του Χρόνια Πολλά, έτσι αόριστα!
Πολύς λαός, ναι και εγώ, αρνούμαστε να συμμορφωθούμε! Θα ανταλλάξουμε αγκαλιές και φιλιά όταν βλεπόμαστε, θα αλληλοευχηθούμε Καλά Χριστούγεννα και Καλό Πάσχα κι όχι ξερά Χρόνια Πολλά κι ό,τι θέλουν ας λένε! Σε τελευταία ανάλυση, η Αυστραλία είναι όχι μόνο δημοκρατική χώρα- κι ας πληρώνουμε βαρύ χαράτσι ακόμα στην Άνασσα- αλλά και χώρα ανεξιθρησκίας, όπου έκαστος έχει το δικαίωμα να λατρεύει όποιον Θεό θέλει και όπως θέλει, αρκεί να μην προσπαθεί να προσηλυτίσει ουδένα! Βάσει ποιας λογικής, λοιπόν, θα επιβάλουν στους Χριστιανούς πώς θα τιμάμε τον Θεό που πιστεύουμε; Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για το επίσημο θρήσκευμα ολόκληρης της χώρας που τους δέχτηκε και τους φιλοξενεί!
Αυτά, έτσι χοντρικώς για να πάρετε μια ιδέα!
Πίσω λοιπόν, σε εποχές που ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος να εκφράζεται στο περιβάλλον και στον κύκλο του όπως γνώριζε πάππου προς πάππου κι όπως γινόταν αποδεκτό από τους άλλους. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι δεν έθιγε ή πρόσβαλε κανέναν, γιατί τότε…μιλούσαν οι κουμπούρες.
Ήταν ντάλα Καλοκαίρι, εποχή που τα φρούτα εν αφθονία! Κάθε λογής σταφύλια στις περγουλιές, τα κλήματα φορτωμένα σταφύλια και σταφίδα μαύρη για μάζεμα, οι συκιές φορτωμένες με σύκα ολόγλυκα και πολλά άλλα. Αλλά και τα μποστάνια γεμάτα πλεζονιές, (καρπούζια), και πεπόνια ολόγλυκα!
Ο Κωσταντής ήταν Βεργάτης (αγροφύλακας) στου Αναδαλή. Μεγάλος κτηματίας ο Αναδαλής με ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, κάπου στα καμποχώρια τση Ζάκυνθος. Ο Βεργάτης, χρόνια μετά, όταν είχε γεράσει και δεν είχε μείνει ούτε Αναδαλής ούτε Αναδαλίνα, στα πολύ μεγάλα του χρόνια κι ο ίδιος, διηγούνταν το περιστατικό στο μαγαζί του χωριού ένα βράδυ. Όμως, χωρίς ποτέ να προδώσει την ταυτότητα του σέμπρου ή των άμεσα εμπλεκόμενων.
Κείνα τα χρόνια - πρέπει να ήταν λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχε μαγαζί σε κάθε χωριό. Αν το χωριό ήταν πολύ μεγάλο και χωριζόταν από άγραφα «σύνορα» σε πάνου και κάτου χωριό, τότε υπήρχαν δύο μαγαζιά. Το μαγαζί είχε λίγα απ' όλα για τις άμεσες ανάγκες των κατοίκων, αλλά και ήταν λίγο απ' όλα. Πουλούσε τσιγάρα, συνήθως χύμα από κούτες, σπίρτα, πετρέλαιο για τη λάμπα, φιτίλια και λαμπόγυαλα, λύχνους, σίγλους, ροκέλες, βελόνια για ράψιμο, πολλά φαγώσιμα, όπως γάλα γλυκό συμπυκνωμένο σε κουτιά, το περιβόητο Νουνού ή εβαπορέ, καφέ, ζάχαρη μανέστρες διαφόρων ειδών, μακαρόνια, πατάτες, σκουράτζους, σαρδέλες παστές, λακέρδα διάφορες κονσέρβες με ψάρι, αλγκόν, και άλλα αναλγητικά, μικροείδη πρώτων βοηθειών και πολλά άλλα.
Αλλά ήταν και τόπος συνάντησης και ψυχαγωγίας, κυρίως των ανδρών το βράδυ. Μαζεύονταν όλοι μετά τον κάματο της μέρας, να ξαποστάσουν, να δουν συγχωριανούς και φίλους, να ανταλλάξουν ιδέες και γνώμες για όλα, να συζητήσουν πολιτικά, να πιουν τα ποτηράκια τους και να παίξουν ζάρια, πρέφα ή άλλα παιχνίδια με την τράπουλα. Την ημέρα, πήγαιναν οι γυναίκες για τα μικροψώνια τους, όπου συναντιόνταν κι εκείνες με άλλες χωριανές και τα λέγανε! Σάματις είχανε κι άλλη διασκέδαση; Επίσης, αν κάποιος ήθελε να επικοινωνήσει με κάποιον, το έλεγε στον μπακάλη κι εκείνος μετέφερε το μήνυμα, αφού σίγουρα θα περνούσε από εκεί.
Οι γυναίκες που σπάνια κρατούσαν μετρητά (ο άνδρας έκανε κουμάντο), πήγαιναν να πάρουν έστω κι ένα… τσουφί (φακελάκι) πιπέρι, μπιστιού (βερεσέ). Ζητούσαν από τον μπακάλη «να το γράψει». Ο μπακάλης, φορώντας την συνήθως λιγδωμένη ποδιά του και με το πάντα λιγδωμένο τεφτέρι στην τσέπη της ποδιάς και την πεναλάπη του, χρώματος μελανί για να μην σβήνει εύκολα, που την σάλιωνε και την έβαζε στο αυτί για να μην την ψάχνει, έγραφε τα βερεσέδια κάτω από το όνομα του καθενός! Συνήθως, στο τέλος της εβδομάδας ή όποτε βολευόταν καθένας, πλήρωνε τον μπακάλη. Δύσκολα χρόνια και πολλοί, όσο καλή θέληση και να είχαν, ήταν πάντα χρεωμένοι, δεν κατάφερναν να ξεχρεωθούν. Αν είχαν σχετική περιουσία, ξεχρέωναν τα βερεσέδια όταν πουλούσαν το λάδι το Χειμώνα ή τη Σταφίδα το καλοκαίρι.
Υπήρχαν κι εκείνοι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και δεν ξεχρεώνονταν ποτέ. Πολλές φορές ο μπακάλης έδειχνε κατανόηση, γνωρίζοντας την κατάσταση και δεν ζόριζε για να πληρωθεί. Υπήρχαν όμως και οι αδίστακτοι που αδιαφορούσαν για τη δυστυχία της φαμελιάς κι απαιτούσαν να πληρωθούν, αλλιώς, έκοβαν το βερεσέ.
Εκείνο το Καλοκαίρι ο σέμπρος του Δαναλή είχε εντολές αυστηρές να φυλάει τα μποστάνια να μην του κλέβουν τη νύχτα τις πλεζονιές και τα πεπόνια. Έτσι, μ' ένα ντουφέκι στον ώμο ανέβαινε στην καλύβα, φτιαγμένη πάνω σ' έναν τεράστιο ευκάλυπτο, ώστε να επιθεωρεί εύκολα ολόκληρο το τεράστιο μποστάνι, έπαιρνε και κάναν υπνάκο, αλλά είχε και το νου του να πάρει χαμπάρι, μήπως μπει κανείς στο μποστάνι να κλέψει πλεζονιές ή πεπόνια.
Οι χωριανοί, ιδιαίτερα η νεολαία, το έφεραν βαρέως ότι ο πλούσιος Αναδαλής έτρεμε, μήπως κόψουν και φάνε κι αυτοί που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα καμία πλεζονιά.
Τα καλόπαιδα του χωριού δεν άργησαν να σκαρφιστούν τι θα σκάρωναν, ώστε να γευτούν τα ολόγλυκα καρπούζια που τα βλέπανε και τρέχανε τα σάλια τους, δεδομένου ότι στην Καλύβα κοιμόταν ο Σέμπρος και μάλιστα οπλισμένος!
Μετά από μεγάλη σύσκεψη, ο πιο φαντασμένος, μαζεύει τρεις από την παρέα και τους λέει:
- Εγώ θα βάλω ένα μεγάλο σεντόνι από το κεφάλι, με δυο τρύπες στα μάτια κι ένα μεγάλο στειλιάρι από μέσα μπροστά, που θα το μακραίνω και θα το κονταίνω και θα το ανεβοκατεβάζω και θα πάω, με τρόπο να μην με πάρει χαμπάρι ο σέμπρος να κάτσω στην μέση του μποστανιού. Εσείς, με σεντόνια για να μην γνωρίζεστε, θα είσαστε κρυμμένοι γύρω-γύρω. Όταν σφυρίξω δυνατά θα παρουσιαστεί ο πρώτος. Θα τον ρωτήσω τι πράξη έκαμε την προηγούμενη μέρα και θα μου απαντήσει δυνατά με ό,τι χειρότερο είχε πράξει. Προσέξετε, όλοι μας θα παραποιούμε τη φωνή μας γιατί έτσι και μας αναγνωρίσει ο σέμπρος, νάχαμε Μάνα να μας έκλαιγε! (προσφιλής έκφραση, τότε, όταν ήθελαν να απειλήσουν σοβαρά κάποιον).
Έρχονται, λοιπόν, τα μεσάνυχτα κι ο Αρχιδιάολος με το σεντόνι και το στειλιάρι, παίρνει θέση στη μέση του μποστανιού. Κάποια στιγμή παίρνει χαμπάρι το ξωτικό ο σέμπρος πάνω από την Καλύβα, ανατριχιάζει από φόβο και αρχίζει να σταυροκοπιέται. Σφυρίζει ο Αρχι... και παρουσιάζεται ο πρώτος διαολάκος μπροστά του.
- Τι έκανες χθες παιδί μου, τον ρωτάει;
- Εγώ αφεντικό έβαλα την ουρά μου κι τσακώθηκε άσχημα ένα αντρόγυνο έπεσε ξύλο και δεν άφησαν τίποτα όρθιο στο σπίτι!
- Μπράβο παιδί μου, λέει ο Αρχι...! Πήγαινε και κόψε δύο μεγάλες πλεζονιές για τον κόπο σου και φύγε!
Δεύτερο σφύριγμα, εμφανίζεται ο δεύτερος.
- Εσύ τι έκανες παιδί μου;
- Αφεντικό, έβαλα δυο αδέλφια και τσακωθήκανε, ήρθαν στα μαχαίρια!
- Μπράβο παιδί μου, λέει ο Αρχι... . Να πας να κόψεις τρεις πλεζονιές εσύ γιατί είσαι πιο καπάτσος!
Στο μεταξύ, ο σέμπρος στην καλύβα τα 'χει κάμει επάνω του από το φόβο.
Τρίτο σφύριγμα κι εμφανίζεται ο τρίτος, ένα παραζούζουλο. Η ίδια ερώτηση και σ' αυτόν.
- Τίποτα αφεντικό δεν κατάφερα να κάμω.
- Τίποτα; Ρωτάει ο Αρχι... . Πάρε αμέσως εκείνο το μεγάλο παλούκι και τρέχα πάνω στην Καλύβα! Γρήγορα σου λέω. Λύσσιαξε στο ξύλο εκείνον που είναι εκεί πάνω και πριν κατέβεις, παλούκωσέ τον.
Ο έρμος ο σέμπρος, σαλτάρει από την καλύβα κατατρομαγμένος, βάνει τα πόδια στον ώμο και φτάνει σπίτι του με την ψυχή στο στόμα. Διηγείται με κομμένη ανάσα στην γυναίκα του, τι του συνέβη, πέφτουν κι οι δυο γονατιστοί στα εικονίσματα να προσευχηθούν! Το μποστάνι όμως έκαμε φτερά! Χόρτασε πλεζονιές και πεπόνια όλο το χωριό!
Έτσι ήταν οι παλιοί Ζακυνθινοί! Δεν θα αδικούσαν ποτέ τον φτωχό, αλλά το αρχοντολόι, που τους έπινε το αίμα, δεν το άφηναν σε χλωρό κλαρί!
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου