Vincere - Vinceremo!
Η νεκρανάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που ποτέ δεν έγινε
[Ομιλία της ΦΙΛΙΠΠΙΤΣΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗ, Συμβούλου Φιλολόγων Ζακύνθου, στο Μορφωτικό Κέντρο Λόγου και Τέχνης “Αληθώς”, Βανάτο Ζακύνθου 23 Οκτωβρίου 2024]
“Mare nostrum”. Η περίφημη αυτή φράση των Ρωμαίων χαρακτήριζε την επέκταση της αυτοκρατορίας τους γύρω από τη Μεσόγειο και με το ίδιο νοηματικό κέντρο χρησιμοποιήθηκε, κατά την εποχή του μεσοπολέμου, από τον Μπενίτο Μουσολίνι και τους Ιταλούς εθνικιστές και φασίστες. Αυτές ήταν οι πολιτικές δυνάμεις που έλεγχαν την Ιταλία και εξέφραζαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο φασισμός ήταν ένα ακραίο εθνικιστικό και ιμπεριαλιστικό κίνημα που επικράτησε στην Ιταλία περί τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Η κοινή γνώμη της Ιταλίας βίωνε ήδη μια βαθιά και δραματική οικονομική κρίση, η οποία μάλιστα είχε εξαπλωθεί σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και που τόσο μεγάλη είχε να γνωρίσει η Ευρώπη από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η Μεγάλη Ύφεση αυτή, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που είχε κληροδοτήσει στην Ευρώπη η Συνθήκη Ειρήνης, έφεραν στην εξουσία, σε Ιταλία, Γερμανία, Ιαπωνία, τις πολιτικές δυνάμεις του μιλιταρισμού και της άκρας Δεξιάς, που επεδίωξαν άμεσα τη σύγκρουση για να μεταβληθούν οι παγκόσμιες ισορροπίες. Η Ιταλία μάλιστα αισθανόταν ότι δεν είχε αποκομίσει από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα οφέλη που προσδοκούσε από τους συμμάχους. Η αλήθεια είναι ότι είχε αποκομίσει σημαντικά εδαφικά οφέλη στις Άλπεις, στην περιοχή της Αδριατικής και στο Αιγαίο.
Το 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία στη Γερμανία και μετά από δυο χρόνια κατήγγειλε τις Συνθήκες Ειρήνης, εμφανιζόμενος ως η νέα στρατιωτική και ναυτική δύναμη του κόσμου. Την ίδια χρονιά, 1935, ο Μουσολίνι, με την ίδια περιφρόνηση προς τη διεθνή κοινή γνώμη, εισέβαλε στην Αιθιοπία, αποχωρώντας κατόπιν και ο ίδιος από την Κοινωνία των Εθνών.
Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί θεσμοί, που κυριάρχησαν στην Ευρώπη από το 1920 και μετά, φαίνονται να οπισθοχωρούν απότομα μετά το 1933, οπότε ο Χίτλερ εκλέχτηκε καγκελάριος της Γερμανίας. Η παγκόσμια τάση έρεπε καθαρά προς τον «ολοκληρωτισμό», όρος που δημιουργήθηκε για να προσδιορίσει τον ιταλικό φασισμό (fascismo). Μια ομάδα εθνικιστών σοσιαλιστών και αριστεριστών παρεμβατιστών, με βασικότερο ηγέτη τον Μουσολίνι, ιδρύουν το 1919 στο Μιλάνο το κίνημα των Fasci Italiani di Combattimento (Λίγκα των Ιταλών Βετεράνων). Βασικές τους επιδιώξεις είναι η ανακήρυξη της Δημοκρατίας, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, η κατάργηση των τίτλων ευγενείας, της γραφειοκρατίας, της Γερουσίας και της υποχρεωτικής θητείας. Επιθυμούν τον γενικό αφοπλισμό και την απαγόρευση της πολεμικής παραγωγής για όλα τα κράτη, την ελευθερία γνώμης, Τύπου, θρησκευτικής συνείδησης και ιδεών.
Οι υπέρμαχοι όλων αυτών δεν θα παραλείψουν στις 13 Απριλίου 1919 να επιτεθούν κατά σοσιαλιστών στο Μιλάνο σκοτώνοντας τρεις από αυτούς, για να αποδείξουν έμπρακτα για ποια ελευθερία του λόγου ενδιαφέρονταν!!! Ωστόσο οι Φασίστες γνωρίζουν πολύ καλά από δημαγωγία και λαϊκισμό. Δανειζόμενοι παραδοσιακά συνθήματα της αριστεράς, διαδηλώνουν υπέρ της καθιέρωσης του εργατικού οκταώρου, τον καθορισμό του κατώτατου μεροκάματου και της συνδικαλιστικής συμμετοχής στην διοίκηση των εργοστασίων. Προωθούν τις συνεχείς καταλήψεις, βάλλουν κατά των μεγαλοϊδιοκτητών της αγροτικής γης και επιζητούν την αναδιανομή των μη παραγωγικών κλήρων στους αγρότες. Στο στόχαστρο ασφαλώς τίθενται και οι διεφθαρμένοι αστοί πολιτικοί και βουλευτές, για τους οποίους η τιμωρία δεν μπορεί να είναι άλλη από την “κρεμάλα”. Δεν είναι λοιπόν η (ανύπαρκτη έτσι κι αλλιώς) κομμουνιστική απειλή, που συγκεντρώνει τα πυρά του Φασισμού στα πρώτα του βήματα, αλλά το φιλελεύθερο αστικό κράτος και η μπουρζουαζία της αριστοκρατίας, τα κατάλοιπα του πάλαι ποτέ κραταιού φεουδαρχικού συστήματος και η οργανωμένη εκκλησία. Η περίφημη «πορεία προς τη Ρώμη» των Ιταλών μελανοχιτώνων ολοκληρώθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1922 και ο αδύναμος βασιλιάς Vittorio Emmanuelle III παραδίδει την εξουσία στο φασιστικό κόμμα, το οποίο στις εκλογές του 1924 αναδεικνύεται το μεγαλύτερο κόμμα στη Βουλή. Ο Μουσολίνι το 1925 καταργεί το κοινοβουλευτικό σύστημα, επιβάλλει δικτατορία και θέτει σε εφαρμογή το πρόγραμμα φασιστικοποίησης του κράτους. Ο όρος Φασιστική Ιταλία χρησιμοποιείται για να περιγράψει το Βασίλειο της Ιταλίας την περίοδο από το 1922 έως το 1943, όταν κυβερνιόταν από το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα με τον Μπενίτο Μουσολίνι ως πρωθυπουργό και δικτάτορα (Ντούτσε). Κατ' επέκταση ο όρος αφορά την ιστορία της Ιταλίας την περίοδο του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Φασίστες επέβαλαν στο εσωτερικό της χώρας ολοκληρωτικό καθεστώς και κατέστειλαν όλες τις μορφές αντιπολίτευσης. Ο ιταλικός φασισμός βασίζεται στον Ιταλικό εθνικισμό και συγκεκριμένα επιδιώκει να ολοκληρώσει αυτό που θεωρεί ως το ατελές έργο του "Risorgimento" με την ενσωμάτωση της "Italia Irredenta" ("αλύτρωτη Ιταλία") στην πολιτεία της Ιταλίας. Ο Umberto Eco, που έζησε ως παιδί την άνοδο του Μουσολίνι και την πλύση εγκεφάλου των νεαρών Ιταλών από τις ομάδες του εντόπιου φασισμού, ισχυρίζεται ότι: «Ο ιταλικός φασισμός ήταν η πρώτη δεξιόστροφη δικτατορία σε μία ευρωπαϊκή χώρα και το αρχέτυπο για τα υπόλοιπα όμοια καθεστώτα που εγκαταστάθηκαν στη γηραιά ήπειρο. Η στρατιωτική δομή με τα μαύρα πουκάμισα, οι μελανοχίτωνες, έγιναν η κραταιά δύναμη σε Αγγλία, Λευκορωσία, Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία, Πορτογαλία, Νορβηγία και Νότια Αμερική. Οι Ιταλοί φασίστες έπεισαν τους Ευρωπαίους ηγέτες πως πρόκειται για κίνημα ανασυγκρότησης της ευρωπαϊκής κοινωνίας απέναντι στην κομμουνιστική απειλή». Για τον Umberto Eco, ο ιταλικός φασισμός ήτανε δικτατορία, όχι απολυταρχία, εξαιτίας της φιλοσοφικής αδυναμίας του. Ο φασισμός στην Ιταλία για την ακρίβεια δεν είχε καμία ειδική φιλοσοφία. Ο Μουσολίνι (1883-1945) ως δημοσιογράφος ήταν στην αρχή αναρχικός και έπειτα σοσιαλιστής. Επί κυριαρχίας του Μουσολίνι με το Φασιστικό Κόμμα της Ιταλίας από το 1922 έως το 1943, όλα τα ΜΜΕ και ο τύπος έκλεισαν. Ο Μουσολίνι δεν είχε πολιτική ιδεολογία αλλά ισχυρή ρητορική, και ο ίδιος ήταν επηρεασμένος από τις ύστερες θεωρίες του Έγελου για το τέλειο και ηθικό κράτος. Η βοήθεια από την εκκλησία, σίγουρα ενίσχυσε τη ρητορική του, γιατί ο Μουσολίνι έβαζε πάντα το Θεό στους λόγους του. Ως χαρισματικός ηγέτης, με έντονη τη γλώσσα του σώματος, εκείνος στήριξε τον κορπορατισμό και τις συντεχνίες των κρατικών σωματείων, αλλά απέρριψε την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οραματιστής του Ρωμαϊκού Imperium, επέβαλε τον ιταλικό επεκτατισμό με έμφαση στον υπερμεγέθη εθνικισμό. Βαθύς οπαδός του αντισημιτισμού, τέλος, ο Μουσολίνι έγραψε ο ίδιος το λήμμα «φασισμός» στην τότε εγκυκλοπαίδεια Treccani.
Η περίοδος της ιταλικής κατοχής των Ιονίων Νησιών -που αρχίζει τον Απρίλιο του 1941 και ολοκληρώνεται το Σεπτέμβριο του 1943- είναι ελλιπώς φωτισμένη από την ελληνική παραδοσιακή βιβλιογραφία. Οι υπάρχουσες νεότερες ερευνητικές εργασίες περιορίζονται από το δυσεύρετο αρχειακό υλικό και από διαφόρους κοινωνικό - πολιτικούς παράγοντες που επέφεραν αυτή την έλλειψη. Όπως η σεισμοπυρκαγιά του 1953 που κατέστρεψε το επίσημο αρχειακό υλικό σε Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά, αλλά όχι ευτυχώς της Κέρκυρας, από την οποία προέρχονται τα έγγραφα της Ιταλικής διοίκησης και τα φύλα της επίσημης εφημερίδος GAZETTA IONICA, που αφορούν και στα υπόλοιπα νησιά.
Στην Ζάκυνθο η επίσημη εφημερίδα του φασιστικού κράτους είναι το LITTORIO και στην Κεφαλονιά η Nuova Cephalonia. Η προφορική ιστορία κρατά μια σπουδαία θέση στην ιστορική έρευνα αυτής της περιόδου, αλλά συχνά οι ιστορικές πληροφορίες συσκοτίζονται άλλοτε από τη συναισθηματική φόρτιση του μάρτυρα, άλλοτε από το φανατισμό, την πολιτική στράτευση και την πολιτικοποίηση των παθών.
«Οι μνήμες της σύγκρουσης είναι επίσης και συγκρούσεις της μνήμης», είχε πει ο ιστορικός Peter Burke, δίνοντας και τη διάσταση της επίδρασης της συλλογικής μνήμης στην ιστορία και τις υποκατηγορίες της, όπως η Ιστορία από τα κάτω και η Πολιτισμική Ιστορία.
Η ιταλική προπαγάνδα συνιστούσε μια μέθοδο προσεταιρισμού, διαμόρφωσης και άσκησης ελέγχου επί της κοινής γνώμης, χρησιμοποιώντας την κυριαρχική της δύναμη για την εξαπάτηση όσο το δυνατόν ευρύτερων κοινωνικών μαζών και τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργείου Λαϊκής Κουλτούρας, με έδρα τη Ρώμη. Η ιταλική προπαγάνδα παρουσίαζε το φασιστικό κράτος φιλεύσπλαχνο και δίκαιο προς την εργατική τάξη, σκληρό προς τους ανυπάκουους πολίτες καθώς και τους ανέντιμους και αλαζόνες εχθρούς, δηλαδή τους Άγγλους, τους Σοβιετικούς και τελευταία τους Αμερικανούς (από την στιγμή της αποβίβασής τους στην Ιταλία το 1943).
Ο ιταλικός φασισμός χρησιμοποίησε την προπαγάνδα για να εδραιώσει την κυριαρχία του στις περιοχές που σκόπευε να ενσωματώσει στην εθνική και κρατική οντότητα που θα διαμορφωνόταν μετά το τέλος του πολέμου, δηλαδή τη νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην οποία θα προσαρτούνταν και τα Επτάνησα.
Ο Φασισμός στοχεύει ξεκάθαρα στο συναίσθημα και λιγότερο στη λογική, χρησιμοποιώντας άπειρες μεθόδους κοινωνικού ελέγχου και περιστολής για να εδραιώσει τη δύναμή του, εκ των οποίων η σπουδαιότερη ήταν ο χειρισμός της ψυχολογίας και της δυναμικής των ομάδων. Γι’ αυτό, κατά τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του, ο Φασισμός έχει μεγάλη απήχηση στη νεολαία, θεωρούμενος ως έκφραση της νεανικής επαναστατικότητας. Το φασιστικό σύνθημα «να πιστεύεις – να υπακούς – να πολεμάς» ήταν η απάντηση του Φασισμού στις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης «ελευθερία - ισότης - αδελφότης» και με βάση αυτό το σύνθημα οι ιταλικές αρχές κατοχής άσκησαν αποπνικτικό έλεγχο σε όλους τους κρατικούς θεσμούς των Ιονίων νησιών, σε μια απόπειρα μετάλλαξης της επτανησιακής κουλτούρας και της εθνικής ταυτότητας, με έμφαση στην οικονομία, τη δημόσια διοίκηση και την εκπαίδευση.
Στα Επτάνησα, με την εφαρμογή των εννοιών της ενσωμάτωσης και της αφομοίωσης στον πολιτισμικό-κοινωνικό κώδικα, οι Ιταλοί κατακτητές επιδιώκουν ομαλά να κερδίσουν την επιθυμητή προσάρτηση των νησιών και του πληθυσμού στο Ιταλικό Κράτος μέσω της εξάπλωσης της κυρίαρχης φασιστικής ιδεολογίας στις κοινωνικές δομές.
Ασκούν λοιπόν συστηματική προπαγάνδα και ασφυκτικό έλεγχο σε σπουδαίους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (κατά τον ALTHUSSER), όπως η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, η οικογένεια και η θρησκεία, όπου ουσιαστικά αναπαράγονται οι αξίες της τάξης που κατέχει την εξουσία, περισσότερο μέσω της ιδεολογίας παρά μέσω της βίας.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε μερικά από τα δομικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η Ιταλική προπαγάνδα και αποτέλεσαν τους πυλώνες της φασιστικής πολιτικής που άσκησαν τα Ιταλικά στρατεύματα κατοχής και οι διοικητικοί θεσμοί που εγκαταστάθηκαν στα Ιόνια νησιά.
1. Το επιχείρημα της φυλετικής ομοιότητας και της κοινής ιστορικής, πολιτισμικής πορείας των Επτανήσων με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι από τα πλέον ισχυρά όπλα στο προπαγανδιστικό οπλοστάσιο των Ιταλών, οι οποίοι επιδιώκουν να αποδείξουν ότι οι Ιόνιοι αποτελούν διαφορετικό φύλο από το υπόλοιπο ελληνικό, με το οποίο ενοποιήθηκαν κάτω από την επίδραση της αγγλικής πολιτικής. Καθημερινά στον φασιστικό τύπο των Επτανήσων δημοσιεύονται εκτενείς αναφορές σε ιστορικά γεγονότα με σκοπό να αναδείξουν «τους αδιαρρήκτους δεσμούς φιλίας και αγάπης οίτινες συνέδεον τους δύο λαούς και ομιλώσιν ευγλώττως περί της ειλικρινούς συνεργασίας και αλληλοεκτιμήσεως ήτις υπήρχεν πάντοτε, ακόμη και επί του πεδίου της τιμής, μεταξύ των προγόνων των σημερινών Ιταλών και των ημετέρων τούτων». (επίλογος άρθρου με τίτλο: «Η συμμετοχή των Κεφαλλήνων εις την περίφημον ναυμαχίαν της Ναυπάκτου». Από την εφ. Νέα Κεφαλληνία, αρ. φύλλου 63, 18/8/1942) .
Στο πρώτο φύλλο της Εφημερίδος των Ιονίων (1/11/1941) και στο κύριο άρθρο με τίτλο «Ας αποβλέψωμεν στο μέλλον», δηλώνεται η προσπάθεια της εφημερίδας ώστε «Οι Ιόνιοι Νήσοι δέον όπως επιστρέψωσιν εις τον φυσικόν και ιστορικόν προορισμόν των, ο οποίος έσχε την πλήρην εκδήλωσίν του κατά τη διάρκεια των 4 αιώνων της κυβερνήσεως της Γαληνοτάτης ….. Δια τούτο και μόνον η επικεφαλίς της εφημερίδος μας φέρει το ισχυρόν και πτερωτόν έμβλημα της μόνης ιστορικής περιόδου, η οποία προσέφερε εις τους Ιονίους πλήρες συναίσθημα των συμφερόντων των, επανασυνδεομένους με την αλησμόνητον Βενετίαν».
Και αλλού σημειώνεται (Νέα Κεφαλληνία 16/5/1942, ΧΧ, αρ. φ. 51) σχετικά με την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας: «Τρεις και πλέον αιώνες παρέμειναν οι Ιταλοί στην Επτάνησον και όμως ουδείς Επτανήσιος ιστορικός μνημονεύει στάσιν τινά ή εξέγερσιν εναντίον των. Ενώ αντιθέτως 50 περίπου έτη οι εκπολιτισταί Άγγλοι και ισάριθμαι στάσεις και εξεγέρσεις εσημειώθησαν εναντίον της βαρβάρου και απανθρώπου κακοδιοικήσεώς των». Ως επίρρωση αυτών των φυλετικών και εθνικών συσχετισμών τονίζεται (ή και επινοείται) η ιταλική καταγωγή προσωπικοτήτων που κατάγονται ή έζησαν στα Ιόνια Νησιά, όπως του Διονυσίου Σολωμού, του Ούγκο Φώσκολο, και του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης που ασκήτευε ένα διάστημα στη μονή της Παναγίας των Σισσίων στην Κεφαλλονιά, τότε καθολικό ανδρικό μοναστήρι. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των Ιταλών για την ανακατασκευή της οικίας Φώσκολο, που είχαν καταστρέψει οι ίδιοι κατά τους βομβαρδισμούς του Νοεμβρίου 1940. Η Σχολική Εποπτεία Ζακύνθου στις 24 Νοεμβρίου 1941 συστήνει επιτροπή «υπέρ της Οικίας Φωσκόλου» από επιφανείς Ζακυνθινούς που θα συνεργάζονταν με τις ιταλικές αρχές «δια την διακόσμησιν της ανεγερθείσης, μερίμνη του Αρχηγού των Πολιτικών Υποθέσεων Ιονίων Νήσων Πιέρο Παρίνι». Από την πρώτη στιγμή της άφιξης των Ιταλών στη Ζάκυνθο ο στρατιωτικός διοικητής Ιγνάτιο Μπατάλια κάλεσε το Νικόλαο Βαρβιάνη και τον Λεωνίδα Καντακίτη, να παραδώσουν τα αρχεία των Τεκτονικών Στοών και κυρίως τα χειρόγραφα του Σολωμού. Η αρνητική απάντηση του Βαρβιάνη, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι όλα καταστράφηκαν στον ελληνοιταλικό πόλεμο, τον οδήγησε στη φυλακή στο κτίριο της Καραμπινιερίας (Σεπτέμβριος 1941). Ευτυχώς είχε προλάβει να τα κρύψει 5 μήνες πριν την έναρξη του πολέμου, με σχετική διαταγή του Αγγλικού Ναυαρχείου. Ιταλική καταγωγή αποδίδουν και στον Άγιο Διονύσιο (με μετατροπή του επιθέτου Σιγούρος σε Sigouro) και στον Πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, του οποίου το επίθετο δείχνει την καταγωγή του από την ιταλική πόλη Κάπο ντ’ ίστρια..
2. Η λατρεία του ενός και μοναδικού ηγέτη ήταν ένας ακόμη πυλώνας της προπαγανδιστικής πολιτικής του φασιστικού κράτους. Κάθε εμφάνιση του Μουσολίνι αλλά και του Χίτλερ, είναι καλά σκηνοθετημένη, προκαλεί εξάρσεις εθνικού πάθους στο λαό που, όντας απογοητευμένος από την πολιτική και οικονομική κατάσταση της εποχής του Μεσοπολέμου, αναζητά την ελπίδα της ανόρθωσης στο εθνικιστικό κήρυγμα των φασιστών. Το επιδιωκόμενο ιδανικό του Μουσολίνι για τον μεταπολεμικό κόσμο ονομάζεται Νέα Τάξη και διακηρύσσεται σε κοινό ανακοινωθέν τον Απρίλιο του 1941, μετά από τη συνάντηση Ντούτσε – Φύρερ. Η Νέα Τάξη θεμελιώνεται στις αιτίες του νέου πολέμου, που προέρχονται από τις κακοδαιμονίες του Α' Παγκοσμίου, και κύρια στη διαπάλη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να διανείμουν, το καθένα προς όφελός του, τον πλούτο της εγγύς τους περιφέρειας και των αποικιών. Η ταπείνωση, άλλωστε, και οι δυσβάσταχτες "επανορθώσεις" που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου εξέθρεψαν τη φασιστική ιδεολογία και επιτάχυναν τις εξελίξεις προς το Β' Παγκόσμιο.
Όπου επικράτησαν οι Γερμανοί, οι χώρες της Ευρώπης γνώρισαν τη "Νέα Τάξη", που σήμαινε την πολιτική υποταγή των κατακτημένων κρατών στη Γερμανία, τη στέρηση κάθε ελευθερίας, την οικονομική λεηλασία, την καταδίωξη και εξόντωση των απανταχού στην Ευρώπη Εβραίων και άλλων "ανεπιθύμητων" πληθυσμιακών ομάδων, όπως των Τσιγγάνων. Aπό το 1941, με την επίθεση της Ιαπωνίας, του τρίτου συμμάχου του Άξονα, εναντίον του αμερικανικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ, η οποία της άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη όλης της νοτιοανατολικής Ασίας, η σύρραξη έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις.
3. Η πολιτική των παροχών στους πολίτες και των ειδικών έργων στα νησιά.
Από τα πιο ισχυρά προπαγανδιστικά όπλα των κατακτητών ήταν να εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως λυτρωτές, φιλεύσπλαχνους, συμπονετικούς προς το δράμα των Επτανησίων, οι οποίοι παρασύρθηκαν από τη φιλοαγγλική πολιτική της κυβέρνησης των Αθηνών. Παρουσιάζουν μια σειρά έργα εξωραϊσμού, έργα ανοικοδόμησης και οδοποιίας που γίνονται κυρίως για να διευκολύνουν τις μετακινήσεις των στρατευμάτων και τις εγκαταστάσεις τους. Ισχυρίζονται ότι κάνουν ό,τι μπορούν για να διευκολύνουν την καθημερινότητα των επτανήσιων πολιτών, που υποφέρουν από πείνα και στερήσεις από την επίταξη όλων των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Στον τομέα της οικονομίας ιδρύθηκε η Ανώνυμος Εταιρεία Ιονικού Εμπορίου και υποκαταστήματα ιταλικών τραπεζών και νέο νόμισμα επιβλήθηκε στα νησιά, η Ιόνιος δραχμή. Με την εισαγωγή του νέου νομίσματος σταμάτησαν οι συναλλαγές με την υπόλοιπη Ελλάδα. Τα γεωργικά προϊόντα δεσμεύονταν και μεταφέρονταν στην Ιταλία. Νέο φορολογικό σύστημα εφαρμόστηκε, κυκλοφόρησαν χαρτονόμισμα «PER LE ISO LE IONIE» στα Επτάνησα χωρίς αντίκρισμα. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εκδίδονταν στο όνομα του Ιταλού βασιλιά και η ορκωμοσία των νέων υπαλλήλων πάλι γινόταν στο ιταλικό ιμπέριουμ. Ο λαός όμως πένεται τόσο ώστε συχνές είναι οι παρεμβάσεις των μητροπολιτών Ζακύνθου Χρυσοστόμου και Κερκύρας Μεθοδίου προς τον Παρίνι για έκτακτες παροχές τροφίμων.
Τα πλούσια συσσίτια προς τους Έλληνες υπαλλήλους των ιταλικών υπηρεσιών σκοπεύουν να προσελκύσουν περισσότερους νέους εργαζόμενους στον ιταλικό μηχανισμό.
4. Η πολιτική των παροχών στους μαθητές και οι εξωσχολικές μέθοδοι της φασιστικής διαπαιδαγώγησης, ήταν ένας σημαντικότατος πυλώνας της κατοχικής πολιτικής. Το σχολικό έτος 1941-1942 τοποθετήθηκαν Ιταλοί διευθυντές σε όλα τα σχολεία των αστικών κέντρων των νησιών. Παντού είχαν αναρτηθεί πινακίδες που απαιτούσαν Salutate romanamente, δηλαδή τον υποχρεωτικό φασιστικό χαιρετισμό, έγιναν αλλαγές στη διδασκαλία μαθημάτων όπως της Ιστορίας και της Γλώσσας καθιερώθηκε η υποχρεωτική εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας, καταργήθηκαν οι γιορτές που ίσχυαν ως τότε στα σχολεία (κατάργηση της γιορτής των Τριών Ιεραρχών, της 25ης Μαρτίου, της 21ης Μαΐου, 12ης Δεκεμβρίου και άλλων)». Πρώτιστη επιδίωξη ήταν τα παιδιά να εγγραφούν στην νεολαιίστικη φασιστική οργάνωση GIL , Gioventu Italiana del Littorio, που οργάνωνε Παιδικές Εξοχές και Παιδικές Φωλιές, θεσμοί που προετοίμαζαν τα παιδιά σε πνευματικό, αθλητικό και στρατιωτικό επίπεδο και επιβλέπονταν από τους Σχολικούς Επόπτες κάθε νησιού.
Στα παιδιά που συμμετείχαν σε αυτά τα κοινόβια μοιράζονταν ελάχιστα ρούχα παπούτσια και τρόφιμα, ως μια καλομελετημένη μηχανή φασιστικής διαπαιδαγώγησης, στο ρυθμό της Giovinezza, που τραγουδούσαν εν σώματι. Οι αρχές κατοχής υποχρέωναν μαθητές και εκπαιδευτικούς να παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόμους τραγουδώντας ιταλικά εμβατήρια, να συμμετέχουν σε φασιστικές εορτές, όπως το Φασιστικό Σάββατο, φορώντας πάντα τη μαύρη στολή.
Συσσίτια και δώρα δίδονται, με πανηγυρισμούς, από την οργάνωση GIL Ιονίων νήσων προς τους συμμετέχοντες μαθητές, οι οποίοι στο τέλος των γιορτών όρθιοι χαιρετούσαν ρωμαϊστί.
Ο αρχηγός των Πολιτικών Υποθέσεων, Πιέρο Παρίνι, όπως και οι Σχολικοί Επόπτες στα νησιά, όντας οι ίδιοι υψηλόβαθμα στελέχη του φασιστικού κόμματος, επέβλεπαν με αμείωτο ενδιαφέρον τη φασιστική διαπαιδαγώγηση των Ιονόπαιδων και την αναγκαστική εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας. Παρόλη την πρόνοιά τους για την επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος μαθητών και εκπαιδευτικών, η φτώχεια και η πείνα συνεχίζουν αμείωτες και το 1943.
Ας δούμε λοιπόν πώς και γιατί απέτυχε η νεκρανάσταση του ρωμαϊκού ιμπέριουμ, παρόλη την θανατηφόρα κακοποίηση που υπέστη ο πληθυσμός των Επτανήσων.
Με όλα τα μέσα οι Ιταλοί κατακτητές προσπάθησαν να εκμηδενίσουν τα αισθήματα πατριωτισμού και τα εθνικά ιδεώδη από τις ψυχές των κατακτημένων. Ειδικά στα Επτάνησα η ελληνική φλόγα που είχε φουντώσει από το πατριωτικό κίνημα των Ριζοσπαστών έγινε ξανά τρανή και ζέσταινε τις ψυχές των ταλαιπωρημένων πατριωτών. Από τον Ιούνιο του 1941 ιδρύθηκαν στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις. Στη Ζάκυνθο ιδρύθηκε ο Εθνικός Στρατιωτικός Σύνδεσμος, υπό την αρχηγία του Συνταγματάρχη Αντωνίου Καποδίστρια και του Μητροπολίτη Χρυσόστομου Δημητρίου. Λίγο αργότερα ιδρύθηκε το Εθνικό Μέτωπο Δράσεως Ζακύνθου, με πρωτεργάτες τον μετέπειτα Δήμαρχο και Βουλευτή Ζακύνθου Ιωάννη Μάργαρη και τον Νικόλαο Μπισκίνη. Το πνεύμα του διαφωτισμού και οι ελπίδες για πρόοδο του ανθρώπου, με τη βοήθεια της επιστήμης, δεν μπορούσε τυπικά να συγγενεύει με το φασισμό, που δεν είχε στο λεξιλόγιό του τις λέξεις νεωτερικότητα και πρόοδος. Ειδικά, λοιπόν, στα Ιόνια νησιά το κλίμα φόβου και καχυποψίας δεν μπόρεσε να κάμψει το ελεύθερο πνεύμα που είχαν διαπλάσει οι αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και των επτανησίων ριζοσπαστών. Στο κράτος που διαμόρφωσαν οι ιταλικές αρχές κατοχής με το προκάλυμμα της συνέχισης της ενετικής κουλτούρας εμφανίστηκε ένας αριθμός προκρίτων και ντόπιων ευγενών που συνδέθηκε με τους κατακτητές έχοντας δεχτεί υποσχέσεις για χορήγηση αξιωμάτων, τίτλων ευγενείας και κυρίως οικονομικών και εμπορικών προνομίων. Αυτή η κοινωνική τάξη έφερε στην επιφάνεια τις περγαμηνές της από το βενετσιάνικο libro d’oro και προσπάθησαν να αποσπάσουν την εμπιστοσύνη και την εύνοια των κατακτητών. Σε αυτές τις περγαμηνές στηρίζονταν και οι ιταλοί κατακτητές όταν διακήρυτταν την ιταλικότητα των Επτανήσων και τα ιστορικά απαράγραπτα δικαιώματα που είχε η Ρώμη επ’ αυτών.
Στην ίδια κατηγορία των συνεργατών της ιταλικής διοίκησης εντάσσονται επιπλέον μεγαλέμποροι και γαιοκτήμονες που είχαν διατελέσει κομματικά και οικονομικά στελέχη του καθεστώτος της τετάρτης Αυγούστου και επιθυμούσαν να διατηρήσουν τα οφέλη από τον άνομο πλουτισμό τους εις βάρος του λαού. Οι αντιδράσεις του λαού είναι άλλοτε οργανωμένες στις αντιστασιακές οργανώσεις που προαναφέραμε, αλλά και στο ΕΑΜ – ΕΛΛΑΣ – ΕΔΕΣ και άλλοτε είναι αυθόρμητες. Ειδικά οι εκπαιδευτικοί φορείς της μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης και οι μαθητές των Γυμνασίων αντιδρούσαν στα φασιστικά προστάγματα, στην ιταλοποίηση της εκπαίδευσης, καθώς και στην αλλαγή της διδακτέας ύλης και με διάφορους τρόπους έδειχναν παγερά αδιάφοροι στις εντολές των σχολικών εποπτών που διορίστηκαν από τη Ρώμη και οι οποίοι ήταν ανώτερα φασιστικά στελέχη με υψηλή μόρφωση και φοβερό ανθελληνικό μίσος και πάθος. Αξίζει να αναφερθεί ότι η πρώτη αντιφασιστική εκδήλωση στην Ελλάδα έγινε από μαθητές κατά τη λιτάνευση του Αγίου Σπυρίδωνος το πρωτοκύριακο του Νοέμβρη του 1941. Η αγανάκτηση των Eλλήνων μαθητών έγινε μια αυθόρμητη διαδήλωση της κερκυραϊκής νεολαίας, που εξερράγη με την παρουσία της φασιστικής νεολαίας της ιταλικής παροικίας στη λιτανεία του Αγίου.
Οι τοπικές ιστορίες των Επτανήσων είναι γεμάτες από ονόματα υπερήφανων εκπαιδευτικών που αντιτάχθηκαν σθεναρά στα σχέδια αφελληνισμού της νεολαίας μη δεχόμενοι ούτε τον ρωμαϊκό χαιρετισμό ούτε την απαλοιφή αναφορών σε λαμπρές στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Στην αντίπερα όχθη ένας μικρός αριθμός πολιτών συνεργάστηκε είτε με τις γερμανικές είτε με τις ιταλικές αρχές κατοχής και ο δοσιλογισμός ήταν μια πολιτική πρακτική που είχε μάλιστα μια επίσημη πολιτική έκφραση στην κυβέρνηση Τσολάκογλου που από τον Απρίλιο του 1941 ανέλαβε τη διοίκηση του κατοχικού κράτους μιμούμενος την τακτική του στρατάρχη Πεταίν στην Γαλλία. Οι Iταλοί στήριζαν μέσα στην κατοχική ελληνική κυβέρνηση άτομα που ήταν φίλα προσκείμενα στη φασιστική Ιταλία όπως ο Υπουργός Οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης τον οποίο οι Ιταλοί προόριζαν για Πρωθυπουργό. Όταν απέτυχαν και στην πρωθυπουργοποίηση του Γεωργίου Μερκούρη, ο οποίος τελικά έγινε διοικητής της τράπεζας Ελλάδος, οι Ιταλοί αφοσιώθηκαν στο ζήτημα της διοικητικής οργάνωσης του Isole Jonie. Με το πνεύμα αυτό αναζητήθηκαν στα Επτάνησα πρόθυμοι ντόπιοι συνεργάτες για την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης την οποία επέβλεπε ο Piero Parini ο οποίος προώθησε ως μελλοντικό ηγεμόνα τον Ιονίων νήσων τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας επισκέφτηκε τη Ρώμη το ‘42 προκειμένου να λάβει οδηγίες για τα καθήκοντά του ως Νομάρχης Κέρκυρας. Η παρουσία συνεργατών προς τις ιταλικές αρχές κατοχής χαρακτηρίζεται από την ιδεολογική και φυλετική συγγένεια με την Ιταλία την οποία πρόβαλαν οι δοσίλογοι για να δικαιολογήσουν τη στάση τους πάνω στη τάση της διαμόρφωσης μιας νέας εθνικής ταυτότητας για τα Ιόνια νησιά. Αυτή η νέα εθνική ταυτότητα περιλάμβανε τους επιμέρους άξονες: τον πολιτισμό, την κοινωνία, την ιδεολογία, τη θρησκεία και την εκπαίδευση. Ιδιαίτερο ρόλο επεφύλαξαν οι αρχές κατοχής στους ντόπιους συνεργάτες τους χρησιμοποιώντας μάλιστα και τον μηχανισμό καταστολής που είχε δημιουργήσει και το μεταξικό καθεστώς. Υπό αυτή τη διάσταση μπορούμε να καταγράψουμε τους δωσίλογους των Επτανήσων σε τρεις κατηγορίες όπως τις είχε διαμορφώσει ο ειδικός επίτροπος Κέρκυρας, δηλαδή σε μαυραγορίτες, επίσημα όργανα και καταδότες. Ο λαός, όμως, συμμετέχει ομαδικά στις αντιστασιακές οργανώσεις αδιαφορώντας για την προπαγάνδα του ιταλικού μηχανισμού, ενώ συντονισμένες δράσεις βλέπουμε περισσότερο στα Επτάνησα του 1942 και μετά, οπότε στην Κέρκυρα ιδρύεται η Εθνική Οργάνωση Κερκύρας Ε.Ο.Κ. με ιδρυτικό μέλος τον μητροπολίτη Μεθόδιο. Η παρουσία της οργάνωσης Ε.Ο.Κ. ήταν σημαντική και ηγετική στις μοιραίες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1943 κατά το κρίσιμο διάστημα της αποχώρησης των Ιταλών διοικητών του νησιού, εν μέσω καταστροφικών γερμανικών βομβαρδισμών που κατέκαψαν σχεδόν τη μισή πόλη της Κέρκυρας.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση (1944) οι Πρωθυπουργοί και εν γένει η πολιτική εξουσία, είχαν διακηρύξει την πρόθεσή τους να τιμωρήσουν αμείλικτα όσους με οποιοδήποτε τρόπο συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και συγκροτήθηκαν αμέσως τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσίλογων στις μεγάλες πόλεις της επαρχίας. Ξεχωριστές προσωπικότητες του δικαστικού κόσμου ανέλαβαν τα καθήκοντα του Ειδικού Επιτρόπου Δωσίλογων και άρχισαν να ερευνούν πρόσωπα ύποπτα για τη δράση τους. Είχαν επίσης κληρονομήσει, από τα Έκτακτα Στρατοδικεία του ΕΛΑΣ, έναν μεγάλο αριθμό υποθέσεων και αντίστοιχο αριθμό κρατουμένων, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως «εχθροί του λαού», σύμφωνα με τις λαοκρατικές αντιλήψεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στην Κέρκυρα ο Ειδικός Επίτροπος έχει αναλάβει καθήκοντα από το φθινόπωρο του 1944 και αρχίζει τη συνεργασία με τους Υποθηκοφύλακες του νησιού, τους Ειρηνοδίκες και τους προϊσταμένους των δημοσίων υπηρεσιών για τον εντοπισμό επιβαρυντικών στοιχείων κατά συγκεκριμένων προσώπων. Ειδικός Επίτροπος Δωσίλογων εγκαθίσταται στην Κεφαλονιά και τα Ιωάννινα.
Η ιταλική συνθηκολόγηση άνευ όρων στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 οδήγησε στην κατάρρευση όλων των σχεδίων για τη αναδιαμόρφωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την ενσωμάτωση του Isole Jonie και η κυβέρνηση του Στρατάρχη Μπαντόλιο δίνει εντολή αποχώρησης από όλα τα νησιά των Επτανήσων των υψηλόβαθμων στελεχών τους. Ο Παρίνι μόλις έλαβα τη διαταγή αντικατάστασής του αποσύρθηκε στο Μον Ρεπό ετοιμάζοντας τις ογκώδης αποσκευές του σε 40 μεγάλα κιβώτια που περιείχαν πολύτιμα ιστορικά και καλλιτεχνικά κειμήλια που είχε συγκεντρώσει κατά την περίοδο της διοίκησής του στα Ιόνια νησιά. Στις 13 Οκτωβρίου του 1943 η κυβέρνηση Μπαντόλιο κηρύσσει και τον πόλεμο κατά της Γερμανίας ενώ σε όλα τα Επτάνησα έχει δημιουργηθεί η αίσθηση της χαράς και της προσμονής για τη βελτίωση της καθημερινής ζωής. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1943 εκδηλώνονται οι πανηγυρισμοί του λαού, ειδικά στα αστικά κέντρα των νησιών, η Κέρκυρα σημαιοστολίζεται και εγκαθίσταται νέος πολιτικός επίτροπος ο Λουντοβίκο Μπαρατιέρι, ο οποίος δηλώνει δημόσια τα αντιφασιστικά του αισθήματα. Μετά τους βομβαρδισμούς της πόλης της Κέρκυρας, στις 22 Σεπτεμβρίου παύει και η αντίσταση στην Κεφαλονιά από τη μεραρχία Άκουι και τους ντόπιους αντάρτες και τελικά η μέρα παράδοσης της πρωτεύουσας της Ιονίου Πολιτείας είναι η 26η Σεπτεμβρίου. Ενώ έχουν δείξει οι σύμμαχοι ότι δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για τα Ιόνια, ο μόνος που κατάλαβε τη στρατηγική σημασία της Κέρκυρας ήταν ο Αϊζενχάουερ, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να παρέμβει. Τον Νοέμβριο του 1943 ο Τσόρτσιλ παραδέχονταν ότι «αν και οι σύμμαχοι είχαν μια αεροναυτική υπεροχή στην είσοδο της Αδριατικής, κανένα πλοίο δεν κατάφερε να παραδώσει υλικό στα λιμάνια που είχαν καταληφθεί από τους πατριώτες. Αντίθετα οι Γερμανοί κατάφεραν να τους διώξουν και να προβούν σιγά-σιγά στην κατάληψη ολόκληρης της Δαλματικής ακτής. Δεν στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί η κατάληψη της Κεφαλονιάς και της Κέρκυρας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου