e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

Νοικοκυρά και σεστάδα ή Καθαρή;

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Κουράστηκε η Τασία, ασβέστωνε γύρω από νωρίς! Έφταναν Χριστούγεννα, έπρεπε να αστράφτουν όλα για την άγια Μέρα! Ο καιρός, απίστευτα ήπιος για την εποχή, ακόμα κι ο ήλιος έλαμπε, κι ας τον έλεγαν «ήλιο με δόντια». 

Κάθισε εκεί στο πεζούλι. Οι άνδρες είχαν φύγει από νωρίς για τα χωράφια, η Κιττούλα και η Φωφώ, δεν είχαν σηκωθεί ακόμα. Η Τασία, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα, αναπολώντας τα χρόνια που οι δυο της γιοί ήταν ελεύθεροι κι εκείνη κυρά κι αφέντρα στο σπίτι και στο νοικοκυριό της! Καλόγνωμος ο Αλέξης, ο άνδρας της, δεν ανακατευόταν ποτέ στα οικιακά. Τρεις άνδρες εκεί μέσα κι εκείνη όλη την ευθύνη, να ψωνίσει, να καθαρίσει, να μαγειρέψει τα φαγητά που άρεσαν σε όλους και να κάνει όλα όσα έπρεπε. Με λίγα λόγια, εκείνη κουμάντο σε όλα! Νοικοκυρά, καθαρή άξια όλα τα προλάβαινε και όλα σωστά και ωραία! Είχαν να λένε στη γειτονιά για την αξιοσύνη της.

Μα, ήρθε η ώρα να παντρευτούν τα αγόρια της.

Ο Λευτέρης, ο μικρότερος, συμπάθησε μια ωραία κοπέλα που συνάντησε όταν πήγε σε μια Ομιλία (:υπαίθριο, λαϊκό, θέατρο όπου και τους γυναικείους ρόλους, υποδύονται άνδρες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες), σε ένα κοντινό χωριό. Αφού έγιναν οι απαραίτητες συζητήσεις και συμφωνίες περί προίκας κ.λπ. μέσω προξενήτρας, δώσανε λόγο, ακολούθησαν αρραβώνες και λίγο αργότερα ο Γάμος!

Και η πρώτη νύφη, εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό σπίτι!

Κάπου άρχισαν να αλλάζουν λίγο οι συνθήκες. Η Τασία ένιωθε πως η Κιττούλα, την παραμέριζε. Μια μέρα, την πέταξε τη σπόντα της η Τασία.

-Μια γειτόνισσα, όταν μπήκε νύφη, έλεγε: Ήρθε η νύφη και μου πήρε την κουτάλα! εννοώντας, ότι σερβίρει πια η νύφη!

Βαρύ αυτό για την παλιά νοικοκυρά. Η Κιττούλα, όμως, απτόητη της λέει,

-Ε, κι εσύ καημένη Μάνα, πώς το βλέπεις έτσι, καιρός να ξεκουραστείς πια.

Δε μίλησε η Τασία, όμως, κλείστηκε στην κάμαρά της κι έκλαψε πικρά, όχι μόνο «για την κουτάλα», αλλά και για τη μεγάλη προσβολή, όπως ερμήνευσε εκείνο το «καημένη». Παρηγοριά δεν τόχε, άκου εκεί να με πει καμένη… που να καεί και να ψηθεί το παλιοθήλυκο.

Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και πολύ ακατάστατη η νύφη, σημασία δεν έδινε, όπου έβγαζε το ρούχο ή τα παπούτσια, εκεί τα παράταγε, ούτε γνοιαζόταν αν γινόταν χαμός στην κάμαρά της ή αν δε συμμάζευε το τραπέζι μετά το φαγητό!

«Ήξερε να μου πάρει την κουτάλα, αλλά από νοικοκυριό και σέστο τίποτα. Ακούς εκεί πράματα.» Όμως, της αναγνώριζε ένα μεγάλο καλό. Ήταν πολύ σχολαστική στην καθαριότητα! Όταν έπλενε πιάτα, ποτήρια και κατσαρόλες, άστραφταν όλα! Τα ποτήρια, τα φλυτζάνια, αλλά και τις κατσαρόλες, τα περνούσε με ξύδι στο προτελευταίο ξέπλυμα, ιδιαίτερα αν είχαν φάει αυγά ή ψάρια που είχαν βαριά μυρωδιά.

Έτσι, η Τασία, προσπαθούσε να παραβλέπει την ακαταστασία και να χαίρεται που, τουλάχιστον, ήταν σχολαστική στην καθαριότητα, γιατί έτσι ήταν και η ίδια!

Και ήρθε η ώρα, να παντρευτεί κι ο δεύτερος γιος ο Στέλιος. Εκείνος, είδε τη Φωφώ στο πανηγύρι του Αγίου, στη χώρα. Ψηλή, στρουμπουλή, γεροδεμένη, στα γούστα του και με σεβαστή προίκα. Ότι πρέπει!

Όταν πήγαν στους συμπεθέρους, για «να κλείσουν το γάμο» και τους έκαναν τραπέζι, η Τασία παρατήρησε ότι το σπίτι περιποιημένο, νοικοκυρεμένο και καθαρό! Ανάσανε, γιατί με την Κιττούλα, αγανακτούσε πολλές φορές, που τα πέταγε όλα γύρω και δε συμμάζευε! Σκέφτηκε, πως η Φωφώ, μπορεί να επηρέαζε και την Κιττούλα και να αρχίσει να συμμαζεύει.

Μετά το γάμο, ασφαλώς κι ο Στέλιος με τη Φωφώ, στο οικογενειακό σπίτι!

Η Τασία, καλοτύχιζε το Στέλιο που πήρε τόσο άξια γυναίκα και μπορούσε κι αυτή πιά, να ξεκουραστεί λίγο! Πολύ σεστάδα, πολύ νοικοκυρά, η δεύτερη νύφη και το σπίτι άστραφτε. Ακόμα και τις κουρτίνες τις κατέβαζε το βράδυ, και το πρωί πεντακάθαρες σιδερωμένες στόλιζαν τα καθαρά παράθυρα, που κι εκείνα τα καθάριζε αργά το βράδυ! Μα και τα σεμεδάκια, πετσετάκια, τα έπλενε και τα κολλάριζε τη νύχτα, ώστε να τα στρώσει το πρωί φρέσκα και καθαρά! Με τη σκούπα και το ξεσκονόπανο στο χέρι, μέσα στο σπίτι και με το σάρωμα, για τις έξω αυλές! Πάντα φιόρα στις ανθοστήλες, αγριολούλουδα ή μερτίες αν δεν υπήρχαν φιόρα, μολονότι, πάντα κάτι εύρισκε στον κήπο ή στα χωράφια.

Επί πλέον, όπως ήταν πολύ φιλική και διαχυτική, είχε καλές σχέσεις με όλους, ακόμα και με την Κιττούλα, που μεταξύ αστείου και σοβαρού, την έψαλε για την ακαταστασία της, τόσο, που κάποιες φορές ντρεπόταν η Κιττούλα και συμμάζευε.

Μα και την μπουγάδα ή απλό πλύσιμο τα έκανε χαράματα και μέχρι να σηκωθεί η Τασία, που είχε ηρεμήσει και δε σηκωνόταν πια από τα χαράματα, γνωρίζοντας πως άξια στο πόδι της η Φωφώ, εκείνη τα είχε απλώσει κιόλας!

Για κακή της τύχη, μια μέρα που ετοιμαζόταν η Φωφώ να πλύνει, σηκώθηκε νωρίς η Τασία! Από τρίχα να την εύρει κόρπο, (Εγκεφαλικό), βλέποντας τη Φωφώ, να ξεμυξιάζει τα μαντήλια του άνδρα της και του πεθερού, στο ταψί και δίπλα σε μεγάλη κατσαρόλα τις κάλτσες τους.

-Παναγία Παρθένα μου, βάζει τις φωνές.

Η Φωφώ πέρα στο πηγάδι να φέρει νερό δεν πήρε χαμπάρι.

Σηκώνεται ο Αλέξης τρομαγμένος, του κάνει νόημα και πάνε στην κάμαρά τους.

-Τι έγινε μωρή Τασία, φάντασμα είδες αχάραγο;

-Χειρότερο φάντασμα από κειο που είδα δε γίνεται.

Σύξυλος ο Αλέξης μόλις του εξήγησε. Και τώρα, τι κάνουμε; Σκέφτηκε πολύ ο Αλέξης και

λίγες μέρες μετά, σηκώνεται πρώτος και βλέπει τη Φωφώ να μουσκεύει έξω στην αυλή σε μια μεγάλη κατσαρόλα τα εσώρουχα της!

-Δε μου λες κυρά μου, στο σπίτι σας, στη παδέλα που μαγειρεύατε πλένατε και τα βρακιά σας;

-Και λοιπόν; Την πλένουμε μετά, αστράφτει και μαγειρεύουμε. Οι κατσαρόλες δεν κολλάνε βρώμα, γιατί τις πλένω πολύ καθαρά μόλις τελειώσω. Δε λες και φχαριστώ που σου πλένω τα τσουράπια σου που ζέχνουνε και τα μυξομάντηλά σου και τα βρίσκεις όλα καθαρά και σιδερωμένα, μιλάς κι από πάνω; Γιατί νομίζεις σκοτώνομαι από τα χαράματα; Για να μη σας έχω στα πόδια μου κι εσέ και την πεθερά μου. Ή έπαθες τίποτα μέχρι τώρα; Δεν πιστεύω.

-Εδώ δεν έπαθες τίποτα με το ψωμί που τρως κι εσύ και όλοι μας.

-Σαν τι να πάθουμε με το ψωμί; Φρέσκο και ζεστό πάω και το παίρνω από το Φούρνο του Τερεζάκη στο ψήλωμα κάθε πρωί.

-Μήπως και έτυχες καμία μέρα να δεις τους άνδρες πώς το ζυμώνουνε σε κείνες τις θεόρατες σκάφες; Έτυχα εγώ ένα πρωί με τη Μάνα μου. Με τα μανίκια σηκωμένα μέχρι επάνω και με τη φανέλα μοναχά γιατί καίει ο μεγάλος φούρνος δίπλα και οι μύτες τους που τρέχουν και οι ιδρώτες τους, πέφτουν μέσα στο ζυμάρι! Να, σου ορκίζομαι στον Άγιο Διονύσιο, το είδα με τα μάτια μου!

-Και φαγωθήκατε εσύ κι η πεθερά μου για το ταψί και την παδέλα που τα τρίβω και λάμπουν μόλις τελειώσω!

-Δε βλέπετε που άστραψε το σπίτι σας από πάστρα από την ημέρα που μπήκα εδώ μέσα, που ήταν μέσα στην ακαταστασία και τη σκόνη;

-Μωρέ, καλά μου τόλεγε η Μάνα μου όταν είδε το σπίτι σας, «θεγατέρα, τα πεθερικά σου, καλοί άνθρωποι αλλά ανοικοκύρευτοι, του κουτρούλη ο γάμος γίνεται εκεί μέσα».

Έσκυψε το κεφάλι ο Αλέξης και γύρισε αμίλητος στην κάμαρά του που ήταν η Τασία.

Τον πίκρανε πολύ το ατζάρντο της νύφης. Η Κιττούλα, μπορεί να ήταν ακατάστατη αλλά ποτέ δεν του είχε μιλήσει έτσι, ετούτη η μεγάλη γλωσσοκοπάνα κι ούτε σέβας ούτε τίποτα.

-Γυναίκα, άκρη δε βρίσκουμε, η μία νύφη ακατάστατη και το σπίτι σαν αχούρι, όπως λέει κι η Φωφώ, αλλά πεντακάθαρη και η άλλη σεστάδα και νοικοκυρά, αλλά να σιχαίνεσαι να πιείς νερό ή να φας μέσα στο ίδιο σου το σπίτι!

-Ορέ πώς καταντήσαμε Τασία μου. Και σα να λέμε, τι κάνουμε τώρα; 

Σκέφτηκαν πολύ το ανδρόγυνο και την άλλη μέρα ο Αλέξης πήγε στη χώρα και αγόρασε καινούρια κατσαρολικά και μεγάλο ταψί.

Καλεί… σύσκεψη το βράδυ όλη τη φαμελιά και εξηγεί με καλό τρόπο, ότι

-Επειδή η Φωφώ είναι πολύ σχολαστική στο νοικοκυριό και θέλει να πλένει χώρια τα πολύ λερωμένα ρούχα, έτσι που κάποιες φορές αναγκάζεται να χρησιμοποιεί και κατσαρολικά, αγόρασα καινούρια για την κουζίνα ώστε η Φωφώ να έχει να κάνει τη δουλειά της, χωρίς να παίρνει τίποτα από την κουζίνα.

Κι από δω κι πέρα, η Μάνα σας θα αναλάβει την Κουζίνα και το μεγέρεμα κι εσείς όλα τ άλλα.

Μα, αφότου άκουσε από τη Φωφώ για το ζύμωμα στο Φούρνο, αγόραζε τσουβάλι αλεύρι και ζύμωνε η Τασία, ξανά. Τέχνη που την είχε αφήσει πίσω από τα νιάτα της!

Έτσι ηρέμησαν όλοι και η Τασία με τον Αλέξη και τους γιους , αλλά και η Κιττούλα έτρωγαν ήσυχοι πια, χωρίς να αηδιάζουν στη σκέψη πως μέσα στο ταψί που έβγαινε μοσχομυρισμένο από το φούρνο, λίγο πριν είχαν πλυθεί μυξομάντηλα.

Αποβραδίς των Χριστουγέννων, ως συνήθως, μαζεύτηκαν όλοι στο τραπέζι να κόψουν την Κουλούρα, ψάλλοντας το τροπάριο της Γέννησης, έγιναν όλα τα παραδοσιακά, όπως πάντα, αντάλλαξαν ευχές, βγήκε ο Αλέξης μπροστά στην αυλή κι έριξε δυο σμπάρα, έτσι για το καλό, όπως το συνήθιζαν όλοι οι Ζακυνθινοί!

Μετά, λίγο δειλά λίγο ντροπαλά αλλά με συγκίνηση στη φωνή, η Φωφώ και ο Στέλιος, ανήγγειλαν ότι τα επόμενα Χριστούγεννα, θα είναι κι άλλο άτομο στο τραπέζι να απλώνει το μικρό του χεράκι να κρατάει τη Χριστουγεννιάτικη κουλούρα!

Χαράς ευαγγέλια όλοι! Περισσότερο ο Αλέξης και η Τασία, που θα αξιώνονταν να κρατήσουν αγκαλιά το πρώτο τους εγγονάκι, ελπίζοντας ότι ο Λευτέρης με την Κιττούλα, δε θα αργούσαν να τους αναγγείλουν, χαρούμενα νέα!

Άντε κυρά Τασία, να μας ζήσει το εγγονάκι που θα έρθει και ποιος γνοιάζεται πια για νοικοκυροσύνη, σεστάρισμα και καθαριότητα! Η φαμελιά νάναι καλά και να αυγαταίνει!

Χρόνια μας Πολλά και με το καλό να δεχτούμε το νέο μέλος της φαμελιάς!

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: