e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Ο Άλλος έρχεται από το μέλλον. Η επικαιρότητα της σκέψης του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη σε μια εποχή αλγορίθμων


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΚΛΗΡΗΣ

Ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), υπήρξε ένας από τους πλέον επιδραστικούς σύγχρονους θεολόγους, ο οποίος ευτύχησε, ενόσω ακόμη ζούσε, να αλλάξει τους όρους με τους οποίους γίνεται η Θεολογία. Ο λόγος της μεγάλης αυτής επιδραστικότητας ήταν ότι προσπαθούσε συνήθως να βρει το πλέον σημαντικό θεμέλιο της αλήθειας, αντιπαραθέτοντάς το προς ό,τι θεωρούσε ως επουσιώδες ή δευτερεύον. Διέθετε μία σκέψη με έντονες αντιστίξεις, επιμένοντας να διαλέγει ό,τι θεωρούσε ο ίδιος ως καίριο, προκειμένου να διαυγάσει την ανθρώπινη υπαρξιακή συνθήκη. Οι πλέον εμβληματικοί από τους πόλους της σκέψης του είναι οι εξής: Πρόσωπο έναντι φύσεως, ελευθερία έναντι αναγκαιότητας, ετερότητα έναντι ταυτότητας και εαυτού, μέλλον έναντι παρελθόντος, οντολογία έναντι ψυχολογίας, ευχαριστία έναντι ηθικής και θεσμός έναντι χαρίσματος.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτός ο έντονα αντιθετικός χαρακτήρας της σκέψης του είναι ένα νεωτερικό στοιχείο, ενώ η παραδοσιακή Θεολογία είναι κατά κανόνα περισσότερο συμφιλιωτική, προσπαθώντας να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές του εκκλησιαστικού φαινομένου. Ωστόσο, και η Θεολογία του μητροπολίτη Περγάμου αποσκοπούσε στη συμπερίληψη, κατόπιν όμως μιας ανανεωμένης έμφασης σε μια οντολογική ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι έντονες αντιθέσεις αφενός βοηθούσαν στο να παρουσιαστεί το ιδιαζόντως Ορθόδοξο σε ένα σύγχρονο δυτικό κοινό, που, αν και εκκοσμικευμένο, δείχνει ενδιαφέρον για τη διαφορετικότητα της Ορθοδοξίας, αν αυτή παρουσιαστεί με υπαρξιακά επίκαιρο και οικουμενικώς φιλικό τρόπο. Και, αφετέρου, στο να μετάσχει η Ορθόδοξη Θεολογία με τρόπο συναρπαστικό στα μεγάλα υπαρκτικά διλήμματα της εποχής μας.

Είναι λ.χ. πολύ ενδιαφέρον το πώς το πλέον χαρακτηριστικό δίπολο της σκέψης του, ήτοι αυτό ανάμεσα στην προσωπική ετερότητα και τις φυσικές ιδιότητες, είναι επίκαιρο στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και των αλγορίθμων. Για τον μητροπολίτη Περγάμου, η αυθεντική αγάπη αφορά ένα πρόσωπο που είναι απολύτως άλλο και δεν μπορεί να αναχθεί στις φυσικές ιδιότητές του. Αυτό είναι το πιο ρηξικέλευθο μήνυμα του Χριστιανισμού που ανέτρεψε τον αρχαίο κόσμο, ελληνικό και ιουδαϊκό: Η αγάπη προς τον εχθρό, τον αμαρτωλό, τον άσχημο, αυτόν δηλαδή που οι ιδιότητές του τον καθιστούν απεχθή, αλλά εντούτοις τον αγαπάμε. Μήπως κατά βάθος το συμβάν της αγάπης αυτό ακριβώς δεν σημαίνει; Το να μην μπορείς να εξαντλήσεις τον αγαπώμενο στις ιδιότητές του, αλλά, αν χρειαστεί, να τον αγαπάς πέρα από αυτές; Ενώ, αν εντέλει η αγάπη εξαρτηθεί από ιδιότητες, όπως το κάλλος ή η ευφυΐα κ.ο.κ., δεν θα εκλαμβανόταν αυτό ως προδοσία της αγάπης; Λ.χ. δεν θεωρούμε προδοσία της αγάπης το να σταματάμε να αγαπάμε ένα πρόσωπο, επειδή έχει απωλέσει το κάλλος του ή την ευφυΐα του;

Ποιος είναι πλησίον στην εποχή των αλγορίθμων;

 Ο παραπάνω προβληματισμός, ενώ αφορμάται από τη συστατική διαφορά του Χριστιανισμού από τον Ελληνισμό και τον Ιουδαϊσμό στις απαρχές του, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ στην εποχή των αλγορίθμων, οι οποίοι εξαρτούν τη σχέση μας από ποσοτικοποιημένες πλέον ιδιότητες, τις οποίες συχνά εμπιστευόμαστε. Μια εποχή στην οποία, εντούτοις, αναζητούμε περισσότερο από ποτέ το «αυθεντικό», ήτοι το μη αναγώγιμο σε τυποποιημένες ιδιότητες. Σήμερα όλο και περισσότερο οι άνθρωποι εμπιστεύονται λ.χ. τις ερωτικές τους σχέσεις σε πλατφόρμες με αλγόριθμους, οι οποίοι σταθμίζουν ιδιότητες, από βιολογικά δεδομένα μέχρι γούστα και προτιμήσεις σε προϊόντα, υλικά ή πολιτισμικά. Ενώ και η επιλογή των φίλων εξαρτάται από τις «αίθουσες ηχούς», όπου λόγω της διάδρασης μέσω αρέσκειας και απαρέσκειας καταλήγει κανείς να συναγελάζεται διαδικτυακά μόνο με όσους έχουν τις ίδιες απόψεις με αυτόν, με αποτέλεσμα η ψηφιακή ζωή να ομοιάζει με μια κλειστή αίθουσα του εαυτού, όπου αντιλαλεί μονάχα η φωνή του ίδιου του υποκειμένου.

Ο Ιωάννης Ζηζιούλας υπήρξε πολύ ριζοσπαστικός ως προς παρόμοιες προκλήσεις. Θεωρούσε ως στοιχείο της εκκλησιαστικής αυθεντικότητας το να μπορεί κανείς να αγαπήσει τον κυριολεκτικά πλησίον, ήτοι αυτόν που τυχαίνει να βρίσκεται δίπλα σου, με αυτήν την «τυχαιότητα» –που για τους πιστούς δεν είναι παρά ένα επιφανειακό προσωπείο της θείας πρόνοιας–, να αποτελεί ένα χάρισμα, ώστε να ασκηθείς στην αγάπη προς τον διαφορετικό. Τόνιζε ως εκκλησιολογική αρχή ότι η επισκοπή και οι ενορίες της αποτελούν μία τοπική Εκκλησία, η οποία φέρει εντός της την καθολικότητα του Σώματος του Χριστού και δεν είναι απλώς ένα επιμέρους τμήμα μιας γεωγραφικής καθολικότητας. Αυτή η αρχή, την οποία είχε προδιατυπώσει ο Αριστοτέλης στον ορισμό της πρώτης ουσίας, κατά την οποία η συγκεκριμένη υπόσταση φέρει όλη την καθολικότητα της δευτέρας ουσίας, ήτοι του γενικού, τη βλέπουμε και στη θεολογική διαπραγμάτευση της Αγίας Τριάδας από τους Καππαδόκες Πατέρες, όπου κάθε πρόσωπο φέρει την καθολικότητα της θείας ουσίας και όχι μέρος της, όπως συμβαίνει με τα ανθρώπινα άτομα. Όταν διά του Χριστού ο εικονισμός αυτός μεταφέρεται στην εκκλησιολογία, η κάθε τοπική κοινότητα πραγματώνει την καθολική αλήθεια του Χριστού στην Ευχαριστία (ο μητροπολίτης Περγάμου βασίζεται κυρίως στην εκκλησιολογία του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας και του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης για την καθολικότητα της τοπικής επισκοπής).

Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ο καθένας μας καλείται να αγαπήσει τα «τυχαία» πρόσωπα που βρίσκονται κοντά του, κάποιον που μπορεί να είναι ανόητος, δύστροπος, άσχημος, να έχει διαφορετική ιδεολογία από εμάς, να ανήκει σε διαφορετική φυλή, να έχει διαφορετικό τρόπο ζωής κ.ο.κ. Βεβαίως και η τοπική εγγύτητα δεν μπορεί να ειδωλοποιηθεί ως απόλυτος κανόνας, ενδέχεται λ.χ. μια ομοείδεια να βασίζεται σε τοπικό συγχρωτισμό, λ.χ. ενορίες πλουσίων στις καλές συνοικίες ή φτωχών στις φτωχογειτονιές ή μία εθνότητα να αποτελεί πλειονότητα σε έναν γκετοποιημένο τόπο κ.ο.κ. Παραμένει, όμως, το κριτήριο της τοπικότητας, ιδίως αν εννοηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο μιας επισκοπής, όπου συμβαίνει η αλληλοπεριχώρηση μεταξύ των ενοριών, μία πολύτιμη άσκηση σε μια εποχή όπου έχουμε συνηθίσει να καταφεύγουμε στις φαντασιακές κοινότητες του διαδικτύου και εκεί να σχετιζόμαστε μόνο με πραγματικούς ή φαντασιώδεις ομοϊδεάτες μας ή με άτομα με τα οποία μοιραζόμαστε, πραγματικά ή φανταστικά, ένα κοινό αφήγημα.

Ως προς την τεχνητή νοημοσύνη, το διακύβευμα του μέλλοντος θεωρείται ότι είναι η διάκριση ανάμεσα στη συνείδηση (consciousness) και τη νοημοσύνη (intelligence). Αν και είναι δυνατόν μηχανές να φτάσουν σε πολύ υψηλά επίπεδα νοημοσύνης και επεξεργασίας πληροφοριών, ως «μοναδικότητα» (singularity) εννοούμε το σημείο κατά το οποίο μια μηχανή θα έχει φτάσει στο επίπεδο να μπορεί να έχει αυτοσυνειδησία. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας πάντως ήταν κριτικός και προς τις δύο αυτές κατανοήσεις. Θεωρούσε ως ίδιον του προσώπου τη σχεσιακότητα και, στην ανθρωπολογία, αυτό περνά απαραιτήτως μέσα από τη σωματικότητα. Στον δικό του στοχασμό, η συνείδηση και η αυτοσυνειδησία είναι εντελώς δευτερογενείς ψυχολογικοί επιδιορισμοί, ενώ η σύσταση του υπαρκτικού γεγονότος του προσώπου έγκειται σε μια αγάπη που προηγείται της αυτοσυνειδησίας και συνιστά τον αγαπώμενο. Από εκεί και πέρα βεβαίως η ποσοτικοποίηση των ιδιοτήτων συνιστά ένα ακραίο σύμπτωμα αλλοτρίωσης του προσώπου, το οποίο καθ’ εαυτό ορίζεται ως μη αναγωγή στις φυσικές ιδιότητες. Όμως η αρχή του προβλήματος εντοπίζεται ήδη στη συνείδηση, η οποία σημαίνει την κατακτητική άδραξη ιδιοτήτων και την αφομοίωσή τους στον εαυτό διά της ανακλαστικής αυτοσυνειδησίας.

Ο Ιωάννης Ζηζιούλας αποτελούσε έναν «μοντερνιστή» στοχαστή με την έννοια ότι προσπαθούσε να ανταποκριθεί σε προβλήματα της νεωτερικότητας, αντλώντας στοιχεία από μια προηγούμενη παράδοση, την οποία, όμως, επανερμήνευε ριζικά (εξ ου και οι αντιδράσεις που συναντούσε από παραδοσιακούς θεολόγους), προκειμένου να μπορεί να παράσχει παρόμοιες σύγχρονες απαντήσεις. Εν προκειμένω, ασκούσε μία δριμεία κριτική στην πρόταξη της συνείδησης έναντι της οντολογίας, που βλέπουμε στη νεωτερική φιλοσοφία ως σύμπτωμα ενός ανθρώπου που είναι υπερβολικά απορροφημένος με τον εαυτό του. Οι ίδιοι οι Ανατολικοί Πατέρες έχουν βεβαίως μία πολύ ανεπτυγμένη φιλοσοφική ψυχολογία του νου, της ψυχής με το θυμικό και το επιθυμητικό, ενώ έχει καταδικαστεί ο Απολλιναρισμός, δηλαδή η θεώρηση ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, επειδή κατά τη θεώρηση αυτή κάτι τέτοιο θα προκαλούσε μία πνευματική σχιζοείδεια. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας, όμως, θεώρησε ότι έπρεπε να προβεί σε μία παρόμοια ριζική διάκριση μεταξύ οντολογίας και ψυχολογίας, ώστε να ασκήσει κριτική στο νεωτερικό φαινόμενο, που δεν υπήρχε στην εποχή των Ανατολικών Πατέρων, του να θεωρείται η αυτοσυνειδησία ως αρχιμήδειο στήριγμα της φιλοσοφίας από τον Καρτέσιο και μετά (με ρίζες μέχρι τον Αυγουστίνο Ιππώνος). Τη συνείδηση και την ψυχολογία, βεβαίως, δεν τις απέρριπτε, αλλά τις θεωρούσε ριζικά δευτερογενείς. Απέρριπτε με άλλα λόγια μόνο το να διεκδικούν να αποτελέσουν το αρχιμήδειο στήριγμα είτε μιας φιλοσοφίας είτε μιας θεραπείας (λ.χ. στην ψυχανάλυση). Ενώ, δηλαδή, μετά τον Καρτέσιο η δυτική σκέψη βασίζεται στην αυτοσυνειδησία ως πρωταρχικό γεγονός της φιλοσοφίας, και μετά τον Καντ στην ηθική αυτονομία του ατόμου, ο Ζηζιούλας αποτελεί έναν μοντερνιστή στοχαστή, ο οποίος ριζοσπαστικοποιώντας ορθοδόξως τον Χάιντεγκερ, πηγαίνει προς τα πίσω και επιχειρεί να βρει ένα οντολογικό έρεισμα στον στοχασμό. Με την κατά βάση θεολογική του σύνθεση το εντοπίζει στην τριαδική αγάπη ως συνύπαρξη ετερότητας και κοινωνίας, η οποία συνιστά το είναι.

 Κατ’ αντιστοιχία και στην ανθρώπινη συνθήκη, το να είναι κανείς άλλος (ετερότητα) και το να καλεί στην αγάπη προηγείται της συνειδητοποίησης, η οποία τείνει μέσω μιας αντικειμενοποιητικής σκέψης να αφομοιώνει τον άλλο σε ιδιότητες. Με αυτήν την έννοια η οντολογία είναι πιο σημαντική από την ψυχολογία. Αλλά και το ανοικτό μέλλον είναι πιο καθοριστικό από την εμμονή στο παρελθόν. Το παρελθόν είναι οι φυσικές ιδιότητες, ενώ το μέλλον είναι η απελευθέρωση από αυτές ως επαγγελία: Αυτό άλλωστε ήταν και το επαναστατικό μήνυμα του αποστόλου Παύλου που ταυτίζει την αμαρτία με τον «παλαιό άνθρωπο» και τη σωτηρία με μια νέα μελλοντική γέννηση. Ο Ζηζιούλας παρομοίως διέκρινε την οντολογία που αφορά στη γνήσια αγάπη από κάθε ψυχολογική γνώση, η οποία μας εγκιβωτίζει σε ιδιότητες του παρελθόντος. Και γι’ αυτό ήταν εξαιρετικά καχύποπτος και προς την ψυχανάλυση, η οποία έχει τη δική της εμμονή με το παρελθόν και την αυτοαναφορικότητα ενίοτε σε βάρος της υπέρβασης που μπορεί να προκαλέσει το μέλλον και ο άλλος. Ήταν, ωστόσο, ανοικτός σε μορφές ψυχοθεραπείας που θα μπορούσαν να έχουν πιο κοινωνικό και λιγότερο αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Ως προς το ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης, θα λέγαμε ότι μια απάντηση με όρους του Ζηζιούλα θα ήταν ότι το ιδιαζόντως ανθρώπινο είναι ακριβώς η αντίσταση στην αναγωγή του ανθρώπου σε πληροφορίες, επειδή ο άνθρωπος ταυτίζεται από μια ελεύθερη αγάπη προς αυτόν, η οποία αψηφά τις φυσικές ιδιότητες. Αυτό θα έβλεπε ως το κομβικό ζήτημα του ιδιαζόντως ανθρωπίνου, βάσει του οποίου ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξαντλείται στην υπερεκτιμημένη σήμερα νοημοσύνη (intelligence).

Αγαπώμαστε, άρα υπάρχουν

Το ζητούμενο, όμως, κατά τον Ζηζιούλα δεν είναι ούτε η αυτοσυνειδησία, γιατί και αυτή συνιστά μία στροφή σε έναν εαυτό, ο οποίος μάλιστα μπορεί να αποσυνδεθεί από το σώμα. Για τον Ζηζιούλα, το μυστήριο του ανθρωπίνου προσώπου έγκειται σε ένα «αγαπώμαι, άρα υπάρχω», ούτε καν «αγαπώ, άρα υπάρχω», όπως βρίσκουμε στον Νικολάι Μπερντιάεφ και τον άγιο Σωφρόνιο Σαχάροφ, γιατί και αυτό βάζει την έμφαση στο υποκείμενο με νεωτερικό τρόπο. Ίσως πιο εύστοχη είναι η διατύπωση της Julia Kristeva «αγαπώ, επειδή αγαπώμαι, άρα υπάρχω», με την οποία νομίζουμε ότι δεν θα διαφωνούσε, αν και θα επέμενε σε κάθε περίπτωση να μην αποδίδεται η πρωταρχική σημασία στο υποκείμενο κατά μία φιλοσοφική φιλαυτία. Και επειδή ο αγαπών δεν μπορεί να είναι ένα μοναχικό άτομο, σύμφωνα με την έκφραση «ένας Χριστιανός ίσον κανένας Χριστιανός» (unus Christianus, nullus Christianus), αλλά μία κοινότητα προσώπων, η οποία, διά του Χριστού, εικονίζει την Αγία Τριάδα ως θεία κοινότητα, ίσως το ακριβέστερο «οντολογικό κόγκιτο» (αν μας επιτρέπεται η παραδοξολογία) θα ήταν το «αγαπώμαστε, άρα υπάρχουν», ήτοι το θαυμάσιο υπερφυσικό συμβάν της ελεύθερης αγάπης αποτελεί μία μαρτυρία για την ύπαρξη ενός Θεού που είναι πολλαπλότητα, ελευθερία και αγάπη στο ίδιο το αΐδιο είναι Του.

Ο Ζηζιούλας όριζε το πρόσωπο κατ’ αρχήν με βάση την Τριάδα των θείων Προσώπων και όχι με βάση την εμπειρία του θνητού ανθρώπινου υποκειμένου. Γι’ αυτό και απέρριπτε για τον εαυτό του τον τίτλο του «περσοναλιστή», καθώς δεν θεωρούσε ότι κάνει θεολογία με βάση τη θνητή πτωτική εμπειρία του προσώπου ως τραγικής ύπαρξης. Το πρόσωπο, για τον Ζηζιούλα, δεν περιλαμβάνει καθ’ εαυτό τον θάνατο, την κένωση (όπως σε θεολογίες που εισάγουν την κένωση μέσα στο Θείο Είναι, όπως του π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ) ή μορφές έρωτα που συνδέονται με τον θάνατο και την αναπαραγωγή. Αντιθέτως, το πρόσωπο συνδέεται με την αγάπη που σημαίνει ελευθερία και αθανασία. Μια αγαπημένη του έκφραση ήταν «σε αγαπώ σημαίνει θέλω να είσαι αθάνατος». Και στον βαθμό που το ανθρώπινο πρόσωπο διά του Χριστού αποτελεί μία εικόνα της Τριάδος, συνιστά και αυτό μία κλήση σε αθανασία, η οποία υπερβαίνει τον θάνατο και όσα συνδέονται μαζί του (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων εκδοχών του έρωτα που δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τον θάνατο). Ταυτοχρόνως, επειδή ο άνθρωπος είναι μια κτιστή και ενσώματη ύπαρξη, ο προσωπικός χαρακτήρας συνδέεται σε αυτόν με τη σωματικότητα λόγω της Ενσάρκωσης του Χριστού, που προσλαμβάνει τη σάρκα στο θείο Πρόσωπό Του.

Για τον λόγο αυτό, αν και η σωματικότητα δεν βρίσκεται στον θείο ορισμό του προσώπου, για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι αναπόσπαστη και μία έμφαση στο πρόσωπο οπωσδήποτε θα ασκήσει κριτική σε μορφές σχέσης που προσπαθούν επιμόνως να παρακάμψουν το σώμα. Και αυτή η πτυχή της σκέψης του είναι πολύτιμη στη σύγχρονη συζήτηση περί τεχνητής νοημοσύνης. Καθώς, εντέλει, μας βοηθά να ανακαλύψουμε το ιδιαζόντως ανθρώπινο όχι με όρους κυριαρχίας του νου ή της συνείδησης, αλλά με όρους αγάπης συμπεριληπτικής της ευαλωτότητας και της σωματικότητας, τα οποία προσέλαβε ο Χριστός. Γι’ αυτό και έναντι των μορφών άυλης επικοινωνίας ο Μητροπολίτης Περγάμου επέμενε στην κοινωνία της Θείας Ευχαριστίας ως απολύτως υλική μορφή κοινωνίας άρτου και οίνου. Η λύση, λοιπόν, προς όλα τα προβλήματα που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη θα ήταν η έμφαση στον ενσώματο και ευάλωτο χαρακτήρα της ανθρώπινης αγάπης, η οποία επικεντρώνει στο σωματικώς συγκεκριμένο, χωρίς, όμως, να καθορίζεται εξαντλητικά από οποιεσδήποτε ιδιότητες, είτε σωματικές, είτε εξαϋλωμένες ως αφηρημένες πληροφορίες.

Αγάπη και ετερότητα

Ένας από τους λόγους που ο Ιωάννης Ζηζιούλας έχει μια σκέψη τόσο πρόσφορη για διάλογο με τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου είναι ότι όντας μαθητής του Πάουλ Τίλλιχ στο Harvard, ακολούθησε τη λεγόμενη «μέθοδο του συσχετισμού», η οποία σημαίνει ότι ο θεολόγος αντιμετωπίζει τις απορίες που γεννά η υπαρξιακή συνθήκη και θεολογεί μόνο ενώπιόν τους. Με τη μέθοδο αυτή αναδιατυπώνονται τα κλασικά χριστιανικά «δόγματα». Εν προκειμένω, η χριστιανική πίστη σε «Αγία Τριάδα» σημαίνει ότι το υπαρξιακό αίτημα για αγάπη απαντάται από μια απολύτως υπερφυσική αποκάλυψη ότι ο Θεός είναι αγάπη στο ίδιο Του το είναι και όχι μόνο σε συνάρτηση με τον κόσμο και για τον λόγο αυτό υπάρχει πολλαπλότητα και πλουραλισμός εντός του ίδιου του Θεού, κάτι ανήκουστο στη φιλοσοφική σκέψη που έφτανε στον Θεό ως πέρασμα από την πολλαπλότητα στην ενότητα. Αυτό ήταν και το θέμα του έργου Το Είναι ως Κοινωνία, όμως στο Κοινωνία και Ετερότητα τίθεται το ζήτημα ότι στη γνήσια αγάπη είναι η ετερότητα αυτή που αποτελεί αιτία της ταυτότητας και όχι το αντίστροφο. Η αγάπη είναι για τον Ζηζιούλα πάντα ασύμμετρη: Προηγείται ένας όλως άλλος που εγκαινιάζει τη σχέση και έπεται η αγάπη ως μοίρασμα και ως κοινότητα. Στο θεολογικό ιδίωμα, ο Πατήρ με τρόπο ασύμμετρο γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα και αυτό τρόπον τινά προκαλεί την κοινότητα της ουσίας του Θεού, το λεγόμενο «ομοούσιον». Αλλά και σε κάθε αυθεντική ανθρώπινη αγάπη, κατά τον Ζηζιούλα, το να είναι κανείς απολύτως άλλος και να μην υπάγεται σε φυσικές ιδιότητες, αποτελεί προϋπόθεση της αγαπητικής σχέσης, η οποία θα σημάνει το όποιο μοίρασμα και κοινότητα μεταξύ των αγαπωμένων προσώπων. Αυτή η απόλυτη πρόταξη της ετερότητας θυμίζει τη σκέψη του Εμανουέλ Λεβινάς: Η διαφορά είναι ότι σε αντίθεση με τον Εβραίο στοχαστή, ο Ζηζιούλας θα επιχειρήσει μια ελληνοχριστιανική σύνθεση με την οντολογία, στην οποία όμως το Είναι προκύπτει από την ετερότητα και όχι το αντίστροφο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο χριστιανισμός ικανοποιεί το ελληνικό φιλοσοφικό αίτημα της οντολογίας, δηλαδή του λόγου περί του είναι, αλλά με τρόπο που πραγματώνει και την ιουδαϊκή διαίσθηση για το πρωτείο ενός θεϊκού απολύτως Άλλου.

Με την ίδια έννοια, ο Ζηζιούλας επιμένει ότι η παγκόσμια συμβολή Βυζαντινών Πατέρων, όπως οι Καππαδόκες (Μέγας Βασίλειος, άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος Νύσσης) ήταν ότι ταύτισαν το πρόσωπο με την υπόσταση: Με άλλα λόγια, το να έχει κανείς προσωπικό τρόπο υπάρξεως, δηλαδή ετερότητα, ελευθερία και σχέση είναι αυτό που του δίνει υπόσταση, είναι με άλλα λόγια το θεμέλιο της ύπαρξής του. Σε διαφορετική περίπτωση, το πρόσωπο θα ήταν απλώς ένα επίθεμα του όντος, μία προσθήκη, εντέλει ένα προσωπείο ή μια persona με τη λατινική σημασία του όρου, δηλαδή μία μάσκα που φοράμε, προκειμένου να επιδράσουμε κοινωνικώς και νομικώς. Και αυτή η σκέψη είναι εξαιρετικά επίκαιρη στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και των ψηφιακών κοινοτήτων, όπου ο καθένας μας μπορεί να φέρει πολλαπλές ιντερνετικές «περσόνες» με εκζήτηση σαν μια πληθώρα μασκών, ενώ η πραγματική αγάπη, αν προκύψει, θα είναι ένα εγχείρημα σχεσιακής ενότητας με έναν μη αφομοιώσιμο άλλο πίσω από τις διαδικτυακές μάσκες.

Η ετερότητα που έρχεται από το μέλλον

Το άλλο, όμως, στοιχείο της ανθρώπινης εκδοχής του προσώπου, στο οποίο επιμένει στο εισέτι ανέκδοτο βιβλίο του, είναι αυτό της σημασίας του μέλλοντος για την ταυτότητα του προσώπου. Στο έργο αυτό, που αναμένεται να εκδοθεί από μαθητές του στο προσεχές μέλλον, ο Ιωάννης Ζηζιούλας επιχειρεί μία συνολική επανερμηνεία των χριστιανικών δογμάτων υπό το φως της θέσης ότι το μέλλον καθορίζει το παρελθόν, αντί για το αντίστροφο. Κατά τον τρόπο αυτό, δόγματα που φαίνονται συχνά καταπιεστικά αποκτούν μία χειραφετητική δυναμική. Λ.χ. η αντίληψη ότι η ανθρωπότητα έχει υποστεί μία «πτώση», αντί για αφορμή συλλογικής ενοχής, μπορεί να θεωρηθεί ως μία «πτώση από το μέλλον», δηλαδή ως διάνοιξη μίας άλλης δυνατότητας, αυτό που στο νεωτερικό ιδίωμα θα λέγαμε «ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός», το οποίο, για όσο καιρό δεν επέρχεται, μας δημιουργεί μία συνθήκη πένθους εντέλει χαροποιού και απελευθερωτικού. Το «καλόν λίαν» στο δόγμα της Δημιουργίας δεν σημαίνει ότι ο κόσμος είναι οπωσδήποτε ήδη λυτρωμένος από τον θάνατο (αυτό διαψεύδεται λ.χ. από την παλαιοντολογία, τη φυσική, τη μεταδαρβινική εξελικτική βιολογία κ.ο.κ.), αλλά ότι έχει την προοπτική να γίνει παρομοίως «καλός», δηλαδή αθάνατος, στο μέλλον. Μια παρόμοια πρόταξη του μέλλοντος έναντι του παρελθόντος βρίσκουμε κατεξοχήν στην τέχνη και όντως ο Ζηζιούλας θεωρεί σε αυτό το ανέκδοτο έργο του ότι η γνήσια θεολογία ομοιάζει περισσότερο με τέχνη παρά με επιστήμη. Αλλά και η ηθική ακόμη δεν νοείται πλέον ως αντικειμενικές συνταγές, που χωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, αλλά ως μία πιστότητα στο μέλλον, ήτοι στον μελλοντικό αναγεννημένο τρόπο υπάρξεως της ανθρωπότητας που έχει εγκαινιάσει η πίστη στην υπέρβαση του θανάτου. «Ηθικός» υπό αυτήν την έννοια είναι ο άνθρωπος που ζει σαν να μην έχει ο θάνατος την τελευταία λέξη και γι’ αυτό δεν αντικειμενοποιεί τους συνανθρώπους του, υπερβαίνει την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση κ.ο.κ. Μία από τις πλέον ρηξικέλευθες θεολογικές προτάσεις του έργου, βασισμένη στον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, είναι ότι στην εσχατολογική Βασιλεία θα έχει καταργηθεί ακόμη και αυτή η μνήμη του κακού. Αν η μετάνοια έχει οντολογική και όχι ψυχολογική σημασία, τότε δεν υπάρχει κανένα «συγχωρώ, αλλά δεν ξεχνώ», υπάρχει μόνο ένα «συγχωρώ, άρα ξεχνώ». Και αυτή η θεώρηση μπορεί να πει κανείς ότι είναι ευεργετική στην ψηφιακή εποχή της δικτατορίας της εξαναγκασμένης μνήμης, όταν η παραμικρή σου κίνηση στο διαδίκτυο αποθηκεύεται για πάντα και μπορεί να ανασυρθεί εναντίον σου χρόνια μετά, καθιστώντας αδύνατη την οποιαδήποτε αλλαγή νου ή απελευθέρωση από το παρελθόν.

Με αυτό το υπό έκδοση βιβλίο για τη σχέση μέλλοντος και ετερότητας ο μητροπολίτης Περγάμου θέτει εαυτόν στη μακρά γραμμή της υπαρξιστικής ερμηνευτικής, πλην με έναν πρωτότυπο τρόπο, που βασίζεται σε αυτό που ονομάζει «εσχατολογική οντολογία»: Καθ’ αυτόν, ο συνδυασμός είναι παράδοξος, καθώς η εσχατολογία συνήθως αναφέρεται στις έσχατες μέρες συντέλειας του κόσμου (παρεμπιπτόντως, κάτι επίκαιρο στην εποχή μας της οικολογικής καταστροφής και της πυρηνικής απειλής), ενώ οντολογία είναι στο φιλοσοφικό ιδίωμα αυτό που είναι πραγματικά. Για τον Ζηζιούλα, η εσχατολογική οντολογία σημαίνει ότι το αληθινό είναι ενός όντος αποκαλύπτεται στο τέλος του. Αν για τον Χάιντεγκερ, το Dasein είναι ένα «είναι-προς-θάνατον», τότε για τον Ζηζιούλα, το πρόσωπο είναι ένα «είναι-εξ-αναστάσεως», ήτοι ένα είναι που έρχεται από το εσχατολογικό μέλλον της ανάστασης, το οποίο εισβάλλει στην Ιστορία. Και αυτή η γραμμή σκέψης είναι πολύτιμη ενώπιον των σύγχρονων προκλήσεων: αν το τι είναι αληθινά ο άνθρωπος έρχεται ως μια ελεύθερη ταυτότητα από το μέλλον, αυτό προκαλεί μία αδυνατότητα να περικλειστεί το μυστήριο του ανθρώπου σε δεδομένα της νοημοσύνης, τα οποία αναλύουν το παρελθόν. Το αίνιγμα του ανθρώπου ως ένα μυστήριο του μέλλοντος μας σώζει από οποιαδήποτε ασφυκτική αναγωγή στα δεδομένα της πληροφορικής.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: