e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

Στον Αμυρά, για μια χούφτα αφράλα

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

-Έλα, χριστιανέ μου, έβγα από κει μέσα. Τσουρούλι μυαλό δεν έχεις στο καύκαλό σου. Θα γκρεμοτσακιστείς καμία ώρα. 

-Και καλά που δε σκέφτεσαι τον εαυτό σου, εκειό το κακορίζικο που σου άφηκε η Ερασμία, δεν το λυπάσαι; Τι θα γίνει, μωρέ αναμπεσμένε άμα πάθεις τίποτα; 

-Στσου δρόμους θα καταντήσει περίγελως του χωριού. 

-Πάψε μωρή Σταθούλα, μη με γλωσσοτρώς συνέχεια,  που να φας τη γλώσσα σου.

-Μωρέ βάλε μυαλό εσύ κι ας φάω τη γλώσσα μου εγώ, μη σκιάζεσαι για μένα. 

-Εκειό το παιδί παραλογάω η μαύρη, που θα μείνει έρμο και σκότεινο. Ή μπας κι έχω χρόνια μπροστά μου για να το κοιτάξω εγώ; Μία ηλικία έχουμε, μην κοιτάς που εσύ κοκορεύεσαι πως είμαι τάχα μικρότερή σου, δηλαδή νέα,  επειδή με περνάς κάτι μήνες.

Αυτός ο διάλογος, επαναλαμβανόταν ανάμεσα στην Σταθούλα και στο Δαμιανό, με μικρές παραλλαγές, από τέλη  Μαΐου, που γλύκαινε λίγο η θάλασσα κάτου στα βράχια του Αμυρά, μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη περίπου, που πιάνανε τα κρύα και αγρίευε πολύ η θάλασσα.

Κάθονταν σε ένα βουνίσιο χωριό, πρωτοξάδελφα, οι μανάδες τους αδελφές, πολύ αγαπημένοι, γνοιάζονταν ο ένας τον άλλον και τα σπίτια τους, μισό τσιγάρο δρόμος. Όπως ήταν μοναχοπαίδια και οι δύο, ήταν πολύ δεμένοι καλύτερα και από αδέλφια.

Χήρα από νέα η Σταθούλα, ο Νικόλας τσης, επήγε από θέρμη, (:ελονοσία). Ούτε παιδιά είχε, μόνη κι έρημη εκείνη, μόνος με το Γιάννη το γιο του ο Δαμιανός, που ήταν «μογγολικός» (γεννήθηκε με το Σύνδρομο Ντάουν, αλλά τότε ελάχιστοι γνώριζαν τον όρο).  Η γυναίκα του η Ερασμία, είχε πεθάνει, από χτικιό (φυματίωση), πολλά χρόνια πίσω, όταν ο Γιάννης ήταν 9 χρονών περίπου. Μόνος του με τη βοήθεια της Σταθούλας  μεγάλωνε το Γιάννη ο Δαμιανός.

Μόλις είχε τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και όλοι προσπαθούσαν να συνέλθουν και να ξαναβρούν τους εαυτούς τους όπου τόσα χρόνια στενάζανε από τα κακά του πολέμου. Για αυτό η Σταθούλα, του φώναζε όλη μέρα του Δαμιανού.

-Εγλύτωσες κι εσύ κι εμείς από την πείνα και τη δυστυχία και τώρα που λέγαμε να ανασάνουμε λίγο, εσύ πας γυρεύοντας να μας εύρει άλλο κακό;

Μα, ας δούμε τι και πού ήταν ο Αμυράς και γιατί φοβόταν τόσο πολύ η Σταθούλα και τον  «έψαλε» κάθε μέρα.

Ο Αμυράς είναι μια παραθαλάσσια βραχώδης περιοχή του νησιού Ζακύνθου. Το όνομα θα πρέπει να προέκυψε από τη μορφολογία των βράχων, όπου έχουν σχηματιστεί στεγανά κοιλώματα και μέσα σε αυτά μπαίνει το θαλασσινό νερό, μετά από θαλασσοταραχή. Αυτά τα κοιλώματα, μπορεί να έχουν και 20 μέτρα απόσταση από την άκρη, σε ηρεμία. Ο Αμυράς είναι κάβος, οπότε, σπάνια θα βρεις τη θάλασσα ήρεμη. Στις 20 φορές που θα πάνε οι τολμηροί, ζήτημα αν την βρουν ήρεμη στις τρεις, αυτό ακόμα  και το Καλοκαίρι!

Στις απομακρυσμένες λοιπόν λακκούβες με το θαλασσινό νερό μέσα,  όπως είναι εκτεθειμένες στην καλοκαιρινή ζέστη, ιδιαίτερα αυτές που είναι ρηχές, μετά από 3-4 ημέρες εξατμίζεται το καθαρό νερό και μένει μόνο το αλάτι που περιέχεται στο θαλασσινό.

Οι ακτίνες του ήλιου, ζεσταίνουν και το βυθό της λακκούβας και την επιφάνεια του θαλασσινού νερού, οπότε το αλάτι, σιγά-σιγά «βυθίζεται» και κάποια στιγμή μένει σκέτο με ελάχιστο νερό για τη συλλογή, γιατί αν πετρώσει δεν μπορεί να συλλεχθεί.  Με το χέρι λοιπόν και με πολλή προσοχή, γιατί τα βράχια γύρω είναι πάρα πολύ κοφτερά και με το καλάθι στο άλλο χέρι, συλλέγεται το αλάτι. Σουρώνεται σιγά-σιγά και μεταφέρεται στο σπίτι, όπου εκεί, απλώνεται επάνω σε σίτα και μένει στον Ήλιο περίπου 6 μέρες για να στεγνώσει καλά.

Στη συνέχεια θα τριφτεί γιατί είναι πολύ χονδρό και θα καθαριστεί από τυχόν «χατσαλάκια» που μπορεί να μετέφερε ο αέρας κατά την διαδικασία της πήξης!

Πού τον έχανες πού τον έβρισκες το Δαμιανό, μόλις γλύκαινε λίγο ο καιρός, στον Αμυρά να μαζεύει αφράλα, δηλαδή, Αλάτι γνήσιο θαλασσινό.

Δεν είχε μεγάλη περιουσία ούτε πολλά εισοδήματα ούτε πολλά γεννήματα, αλλά λίγο από δω λίγο από κει, τα κατάφερνε να μην τους λείπει τίποτα στο σπίτι. Αρκετές ρίζες Ελιές, ώστε να έχουν το λάδι της χρονιάς, αλλά και να φτιάχνουν  ελιές, βλαστάδες ή κολυμπάδες για προσφάι! Ένα αμπέλι που έφτιαχνε για όλους η Σταθούλα γλυκό του κουταλιού με τα σταφύλια, αλλά   έκανε και το κρασί της χρονιάς τους, γιατί το μοιραζόταν με τη Σταθούλα, που είχε μεν ένα μικρό λιοστάσι, αλλά όχι αμπέλι. Κότες που εξασφάλιζαν τα αυγά της χρονιάς αλλά και κοτόπουλα. Μια προβατίνα και μια κατσίκα που έπιναν γάλα αλλά έφτιαχνε Μυζήθρα φρέσκια και κάμποσα κουλούρια ντόπιο τυρί και τα αρνάκια/κατσικάκια,  τα πουλούσε αλλά κρατούσε δύο  για τη φαμελιά. Φαμελιά του, ασφαλώς, ο Γιάννης και η Σταθούλα. 

Η αφράλα τού απέδιδε κάμποσα κάθε χρόνο, γιατί την πουλούσε σε καλή τιμή. 

Όμως, τα χρόνια είχαν περάσει κι ο Δαμιανός, αναπόφευκτα, έγινε μπάρμπα-Δαμιανός  ή γέρο- Δαμιανός. Γι' αυτό και η Σταθούλα  τού φώναζε συνέχεια. Τα βράχια στον Αμυρά πολύ απότομα και επικίνδυνα. Και το ύψος από τη θάλασσα πολύ μεγάλο. Στα 50 περίπου μέτρα, τα βράχια είναι σα βελόνες γιατί τα τρώει η θάλασσα του Γαρμπή και του Σιρόκου το Χειμώνα. Τα γνώριζε καλά όλα αυτά η Σταθούλα, για  αυτό και του φώναζε συνέχεια να σταματήσει πια να κατεβαίνει στα βράχια.

-Δίκιο έχεις Σταθούλα μου δε λέω, αλλά να, η ψυχή δε γερνάει και νομίζω πως είμαι ακόμα νέος.

-Α, ρε Δαμιανέ μου, μια φορά κι ένα καιρό ήμαστε νέοι, τώρα πια μας πλάκωσαν τα γεράματα. 70 χρονώνε άνθρωποι πια, αυτά τα ατζάρντα, δεν είναι  για την ηλικία μας. Για αυτό   φωνάζω η καψερή, τι λες ότι έτσι από αίρεση σε τρώγομαι όλη μέρα; Κι εγώ εσένα έχω αποκούμπι, παιδιά σκυλιά δεν έχω, γειτόνοι δεν υπάρχουν εδώ το γύρω, αν πάθεις τίποτα εσύ τι θα γίνει το παιδί αλλά κι εγώ; 

Ο Αμυράς είναι άγριος, δεν αστειεύεται. 

-Και απότομα τα βράχια, λίγο να παραπατήσεις ή να γλιστρήσεις ή και να ζαλιστείς, ξέρεις τι σε περιμένει; Όπως είναι έρημος ο τόπος, έτσι και πάθεις κάτι και να φωνάξεις δε θα σε ακούσει κανένας. Κι όχι μονάχα αυτό μωρέ  ξεκουτιασμένε, αλλά το χούι σου να σαρταίνεις τσίτσιδος από κει στη θάλασσα και να κολυμπάς με τσι ώρες, πού το πας; Και δε σκέφτεσαι μη σ' εύρει τίποτα κι αν δε προλάβουνε να σε φάνε τα ψάρια ή να σε τραβήξει πολύ μέσα το κύμα, και σε βρούνε τουμπανιασμένο  και τσίτσιδο οι χωριανοί,  θα γίνεις ρεζίλι του σκυλιώνε;  Καλά που πετάς τη φανέλα, το σώβρακο, τι σου φταίει και το βγάζεις; 

-Ε, γυναίκα πράμα εσύ, πού να καταλάβεις από τέτοια; Όταν πέφτω εγώ στη θάλασσα όπως με γέννησε η Μάνα μου, μου φαίνεται πως γεννιέμαι ξανά. Χαίρεται η ψυχή μου και μπορώ να κολυμπάω έτσι για ώρες.

-Εσύ μπορεί να λες ότι θέλεις, εγώ το καλό που σου θέλω, να μην ξαναπάς στον Αμυρά και αν πας, να μη τσιτσιδώνεσαι. 

Μα, τζάμπα τα λόγια τση Σταθούλας. Ο γέρο Δαμιανός, το χαβά του! 

Ήταν Καλοκαίρι, Αλωνάρης και η κάψα ανυπόφορη. Αποβραδίς, ένιωθε κάπως αδιάθετος ο γέρο Δαμιανός, μα δεν έδωσε σημασία. Το πρωί που σηκώθηκε, αφού ετοίμασε το Γιάννη, τον βοήθησε να πλυθεί και να ντυθεί, έφαγαν μαζί ψωμοτύρι όπως κάθε πρωί, τον ορμήνεψε όπως συνήθως, να μην πάει πουθενά, ούτε και έξω να βγει γιατί ο ήλιος ζεματάει, πήρε το δρόμο για τον Αμυρά.

Τη μικροαδιαθεσία που ένιωθε την απέδωσε στην πολλή ζέστη, έτσι φόρεσε  και μία τρίτσα  για τον ήλιο, αποφασισμένος να μαζέψει καμιά χούφτα αφράλα μόνο, όπου του τη γύρεψε ο παπάς προχθές για τη σαλάτα, να κάνει μία βουτία να δροσιστεί και να βγει. Είχε κανονίσει να μαγειρέψει μανέστρα με φρέσκες ντομάτες από τον κήπο και μπόλικο σέλινο και ασφαλώς λάδι μπόλικο! Θα έριχνε και πεπονόσπορο (:ζυμαρικό στο σχήμα του πεπονόσπορου, εξ ου και το όνομα),  είχε και σκουράτζο, (:ρέγκα), που θα τον έψηνε ανάβοντας εφημερίδες και θα τρώγανε μια χαρά και οι τρεις, γιατί η Σταθούλα είχε ζυμώσει ψωμί και μέχρι να γυρίσει ο γέρος, θα είχε βγει ζεστό-ζεστό από το φούρνο! 

Δυστυχώς, ο Δαμιανός δεν έφτιαξε την ωραία μανέστρα που υπολόγιζε, και το φρεσκοψημένο  ψωμί της Σταθούλας, το έφαγαν την επόμενη μέρα οι λίγοι χωριανοί που συνόδεψαν το γέρο στην τελευταία του κατοικία.

Περνούσε η ώρα κι ο γέρο Δαμιανός δε φαινόταν, κόντευε 2 από το γιόμα κι ο γέρος συνήθως, έβγαινε το γιόμα. Δεν υπήρχαν ρολόγια εκείνα τα χρόνια, αλλά ούτε και χρειάζονταν. Όλοι γνώριζαν πως όταν η σκιά του Ήλιου φτάσει τόσες ωριές από  συγκεκριμένο σημείο, ήταν γιόμα.  

Βγήκε με τρόπο η Σταθούλα, για να μην τρομάξει το Γιάννη, πως πάει τάχα να μαζέψει τα αυγά από τις κότες. Τράβηξε στην πέρα γειτονιά και φώναξε δυο γειτόνους, το και το τους λέει, τρεχάτε να δείτε τι συμβαίνει γιατί κάτι τρέχει, πάω πίσω σπίτι  γιατί άφηκα το Γιάννη μοναχό του.

Βρήκαν το γέρο Δαμιανό τσίτσιδο, καρφωμένο σχεδόν στα μυτερά βράχια ανάσκελα. Σούσουρο στο χωριό και στα διπλανά.

Αφού κατέβηκαν με τρόπο άνδρες και ανεβάσανε το γέρο επάνω, σε μια σκάλα, τον τύλιξαν με ένα λιόπανο που βρήκαν πρόχειρο να κρύψουν τη γύμνια του κι ένας από όλους έτρεξε στη χώρα με το ποδήλατο να φέρει γιατρό.

Προφανώς, είχε βγάλει τη χούφτα αφράλα, ήταν εκεί δίπλα κι αφού, τσιτσιδώθηκε, κατά τη συνήθειά του, βούτηξε και κολύμπησε για λίγο. Ο γιατρός αποφάνθηκε, πως το πιο πιθανόν, βγαίνοντας από τη θάλασσα και φτάνοντας εκεί που τα βράχια κοφτερά σα βελόνες, θα πρέπει να  έπαθε ανακοπή καρδιάς και τελείωσε, έτσι ολομόναχος και τσίτσιδος.

Όπως το είχε προβλέψει η Σταθούλα, όχι γιατί «τον γλωσσότρωγε», αλλά γιατί το ένστικτο αυτό της έλεγε. 

δ.μ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: