e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

ΠΩΣ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΣΧΙΣΜΑ;


Αρκετά συχνά μου απευθύνουν την ερώτηση για το «ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων;» Πρόκειται για μία ερώτηση που με φέρνει, συνήθως, σε δύσκολη θέση καθώς, αν εκείνος που ρωτάει είναι ορθόδοξος, πιθανόν να μη συμφωνήσει με την απάντησή μου, ενώ αν είναι καθολικός μπορεί και να τον απογοητεύσω.

Η απάντηση στο ερώτημα, για να είναι πλήρως τεκμηριωμένη, θα απαιτούσε τόμους ολόκληρους (και πράγματι, εκατοντάδες τόμοι έχουν γραφτεί σχετικά). Εμείς, για όποιον έχει διάθεση να διαβάσει αυτό το κείμενο, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε ορισμένα από τα συμπεράσματα αυτών των μελετητών, για τους λόγους που οδήγησαν στο Σχίσμα, με τα οποία -βέβαια- δεν περιμένω πως θα συμφωνήσουν όλοι.

Η 16η Ιουλίου 1054 δεν είναι η ημερομηνία του Σχίσματος!

Συνήθως ως ημερομηνία του Σχίσματος αναφέρεται η 16η Ιουλίου 1054, όταν ο καρδινάλιος Ουμπέρτο Ντα Σίλβα Κάντιντα (1054-1081), κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας το γνωστό αφορισμό, προκαλώντας τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο (1000-1059) να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Ο Πατριάρχης και ο Καρδινάλιος ήταν ίσως τα πλέον ακατάλληλα πρόσωπα για διάλογο και συμβιβασμό. Και οι δύο ήταν άκρως φανατικοί, ευέξαπτοι και με φτωχές και ελλιπείς θεολογικές γνώσεις. Έχει διατυπωθεί ότι τον Κηρουλάριο τον χαρακτήριζε ένα ισχυρό πνεύμα αλαζονείας. Ήταν από τους Πατριάρχες που αναμείχθηκαν με έναν τρόπο αυτοκρατορικό στα κοινά. Ο βυζαντινός φιλόσοφος και ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078) αναφέρει ότι του έλειπε μόνο η πορφύρα και τα ερυθρά πέδιλα. Ένα χρόνο πριν είχε δώσει διαταγή να κλείσουν όλες οι εκκλησίες και τα μοναστήρια των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη. Ανέθεσε δε στο Λέοντα, τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδας (1025-1056), να γράψει ένα γράμμα ενάντια στους Λατίνους στο οποίο, χωρίς να θίγει την παραμικρή δογματική διαφορά (Filioque, Πρωτείο Πάπα κλπ.) αναφέρεται υβριστικά προς τους Λατίνους, κατηγορώντας τους για τα πιο απίθανα πράγματα, όπως, γιατί οι Λατίνοι στην Αγ. Ευχαριστία μεταχειρίζονται άζυμο ψωμί, γιατί οι ιερείς τους δεν φέρουν γενειάδα, γιατί ονομάζουν την Παναγία «Μαρία» όπως την Μαρία την Μαγδαληνή κ.ο.κ.

Όταν το γράμμα έφθασε στη Ρώμη, εκείνη απάντησε με το ίδιο στυλ, με τον Κηρουλάριο (Adversus Graecorum calumnias). Η ανταπάντηση από την Κωνσταντινούπολη δεν άργησε να φτάσει ξανά στη Ρώμη, αυτή τη φορά από τον οργισμένο Νικήτα Στηθάτο (1025-1056), μοναχό στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου. Και σε αυτό το λίβελο δεν αναφέρεται σε καμία δογματική κατηγορία, αλλά σε νομοκανονικές διαφορές, στα διαφορετικά ήθη και έθιμα (π. χ. γιατί δεν παντρεύονται οι παπάδες, γιατί οι Λατίνοι δε νηστεύουν τα Σάββατα της Τεσσαρακοστής κ.α.). Αυτή η τεταμένη κατάσταση δεν άρεσε στο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο ο οποίος επιθυμούσε να έχει καλές σχέσεις με τη Δύση. Γι’ αυτό διαμηνύει στον Πάπα Λέοντα 9ο να στείλει στην Βασιλεύουσα μια αντιπροσωπία για να κατευνάσουν τα πνεύματα. Επικεφαλής αυτής της αντιπροσωπίας υπήρξε ένα από τα πιο ακατάλληλα πρόσωπα της εποχής: Ο Καρδινάλιος Ουμπέρτο Ντα Σίλβα Κάντιντα, άτομο που το χαρακτήριζε ο φανατισμός του μεταρρυθμιστή. Η συνάντηση της λατινικής αντιπροσωπίας με το μοναχό Νικήτα, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν κάθε άλλο παρά ειρηνική. Ο Καρδινάλιος αποκάλεσε το Νικήτα ανόητο, χειρότερο από γαϊδούρι, άτομο κάθε άλλο παρά μοναχό… Ο Νικήτας απάντησε στον ίδιο τόνο. Εν τω μεταξύ, στους τρείς μήνες παραμονής της Λατινικής αντιπροσωπίας στην Πόλη, εκτός από αμοιβαία βρισίματα και κατηγορίες που αφορούσαν στα διαφορετικά ήθη και έθιμα, δεν έγινε καμία νύξη στις δογματικές διαφορές. Εν τέλει η διαμάχη αφορούσε όχι στις Εκκλησίες, αλλά στα πρόσωπα, όχι στις δογματικές, αλλά σε επουσιώδεις διαφορές που στους αιώνες που είχαν προηγηθεί, δεν είχαν προκαλέσει προβλήματα στις δύο χριστιανικές παραδόσεις.

Μόλις έφθασε στην Πόλη η είδηση του θανάτου του Πάπα Λέοντα του 9ου, η Λατινική αντιπροσωπία αναχώρησε για τη Ρώμη κρίνοντας όμως σκόπιμο, αν και αυθαίρετα, να τοποθετήσει πάνω στο ιερό Βήμα της Αγίας Σοφίας το περίφημο ανάθεμα ενάντια στον Πατριάρχη, τον οποίο κατονομάζει απλά με το όνομά του, Μιχαήλ, κατηγορώντας τον ότι σπέρνει τα ζιζάνια όλων των προηγουμένων αιρέσεων και το άκρον άωτον, και ότι αφαίρεσε από το «Πιστεύω» το Filioque!. Στις 24 Ιουλίου ο Κηρουλάριος τοποθετεί πάνω στο ίδιο Βήμα, τον αφορισμό προς τη Λατινικής αντιπροσωπία, και όχι ενάντια στον Πάπα ο οποίος, εξάλλου, ήταν ήδη νεκρός και δίνει διαταγή να κάψουν τη βούλα των Λατίνων. Εν κατακλείδι, τα αναθέματα αυτά δεν αφορούσαν στην Ανατολική Εκκλησία, ούτε στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ούτε στην Εκκλησία της Ρώμης. Επομένως το 1054 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η ημερομηνία του Σχίσματος μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

Αυτό το ιστορικό γεγονός όμως, δραματοποιήθηκε αργότερα, με διάφορους τρόπους και χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς σκοπούς, διευρύνοντας το χάσμα και την προκατάληψη ανάμεσα στις δύο χριστιανικές παραδόσεις. Τα υπόλοιπα Πατριαρχεία και τοπικές εκκλησίες, αγνοούσαν για αρκετά χρόνια μετά αυτό το συμβάν και τα παραδείγματα είναι πολλά.

Η ιστορική όμως αλήθεια είναι πιο περίπλοκη. Το Σχίσμα δεν το προκάλεσε μία μόνο ενέργεια, μία πράξη που οδήγησε στη ρήξη των δύο Εκκλησιών, αλλά το δημιούργησε η σταδιακή απομάκρυνση των δύο Εκκλησιών, η αδυναμία κατανόησης της γλώσσας του ενός από τον άλλο (Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ’, το 864, αναφερόμενος στην λατινική γλώσσα τη χαρακτήριζε «βάρβαρη», ανίκανη να εκφράσει τα βάθη της θεολογίας). Πρόκειται για μία προοδευτική αποξένωση, οι ρίζες της οποίας εντοπίζονται, ναι μεν σε γεγονότα ιστορικά, αλλά και σε γεγονότα «ψυχωτικά», τέτοια που σήμερα, κάνουν τη δυτική ιστοριογραφία να μιλάει για «ψυχολογικό σχίσμα».

Θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τους ιστορικούς και ψυχολογικούς λόγους που προκάλεσαν την προοδευτική αυτή απομάκρυνση των δύο Εκκλησιών.

Ιστορικά και ψυχολογικά γεγονότα
Ποιος είναι η κεφαλή της Χριστιανοσύνης; (Societas Christiana)

Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε δύο τμήματα είναι αναμφίβολα ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν σ’ αυτήν την αποξένωση. Δεν αφορούν απλά σε ένα ιστορικό γεγονός, όπως είναι η δημιουργία μίας νέας πρωτεύουσας στο Βυζάντιο, στις αρχές του 4ου αιώνα, αλλά σε ένα σύνολο ιδεών και πρακτικών που χαρακτηρίζουν τη σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Αυτοκρατορία.

Ο άνθρωπος του πρώιμου Μεσαίωνα ζει μια πραγματικότητα που για εμάς σήμερα, είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε: Πρόκειται για τη λεγόμενη «Χριστιανοσύνη» (Societas Christiana): αυτή είναι μία πραγματικότητα που, στο Βυζάντιο, περιλαμβάνει με τρόπο αδιάσπαστο την ενότητα της Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας, του χριστιανισμού και της πολιτικής έκφρασης αυτού που αντιπροσωπεύει ο Αυτοκράτορας, η κεφαλή της Οικουμενικής χριστιανοσύνης, ο πραγματικός αντιπρόσωπος του Θεού στη γη. Στη Δύση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Είναι το ιερατείο η κεφαλή της Χριστιανοσύνης με επιστέγασμά της, τον Επίσκοπο Ρώμης, τον «Vicarius Christi» (Τοποτηρητή του Χριστού) στη γη. Αυτή η αυτοσυνείδηση γίνεται στη Δύση αντιληπτή από πολύ νωρίς.

Τη στιγμή κατά την οποία στην Ανατολή, ο Θεοδόσιος ο Μέγας, κατά το δεύτερο ήμισυ του Δ’ αιώνα, ολοκλήρωνε τη θεμελίωση των αρχών μίας θρησκείας ασφυκτικά αγκαλιασμένης με το Κράτος, και μίας Εκκλησίας στην υπηρεσία του Κράτους, ο Άγιος Αμβρόσιος στη Δύση, διατύπωνε αρχές τελείως διαφορετικές, όπως την ανεξαρτησία του πνευματικού από το κοσμικό και την ανωτερότητα του πνευματικού πάνω στο κοσμικό. Ο ίδιος δήλωνε: «Η Εκκλησία ανήκει στο Θεό, και δεν μπορεί να περάσει στην εξουσία του Καίσαρα». Και ο Αμβρόσιος προχωρεί ακόμη περισσότερο: «Ο αδελφός σου είναι πρώτα απ’ όλα αυτός που κατέχει την πίστη σου και μετά αυτός που ανήκει στο ρωμαϊκό λαό». Στο θρησκευτικό οικουμενισμό της Δύσης, η φυσική κεφαλή δεν μπορούσε να είναι άλλη παρά ο Πάπας, ο οποίος βάσιζε την εξουσία πάνω σε μία θρησκευτική αρχή: την αρχή της αποστολικότητας. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους του ρωμαϊκού λαού. Σχεδόν σύγχρονος του Αγίου Αμβροσίου ο Οπτάτος Μιλέβης (περίπου +385), δήλωνε: «Δεν είναι το Κράτος μέσα στην Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία είναι μέσα στο Κράτος, δηλαδή στην αυτοκρατορία της Ρώμης». Επομένως στη Δύση, ήδη με τον Άγιο Αμβρόσιο, αλλά και με την προοδευτική αυτοσυνείδηση των ίδιων των Επισκόπων της Ρώμης, έχουμε ένα θρησκευτικό και ένα χριστιανικό οικουμενισμό, ενώ στην Ανατολή έναν οικουμενισμό αυτοκρατορικό και ρωμαϊκό.

Είναι φανερό πως η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη. Ποιος μπορεί να είναι η κεφαλή σε αυτό το ενιαίο σώμα, στο οποίο είναι αδιανόητο να υπάρχει όχι διαχωρισμός, αλλά διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας, Θρησκείας και Κράτους; Σταδιακά, οι σχέσεις της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης κινούνταν ολοένα προς έναν ανταγωνισμό, το διακύβευμα του οποίου μπορεί να είχε νομικό-πολιτικές πτυχές, βασικά όμως αντικατόπτριζε μία διαφορετική εκκλησιολογική λογική και θεώρηση. Η Ρώμη ακολούθησε τη λογική της μίας Καθολικής Εκκλησίας που επικεντρώνει την υπεροχή της όχι στην πολιτική εξουσία, αλλά στο πρωτείο του αρχηγού της και αυτή η βαθιά πεποίθηση στηρίζεται στα λόγια του Κυρίου προς τον Πέτρο και στην αποστολική παρουσία των δύο Αγίων Πέτρου και Παύλου στη Ρώμη (Βλ. Μτθ. 16, 13-19).

«Ο Πάπας, διαιρώντας την αυτοκρατορία, διαίρεσε την Εκκλησία»

Η Κωνσταντινούπολη απορρίπτει το Πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης καθώς έχει ήδη έναν πάπα: τον Αυτοκράτορα. Η Ρώμη απορρίπτει την οικουμενική εξουσία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, δημιουργώντας ένα δικό της Αυτοκράτορα: τον Καρλομάγνο. Η στέψη του ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων τη νύχτα των Χριστουγέννων του έτους 800, αποτέλεσε για τους Βυζαντινούς μία ακόμη προδοσία. Οι Βυζαντινοί, εμπνευσμένοι από την πολιτική θεολογία του Ευσεβίου Καισαρείας (265-339) θιασώτη του Μεγάλου Κωνσταντίνου (ένας είναι ο Αυτοκράτορας πάνω στη γη όπως ένας είναι ο Θεός στον ουρανό), θεώρησαν τη διάσπαση της Αυτοκρατορίας ως διάσπαση της Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα θα λεχθεί συχνά στο Βυζάντιο πως: «ο Πάπας διαιρώντας την αυτοκρατορία, διαίρεσε και την Εκκλησία». Άλλωστε για τους Βυζαντινούς, η αυτοκρατορία αποτελούσε την εξωτερική μορφή της ενότητας της Εκκλησίας. Είναι γνωστό άλλωστε πως κάθε φορά που ο Πάπας έστεφε ένα Φράγκο Αυτοκράτορα, ο Πατριάρχης αφαιρούσε το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα της Εκκλησίας πριν ακόμα το 1054.

Μετά τη διάσπαση της Αυτοκρατορίας και το πολιτικό Σχίσμα, αρχίζει στο Βυζάντιο και η κριτική για τις θεολογικές διαφορές. Κανείς δεν μπορεί όμως να αμφισβητήσει πως η θεωρία περί Filioque στη Δύση υπήρχε ήδη από τον Άγιο Αυγουστίνο και δεν αποτελούσε αιτία διαμάχης. Η θεολογική διαμάχη ξεκίνησε μετά το 800 μ. Χ. και συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια όλου του αυτοκρατορικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Ήταν συνεπώς αυτονόητο πως η πολιτική διαμάχη, όπως εξελίχθηκε, θα είχε ως αποτέλεσμα και τη θεολογική αντιπαράθεση. Αυτήν την πολεμική την συναντάμε όχι μόνο στο Βυζάντιο, αλλά και στην Αυλή του Κάρολου του Μέγα και εκεί οι λόγοι ήταν, όπως είναι αυτονόητο, πολιτικοί και όχι θρησκευτικοί.

Ο Κάρολος ο Μέγας… θεολόγος;

Πράγματι, το «δημιούργημα» του Πάπα, ο Φράγκος Αυτοκράτορας Καρλομάγνος, ξέφυγε από τον έλεγχο του Επισκόπου Ρώμης και προσπάθησε να μιμηθεί τον ανταγωνιστή του στο Βυζάντιο, εμπλεκόμενος στα θρησκευτικά, με το να εφεύρει «αιρέσεις» ενάντια στους «Έλληνες». Αρχικά, χωρίς την έγκριση του Πάπα, προσέθεσε στο Πιστεύω το Filioque και στη συνέχεια οι θεολόγοι της αυλής του άρχισαν να κατηγορούν τους Ανατολικούς για αίρεση διότι δεν δέχονταν την διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Επειδή η μετάφραση, στα λατινικά, των αποφάσεων της Β’ Συνόδου της Νικαίας (787) που έβαλε τέλος στην εικονομαχία, παρουσίαζαν αρκετά λάθη, οι θεολόγοι της αυλής κατηγορούσαν τους Βυζαντινούς, ότι «λάτρευαν» τις εικόνες και άρα ήταν ειδωλολάτρες. Τα λεγόμενα Libri carolini αφθονούν από αυτές τις κατηγορίες. Πρέπει να επισημάνουμε όμως πως η Ρώμη δεν συμμερίζονταν καθόλου αυτήν την πολεμική.

Το ζήτημα του Ανατολικού Ιλλυρικού

Ένα θέμα που θα καθορίσει ουσιαστικά τις σχέσεις Ανατολής και Δύσεως είναι αυτό του Ανατολικού Ιλλυρικού. Η Επαρχία αυτή, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, συμπεριελάμβανε ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας (Ήπειρος, Θεσσαλία, Αχαΐα, Κρήτη και Ιόνια Νησιά). Ο ίδιος ο Πάπας θεωρούνταν Επίσκοπος Θεσσαλονίκης και ο εκπρόσωπός του στην πόλη, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, έφερε τον τίτλο του Βικάριου του Πάπα. Ο τίτλος του Παναγιώτατου που απέδιδαν στον Πάπα, πέρασε σταδιακά και ισχύει και ως σήμερα, ως τίτλος προσφώνησης του Ορθοδόξου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Οι χριστιανοί αυτής της περιοχής, αν και λειτουργικά ακολουθούσαν το Βυζαντινό ρυθμό, εντούτοις, διοικητικά εξαρτιόνταν από τον Πατριάρχη της Δύσης, δηλαδή τον Πάπα Ρώμης.

Κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, η Ρώμη υπέστη μια βαριά αδικία εκ μέρους του Αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου (717-741). Αυτός, το 726 άρχισε να απαγορεύει την ευλάβεια προς τις εικόνες, δίνοντας διαταγή να τις καταστρέψουν από τις εκκλησίες και φυλακίζοντας όσους δεν τον υπακούν. Ο Πάπας Γρηγόριος ο Γ’ (731-741), καλεί στη Ρώμη μια Σύνοδο (731) που αφορίζει τον Αυτοκράτορα και όλους εκείνους οι οποίοι, «περιφρονώντας το παλαιό έθιμο της Εκκλησίας, εμποδίζουν την ευλάβεια στις εικόνες, τις καταστρέφουν ή τις βεβηλώνουν». Ο Λέοντας απαντάει με αντίποινα. Αφαιρεί από τη δικαιοδοσία του Πάπα το Ανατολικό Ιλλυρικό, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία και υποτάσσει τις περιοχές αυτές στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Όλα τα αγαθά που, στις περιοχές εκείνες, ανήκαν στον Πάπα ο Ίσαυρος τα δεσμεύει. Είναι φανερό πως αυτό το γεγονός συνέβαλε όχι μόνο στο να εμβαθύνει το χάσμα μεταξύ των δύο λαών, αλλά και η Ρώμη να απομακρυνθεί από τον μέχρι τότε μοναδικό αυτοκράτορα της Χριστιανοσύνης, δημιουργώντας έναν Φράγκο Αυτοκράτορα, αλλά και η Ιταλία και η Σικελία να εγκαταλείψουν τους Βυζαντινούς και να πλησιάσουν προς τους Φράγκους. Ακόμα μια φορά, πρέπει να υπογραμμίσουμε, πως η διαμάχη δεν ήταν μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά μεταξύ του Πάπα και του Αυτοκράτορα.

Οι Σταυροφορίες

Η προοδευτική αποξένωση ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών. Ήδη από την πρώτη Σταυροφορία, που κηρύχθηκε με σκοπό να ελευθερωθούν οι Άγιοι Τόποι από τους απίστους, αλλά και για να απαντηθούν οι εκκλήσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για βοήθεια, το χάσμα μεταξύ των δύο λαών έγινε βαθύτερο. Η εχθρική αντιμετώπιση των Βυζαντινών αυξήθηκε κατά την περίοδο της 2ης και της 3ης σταυροφορίας και γιγαντώθηκε κατά τη διάρκεια της 4ης, όταν το 1204 η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους σταυροφόρους και εκτυλίχθησαν, δυστυχώς, οι γνωστές βιαιότητες και τα έκτροπα. Δυστυχώς, είναι μία περίοδος που η Βενετία δε θα πάψει να ασκεί, ενάντια στα συμφέροντα της χριστιανοσύνης, μία ιμπεριαλιστική πολιτική, με στόχο να ενισχύσει την εμπορική της επιρροή και συμφέροντα στα εδάφη της Εγγύς Ανατολής. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Σχέσεις όχι αδελφικές, αλλά ανταγωνιστικές

Τα ιστορικά αυτά γεγονότα τροφοδότησαν μία σειρά θεολογικών ερωτημάτων που ενέτειναν στη δημιουργία του Σχίσματος. Από το έτος 330, ημερομηνία ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης έως την άλωσή της το 1453 από τα στρατεύματα του Μωάμεθ του Β’, δηλαδή κατά τη μακρά διάρκεια έντεκα αιώνων, το Βυζάντιο μετρά τρία ουσιαστικά «σχίσματα»: το σχίσμα του Ακάκιου (482-519) που διήρκεσε 37 έτη, το σχίσμα του Φωτίου (866-879) που διήρκεσε 13 έτη και το σχίσμα του Μιχαήλ Κηρουλάριου που για κάποιο περίεργο και αδικαιολόγητο λόγο, διαρκεί ακόμα και σήμερα. Αυτές οι αναγνωρισμένες - ιστορικά - ρήξεις, ανάμεσα στους δύο χριστιανικούς κόσμους, περιορίστηκαν και έληξαν επίσημα ύστερα από συμφωνία στην οποία συνήθως κατέληγαν οι Πάπες με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Αυτό δε σήμαινε ότι οι σχέσεις επέστρεφαν ποτέ στο φυσιολογικό, αλλά μάλλον ότι και οι δύο πλευρές επιθυμούσαν να επιστρέψουν σε μία κανονικότητα, μη αναγνωρίζοντας δημόσια αυτές τις διασπάσεις. Το σχίσμα ουσιαστικά φώλιαζε μονάχα στη ψυχή τους. Οι Λατίνοι κατηγορούσαν τους Βυζαντινούς ότι ήταν πεισματάρηδες και ανίδεοι και οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τους Λατίνους ως ψωροπερήφανους και βάρβαρους, πουλημένους στους βάρβαρους Φράγκους, λέγοντας πως δεν αναγνωρίζουμε πλέον τους εαυτούς τους ως αδέλφια, αλλά ως σχισματικούς και ως εχθρούς. Μέσα σε μία τέτοια ατμόσφαιρα και ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι εύκολο να κατανοήσουμε το μίσος και τη δυσαρέσκεια που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο λαούς. Ένδειξη αυτής της αντιπαλότητας είναι και η διαμάχη μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών. Αυτό το θέμα θα άξιζε μια επί μέρους μελέτη.

Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Δοσίθεος (1180-1191) είχε δηλώσει δημοσίως στους Γερμανούς Πρεσβευτές: «οποιοσδήποτε Έλληνας, ακόμα κι αν έχει σκοτώσει δέκα άλλους Έλληνες, θα λάβει τη χάρη από τον ουρανό, αρκεί να καταφέρει να δολοφονήσει εκατό Λατίνους». Όταν ο Μανουήλ Κομνηνός θέλησε να απαντήσει ευνοϊκά στη Ρώμη που επιδίωκε την Ένωση, ο Πατριάρχης της Αντιοχείας Μιχαήλ (1170-1177), του διακήρυξε ότι: «ο Τούρκος είναι ο αφέντης μου σε αυτή τη ζωή, ο Λατίνος όμως δεν είναι ενωμένος μαζί μου στην πνευματική ζωή. Ως εκ τούτου από τον πρώτο δε μου ζητείται να μοιραστώ την πίστη μου μαζί του. Ο δεύτερος όμως μου ζητάει να υποκύψω στα δόγματά του, κάτι που θα με οδηγήσει να απομακρυνθώ από το Θεό». Η ίδια αυτή εχθρότητα ίσχυε και στη Δύση. Ο μεγάλος ποιητής της πρώιμης Αναγέννησης Πετράρχης (1304 – 1374), ο οποίος μάλιστα είχε μάθει τα ελληνικά από τον περίφημο Βαρλαάμ Καλαβρό, έλεγε πως: «οι Τούρκοι είναι εχθροί μας. Αλλά οι σχισματικοί Έλληνες είναι χειρότεροι από αυτούς τους εχθρούς μας».

Αυτή η κατάσταση έγινε ακόμα τραγικότερη μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, σε σημείο που κατά τη διάρκεια μίας ταραχώδους Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, ένας διακεκριμένος Έλληνας, ο Λουκάς Νοταράς, αναφώνησε: «Καλύτερα να δω να βασιλέψει στην Κωνσταντινούπολη το σαρίκι του Τούρκου, παρά η τιάρα του Λατίνου!».

Από απόψεως νομοκανονικής, το Σχίσμα ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες επισημάνθηκε και αναλύθηκε, κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως το 1484. Όταν η Μεγάλη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως συνεκλήθη υπό την Προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Συμεών της Τραπεζούντας (1466-1467, 1471 και 1482-1486), οι Συνοδικοί απέρριψαν τη Συνθήκη της Ένωσης της Φλωρεντίας. Από τη στιγμή εκείνη η Βυζαντινή Εκκλησία έγινε για τους Καθολικούς «σχισματική ομολογιακή Ορθόδοξη Εκκλησία» και για την Ορθόδοξη Εκκλησία η Καθολική αναγνωρίστηκε ως «Παπική».

Σήμερα, η Καθολική Εκκλησία, κυρίως μετά τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού αναγνωρίζει την Εκκλησιαστικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και επομένως την εγκυρότητα των ιερών Μυστηρίων της. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει η αμοιβαιότητα εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε ότι αφορά στην Καθολική Εκκλησία και στην αναγνώριση της εγκυρότητας των δικών της ιερών Μυστηρίων.

Σήμερα, οι δύο μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις διεξάγουν ένα θεολογικό διάλογο που σκοπό έχει το «κοινό ποτήριο». Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον αυτοκράτορες, σήμερα το ζητούμενο δεν είναι το ποια είναι οι κεφαλή σε μια χριστιανοσύνη που προσπαθεί, ούτως ή άλλως, να επιβιώσει μέσα σε μία ολοένα πιο εκκοσμικευμένη κοινωνία, αλλά το πώς θα υπηρετήσουμε καλύτερα - μαζί - τον άνθρωπο, αναγνωρίζοντας σε αυτόν, το πονεμένο πρόσωπο του Χριστού που ήλθε να μας ενώσει και όχι να μας χωρίσει.

† Ιωάννης Σπιτέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: