e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Μεσαιωνική θηριωδία

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Ήταν το έτος 1953.

Δύσκολα χρόνια, λίγο μετά τον Εμφύλιο, που ξέσπασε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φτώχια και ανέχεια σε όλη την Ελλάδα.

Ήταν τη χρονιά, που η Ζάκυνθος έπαψε να υπάρχει, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τότε. Η Σεισμοπυρκαγιά του Αυγούστου, την ισοπέδωσε με τις γνωστές συνέπειες.  

Σε ένα μικρό χωριό, τα Ματαράγκα Μεσολογγίου, έμενε μια πολυμελής οικογένεια. Πολλά παιδιά στη φαμελιά, οκτώ τον αριθμό και μεγάλη φτώχια. Ούτε ένα χαμόσπιτο δεν είχαν, όπως οι περισσότεροι στο χωριό. Σε ενοίκιο έμεναν και το ψωμί μετρημένο. Μα, τα παιδιά του χωριού έτρεχαν όλη μέρα κι έπαιζαν ξέγνοιαστα και χαρούμενα, χωρίς  έγνοιες ή απαιτήσεις. Η φτώχια, ίδια για όλα τους.

Τότε, πολλές «κυρίες και κύριοι», από Αθήνα, Πειραιά και αλλού, γύριζαν σε αυτά τα χωριά, και όχι μόνο, και ζητούσαν μικρά κοριτσάκια 11-12 χρονών ως «οικιακές βοηθούς», τις λεγόμενες «δουλίτσες», βλέπε σκλάβες, πολλά υποσχόμενοι στους γονείς.

Κάποια, πολύ λίγα από αυτά τα κοριτσάκια, έπεσαν σε καλά χέρια και όντως τα αφεντικά τα φρόντισαν σαν παιδιά τους μέχρι που μεγάλωσαν και τα βοήθησαν να αποκατασταθούν.

Η μοίρα των πολλών, όμως, πολύ διαφορετική. Η σωματική, ψυχολογική  και σεξουαλική, πολλές φορές κακοποίηση  δεν είχε όρια. Μόνα και έρημα χωρίς κανείς να γνοιαστεί για αυτά και χωρίς να μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από πουθενά. Το Κράτος ανύπαρκτο και αδιάφορο και οι γονείς αγνοούσαν τα πάντα, απλά, καλοτύχιζαν τα κοριτσάκια τους που θα ζούσαν «καλύτερα» από τα άλλα τους παιδιά. Οι «δουλέμποροι» άρχοντες, άφηναν ψεύτικο όνομα και διεύθυνση ή  καθόλου, ώστε να μην υπάρξει έστω και στοιχειώδης  επικοινωνία.

Συνήθως η κυρία κακοποιούσε με απειλές, βρισιές, ξύλο και στέρηση ακόμα και φαγητού το κοριτσάκι. Ο δε κύριος, εκτός από το ξύλο και τις βρισιές, πολλές φορές το κακοποιούσε και  σεξουαλικά και το φοβέριζε και τρομοκρατούσε να μην τολμήσει να μιλήσει ποτέ σε κανέναν, προ παντός στην κυρία,  γιατί αλλοίμονό της. Αν δε,   υπήρχε και γιος, όταν έφτανε στην εφηβεία, αντί να τον πηγαίνει στα πορνεία ο πατέρας, όπως έκαναν κάποιοι τότε, (για να ανοίξουν τα μάτια του), και αυτό στη δουλίτσα.   

Ένα τέτοιο ζευγάρι, ήταν ο Γιώργος και η Αντιγόνη τάδε, από τον Πειραιά. Έφτασαν με το πολυτελές αυτοκίνητό τους και το ακριβό τους ντύσιμο και συστήθηκαν στην οικογένεια ως τραπεζικοί υπάλληλοι.

Στην πραγματικότητα, ο κύριος Γιώργος και η κυρία Αντιγόνη, ανήκαν στον υπόκοσμο. Γνωστοί και μη εξαιρετέοι, στα καταγώγια της Τρούμπας. Η Τρούμπα, τότε, ήταν άντρο πορνείων, νταβατζήδων  και εγκλήματος.

Είπαν στους γονείς, πως ήθελαν ένα κορίτσι να φροντίζει το μικρό τους παιδί και να βοηθάει λίγο στις δουλειές του σπιτιού. Θα την έντυναν, θα την τάιζαν δε θα της έλειπε τίποτα, αλλά θα βοηθούσαν και τους γονείς. Θαμπώθηκαν οι φτωχοί άνθρωποι από αυτά που είδαν και άκουσαν και τους εμπιστεύτηκαν τη 12χρονη Σπυριδούλα, πιστεύοντας ότι το παιδί τους θα γλίτωνε από τη φτώχεια και θα έβλεπε καλύτερες μέρες, 8 παιδιά στη φαμελιά, ούτε ψωμί δε χόρταιναν, να γλιτώσει τουλάχιστον το ένα.

Τα αδέλφια της, κορίτσια και αγόρια, κάπου ζήλεψαν, ακούγοντας τη «μεγάλη ζωή» που περίμενε τη Σπυριδούλα, ενώ εκείνα θα έμεναν στο χωριό ρακένδυτα και πεινασμένα. Η μικρή, είχε σαστίσει και δε μιλούσε καθόλου. Η μάνα είπε να της μαζέψει τα λίγα ρουχαλάκια που είχε. Η κυρία  τη διαβεβαίωσε χαμογελαστή ότι δε χρειάζεται γιατί θα της πάρουν καινούρια. Μα, με το μητρικό  ένστικτο, που δε λαθεύει ποτέ,  έφτιαξε η μάνα ένα μικρό μπόγο όπου έβαλε μέσα ότι μπορούσε, ακόμα και 2-3 ζευγάρια κάλτσες και τα καλά της παπούτσια. Τριμμένα και τα ρούχα και τα παπούτσια, αλλά η μάνα, επέμενε να τα πάρει.  Το ταξίδι προς τον Πειραιά πολύωρο και κουραστικό. Η μικρή κρατούσε στην αγκαλιά το μπογαλάκι. Το κρατούσε σφιχτά, λες κι ήταν η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια, το φτωχόσπιτό της, που όσο έτρεχε το αυτοκίνητο τόσο απομακρυνόταν από αυτό.

Πεινούσε η μικρή, αλλά ντρεπόταν να μιλήσει.

Με το που έφτασαν στο σπίτι, της έδειξαν πού θα κοιμάται, ένα στενό ράντζο σε μια σκοτεινή γωνιά. Εν συνεχεία, άρχισε η κυρία να της απαριθμεί τα καθήκοντά της. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα, τρίψιμο μπάνιο τουαλέτα, συγύρισμα, πλύσιμο, σιδέρωμα και τελειωμό δεν είχαν.

Λίγο μετά, έστρωσε το τραπέζι όπως τη διατάξανε και κάθισαν να φάνε και η μικρή περίμενε πως θα φάει κι εκείνη.

-Τι κάθεσαι εκεί; Ξεκουμπίσου και πήγαινε να κάνεις καμιά δουλειά.

-Πεινάω..., τόλμησε να ψιθυρίσει η μικρή.

-Δεν έχει φαΐ σήμερα, δε δούλεψες, αν δουλέψεις αύριο, τα λέμε.

Εξαφανίστηκε από το φόβο της η Σπυριδούλα, πήγε και κλείστηκε στη γωνιά της κι έκλαιγε σιγανά όλη νύχτα μην την ακούσουν.

Έτσι «όμορφα» ξεκίνησε η ζωή της σα δουλίτσα. Σκοτωνόταν στην κούραση από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ, με ελάχιστο φαγητό, βρισιές και απειλές. Οι κακουχίες, άρχισαν γρήγορα να φαίνονται στο κορμάκι της που όλο και αδυνάτιζε.  

Την τυραννούσε και το κρύο, τα λίγα φθαρμένα ρούχα και τα παπούτσια της μάνας, δεν την προστάτευαν από το φοβερό κρύο. Ξυπόλητη και μισόγυμνη γυρνούσε και στις έξω δουλειές.

-Αμαρτία από το Θεό να το έχεις έτσι γυμνό, ξυπόλυτο και νηστικό το κακόμοιρο το παιδί, της είπε μια μέρα μια γειτόνισσα.

Την αγριοκοίταξε η κυρία:

-Να κοιτάς τη δουλειά σου και να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν.

-Θα το πω του χωροφύλακα που περνάει κάθε μέρα, αποκρίθηκε εκείνη.

Από φόβο μη μπλέξει με αστυνομίες η κυρία,  την άλλη μέρα της πήρε καταχείμωνα, ένα ζευγάρι πλαστικά παπούτσια και μια φτηνή ζακέτα, ούτε καν κάλτσες. Την απείλησαν, δε,  πως αν παραπονεθεί ξανά στη γειτονιά θα την πέταγαν στο δρόμο και θα πέθαινε από πείνα και κρύο.

Έτσι κυλούσε η ζωή του παιδιού. Πέρασε δυο χρόνια, με τις ίδιες και χειρότερες συνθήκες, χωρίς το κοριτσάκι να τολμάει να διαμαρτυρηθεί πουθενά και για τίποτα, γνωρίζοντας τι την περίμενε αν μιλούσε.

Ένα βράδυ, έρχονται θυμωμένοι ο κύριος και η κυρία και της φωνάζουν αγριεμένοι να μαρτυρήσει πού έβαλε το 50δόλαρο που τους έκλεψε, (είχε μεγάλη αξία τότε το 50δόλαρο), γιατί αλλοίμονό της, να ΄χε μάνα να την έκλαιγε. Η μικρή τα ‘χασε, διαμαρτυρήθηκε έντονα, ορκίστηκε, έκλαψε πως δεν είχε ιδέα τι της λέγανε. (Αργότερα όλες οι υποψίες έπεσαν στην κυρία,  εκείνη είχε πάρει το 50δόλαρο κι από φόβο μην το ανακαλύψει ο άνδρας της, έστρεψε με δεξιοτεχνία τις υποψίες στη Σπυριδούλα).

Άρχισαν να την βρίζουν και να τη χτυπούν άσχημα και οι δύο, έκλαιγε από τους πόνους το παιδί, καμία υποχώρηση τα αφεντικά, συνέχισαν τον ξυλοδαρμό. Κάποια στιγμή, τη στέλνουν νηστικιά να κοιμηθεί, με την απειλή πως αν δε μαρτυρήσει το πρωί πού είναι το ακριβό χαρτονόμισμα, θα δει τι θα πάθει.

Όλη νύχτα έκλαιγε από τους πόνους και τον φόβο, ούτε που σκέφτηκε πως δεν της έδωσαν να φάει.  

Σαν ξημέρωσε η μέρα, την πιάνουν, δήθεν με το καλό και με πολλές υποσχέσεις, να τους πει πού έκρυψε το χαρτονόμισμα και δε θα την τιμωρήσουν.

Διαμαρτύρεται το παιδί, ορκίζεται, κλαίει, χτυπιέται ότι δεν το πήρε. Φυσικά δεν την πιστεύουν. Την αρπάζουν και οι δύο βάναυσα και αρχίζουν να την ξεγυμνώνουν με το  ζόρι, φωνάζει και αντιστέκεται το παιδί, ιδιαίτερα όταν της τράβηξαν βίαια το βρακάκι της, μα εκείνοι αδιαφορούν.

Τη δένουν χειροπόδαρα και την πετάνε ανάσκελα πάνω στο τραπέζι που σιδέρωναν. Η μικρή, είχε δει νωρίτερα να βάζουν το σίδερο στην πρίζα, απόρησε αλλά δε μίλησε...τώρα υποψιάζεται...και την κυριεύει ο τρόμος...

Η κυρία την κρατάει γερά από τους ώμους για να μην μπορεί να κουνηθεί και ο σύζυγος αρχίζει τα μαρτυρικά βασανιστήρια στο παιδί. Άρχισε να την καίει πρώτα στις πατούσες, προχωράει στα χέρια και σε όλο το κορμί. Σπαράζει από τους φρικτούς πόνους με το κάψιμο στη γυμνή σάρκα της,  ουρλιάζει μα την αγνοούν, απλά  βάζουν τέρμα το ραδιόφωνο για να μην ακούγεται και συνεχίζουν.

Σφαδάζει, ουρλιάζει, το ραδιόφωνο δεν σκεπάζει τις φωνές της  και της χώνουν ένα πανί στο στόμα...

Ακούγεται μόνο ένα φριχτό μουγκρητό,  πώς να βγει φωνή από το μπουκωμένο με το πανί στόμα;  Χάνει τις αισθήσεις διαρκώς  και το σατανικό ζευγάρι, σταματάει λίγο για να συνέλθει και συνεχίζει. Επί 36 ώρες, με μικρά διαλείμματα όταν λιποθυμούσε, ο κύριος με τη βοήθεια της κυρίας, καίει διαδοχικά τη Σπυριδούλα.

Την απειλεί ο κύριος πως αν δεν αποκαλύψει που έκρυψε τα χρήματα, θα την κάψει με το καυτό σίδερο σε ολόκληρο  το σώμα, στο πρόσωπο, στα μάτια, στο στόμα.

Από μαρτυρίες διπλανών, κάποια στιγμή το δυόμισι χρονών κοριτσάκι  του ζεύγους που χωρίς να τη δουν έβλεπε και άκουγε τι συμβαίνει, τρομάζει,  κλαίει, τσιρίζει αλλά με το ραδιόφωνο τέρμα και τα ουρλιαχτά της Σπυριδούλας, δεν παίρνουν χαμπάρι. Ανοίγει την πόρτα η μικρή πάει δίπλα στη γειτόνισσα  και λέει ψευδίζοντας πως ο μπαμπάς και η μαμά «σιδερώνουν τη Σπυριδούλα». Η γειτόνισσα, όπως ομολόγησε αργότερα, δεν κατάλαβε τι της έλεγε το μικρό παιδί και δεν έδωσε σημασία. Πάει πίσω η μικρή, παίρνει μια παντόφλα κι αρχίζει να χτυπάει τον μπαμπά και τη μαμά. Αλαφιάζονται εκείνοι γιατί δεν είχαν πάρει χαμπάρι πως τους έβλεπε η μικρή.

Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Σταματάνε το μαρτύριο μετά από ώρες, την τραβούν σέρνοντας και την  κλειδώνουν στο δωμάτιό της νηστικιά και χωρίς νερό, να σφαδάζει από τους φοβερούς πόνους.

Έμεινε έτσι όλη την ημέρα, ανεβάζει υψηλό πυρετό, τρομερά τα εγκαύματα και οι πόνοι. Για να μην πεθάνει στο σπίτι τους, αποφασίζουν να την πάνε σε Νοσοκομείο. Έτσι όπως ήταν μισοπεθαμένο το παιδί, της φορούν βασικά ρούχα που κολλάνε πάνω στις πληγές κι όταν προσπάθησαν να την ξεντύσουν στο Νοσοκομείο, μέσα σε φρικτούς πόνους, έβγαιναν τα ρούχα με σάρκες μαζί.

Την απειλούν  στο δρόμο πως αν τολμήσει και μιλήσει θα την περιχύσουν με βενζίνη και θα τη κάψουν ζωντανή!

Όταν τη ρωτήσουν πώς το έπαθε, θα πει αυτό που θα πουν και οι ίδιοι: Ότι από απροσεξία της, έπεσε επάνω της μεγάλος τέντζερης με καυτό νερό.

4 Αυγούστου. Γράφουν οι εφημερίδες:

-Ένα δεκατετράχρονο κορίτσι έκανε εισαγωγή με υψηλό πυρετό, αφόρητους πόνους και εγκαύματα σε όλο της το σώμα. Η γυναίκα που το συνόδευε εξηγούσε λίγο αργότερα στους γιατρούς ότι τα εγκαύματα προήλθαν από μια κατσαρόλα με καυτό νερό.

Σε άλλα  δημοσιεύματα της εποχής:

- «Από ημερών  κατά τις μεσημβρινές ώρες, ακούγονταν από ένα σπίτι στο τέρμα της οδού Αλικαρνασού, πνιγμένα ουρλιάσματα πόνου. Ήταν οι σπαρακτικές φωνές ενός παιδιού. Μετά ακούγονταν ένα κλάμα και στη συνέχεια και πάλι οι σπαρακτικές κραυγές. Οι περίοικοι, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να ανησυχούν και να αναρωτιούνται τι συνέβαινε μέσα σ΄ αυτό το σπίτι (....). Ωστόσο κανείς από τους γείτονες δεν σκέφτηκε κάτι κακό, (....).» Ακρόπολις- Κυριακή 7 Αυγούστου 1955.

Η Σπυριδούλα, μετά από τις επίμονες ερωτήσεις των γιατρών και νιώθοντας ασφαλής στο Νοσοκομείο μακριά από τα αφεντικά και το κολαστήριο, εξομολογήθηκε τι ακριβώς συνέβη.

Ο ιατροδικαστής Συλλάνταβος, στην αναφορά του  γράφει:

-Η Σπυριδούλα έφερε εγκαύματα 1ου, 2ου και 3ου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, το θώρακα, την κοιλιά και τα άνω και κάτω άκρα, καθώς και εκχυμώσεις στο μέτωπο, τα βλέφαρα, τους μηρούς και τις κνήμες.

Ανέφερε, επίσης, ότι για να προκληθούν τα εγκαύματα, στο 60/65% όλου του σώματος, θα πρέπει να ήταν δυο άτομα όπου καθήλωσαν το θύμα.

Συνελήφθη  το σατανικό ζεύγος από την Αστυνομία και παραδόθηκε στις Αρχές.

Η δίκη των ενόχων ξεκίνησε στις 30 Ιανουαρίου του 1956 στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας.

Η Αντιγόνη ισχυρίσθηκε ότι δεν την άγγιξε με το σίδερο, αλλά όπως ετοιμαζόταν να σιδερώσει, εκνευρίστηκε που την είδε μπροστά της, της ζήτησε για πολλοστή φορά να μαρτυρήσει πού έχει κρύψει το χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων και πιάνοντάς την από το χέρι την τράβηξε κοντά της να την φοβερίσει ότι θα την κάψει, αλλά της όρμησε η Σπυριδούλα με κλωτσιές, γροθιές, φωνές και με κλάματα για να της πάρει το σίδερο και πάνω στην πάλη, έπεσε το σίδερο επάνω της και έτσι έγινε.

Πρόσθεσε δε ότι:

-Η Σπυριδούλα είναι ένα πονηρό και ευφάνταστο κορίτσι και όλα αυτά που λέει είναι ψέματα.

Ο δε Γιώργος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στο βασανισμό της Σπυριδούλας.

Συγκλονιστική η κατάθεση της Σπυριδούλας, όπου περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις φρικιαστικές ώρες που έζησε στα χέρια των βασανιστών της.

Η Αντιγόνη καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκισης και ο Γιώργος σε 4,5 λόγω «προτέρου εντίμου βίου». Τους επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο 20.000 δραχμών για ψυχική οδύνη.

Η Χώρα ολόκληρη από άκρη σε άκρη, παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα τις εξελίξεις από ραδιόφωνα και εφημερίδες, δεν υπήρχε τηλεόραση τότε,  και είχε ξεσηκωθεί ο κόσμος αγανακτισμένος αφάνταστα με το δράμα της Σπυριδούλας δυσκολευόμενοι να πιστέψουν σε τέτοια θηριωδία. Ήταν το θέμα της ημέρας, για μήνες και μετέπειτα, με λιγότερη ένταση  για χρόνια παντού! Σε Υπηρεσίες, Γραφεία, Καταστήματα, Καφενεία, σε κάθε γειτονιά σε κάθε σπίτι, δε μιλούσαν για τίποτε άλλο. Κάθε Κυριακή στις περισσότερες εκκλησίες της Ελλάδας, σε πόλεις και χωριά, (ναι και ο παπάκης μου στη Χρυσοπηγή), οι ιερείς και το εκκλησίασμα προσεύχονταν και δέονταν για τη Σπυριδούλα! Οι διαμαρτυρίες για την καταδίκη που δεν περίμεναν ούτε πίστευαν ότι θα ήταν τόσο ασήμαντη, δυνατές και δίκαιες, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

Ο Γιώργος και η Αντιγόνη πέθαναν λίγα χρόνια, μετά από την καταδίκη τους. Θεία Δίκη, είπαν όλοι.

Η Σπυριδούλα μετά από χρόνια και αλλεπάλληλες  επεμβάσεις, μεγαλώνοντας, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά.

-Δεν μπορώ να δω σίδερο ή να σιδερώσω, έλεγε πάντα η Σπυριδούλα.

Όσο για την ποινή των βασανιστών: Το Δίκιο από τη Δικαιοσύνη απέχουν παρασάγγες!

δ.μ.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: