e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Ομιλία Οικουμενικού Πατριάρχου στην έναρξη Συνεδρίου για τον μακαριστό Περγάμου Ιωάννη

Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου εἰς μνήμην τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα μέ θέμα «Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Δ. Ζηζιούλα» 

(Πόλις, 5 Νοεμβρίου 2024)

∗ ∗ ∗

Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Χαλκηδόνος κ. Ἐμμανουήλ, Πρόεδρε τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου, μετά τῶν λοιπῶν Ἐλλογιμωτάτων μελῶν αὐτῆς, 

Ἐξοχώτατε κύριε Πρέσβυ, Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ Πόλει,

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, 

Ἐλλογιμώτατοι καθηγηταί καί εἰσηγηταί, 

Ἐκλεκτοί σύνεδροι,

Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ, 

Καλωσορίζομεν ἐγκαρδίως πάντας ὑμᾶς εἰς τό διεθνές τοῦτο Συνέδριον, τούς ἐλθόντας ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ καί τούς ἐκ τῆς Βασιλευούσης, διά νά τιμήσωμεν ὁμοθυμαδόν τήν μνήμην καί τήν προσφοράν τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, τοῦ μεγάλου θεολόγου, καθηγητοῦ καί Ἀκαδημαϊκοῦ, εἰς τήν Ἐκκλησίαν, εἰς τήν ἱεράν ἐπιστήμην καί εἰς τόν πνευματικόν πολιτισμόν. Ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμεν τούς εἰσηγητάς, οἱ ὁποῖοι θά μᾶς παρουσιάσουν κεντρικάς πτυχάς τοῦ ἔργου τοῦ τιμωμένου, ὁ ὁποῖος συνέβαλε καταλυτικῶς εἰς τήν λειτουργίαν τῆς θεολογίας ὡς «θεολογίας ἐν διαλόγῳ», πιστοποιήσας ἔργῳ καί λόγῳ, ὅτι αὐτή δύναται νά διαλεχθῇ δημιουργικῶς μέ τόν σύγχρονον κόσμον, τόν πολιτισμόν καί τήν ἐπιστήμην, πιστή εἰς τήν Παράδοσιν τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐκληροδότησαν τό πρότυπον τῆς ἀνοικτῆς καί διαλεγομένης θεολογίας. Γράφει ὁ ἀείμνηστος ἀδελφός: «Ὅ,τι ἦταν γιά τόν κόσμο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὕστερη ἑλληνική φιλοσοφία, ἕνας κόσμος δηλαδή μέ τόν ὁποῖον ἔπρεπε νά διαλεχθοῦν καί νά τόν μεταμορφώσουν, εἶναι γιά τή σημερινή Ὀρθοδοξία ὁ καλπάζων τεχνικός πολιτισμός τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ σημερινή οἰκουμένη κυριαρχεῖται ἀπό τά ἐπιτεύγματα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, τά ὁποῖα ἐκτείνονται ἀπό τίς κατακτήσεις τῆς τεχνολογίας μέχρι τά ἄγχη τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀποπροσωποποιήσεως τῶν ἀνθρώπων, πού ἐκφράζει τόσο τραγικά ἡ σύγχρονη τέχνη σέ ὄλες τίς μορφές της. Σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο πρέπει νά σκύψει ἡ σύγχρονη Ὀρθοδοξία μέ ρωμαλεότητα στοχασμοῦ καί μέ εὐαισθησία, ὥστε νά μεταμορφώσει τίς σύγχρονες φιλοσοφίες καί ἰδεολογίες καί νά περισώσει τό πρόσωπο καί τήν ἐλευθερία του ἀπό τή δίνη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ. Καί ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει πολλές δυνάμεις γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Κρυμμένες στή λειτουργική καί τήν ἀσκητική ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ δυνάμεις αὐτές μποροῦν νά ἐλευθερωθοῦν καί νά διαλεχθοῦν δημιουργικά μέ τόν σύγχρονο πολιτισμό γιά νά τόν μεταμορφώσουν. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ τήν ἐλπίδα τοῦ κόσμου στή σημερινή κρίσιμη ἐποχή»[1]. 

Ἐνεοί πολλοί δυτικοί θεολόγοι ἐνώπιον τῆς διεισδυτικῆς, παραδοσιακῆς καί ἐπικαίρου σκέψεως τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ἀπέβαλον τήν ταύτισιν τῆς Ὀρθοδοξίας μέ ἀδυναμίαν συναντήσεως μέ τόν σύγχρονον κόσμον καί ἐστράφησαν οἱ ἴδιοι, διά μέσου τῆς ἀξιοποιήσεως τῆς θεολογίας τοῦ Περγάμου, εἰς τήν μελέτην τῶν θησαυρῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν παραδόσεως. Ἐπ᾿ αὐτοῦ, ἡ ἡμετέρα Μετριότης ἐσημείωσε τά ἑξῆς εἰς τόν Χαιρετισμόν κατά τήν ἀνακήρυξιν τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ εἰς ἑταῖρον τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, τόν Ὀκτώβριον τοῦ ἔτους 2011: «Ὁ τιμώμενος Ἱεράρχης συνέβαλε καθοριστικῶς, ὥστε νά ὑπερβῇ ὁ δυτικός χριστιανισμός τό στερεότυπον ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι χῶρος ἀγόνου παραδοσιοκρατίας καί ἐσω-στρεφείας καί νά ἀνακαλύψῃ τούς θησαυρούς τῆς ζώσης ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τήν Τριαδικήν θεολογίαν τῶν μεγάλων Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τήν πατερικήν θεώρησιν τοῦ προσώπου ὡς γεγονότος σχέσεως, τήν ἀλήθειαν ὡς κοινωνίαν, τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς εἰκόνα τῶν ἐσχάτων, τόν κεντρικόν ρόλον τοῦ ἐπισκόπου ὡς προεστῶτος τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καί ὡς ἐγγυητοῦ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἄνθρωπον ὡς ῾ἱερέα᾿ καί ῾οἰκονόμον᾽ τῆς δημιουργίας, τό ἀσκητικόν ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς παρακαταθήκην ζωῆς καί ὡς ἐλπίδα διά τόν σύγχρονον ἄνθρωπον καί τόν κόσμον. Κατέδειξε τοῖς πᾶσι τήν καθοριστικήν σημασίαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί θεολογίας διά τόν ἄνθρωπον καί τήν κοινωνίαν, τόν πολιτισμόν καί τούς πολιτισμούς, τάς ἀνθρωπιστικάς καί φυσικάς ἐπιστήμας, διά τήν ἀντιμετώπισιν τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως καί τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος, διά τόν διάλογον μέ τήν φιλοσοφίαν». 

Εἰς τόν καθηγητήν Ἰωάννην Ζηζιούλαν, ἤδη τό ἔτος 1971, ἀνηγγέλθη ὑπό τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἡ πρόθεσίς του νά προτείνῃ εἰς τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον τήν ἐκλογήν του ὡς Ἱεράρχου. Τό δέ ἔτος 1974, ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος ἐκάλεσε τόν καθηγητήν εἰς Φανάριον διά νά συζητηθῇ ἡ «ἄμεσος ἀνύψωσίς του εἰς τό ἀρχιερατικόν ἀξίωμα», μετά τήν ἤδη ληφθεῖσαν θετικήν ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου. Τό 1980 ἀνέλαβε πρωτοβουλίαν ἐπί τοῦ προκειμένου ὁ ἀείμνηστος πνευματικός ἡμῶν Πατήρ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, ἀλλά καί πάλιν ὁ ὑποψήφιος ἐζήτησεν ἀναβολήν. Ἐν τέλει, τό 1986, ἀσθενήσαντος ἤδη τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος, ὁ Σάρδεων Μάξιμος ἔθεσε ρητῶς εἰς τόν καθηγητήν τό θέμα τῆς ἐκλογῆς του εἰς Ἀρχιερέα. Μετά τήν ἀποδοχήν τῆς τιμητικῆς αὐτῆς προτάσεως, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, προβολῇ τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, ὁμοφώνως ἀπεφάσισε τήν ἔνταξιν τοῦ καθηγητοῦ Ἰωάννου Ζηζιούλα εἰς τόν ἱερόν κλῆρον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί ἐν συνεχείᾳ τήν ἐκλογήν καί χειροτονίαν του «ἀθρόον» εἰς ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτην. Ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία ἐτελέσθη τήν Πεντηκοστήν τοῦ ἔτους 1986.

Ἔκτοτε, καί μέχρι τῆς ἐκδημίας του τήν 2αν Φεβρουαρίου 2023, ὁ Ἱερώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης διηκόνησεν εὐόρκως καί ἀποτελεσματικῶς τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν ἀπό ὑψηλάς θέσεις εὐθύνης, τόσον εἰς τάς διορθοδόξους σχέσεις καί τούς διαχριστιανικούς διαλόγους, ὅσον καί εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, διδάσκων ὡς πανεπιστημιακός καθηγητής καί συγγράφων περισπούδαστα ἔργα, τά ὁποῖα διεμόρφωσαν τήν ταυτότητα τῆς συγχρόνου θεολογίας.

Πολλά καί ἐνδιαφέροντα θά εἰπωθοῦν ἐκ μέρους τῶν εἰσηγητῶν περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς μαρτυρίας τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ὁ ὁποῖος ἀπό τό ἔτος 1993 ἦτο τακτικόν μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, μέ ἐντυπωσιακήν παρουσίαν, ἀποδοχήν, ἀναγνώρισιν καί προσφοράν εἰς τό ἀνώτατον αὐτό πνευματικόν ἵδρυμα τῆς Ἑλλάδος, περί τῶν ὁποίων θά ὁμιλήσῃ ὁ Ἐντιμολογιώτατος καί φίλτατος καθηγητής καί Ἀκαδημαϊκός κύριος Πασχάλης Κιτρομηλίδης.

Ἡ ἡμετέρα Μετριότης θά ἀναφερθῇ ἐν συνεχείᾳ ἐπιλεκτικῶς εἰς πτυχάς τῆς μαρτυρίας τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ, μέ ἔμφασιν εἰς τήν μεγάλην προσφοράν του εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, διά τό ὁποῖον ἐπίστευεν ὅτι ἐσφράγισεν ἀνεξίτηλα ὄχι μόνον τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί «τήν ἴδια τήν ἱστορία τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητας καί πού ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελεῖ ἐλπίδα γιά τό παρόν καί τό μέλλον τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου», προσθέτων μέ νόημα, ὅτι τόν θεσμόν αὐτόν «ἀκόμη κι ἄν δέν τόν εἴχαμε δοσμένο ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί μάλιστα στό Γένος μας, θά ἔπρεπε νά τόν ἐφεύρουμε». 

Εἰς τήν ὄντως ἐντυπωσιακήν σχετικήν ὁμιλίαν του εἰς μίαν Σύναξιν τῶν Ἀρχόντων Ὀφφικιαλίων τοῦ Θρόνου ἐν Ἀθήναις ἀνέφερε τά ἑξῆς ἔξοχα: «Τί εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο; Τό ὀνομάζουμε θεσμό, ἀλλά εἶναι κάτι περισσότερο: εἶναι ἕνα ἱστορικό παράδοξο, ἕνα μυστήριο τῆς Ἱστορίας… Πράγματι, κανένας ἱστορικός θεσμός δέν συνδύασε τίς παράδοξες αὐτές ἀντιθέσεις στή ζωή του ὅσο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἄν ἀνατρέξουμε στήν ἱστορία του ἐκεῖ θά δοῦμε: 

Ἕναν Πατριάρχη νά εἰσέρχεται μέ τόν Αὐτοκράτορα στήν Ἁγία Σοφία γιά τή Θεία Λειτουργία πού θά τελεστεῖ μέ τέτοια δόξα καί λαμπρότητα, ὥστε νά κάνει, τόν δέκατο αἰώνα, τούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη Ρώσους νά ἀσπαστοῦν τήν Ὀρθοδοξία, γιατί δέν μποροῦσαν νά διακρίνουν ἄν βρίσκονταν στή γῆ ἤ στόν οὐρανό παρακολουθώντας τό μεγαλειῶδες αὐτό γεγονός…

Ἕνα Πατριαρχεῖο πού τό 1453 ὑποχρεώνεται νά χάσει μαζί μέ τή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ὅλη τή δόξα του, νά δεῖ τό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας νά μετατρέπεται σέ μουσουλμανικό τέμενος καί νά μετακινῆται ἡ ἕδρα του καί, παρά ταῦτα, νά ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσία ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία…

Ὅλα ἔδειχναν τό τέλος του καί μόλις καί μετά βίας ἀποφεύχθηκε στή συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923) ἡ μεταφορά καί τῆς ἕδρας του. Καί ὅμως, ἔρχεται ἡ στιγμή πού οἱ νέες ἱστορικές περιπέτειες ὁδηγοῦν σέ κύματα μεταναστεύσεων ἀπό τήν Ἑλλαδα πρός τήν Εὐρώπη, τήν Ἀμερική, τήν Αὐστραλία καί σέ ὅλη σχεδόν τήν οἰκουμένη, καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποκτᾶ πολυάριθμο ποίμνιο σέ ὅλη τή Διασπορά, σέ ἀντικατάσταση ὅσων ἔχασε. 

῾Ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν᾿!

Ἐπί πλέον δέ, καί 

῾ὡς πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες᾿!

Πῶς;

Ἄν ἕνας θεσμός ἐπιβιώνει ἱστορικά μόνον ὅταν ἀκούει τούς κραδασμούς τῆς Ἱστορίας καί ἀνταποκρίνεται στίς ὑπαρξιακές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς, τότε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο» ἔχει καί σήμερα καί αὔριο νά ἐπιτελέσει οὐσιαστική ἀποστολή. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά μετουσιώνει τό παρελθόν σέ παρόν,  τό παρόν σέ μέλλον, τό χθές καί τό σήμερα σέ αὔριο. Καί τοῦτο, γιατί πέρα ἀπό τή θεσμική του ἰδιότητα, εἶναι φορέας μιᾶς ἀνοικτῆς νοοτροπίας, μιᾶς καθολικότητας καί μιᾶς εὐαισθησίας γιά τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν κατ᾿ ἄνθρωπον ἐγγύηση τοῦ μέλλοντός του»[2]. 

Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι εἰς τήν εἰσήγησίν του μέ τίτλον «Γένος καί Οἰκουμένη στή συνείδηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», ὁ Μητροπολίτης Περγάμου διακηρύττει ὅτι «Κάθε ἀποδυνάμωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ὁποιαδήποτε μορφή καί ἄν ἐπιχειρεῖται, ἀποτελεῖ ἐξασθένηση τοῦ ἰδίου τοῦ Γένους μας»[3]. 

Αὐτόν τόν ὕπατον θεσμόν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους ὑπηρέτησεν ὁ μακαριστός ἀδελφός μέ ἀξιοθαύμαστον ἀφοσίωσιν. Καθοριστική ὑπῆρξεν ἡ συμβολή του εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί τόν διαχριστιανικόν διάλογον, ὡς ἐκτελεστικός Γραμματεύς τοῦ Τμήματος «Πίστις καί Τάξις» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν. Ἐκφράζων τήν ἐμπειρίαν του μέ τήν ἰδιότητα αὐτήν εἰς τό τέλος τοῦ πρώτου ἔτους τῆς θητείας του, περί τῆς παρουσίας τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἰς τό Π. Σ. Ἐ., γράφει εἰς σχετικήν ἔκθεσίν του πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν (1η Ἰουνίου 1969) τά ἑξῆς: «Ἡ ἐργασία ἑνός Ὀρθοδόξου εἰς τόν κατ᾿ ἐξοχήν θεολογικόν τομέα τῆς ῾Πίστεως καί Τάξεως᾿ γεννᾷ θεμελιώδη ἐρωτήματα ὡς πρός τήν θέσιν καί συμβολήν τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας γενικώτερον εἰς τάς ἡμέρας μας. Οὕτω, κατέστη εἰς τόν ὑποσημειούμενον συνείδησις ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία ἐγκαταλείπουσα τήν ὁμολογιακήν πολεμικήν νοοτροπίαν τοῦ παρελθόντος ὀφείλει ν᾿ ἀσχοληθῇ μέ προβλήματα ἀπασχολοῦντα σήμερον τόν ἄνθρωπον, καί οὕτω νά συμβάλῃ δημιουργικώτερον εἰς τήν οἰκοδομήν καί τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Τό φαινόμενον εἶναι βαρυσήμαντον: ὡς κατέδειξεν ἡ ἐν Οὐψάλᾳ Γενική Συνέλευσις, ἀλλ᾿ ὡς καί ἡ ἐμπειρία τῶν διδασκόντων εἰς ὅλας τάς Θεολογικάς Σχολάς τοῦ κόσμου μαρτυρεῖ, ἡ νέα γενεά δέν ἐνδιαφέρεται πλέον διά τά θεολογικά προβλήματα τοῦ παρελθόντος καί προχωρεῖ ἀφ᾿ ἑαυτῆς εἰς τούς ὁραματισμούς της ὑπό τήν πίεσιν τῶν συγχρόνων προβλημάτων. Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία, ἡ Πατερική ἰδίως, ὑπῆρξε πάντοτε ποιμαντική. Δέν ἐθεολόγουν οἱ Πατέρες ἀκαδημαϊκῶς, ὡς πράττουν σήμερον οἱ θεολόγοι μας. Δέν ἐγνώριζον εἰδικούς κλάδους θεολογίας, ὡς αἱ σημεριναί θεολογικαί Σχολαί. Καί σήμερον ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία δέν δύναται νά ἀφήσῃ τά προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀναπάντητα, χωρίς νά προδώσῃ ἑαυτήν καί τήν Ἐκκλησίαν»[4].

Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου διετέλεσε Συμπρόεδρος τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν Ἀγγλικανικήν Κοινωνίαν καί τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐκ τῶν δύο αὐτῶν θέσεων συνέβαλεν εἰς τήν πρόοδον τοῦ διαλόγου, πάντοτε μέ ἔμφασιν εἰς τήν θεολογικήν διάστασιν ὡς βάσιν διά θετικήν προοπτικήν. «Ἡ θεολογία… ἀποτελεῖ τήν καρδιά τοῦ οἰκουμενισμοῦ», σημειώνει[5].

Ἔχει ἰδιαιτέραν σημασίαν τό γεγονός ὅτι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου εἰς τό ὡς ἄνω κείμενον προσθέτει ὅτι «ἡ ἐκκλησιολογία εἶναι ἡ καρδιά τοῦ οἰκουμενισμοῦ»[6]. Ἡ σημασία αὐτῆς τῆς φράσεως ἀποκαλύπτεται δι᾿ ὅσων καταθέτει ὁ μακαριστός εἰς τήν συζήτησιν τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, περί τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν: «Ἐφ᾿ ὅσον ἔχομεν μίαν προοπτικήν ἑνότητος, δέν δυνάμεθα νά ἀγνοήσωμεν τήν κανονικήν παράδοσιν, οὔτε τήν ἐκκλησιολογίαν μας. Νομίζω ὅτι πρέπει νά διατηρηθῇ ἡ ἀναφορά εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν καί εἰς τήν κανονικήν παράδοσιν, διότι βάσει αὐτῶν προχωροῦμεν εἰς τούς Διαλόγους. Ἡ προοπτική τῶν Διαλόγων δέν εἶναι ἡ ἐπίτευξις μιᾶς ἑνότητος, ἡ ὁποία δέν προσδιορίζεται ὑπό τῆς ἐκκλησιολογικῆς καί κανονικῆς παραδόσεως. Εἶναι σημαντικόν δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους νά τό τονίσωμεν αὐτό, ὅτι δηλαδή βλέπομεν τό μέλλον τῆς ἑνότητος νά περνᾷ μέσῳ τῆς ἐκκλησιολογικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὄχι ἁπλῶς εἰς τό τέλος νά ἔλθῃ μία ἑνότης ἄσχετος πρός τήν παράδοσιν αὐτήν. Ἄλλαις λέξεσιν, ἡ ἑνότης, εἰς τήν ὁποίαν προσβλέπομεν, εἶναι μέσῳ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί παραδόσεως. Εἶναι πολύ σημαντικόν αὐτό». 

Ἀνεκτίμητος ὑπῆρξεν ἡ προσφορά τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κατά τήν προετοιμασίαν καί τήν τελικήν καί καθοριστικήν φάσιν τῆς πορείας πρός τήν πραγματοποίησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν Ἰούνιον τοῦ ἔτους 2016 ἐν Κρήτῃ. Τομήν εἰς τήν σύγχρονον ἱστορίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπετέλεσεν ὁ θεσμός τῶν Συνάξεων τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων, ὁ ὁποῖος προώθησε τήν διορθόδοξον συνεργασίαν καί ἐπετάχυνε τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Δέν εἶναι τυχαῖον ὅτι ἡ Προεδρία τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς πρώτης Συνάξεως Ὀρθοδόξων Προκαθημένων ἐν Φαναρίῳ, τό 1992, ἀνετέθη εἰς τόν Μητροπολίτην Περγάμου. Τόσον καθ᾿ ὁδόν πρός τήν Σύνοδον τῆς Κρήτης, ὅσον καί κατά τάς συνοδικάς ἐργασίας ὁ μακαριστός ἀδελφός ἦτο ὁ χαρισματικός θεολογικός σύμβουλος τῆς ἡμῶν Μετριότητος. Καθοριστικαί ὑπῆρξαν αἱ παρεμβάσεις του εἰς τήν τελικήν διαμόρφωσιν τοῦ προαναφερθέντος κειμένου, καθ᾿ ὅλην τήν μακράν συζήτησιν κυρίως ἐπί τοῦ θέματος τῆς χρήσεως τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» διά τούς μή Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί εἰς ἄλλα σημεῖα τοῦ κειμένου. Ἀδιάψευστον μαρτυρίαν περί τῆς θεολογικῆς ἐμβριθείας τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ ἀποτελοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου.

Ἐνθυμούμεθα τήν παρέμβασιν τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ὅταν συνεζητεῖτο τό θέμα τῆς χρήσεως ἤ μή τοῦ ὅρου «πρόσωπον» καί τῆς προτάσεως ἀντικαταστάσεώς του ὑπό τῆς λέξεως «ἄνθρωπος» εἰς τό κείμενον Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον. Σᾶς παρουσιάζομεν τήν καθοριστικήν παρέμβασίν του, χάρις εἰς τήν ὁποίαν τελικῶς παρέμεινεν ὁ ὅρος «ἀνθρώπινον πρόσωπον» εἰς τό σημαντικόν αὐτό συνοδικόν κείμενον, περί τοῦ ὁποίου ἔχει λεχθῆ ὅτι «ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά ἄξιζε νά συγκληθῇ καί μόνον διά νά συζητήσῃ αὐτό τό κείμενον». Εἶπεν ὁ Περγάμου: «Τό ἐρώτημα αὐτήν τήν στιγμήν εἶναι, ἐάν ἐπιτρέπεται ἤ, θά ἔλεγον, ἐάν ἐπιβάλλεται εἰς τό πρό ἡμῶν κείμενον νά χρησιμοποιηθῇ ὁ ὅρος ῾πρόσωπον᾽. Ἐλέχθη ὅτι πρέπει νά καταργηθῇ πλήρως ἀπό τό λεξιλόγιόν μας ὁ ὅρος, ἐπειδή ὡρισμένοι τόν χρησιμοποιοῦν κακῶς. Νομίζω ὅτι δέν πρέπει νά τό πράξωμεν, διότι, ἐπειδή τόν χρησιμοποιοῦμεν καθημερινῶς, εἶναι πολύ σημαντικόν ὅτι θά πρέπει νά ἀπευθυνθῶμεν εἰς τόν κόσμον εἰς τήν γλῶσσαν, τήν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ. Εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὅρος ῾πρόσωπον᾽ εἶναι πολύ σημαντικός, ἐκεῖνο δέ τό ὁποῖον θά ἤθελον νά τονίσω ἰδιαιτέρως εἶναι ὅτι ἐάν καταργήσωμεν τόν ὅρον τοῦτον, εἰς τόν διάλογόν μας μέ τούς ἐπιστήμονας, κυρίως εἰς θέματα βιοηθικῆς, θά ἔχωμεν τεράστιον πρόβλημα, διότι διά τούς ἐπιστήμονας, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο εἰ μή ἕν ζῶον. Ἐάν δεχθῶμεν καί ἡμεῖς τήν ἄποψιν αὐτήν, τότε δέν δυνάμεθα νά ὑπερασπισθῶμεν τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου, παρά μόνον ἐάν διακρίνωμεν τόν ὅρον ῾ἄνθρωπος᾽ ἀπό τόν ὅρον ῾πρόσωπον᾽. Ἡ διάκρισις αὐτή ὑπάρχει ἤδη εἰς τήν ἐπιστημονικήν γλῶσσαν καί συνεπῶς ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου εἶναι ἀπαραίτητος εἰς ἕν συνοδικόν κείμενον, τό ὁποῖον ἀπευθύνεται εἰς τό εὑρύτερον κοινόν… Ὁ ἀείμνηστος Φλωρόφσκυ ἔχει γράψει ὅτι ἡ μεγαλυτέρα συμβολή τῆς Πατερικῆς θεολογίας εἰς τόν κόσμον εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ῾προσώπου᾽. Δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν νά καταργήσωμεν τόν ὅρον αὐτόν, ἐπειδή ἠμπορεῖ νά χρησιμοποιηθῇ κακῶς ὑφ᾿ ὡρισμένων καί νά ὁδηγήσῃ εἰς αἱρέσεις κ.λπ. Ἐπιμένω, Παναγιώτατε, ὅτι ἡ ἀπάλειψις τοῦ ὅρου τούτου μᾶς δημιουργεῖ μεγάλο πρόβλημα εἰς τήν σχέσιν μας μέ τούς ἐπιστήμονας, μέ τόν ἔξω κόσμον, ἡ δέ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δύναται νά κλείσῃ τήν ἐπικοινωνίαν της μέ τόν ἔξω κόσμον, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι θά περιπέσωμεν εἰς φιλοσοφίαν ἀντί διά θεολογίαν, αἱ ὁποῖαι δέν εἶναι τόσον συγκρουόμεναι. Ἐάν συγκρούωνται τοιουτοτρόπως, τότε οὐδένα δυνάμεθα νά ἔχωμεν διάλογον μετά τῶν ἄλλων, πλήν μεθ᾿ ὡρισμένων θεολόγων μεταξύ ἡμῶν. Ἑπομένως, θεωρῶ ὅτι τό θέμα αὐτό εἶναι σοβαρόν καί, κατά τήν γνώμην μου, τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα ἠκούσθησαν ἐναντίον, οὐδεμίαν ἔχουν σχέσιν μέ τήν χρῆσιν τοῦ ὅρου ἐν εὑρυτέρᾳ ἐννοίᾳ».

Ὁ Περγάμου Ἰωάννης ἀνέδειξε τάς ἀνθρωπολογικάς, πολιτισμικάς καί περιβαλλοντικάς προεκτάσεις καί συνεπείας τῆς ἀπωλείας τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου καί τῆς ταυτίσεώς του μέ τό ἄτομον εἰς τόν δυτικόν κόσμον καί προέβαλε τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου ὡς τῆς πεμπτουσίας τῆς Ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας. Εἰς τήν πρώτην συνέντευξίν του εἰς τήν ἐφημερίδα «Ἠ Καθημερινή» (5-9-1993), μετά τήν πανηγυρικήν ἐκλογήν του ὡς τακτικοῦ μέλους εἰς τήν Ἀκαδημίαν Ἀθηνῶν, ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Τό ἄτομο εἶναι μία ἔννοια ἀριθμητική, ποσοτική καί αὐτοβεβαιούμενη. Τό πρόσωπο ὅμως δέν πρέπει νά νοεῖται σάν μονάδα, ἀλλά εἶναι μία ἀνεπανάληπτη καί μοναδική ὀντότητα, πού πηγάζει ἀπό τήν κοινωνία του μέ τούς ἄλλους καί στή θεολογική γλῶσσα μέ τό κατ᾿ ἐξοχήν ῾Σύ᾽ πού εἶναι ὁ Θεός. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός, προβάλλοντας ὡς ὕψιστο ἰδανικό τήν εὐδαιμονία τοῦ ἀτόμου ἔχει δημιουργήσει ἕνα ρῆγμα μεταξύ ἐλευθερίας καί ἀγάπης: ἤ θά εἶσαι ἐλεύθερος ἤ θά ἀγαπᾶς. Ἐλευθερία ὅμως θά πεῖ κυρίως ἀπελευθέρωση ἀπό τά ὅρια τοῦ ἰδίου τοῦ ῾ἐγώ᾽, δηλαδή ἀγάπη. Μόνο αὐτός πού ἀγαπᾶ εἶναι ὄντως ἐλεύθερος. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι τείνουν νά μήν ἀγαποῦν γιατί φοβοῦνται τόν ἄλλο. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει πολλά νά προσφέρει στό καίριο αὐτό πρόβλημα ἄν μελετηθεῖ σέ βάθος ἡ θεολογία της, ἀλλά καί ἡ ἱστορική της παράδοση. Τό χρέος τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας σήμερα εἶναι πελώριο».

Ἐλλογιμώτατοι σύνεδροι,

Εἶναι ἀδιανόητον νά ὁμιλῶμεν περί τῆς θεολογικῆς παρακαταθήκης τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καί νά μή ἀναφερθῶμεν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν καί τήν θεολογικήν οἰκολογίαν ἐν τῇ ἐσωτερικῇ συναφείᾳ αὐτῶν. 

Κατά τήν ὑποδοχήν του ὡς Ἑταίρου τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, ὁ ἅγιος Περγάμου ἀνέφερεν ἐξομολογητικῶς τά ἑξῆς: «Παραμένω ἀμετανόητος διά ἕνα πρᾶγμα στή θεολογική διαδρομή μου: τήν εὐχαριστιακή προσέγγιση τῆς θεολογίας. Ἡ προσέγγιση αὐτή παραμένει γιά μένα καί ὁ μόνος δρόμος πού ἔχει μπροστά της ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ἀντικρύζοντας τίς προκλήσεις τοῦ αἰώνα μας… Ἡ εὐχαριστιακή προσέγγιση δέν εἶναι μονομέρεια. Τίποτε δέν εἶναι πιό «καθολικό» ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ καταλήγουν καί καταξιώνονται τά πάντα: Βάπτισμα, μετάνοια (ἄσκηση), τέχνη καί ὅ,τι ἄλλο περιλαμβάνει ἡ ὕπαρξη καί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ὅλης τῆς κτίσεως… Ἡ εὐχαριστιακή θεολογία ἔχει μία δυναμική ἀνεξάντλητη»[7]. Ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία τοῦ Περγάμου, ἀξιοποίησις, ἐμβάθυνσις καί ἀκραιφνής διατύπωσις τῆς βιβλικῆς καί πατερικῆς ἐκκλησιολογικῆς παραδόσεως, ἀποτελεῖ τιμαλφεστάτην συμβολήν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἰς τόν σύγχρονον παγκόσμιον θεολογικόν διάλογον. 

Μέ ἀναφοράν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ἀνέπτυξεν ὁ ἀείμνηστος ἀδελφός τήν θεολογικήν οἰκολογίαν. Ἡ οἰκολογική εὐαισθησία καί ἡ ἔμπρακτος μέριμνα διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι προέκτασις τῆς εὐχαριστιακῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους, μαρτυρουμένη ὡς εὐχαριστιακή χρῆσις τῆς δημιουργίας. Ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι «ἐφηρμοσμένη οἰκολογία». «Στή Θεία Λειτουργία», γράφει ὁ Περγάμου, «ὁ φυσικός καί ὑλικός κόσμος (ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, τά χρώματα, οἱ ἦχοι, κ.λπ.) καί ὅλες οἱ αἰσθήσεις (ὅραση, ἁφή, ὄσφρηση -μέ τό θυμίαμα- ἀκοή κ.λπ.) μετέχουν σέ μία ἑνότητα ἀδιάσπαστη. Δέν ὑπάρχει ἀντίθεση μεταξύ ὑποκειμένου καί ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος, δέν ὑπάρχει ἡ κατακτητική στάση τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἀπέναντι στόν κόσμο πού τόν περιβάλλει, ὅπως συμβαίνει στήν Τεχνολογία, ὁ κόσμος δέν κεῖται ἔναντι, δέν ἀντίκειται (ἀντικείμενον) τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά προσλαμβάνεται ἀπό αὐτόν, ἑνώνεται μαζί του σέ ἕνα σῶμα, μεταλαμβάνεται καί κοινωνεῖται. Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ὄχι μόνο ἕνωσή μας μέ τόν Θεό καί τούς ἄλλους, ἀλλά καί πρόσληψη τροφῆς, ἀποδοχή καί καταξίωση τοῦ φυσικοῦ μας περιβάλλοντος, ἐνσωμάτωση τῆς ὕλης καί ὄχι χρήση τῆς ὕλης. Ἡ ἱερότητα πού συνοδεύει αὐτή τή στάση, τό θεῖο ρῖγος πού διαπερνᾶ αὐτή τή σχέση, εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς Τεχνολογίας καί ἡ ἀπάντηση στό οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι καί γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ὅ,τι καλύτερο ἔχει νά προσφέρῃ ἡ Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο»[8].

Εἰς τό διηνεκές, ἡ θεολογική οἰκολογία θά ἔχῃ τήν σφραγῖδα τοῦ Περγάμου Ἰωάννου. Οὐδεμία συζήτησις περί τῆς συμβολῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τό θέμα τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος δύναται νά ἀγνοήσῃ τήν συμβολήν καί τάς θέσεις του. 

Βίωμα εὐχαριστιακοκεντρικόν, ὁρίζων τῆς ζωῆς, τῆς σκέψεως καί τῆς ἐλπίδος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου εἶναι καί ἡ ἐσχατολογία του, ζώπυρον καί τροφοδότης ὅλης τῆς θεολογίας του, ἀναντικατάστατος παρακαταθήκη διά τάς ἐπερχομένας γενεάς, ἔναυσμα καί τροφή διά γόνιμον θεολογικήν συζήτησιν, κτῆμα ἐς ἀεί διά τήν ἱεράν ἐπιστήμην. «Ἡ ἐσχατολογία δέν εἶναι ἁπλῶς μία διδασκαλία. Εἶναι εἷς προσανατολισμός, μία προοπτική, εἷς τρόπος ὑπάρξεως. Δέν ἀφορᾷ μόνον εἰς τό μέλλον· ἐγγίζει ἐπίσης τό παρελθόν ὡς καί τό παρόν μας». Αὐταί εἶναι αἱ πρῶται γραμμαί τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ σπουδαίου ἔργου τοῦ Περγάμου, ἐκδοθέντος μετά τήν κοίμησίν του, μέ τίτλον «Remembering the Future. Toward an Eschatological Ontology»[9].

Ὁ μακαριστός ἀδελφός ἐπανέφερεν εἰς τό κέντρον τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας τήν ἐσχατολογίαν, ἀναπτύξας τήν σχετικήν αὐθεντικήν ὀπτικήν καί διδασκαλίαν καί ἀσκήσας κριτικήν εἰς τάς τάσεις θεολογικῆς καί ὑπαρξιακῆς περιθωριοποιήσεως τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου παρουσίας τοῦ Κυρίου ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γράφει: «Ἡ περιοχή τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐπεβίωσεν ἡ ἔντονος ἀναμονή τῆς δευτέρας παρουσίας, ἔστω καί ἄνευ πλήρους συνειδήσεως τῆς σημασίας της, εἶναι ὁ χῶρος τῆς θείας λατρείας, εἰδικώτερον, ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἡ ἀνάμνησις τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων προσφέρονται εὐχαριστιακῶς εἰς τόν Θεόν τά τίμια δῶρα τῆς Εὐχαριστίας, ἐμπερικλείει ὄχι μόνον ῾τόν σταυρόν, τόν τάφον, τήν ἀνάστασιν ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, τήν ἀνάληψιν εἰς τούς οὐρανούς, τήν καθέδραν ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός᾽, ἀλλά καί ῾τήν δευτέραν καί ἔνδοξον πάλιν παρουσίαν᾽. Κατά τήν τέλεσιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ ἐκκλησιαστική κοινότης ἐνθυμεῖται ὄχι μόνον τό παρελθόν, ἀλλά ἐπίσης καί τό μέλλον»[10].

Ἐν τῇ συναφείᾳ ταύτῃ πρέπει νά τονισθῇ καί ἡ ἄποψις τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ διά τόν ρόλον τοῦ κηρύγματος εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ἡ θέσις τοῦ κηρύγματος εἶναι μετά τά ἱερά ἀναγνώσματα, ὡς συνέβαινεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἐξ ἀρχῆς, ὁπότε οἱ κατηχούμενοι ἀπεχώρουν. Ἡ μεταφορά τοῦ κηρύγματος εἰς τήν ὥραν τοῦ Κοινωνικοῦ ἀποτελεῖ ἀπαράδεκτον ἀλλοίωσιν, εἰς βάρος τῆς δομῆς τῆς Εὐχαριστίας. Γράφει ὁ Περγάμου: «Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, πορεία ἀπό τήν ἱστορία πρός τά ἔσχατα, καί τό κήρυγμα μᾶς μεταφέρει κατ᾿ ἀνάγκην καί πάλι στήν ἱστορία. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ ὅλου νοήματος τῆς Θείας Λειτουργίας, καί πρέπει νά διορθωθεῖ τό ταχύτερον»[11].

Ἡ θέσις τοῦ κηρύγματος ἀπαιτεῖ νά εἶναι αὐτό «λόγος παρακλήσεως καί παραμυθίας». Δέν εἶναι δυνατόν ἐντός τῆς εὐχαριστιακῆς Λειτουργίας, ἡ ὁποία «μεταφέρει καί σαρκώνει τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους, ἀκόμα καί τούς ἁμαρτωλούς», τό κήρυγμα νά εἶναι «καταγγελτικό».

Ἐπανειλημμένως ὁ Περγάμου στηλιτεύει εἰς τά ἔργα του αὐτήν τήν ἀλλαγήν τῆς θέσεως τοῦ κηρύγματος, ἐπαναλαμβάνων ὅτι τοιουτοτρόπως ἀνατρέπεται ἡ ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας ὡς εἰκόνος τῆς Βασιλείας.

«Εἶναι ἀποκαλυπτικό», σημειώνει ὁ μακαριστός ἀδελφός, «τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται γιά νά δικαιολογηθεῖ ἡ ἄστοχη καί καινοφανής – εἰσήχθη στόν αἰῶνα μας – μεταφορά τοῦ κηρύγματος ἀπό τή φυσική του θέση μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου στήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ, ὅταν πλέον ἔχει συντελεσθεῖ ἡ Ἀναφορά, καί ἐπίκειται ἡ κοινωνία μας μέ τήν αἰώνια ζωή τοῦ Θεοῦ. Τό ἐπιχείρημα ὅτι τότε ἔχει συγκεντρωθεῖ περισσότερο ἐκκλησίασμα μαρτυρεῖ ὅτι τό ἱεραποστολικό ἤ ποιμαντικό κριτήριο ἔχει ὑπερισχύσει τοῦ δομικοῦ καί εἰκονολογικοῦ: δέν ὑποψιαζόμαστε κἄν ὅτι, μέ τήν μεταφορά αὐτή ἀλλοιώνουμε τήν εἰκόνα τῆς Βασιλείας, ἀνατρέπομε τήν ὅλη κίνηση καί πορεία ἀπό τήν ἱστορία πρός τή Βασιλεία, καί εἶναι σάν νά παίζουμε τήν πρώτη πράξη ἑνός δράματος μετά τήν τελευταία!»[12].

Ὁ ἐσχατολογικός προσανατολισμός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καθορίζει καί ἀναδεικνύει καί τήν θέσιν τῆς ἀσκήσεως διά τούς πιστούς. Τά Ἔσχατα εἶναι παρόντα ἐντός τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὄχι ἐν πληρότητι. Ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει ἀκόμη ὁ θάνατος καί προσδοκῶμεν τήν Ἀνάστασιν, προγευόμεθα μέν τῆς Βασιλείας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, ἀλλά καλούμεθα νά ἀγωνισθῶμεν κατά τοῦ κακοῦ ἐν τῷ κόσμῳ.

Ἐκεῖ εἶναι ἀναγκαία ἡ ἄσκησις. «Ἡ Ἐκκλησία κινεῖται μεταξύ ἀσκήσεως καί εὐχαριστίας. Αὐτά τά δύο εἶναι βασικά γιά τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρίς ἄσκηση, γιατί αὐτό θά σήμαινε ὅτι τό κακό ἔχει ἤδη νικηθεῖ». Ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία μᾶς προσφέρει πρόγευσιν τῆς Βασιλείας, εἶναι πανήγυρις καί χαρά. Κατά τόν Περγάμου, «ἡ ἐσχατολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι παροῦσα καί στίς δύο περιπτώσεις». Ἐνῶ ὅμως ἡ ἄσκησις ἀποτελεῖ προσωρινήν νίκην κατά τοῦ κακοῦ, ἡ πρόγευσις τῆς Βασιλείας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ διαβεβαιοῖ ὅτι τό κακό θά νικηθῇ ὁριστικῶς ἐν τῇ Βασιλείᾳ. Αὐτό σημαίνει ὅτι «ὁ προσανατολισμός πρός τήν ἐσχατολογική νίκη κατά τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ κινητήριος δύναμη καί τοῦ ἀσκητισμοῦ καί τῆς λειτουργικῆς ζωῆς»[13].

Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,

Πρό τινων ἐτῶν, ὁ Ἁγιώτατος Πάπας Ρώμης Φραγκῖσκος ἀπεκάλεσε τόν Μητροπολίτην Περγάμου τόν «μεγαλύτερον θεολόγον» τοῦ συγχρόνου Χριστιανισμού. Ὁ δέ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς ἐχαρακτήρισε τήν θεολογικήν σύνθεσιν τοῦ Περγάμου «ἀνάλογη μέ τίς καθοριστικές τῆς ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας συνθέσεις τῆς ἐποχῆς τῶν Πατέρων», ἀποδίδοντας εἰς αὐτόν τόν τίτλον «τοῦ σημαντικότερου ὀρθόδοξου θεολόγου τῆς μετά τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ ἐκκλησιαστικῆς περιόδου»[14].

Ὄντως, τίποτε εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου θεολογικῆς μαρτυρίας ἀπό τό 1965, ἔτος ἐκδόσεως τῆς πρωτοποριακής διδακτορικῆς διατριβῆς τοῦ ἐκλιπόντος, μέ τίτλον Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, μέχρι σήμερον, δέν δύναται νά κατανοηθῇ χωρίς ἀναφοράν εἰς τήν συμβολήν τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου. Αἱ σημαντικώτεραι τομαί εἰς τήν Ὀρθόδοξον θεολογίαν, ὅπως εἶναι ἡ συνάντησις Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, ἡ ἐπιστροφή εἰς τούς Πατέρας, ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, ἡ ἀνάδειξις τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου ὡς προεστῶτος τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅτι «καμμία Θεία Λειτουργία δέν εἶναι νοητή χωρίς ἀναφοράν εἰς τόν ἐπίσκοπον, ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου τελεῖται», ὁ τονισμός τῆς θεσμικῆς πλευρᾶς τῆς Ἐκκλησιολογίας ἕναντι τοῦ χαρισματικοῦ στοιχείου καί ὅσων λησμονοῦν ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κοινότης μέ συγκεκριμένην δομήν», ὅτι ἡ Ἐκκλησία «κατέχει τήν ἀλήθειαν ὄχι ἁπλῶς εἰς τήν διδασκαλία της, ἀλλά καί εἰς τήν δομήν της», εἰδικώτερον δέ ἡ ἀνάδειξις τῆς σημασίας τῆς ἐκκλησιολογίας διά τό σύνολον τῆς θεολογίας καί διά τήν ὑπαρξιακήν κατανόησιν καί ἑρμηνείαν τοῦ δόγματος, ἡ προβολή τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου ὡς πεμπτουσίας τῆς Πατερικῆς ἀνθρωπολογίας καί ἡ μεγάλη θεολογική σύνθεσίς του μέ ἄξονα τήν ἐσχατολογίαν, συγκροτοῦν τόν πυρῆνα τῆς συγχρόνου Ὀρθοδόξου θεολογικῆς προσφορᾶς, ὄχι μόνον εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί εἰς τόν διάλογον μέ τήν φιλοσοφίαν, μέ τήν τέχνην, εἰς τήν συνάντησιν μέ τάς φυσικάς, τεχνολογικάς καί κοινωνικάς ἐπιστήμας, καθώς καί μέ τό εὐρύτερον πεδίον τοῦ πολιτισμοῦ.

Δύναται νά λεχθῇ, ὅτι αἱ πολυάριθμοι διδακτορικαί  διατριβαί καί μελέται, αἱ ὁποῖαι συνετάχθησαν μέχρι σήμερον διά τήν θεολογίαν τοῦ Περγάμου, καί τό γεγονός ὅτι δέν ύπάρχει παγκοσμίως σοβαρόν θεολογικόν σύγγραμμα, τό ὁποῖον νά μή ἀναφέρεται καί εἰς τόν Ἰωάννην Ζηζιούλαν, ἀποτελοῦν εὔηχον προανάκρουσμα δι᾿ αὐτό πού θά ἐπακολουθήσῃ εἰς τό μέλλον ὡς πρός τήν ἐπιρροήν τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου. Ὄντως, ἡ θεολογία τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου ἀποτελεῖ τομήν εἰς τήν πορείαν τῶν θεολογικῶν πραγμάτων εἰς τήν ἐποχήν μας. Ὀρθῶς γίνεται ἤδη λόγος περί «πρό Περγάμου» καί «μετά τόν Περγάμου» ἐποχῆς τῆς θεολογίας. Κατά τά χρόνια πού ἔρχονται δέν θά ὑπάρξῃ σοβαρά θεολογία, ἡ ὁποία νά μή ἐμπνέεται καί νά μή ἀντλῇ ἀπό τάς ἰδέας τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ.

Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία σεμνύνεται, εὐλογηθεῖσα ὑπό τοῦ Θεοῦ νά ἔχῃ εἰς τάς τάξεις τῶν ἐπισκόπων της τόν ὑψιπέτην ἀετόν τῆς θεολογίας Μητροπολίτην Περγάμου Ἰωάννην, τόν δυναμικόν ἐκπρόσωπόν της εἰς τάς οἰκουμενικάς συναντήσεις, τόν χαλκέντερον διαπραγμα-τευτήν, ὁ ὁποῖος ἐκαλεῖτο νά ἀναλάβῃ δυσκόλους ἐκκλησιαστικάς ἀποστολάς, τόν ὀξυνούστατον πρωτεργάτην καί πρόεδρον εἰς τάς Προσυνοδικάς Πανορθοδόξους Διασκέψεις καί Εἰδικάς Ἐπιτροπάς. Ἐκαλεῖτο νά ἐκφέρῃ τήν ἐκκλησιολογικήν του ἄποψιν ἐπί τρεχόντων σημαντικῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ὅπερ πάντοτε ἔπραττεν ἐπισταμένως καί μετά θεολογικῆς ἐμβριθείας. Αἱ κατατεθειμέναι εἰς τό Ἀρχεῖον τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου εἰσηγήσεις, γνωμοδοτήσεις, ἐκθέσεις, παρεμβάσεις καί ἄλλα σημαντικά κείμενά του, ἀποτελοῦν τιμαλφεστάτην θεολογικήν παρα-καταθήκην διά τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν.

Ὁ μακαριστός ἀδελφός ἔτρεφε μέγαν σεβασμόν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τήν ἐκκλησιολογικήν του ταυτότητα. Ὑπεγράμμιζε τήν συμβολήν του εἰς τήν πανορθόδοξον ἐνότητα, εἰς τόν διαχριστιανικόν καί δια-θρησκειακόν διάλογον, τήν ἀντίστασίν του εἰς τάς ἐθνοφυλετικάς τάσεις ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν προσφοράν του εἰς τόν παγκόσμιον πολιτισμόν καί τήν σύγχρονον μαρτυρίαν του ἐνώπιον τῶν σημείων τῶν καιρῶν.

Ὁ μακαριστός ἀδελφός ἀπέδειξεν ὅτι ἡ αὐθεντική θεολογική ἐργασία εἶναι μία ἀπό «τίς πιό συναρπαστικές περιπέτειες τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος». Δέν εἶναι τυχαῖον ὅτι τά κείμενά του χαρακτηρίζονται ἀπό μίαν ἀσύγκριτον ἐπικαιρότητα. Τοποθετοῦν τήν ἀλήθειαν τῆς πίστεώς μας εἰς τήν συνάφειαν τοῦ παρόντος, ζωντανά τεκμήρια, ὅτι «δέν ὑπάρχει δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας πού νά μήν ἔχει κάτι νά πεῖ γιά τά πραγματικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου»[15]. Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ Περγάμου εἶναι ἡ «διαλεγομένη θεολογία», ἡ ὁποία ἑρμηνεύει τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας μέ ὑπαρξιακούς ὅρους ἐντός τοῦ ἑκάστοτε ἱστορικοῦ πλαισίου, μία θεολογία μέ διπλῆν ἀναφορικότητα: τήν πιστότητα εἰς τήν Ἀλήθειαν καί τήν ἀνοικτοσύνην.

Κατακλείοντες, ὑποκλινόμεθα ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς προσφορᾶς τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ. Τόν εὐγνωμονοῦμεν, δεόμενοι τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ὅπως ἀναπαύῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν Χώρᾳ Ζώντων καί σκηναῖς δικαίων ἐν τῇ παμφώτῳ καί ὅλως ἀναστασίμῳ Βασιλείᾳ τῶν Ἐσχάτων, ὅπου, ὡς ἐκεῖνος ἐθεολόγει, ἡ Θεία Εὐχαριστία θά εἶναι «τό μόνο ἐκκλησιαστικό γεγονός πού θά ἐπιβιώσει» [16]. 

Εὐχαριστοῦμεν ἅπαξ ἔτι διά τήν παρουσίαν καί τήν συμμετοχήν σας, βέβαιοι ὅτι τό παρόν συνέδριον θά ἀναδειχθῇ δι᾿ ὅλους σας πηγή πνευματικοῦ πλουτισμοῦ καί εὐκαιρία δοξολογίας τοῦ Θεοῦ τῶν θαυμασίων, ὁ ὁποῖος ἐχαρίσατο εἰς τήν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, εἰς τήν θεολογίαν καί τόν πολιτισμόν τόν ἀείμνηστον κορυφαῖον θεολόγον, Ἀκαδημαϊκόν καί Μητροπολίτην Περγάμου Ἰωάννην τόν Ζηζιούλαν. 

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἀπονέμομεν πρός πάντας ὑμᾶς τήν εὐλογίαν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐπικαλούμενοι ἐπί ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν τήν πλουσιόδωρον χάριν καί τόν φωτισμόν τοῦ Παρακλήτου, τοῦ πνεύματος τῆς σοφίας καί τῆς συνέσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια: