e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Ανέστης ο ανέστιος {πασχαλινή ιστορία}

Του π. Δημητρίου Μπόκου


Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὁ θόρυβος καὶ τὰ πολλὰ τρεχάματα ἀραίωσαν. Ἡ βραδινὴ βάρδια πῆρε τὴ θέση τῆς ἀπογευματινῆς, οἱ νοσηλεύτριες εἶχαν κάνει κιόλας μιὰ πρώτη ἐνημερωτικὴ βόλτα στοὺς θαλάμους. Ἡ ἀδελφὴ Μερόπη δὲν πρόλαβε νὰ γυρίσει στὴ βάση της, ὅταν ἕνας χαμηλὸς ἀναστεναγμὸς ἔφτασε ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ διαδρόμου. Τὸ βλέμμα της στράφηκε πρὸς τὰ ’κεῖ κι ἀμέσως θυμήθηκε τὸν τελευταῖο της ἄρρωστο, τὸν ξεχασμένο ἄγνωστο στὸ τέρμα τοῦ διαδρόμου. Ἕνα πρόχειρο παραβάν, στημένο βιαστικά, ἔκρυβε τὸ κρεβάτι ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέσει πουθενὰ σὲ κανένα θάλαμο.

Σκέφτηκε νὰ ἀναβάλει τὴν ἐκεῖ ἐπίσκεψή της γιὰ ἀργότερα, μιὰ καὶ δὲν εἶχε σύμμαχο τὴ διάθεσή της ἀπόψε, μὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ βρέθηκε νὰ διασχίζει ξανὰ τὸν διάδρομο. Τράβηξε τὴ φτηνὴ κουρτίνα ἀθόρυβα. Ὁ Ἀνέστης, ἐμφανῶς καταπονημένος, ἀδυνατισμένος, σαραντάρης περίπου, μισοάνοιξε τὰ μάτια του. Τὸ ἡμίφως τοῦ διαδρόμου τόνιζε περισσότερο τὴ χλωμάδα στὸ πρόσωπό του. Τὸ λευκὸ σεντόνι σκέπαζε τὸ ξαπλωμένο κορμί, ἀφήνοντας ἔξω τὰ γυμνὰ λιπόσαρκα χέρια του. Κρεμασμένος ἀπὸ τὴν ψηλὴ τροχήλατη βάση του ἕνας ἄδειος ὀρὸς εἶχε ξεχαστεῖ γιὰ ὧρες στὴ φλέβα του. Τὸ σκηνικὸ ἔδινε ἀμέσως εἰκόνα ἐγκατάλειψης καὶ παραμέλησης.

Ἡ ἀδελφὴ ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ σκαμμένο του πρόσωπο. Παρὰ τὴν ταλαιπωρία του, μιὰ ἔκφραση γαλήνης ἁπλωνόταν πάνω του. Καὶ ὅμως ἕνα σιγανὸ βογγητὸ ξέφυγε πάλι ἀπὸ τὰ χείλη του. Ἦταν φανερὸ πὼς κάπου πονοῦσε. Μὰ δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ διαμαρτυρόταν. Δέκα μέρες ἐκεῖ παραπεταμένος, δὲν ἔκανε τὸν παραμικρὸ θόρυβο ἡ παρουσία του. Δὲν ὕψωσε φωνὴ γιὰ τίποτε, δὲν θύμωσε, δὲν μάλωσε μὲ κανέναν. Ἂν τοῦ ἔδιναν ἕνα μπουκάλι νερό, λίγο φαγητό, κάποιο φάρμακο, ἔλεγε μόνο ἕνα εὐχαριστῶ χαμηλόφωνα, σχεδὸν ντροπαλά. Χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξει καθόλου ἡ Μερόπη, τὸν εἶχε συμπαθήσει στ’ ἀλήθεια.

-  Ποῦ πονᾶς; τὸν ρώτησε σιγανά.

Ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του χωρὶς νὰ μιλήσει τὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὸν θώρακα καὶ τὴν κοιλιακὴ χώρα.

-  Θὰ σοῦ φέρω ἀμέσως παυσίπονο, εἶπε ἡ νοσηλεύτρια.

-  Ὄχι ἀκόμα, ἀδελφή, ἀπάντησε ψιθυριστὰ ἐκεῖνος. Εἶναι ἤπιος ὁ πόνος. Ὑποφέρεται.

Τὸν κοίταξε στὰ ἥμερα, καθαρά του μάτια. Ἄλλοι θὰ εἶχαν χαλάσει κιόλας τὸν κόσμο. Μὰ αὐτὸς ὁ μοναχικός, λησμονημένος ἄρρωστος, ἦταν τὸ κάτι ἄλλο. Σὰν νά ’θελε νὰ περάσει ἀπαρατήρητος, νὰ μὴν ἐνοχληθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν παρουσία του. Ἡ νεαρὴ νοσηλεύτρια ἔριξε μιὰ ματιὰ στὴν κάρτα ποὺ κρεμόταν στὸ κρεβάτι του. Δὲν ἔγραφε σχεδὸν τίποτε. Καμμιὰ διάγνωση ἀσθενείας. Μόνο κάποια νούμερα πίεσης καὶ θερμοκρασίας, κι αὐτὰ σποραδικά.

-  Δὲν σοῦ μετρᾶνε καθημερινὰ τὴν πίεση καὶ τὸν πυρετό; ρώτησε ἀπορημένη.

-  Ἐκτὸς ἀπὸ σένα, κανένας ἄλλος δὲν τὰ κοιτάει αὐτά, ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος.

-  Μὰ ἐδῶ γράφει κάποια νούμερα.

-  Εἰκονικὰ θὰ εἶναι. Κανένας δὲν ἀσχολεῖται πραγματικὰ μαζί μου.

-  Οἱ γιατροὶ δὲν σὲ βλέπουν; Δὲν ἔχεις κάνει ἐξετάσεις;

-  Γιατρὸ ἐδῶ δὲν ἔχω δεῖ ἀκόμα. Καὶ ἐξετάσεις μόνο στὴν ἀρχή, κάποιες αἱματολογικὲς στὰ ἐξωτερικά, γιὰ νὰ μὲ βάλουν μέσα.

Ἡ Μερόπη ἔμεινε ἄναυδη. Αἰσθάνθηκε καὶ ἡ ἴδια ἐνοχὲς γιατὶ δὲν τοῦ ἔδωσε κι αὐτὴ νωρίτερα περισσότερη προσοχή. Εἶχε ἀκούσει κάτι γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὶς ἄλλες, ὅταν, ἀρκετὲς μέρες πρὶν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὸν πρωτόφεραν στὸ νοσοκομεῖο. Ἦταν ὄντως ἀσυνήθιστη περίπτωση.

Τὸν εἶχαν ἀνακαλύψει κάποιοι κατὰ τύχη, λιπόθυμο σχεδὸν καὶ μισοπαγωμένο, ἄστεγο, σ’ ἕνα παγκάκι. Εἰδοποίησαν ἀμέσως τὴν ἀστυνομία. Ἕνα περιπολικὸ τὸν περιμάζεψε καὶ τὸν ἔφερε στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα, γιὰ νὰ μείνει ὧρες στὸν διάδρομο, ξεχασμένος στὸ ἄβολο φορεῖο του. Ὥσπου ἐπὶ τέλους ἕνα σπλαχνικὸ χέρι τὸν ἔσπρωξε σὲ κάποιο ἰατρεῖο καὶ φώτισε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ κάνουν εἰσαγωγή. Μὰ ἔλα ποὺ σὲ κανένα θάλαμο δὲν γινόταν δεκτός, ὅταν μάθαιναν πὼς πρόκειται γιὰ ἐγκαταλελειμμένο, ἀνέστιο, ἄστεγο! Τελικά, ὁ μόνος φιλόξενος χῶρος γι’ αὐτὸν ἦταν μιὰ γωνιὰ στὸν διάδρομο, ὅπου τὸν ἀκούμπησαν καὶ βασικὰ …τὸν ξέχασαν. Δὲν εἶχε κανένα δικό του νὰ τὸν νοιαστεῖ.

Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ μὲ κόπο ἔγιναν γνωστὰ γι’ αὐτόν, διαπιστώθηκε πὼς ἦταν ὁλομόναχος στὸν κόσμο. Συγκλονιστικὰ γεγονότα ἀπὸ τὰ πρώιμα ἐφηβικά του χρόνια εἶχαν παίξει καθοριστικὸ ρόλο στὴ ζωή του. Ὁ ἀγαπημένος του πατέρας ἀντιμετώπισε μιὰ μεγάλη δοκιμασία, σύρθηκε σὲ ἄδικη δίκη ἀπὸ ἰσχυρὸ πολιτικὸ παράγοντα. Ὁ δικαστὴς δὲν στάθηκε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων. Ἀγνόησε τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ: «Κατὰ τὸν μικρὸν καὶ κατὰ τὸν μέγαν κρινεῖς». Ὅπως θὰ κρίνεις τὸν ταπεινὸ καὶ ἀσήμαντο, ἔτσι θὰ κρίνεις καὶ τὸν μεγάλο καὶ ἐπίσημο. Ὅταν δικάζεις, κάνεις ἔργο Θεοῦ. Ἡ κρίση σου θὰ εἶναι ἀμερόληπτη, ἀντικειμενική, ἀδέκαστη. Δὲν θὰ ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἔχεις μπροστά σου.

Μὰ ὁ ἀθεόφοβος δικαστὴς πούλησε τὴν ψυχή του στὰ ἀργύρια ποὺ σταύρωσαν καὶ τὸν Χριστό, ἐξαγοράστηκε, ἔγινε πειθήνιο ὄργανο τοῦ ἰσχυροῦ. Καταδίκασε ἄδικα τὸν ἀδύνατο σὲ μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ καὶ φυλακή. Ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ὅμως δὲν ἄντεξε. Ἡ ψυχή του συντρίφτηκε ἀπὸ τὴν ἀδικία. Πέθανε, προτοῦ προλάβει νὰ ἐκτίσει ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἄδικη ποινή. Ὁ νεαρὸς ἔφηβος βίωσε βαθιὰ στὴν ψυχή του τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας καὶ τῆς ἀδικίας. Ἡ μάνα του μὲ τὴ σειρά της δὲν ἄντεξε κι αὐτὴ γιὰ πολύ. Ὁ πόνος τὴν ἀρρώστησε, τὴν ἔστειλε κι αὐτὴν νὰ συναντήσει γρήγορα τὸν ἄντρα της.

Δυὸ τρομερὰ ἀστροπελέκια στὴν πιὸ εὐαίσθητη ἡλικία, δὲν ἦταν πράγμα διαχειρίσιμο ἀπ’ τὸ καημένο παιδί. Ἂν καὶ καλὸς μαθητής, σχεδὸν ἄριστος, προικισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα, στὴν ψυχολογική του πορεία πῆρε ἀπότομα τὴν κατιοῦσα. Ἡ θλίψη σημάδεψε καίρια τὴν τρυφερή του ψυχή. Ἐγκατέλειψε κάθε προσπάθεια γιὰ τὴ ζωή. Ἔχασε κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ μέλλον του, τὴν πρόοδό του, παραμέλησε πλήρως τὸν ἑαυτό του. Ὁ συναισθηματικός του κόσμος θρυμματίστηκε.

Πῶς ἔζησε τὴ ζωή του μέχρι τώρα; Στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ κυριολεκτικά, ποὺ τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποτίζει τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ του καθημερινά. Μὰ ἡ ὅλη κακοπάθεια τοῦ βίου του, ὁ συνεχὴς συγχρωτισμός του μὲ πάσης φύσεως ἀνθρώπους στὰ πεζοδρόμια τῆς ζωῆς, κατὰ ἀνεξήγητο τρόπο, δὲν ἄγγιξαν καθόλου τὸν καλό, γλυκό του χαρακτήρα. Παρὰ τὶς ἀνείπωτες καθημερινὲς ταλαιπωρίες του, παρέμενε πραγματικὰ ἕνα κρίνο στὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ πραγματικὴ εὐγένεια, ψυχικὴ ἐγκαρτέρηση, ἀληθινὴ ταπεινοσύνη.

Ἡ Μερόπη ντράπηκε γιὰ λογαριασμὸ ὅλων τους καὶ πιὸ πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἀποφάσισε νὰ πάρει τὸ θέμα προσωπικά. Μίλησε σὲ γιατρούς, στὶς συναδέλφους, στὴν προϊσταμένη της. Ἔφερε τὰ ἄνω κάτω, μὰ τὰ κατάφερε.

Ἀπὸ τὸ ἄλλο κιόλας πρωὶ ὁ καθηγητὴς τῆς πτέρυγας μὲ τὸ ἐπιτελεῖο του σταμάτησε μπροστὰ στὸ ξεχασμένο ράντζο τοῦ διαδρόμου. Μελέτησε προσεκτικὰ τὴν κατάσταση τοῦ ἀρρώστου, τὸν ρώτησε λεπτομερῶς γιὰ τὸ ἱστορικό του, τοῦ ἔγραψε ἐξετάσεις, ἀξονικές, τὰ πάντα. Τὸ νερὸ μπῆκε στὸ αὐλάκι. Ὁ ξεχασμένος ἄρρωστος ἄρχισε λίγο-λίγο νὰ ζωντανεύει. Καιρὸς ἦταν! Εἶχαν φτάσει κιόλας στὰ μισὰ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.

Ἀλλὰ καὶ πάλι, τί νὰ σοῦ κάνει τὸ προσωπικό; Θὰ περάσουν γιὰ τὶς τυπικὲς ἐπισκέψεις, τὰ φάρμακα, τοὺς ὀρούς, ἀλλὰ ὁ ἄρρωστος τὸν πολὺ καιρὸ μένει μόνος, κατάμονος. Ἡ γωνιά του, ἀποκλεισμένη μὲ τὸ καταθλιπτικὸ παραβὰν ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, χωρὶς κὰν παράθυρο, μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ κελὶ ἀπομόνωσης. Μὲ κελὶ τιμωρίας, ὅπου κλείνονταν οἱ τιμωρημένοι τῶν φυλακῶν. Ὅπου οἱ ὧρες κυλοῦν ἀργά-ἀργὰ χωρὶς τέλος. Χωρὶς μιὰ κουβέντα, μιὰ καλημέρα, μιὰ παρουσία. Πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀντέξει τὶς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἀπομόνωσης;

Ἔλεγε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ὅτι συνήθως φτιάχνουμε ἕναν ἀνόητο παράδεισο, ἀπὸ πλαστικό, συνθετικό, ἀπομιμήσεις, χωρὶς τίποτε τὸ αὐθεντικὸ μέσα του. Ὁ παράδεισος αὐτὸς μπορεῖ νὰ χαθεῖ. Καὶ πιθανῶς θὰ χαθεῖ σύντομα. Γιὰ ὅλη τὴν κοινωνία, π.χ. σὲ ἕναν πόλεμο, ἀλλὰ καὶ προσωπικά, ἀνὰ πάσα στιγμὴ γιὰ τὸν καθένα. Προετοιμάζονται ἤδη μερικοὶ ἀποθηκεύοντας τρόφιμα. Μὰ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ χρειάζονται, ἀλλὰ μιὰ ἐσωτερικὴ προετοιμασία.

Καὶ ρωτάει ὁ ἅγιος: Πῶς θὰ ἐπιζήσετε, ἂν μπεῖτε σὲ μιὰ φυλακή, ἢ σὲ ἕνα στρατόπεδο συγκέντρωσης καὶ εἰδικὰ στὰ κελιὰ τιμωρίας καὶ ἀπομόνωσης; Πῶς θὰ ἐπιβιώσετε, ἂν τὸ μυαλό σας δὲν ἔχει τίποτε νὰ ἀσχοληθεῖ;

Καὶ καταλήγει προφητικά: Ἂν εἶστε γεμάτοι μὲ κοσμικὲς ἐντυπώσεις καὶ δὲν ἔχετε τίποτε πνευματικὸ στὸ μυαλό σας, ἂν ζεῖτε ἁπλῶς μέρα τὴ μέρα, θὰ τρελαθεῖτε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα.

Ὁ μοναχικὸς ἄρρωστος δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος. Καὶ ὅμως ἔβλεπε καθημερινὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς «προφητείας» του. Τὴν πλήρη κατάρρευση τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὸ μυαλό τους ἦταν ἄδειο ἀπὸ κάθε τι πνευματικὸ καὶ ἡ ψυχή τους γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἐσωτερικὸ περιεχόμενο. Ἔτσι καὶ τώρα, στὴν ἀπομονωμένη γωνιά του ἔφταναν κάπου-κάπου φωνὲς ποὺ τὸ ἐπιβεβαίωναν. Ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἄντεχαν οὔτε στιγμὴ τὴ στέρηση, τὸν πόνο, τὴν ἀπομόνωση.

Ὁ ἄρρωστος τοῦ παραδιπλανοῦ θαλάμου ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Νεαρός, οὔτε τριανταπεντάρης καλά-καλά, καλοζωισμένος, συνηθισμένος νὰ τὰ ἔχει ὅλα στὸ χέρι. Μαθημένος μιὰ ζωὴ νὰ ζεῖ πλουσιοπάροχα τὴν κάθε στιγμή του, μὲ τὰ λεφτὰ βέβαια τῶν πλούσιων γονιῶν του. Καὶ τώρα ποὺ ἡ ἀρρώστια τὸν στρίμωξε καὶ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ καὶ νὰ στερηθεῖ πολλὲς ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἀπολαύσεις καὶ ἀνέσεις, τὰ βρῆκε πολὺ δύσκολα. Ἰδιαίτερα ὅμως δὲν ἄντεχε τὴν ἀπομόνωση. Δὲν μποροῦσε νὰ μείνει μὲ τὸν ἑαυτό του οὔτε μιὰ στιγμή. Μὲ κάτι ἄλλο ἔπρεπε νὰ γεμίζει τὸν χρόνο του συνέχεια. Ἡ μητέρα του φρόντιζε τὸν κανακάρη της μέρα καὶ νύχτα. Μὰ κάποιες, ἐλάχιστες βραδιές, ποὺ ἡ γυναίκα χρειάστηκε σὰν ἄνθρωπος νὰ πεταχτεῖ ὣς τὸ σπίτι της, νὰ πάρει μιὰν ἀνάσα, νὰ πλυθεῖ, νὰ ξεκουραστεῖ λίγες ὧρες, ὁ καλομαθημένος νεαρὸς ξεσήκωσε τὸ νοσοκομεῖο μὲ τὶς φωνές του. Φώναζε μὲς στὴ νύχτα τὴ μάνα του σὰν φοβισμένο μικρὸ παιδί. Ἔκαναν τὸν σταυρό τους παραξενεμένοι ὅσοι τὸν ἄκουγαν. Ἀναρωτιόντουσαν, τί πράγμα ἦταν αὐτό! Πῶς καταντάει ὁ ἄνθρωπος σὲ τέτοιο χάλι, σὲ τόση τρέλα! Ὁλόκληρος ἄντρας, δυὸ μέτρα πανύψηλος, νὰ ζητάει τὴ μάνα του γιὰ νὰ κοιμηθεῖ!

Μὰ ὁ ἄρρωστος τοῦ διαδρόμου, μόνος, κατάμονος στὴν ἐρημιά του, ποὺ εἶχε κάθε λόγο νὰ τρελαθεῖ μὲ ὅσα τοῦ εἴχανε συμβεῖ καὶ τοῦ συνέβαιναν, αὐτός, πράγμα παράξενο, δὲν ἔδειχνε νὰ ἔχει καθόλου πρόβλημα. Ἡ ἀταραξία του κινοῦσε τὴν περιέργεια ὅλων. Ἡ Μερόπη τὸν ρώτησε γι’ αὐτὸ κάποια στιγμή.

-  Πῶς μπορεῖς καὶ εἶσαι τόσο ἤρεμος;

Χαμογέλασε ἀχνὰ μὲ τὸ κουρασμένο ὕφος του.

-  Τὸ χρωστάω στὸν μόνο παππού μου ποὺ γνώρισα, εἶπε σιγανά. Τὸν πατέρα τῆς μάνας μου. Ἅγιος ἄνθρωπος! Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μὲ ἔπαιρνε κοντά του. Ἦταν πολὺ φιλάσθενος καὶ περνοῦσε τὸν περισσότερο καιρὸ στὸ κρεβάτι του. Μὲ φώναζε τότε κοντά του καὶ μὲ ἔβαζε νὰ λέω συνέχεια μιὰ προσευχὴ γιὰ νὰ τὴν ἀκούει κι ἐκεῖνος. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Στὴν ἀρχὴ ἀντιδροῦσα πολύ, συνέχισε ὁ Ἀνέστης. Ἤθελα νὰ παίζω ἔξω μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου. Μὰ ἐκεῖνος, πότε μὲ παρακάλια, πότε μὲ ὑποσχέσεις, πότε μὲ ἀπειλές, φρόντιζε νὰ μὲ κρατάει κοντά του καὶ νὰ λέω ἀδιάκοπα τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Τὸν πρῶτο καιρὸ μὲ κούραζε ἀρκετὰ νὰ ἐπαναλαμβάνω συνέχεια τὰ ἴδια λόγια. Μὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, μιὰ μεγάλη ἀλλαγὴ συντελέστηκε σιγά-σιγὰ μέσα μου. Ὄχι μόνο δὲν χρειαζόμουν ἀμοιβὲς ἢ ἀπειλὲς γιὰ νὰ κάθομαι μὲ τὶς ὧρες δίπλα του, μὰ γεννήθηκε μέσα μου μιὰ ἀκατανίκητη ἐπιθυμία νὰ ἐπαναλαμβάνω ἀδιάκοπα τὴν προσευχὴ ὅλη τὴν ἡμέρα. Χωρὶς νὰ μοῦ τὸ ἐπιβάλλει κανένας.

Ὁ παππούς μου ἀντιλήφθηκε τὴ μεγάλη ἀλλαγὴ καὶ μὲ ρωτοῦσε τί αἰσθανόμουν, μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἐξηγήσω ἀκριβῶς.

-  Ἡ προσευχὴ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι χαρά; μὲ ρώτησε.

-  Ναί, παππού, χαρά, πολλὴ χαρά! ἀπάντησα.

Δὲν ἤμουν οὔτε δώδεκα χρονῶν, ὅταν ἔχασα τὸν παππού μου, μὰ εἶχε ἤδη προλάβει νὰ μοῦ διδάξει τὸ πιὸ σημαντικὸ πράγμα στὴ ζωή μου. Τὸ μυστικὸ ἀνίκητο ὅπλο γιὰ νὰ παλέψω ὅσα θὰ εἰσέλαυναν σ’ αὐτὴν ἀργότερα. Ἡ οἰκογένειά μου τραντάχτηκε συθέμελα ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν. Ὁ κόσμος μου ἔγινε θρύψαλα. Παρὰ τὶς τρομερὲς ἀνατροπὲς ποὺ ἔζησα ὅμως στὴ μικρὴ ἡλικία μου, δὲν ἔσβησα ἐντελῶς.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔγινε μόνιμη συντροφιά μου. Μὲ παρηγόρησε στὴν ἀδιέξοδη θλίψη μου, μὲ δίδαξε τὴ ματαιότητα πολλῶν πραγμάτων ποὺ τὰ νιώθουμε σημαντικά. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, μὲ περιφρούρησε ἀπόλυτα ἀπὸ κάθε κακό. Στὸν μακρὺ πλάνητα βίο μου βρέθηκα πολλὲς φορὲς σὲ συντροφιὲς ἐπικίνδυνες. Πέρασα δίπλα ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ ὑποκόσμου, ἐγκληματίες, διεφθαρμένους, αἰσχροὺς ἐκμεταλλευτὲς πάσης φύσεως, μὰ τίποτε ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲν μὲ ἄγγιξε ποτέ. Μιὰ ἀόρατη προστασία μὲ σκέπαζε ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή. Ὅταν πεινοῦσα, ὅταν διψοῦσα, ὅταν κρύωνα, ὅταν θλιβόμουν, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ τὰ ἁπάλυνε ὅλα, μὲ ἔκανε νὰ μὴν τὰ αἰσθάνομαι πραγματικά.

Καὶ τὸ ἀκόμα πιὸ σημαντικό, κάθε κακία, κάθε θυμός, κάθε μίσος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἀδίκησαν, ἔσβησαν μέσα μου μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Προσεύχομαι γι’ αὐτοὺς καθημερινὰ νὰ συναισθανθοῦν τὸ κακὸ ποὺ ἔκαναν, νὰ ἐλεηθοῦν, νὰ σωθοῦν. Ἀλλὰ εὔχομαι καὶ γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ἡ προσευχὴ μὲ ἔκανε νὰ νιώθω τοὺς πάντες, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, δικούς μου. Φαίνονται ἀτέλειωτες οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς μου, καὶ ὅμως δὲν μοῦ εἶναι πάντοτε ἀρκετὲς γιὰ νὰ τοὺς νοιαστῶ ὅλους.

Δὲν μὲ νοιάζει ἂν θὰ εἶμαι γερὸς ἢ ἄρρωστος, ἂν θὰ ζήσω ἢ θὰ πεθάνω. Μὲ νοιάζει μόνο, ὅ,τι ἀπὸ τὰ δύο κι ἂν γίνει, νὰ μὲ φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Κύριό μου, νὰ εἶμαι πάντα μὲ τὸν ἀγαπημένο μου Ἰησοῦ.

Ἡ Μερόπη ἄκουγε ἐντυπωσιασμένη βαθιά. Ποτὲ δὲν φανταζόταν τὸν πλοῦτο ψυχῆς ποὺ ἔκρυβε ὁ περιφρονημένος ἄρρωστος τοῦ διαδρόμου. Ἕνας βαθὺς σεβασμὸς ἀνάβλυσε αὐθόρμητα ἀπ’ τὴν καρδιά της, προστέθηκε στὴ συμπάθεια ποὺ ἤδη ἔνιωθε γι’ αὐτόν.

Μεγάλη Πέμπτη πρωὶ κατέβασαν τὸν Ἀνέστη γιὰ ἀξονικὴ θώρακος. Ἡ κ. Ἑλένη, σοβαρὴ καὶ ἀξιοπρεπέστατη κυρία, μὲ περασμένα πλέον τὰ ἑξήντα της, ἐπίκουρος καθηγήτρια, ὑπεύθυνη τοῦ ἀξονικοῦ τομογράφου, τὸν ἑτοίμασε. Τοῦ εἶπε νὰ ξεντυθεῖ ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, τὸν ξάπλωσε στὸ εἰδικὸ κρεβάτι. Εἶδε πὼς φοροῦσε ἕνα μικρὸ ἀσημένιο σταυρό, τοῦ εἶπε νὰ τὸν βγάλει κι αὐτόν. Ὁ Ἀνέστης τὸν ἔβγαλε καὶ τὸν ἀκούμπησε κάπου. Τὸ βλέμμα τῆς γιατρίνας σταμάτησε στὸ γυμνὸ στῆθος του, ὅπου ἕνα στρογγυλὸ μαῦρο σημάδι φιγουράριζε κοντὰ στὴν ἀριστερή του μασχάλη. Τὰ ἔχασε. Ἡ μνήμη της ἔτρεξε ἰλιγγιωδῶς στὰ παλιά.

-  Μὰ δὲν εἶναι δυνατόν! σκέφτηκε σχεδὸν φωναχτά. Παραλογίζομαι!

Τὸ βλέμμα της πῆγε στὸν σταυρὸ ποὺ ἦταν ἀφημένος δίπλα της, χωρὶς νὰ ξέρει τί ψάχνει. Μὰ ναί, δὲν ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν σταυρὸ αὐτό. Ἕνας παράτολμος συνειρμὸς τὴ συγκλόνισε. Γιὰ μερικὲς στιγμὲς ἔμεινε ἀκίνητη. Μὰ ἡ ἐπαγγελματική της συνείδηση τὴν ἐπανέφερε στὴν πραγματικότητα. Τέλειωσε γρήγορα τὴ δουλειά της, κράτησε ὅμως λεπτομερῶς τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρρώστου καὶ ἰδιαίτερα ἡμερομηνία/τόπο γέννησης, ὀνόματα γονέων του κ. λ. π. Ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ἡ κ. Ἑλένη ἔφυγε μὲ τὴν πασχαλινή της ἄδεια.

Κύλησε ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ἦρθε τὸ Μεγάλο Σάββατο. Ὁ Ἀνέστης ζήτησε ἀπὸ τὴ Μερόπη νὰ τοῦ φέρει τὸν ἐφημέριο τοῦ νοσοκομείου. Νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει στὴν Ἀνάσταση. Ὅπως καὶ ἔγινε. Καὶ ὅταν τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης ὁ Ἀνέστης κοινώνησε, ἕνα φανερὸ θαῦμα ξετυλίχτηκε μπρὸς στὰ ἔκπληκτα μάτια τοῦ ἱερέα. Ἡ μικρὴ ἀπομονωμένη γωνιά του γέμισε φῶς ἁπαλό. Μὰ περισσότερο ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ ἀρρώστου. Γιὰ κάποιες στιγμὲς ὁ ἱερέας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα. Τὸ ἅγιο φῶς ἦταν ἐκεῖ. Ἀγκάλιαζε τὸν ἄρρωστο, ὅπως ἡ μάνα τὸ βρέφος της. Καὶ ταυτόχρονα ἀκτινοβολοῦσε ἤρεμα, λαμπερὸ καὶ ἱλαρὸ μὲς ἀπ’ τὰ μάτια του. Ἕνας μικρὸς Παράδεισος ξεφύτρωσε στὴν ἄχαρη γωνιά. Ὁ ἀγαθὸς λευΐτης τά ’χασε γιὰ τὰ καλά. Κατάλαβε πὼς ἀξιώθηκε νὰ κοινωνήσει ἕναν ἅγιο. Ὁ ξεχασμένος ἄρρωστος τελικὰ δὲν ἦταν καθόλου μόνος καὶ ἀνέστιος. Ἐνοικοῦσε μέσα στὸν Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐνοικοῦσε σ’ αὐτόν. Τὸν ἀναγνώριζε δικό του γνήσιο παιδί. Συγκατοικοῦσε μόνιμα μαζί του. Μὰ τὰ θαύματα δὲν σταμάτησαν ἐκεῖ.

Τὴν Τετάρτη τοῦ Πάσχα ἡ κ. Ἑλένη, ἡ ἐπίκουρος τοῦ ἀξονικοῦ, ξαναγύρισε στὸ νοσοκομεῖο. Μὰ στὸ διάστημα ποὺ ἔλειπε δὲν ἔκανε ἁπλῶς διακοπές. Ἔγινε ἀληθινὸς ντετέκτιβ. Ἐπιστράτευσε ληξιαρχεῖα, δικαστικὲς ὑπηρεσίες, ἀστυνομικὰ τμήματα, τὰ πάντα. Ἂν καὶ ὑπολειτουργοῦσαν ὅλα λόγῳ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, κατάφερε νὰ ἀναποδογυρίσει τὸ σύμπαν. Τί ἔψαχνε;

Ἀνέτρεξε σαράντα χρόνια πίσω. Τότε πού, εἰκοσιπεντάχρονη σχεδὸν κοπέλα, γεννοῦσε τὸ πρῶτο καὶ μοναδικό της παιδί. Ὁ τοκετός, λόγῳ ἐπιπλοκῶν, ἦταν λίγο πρόωρος καὶ ἔγινε μὲ καισαρική. Ὁ ἄντρας της ἔλειπε σὲ ταξίδι ἐπαγγελματικό. Γέννησε ἕνα ὄμορφο ἀγοράκι καί, ὅταν συνῆλθε λίγο, τὸ κράτησε μὲ λαχτάρα στὴν ἀγκαλιά της. Τὸ εἶχε κοντά της γιὰ μία μέρα. Τὸ θήλασε γιὰ πρώτη φορά. Τοῦ φόρεσε ἕνα μικρὸ ἀσημένιο σταυρουδάκι, παλιὸ οἰκογενειακὸ κειμήλιο μὲ λεπτοχαραγμένα πίσω του κάποια ἀρχικὰ ἀπὸ τὴν προγιαγιά της ἀκόμα. Στὸ στῆθος τοῦ μωροῦ της πρόσεξε ἕνα στρογγυλὸ μαῦρο σημαδάκι κοντὰ στὴν ἀριστερή του μασχάλη.

Μὰ τὴ δεύτερη κιόλας μέρα ἡ μητέρα παρουσίασε νέα σοβαρὴ ἐπιπλοκή. Εἰσήχθη ἐπειγόντως στὴν ἐντατική. Βγῆκε μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα, μὰ τῆς ἀνακοινώθηκε ἀπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ μαιευτηρίου, ὅτι τὸ μωρό της εἶχε ἤδη ἀποβιώσει. Δὲν τὸ ξαναεῖδε ποτέ της. Στὰ χέρια της ἔμεινε μόνο ἕνα πιστοποιητικὸ μὲ κάποιες αἰτιολογίες γιὰ τὸν θάνατό του. Κάποιο πεθαμένο μωρὸ εἶχε πράγματι παραδοθεῖ στὴν οἰκογένειά της γιὰ ταφή, ἐνόσῳ αὐτὴ χαροπάλευε στὴν ἐντατική. Ἔκλαψε, πόνεσε, μαράζωσε, καθὼς δὲν μπόρεσε νὰ ξανακάνει ἄλλο παιδί.

Ἡ ἀπρόσμενη ὅμως παρουσία τοῦ παράξενου Ἀνέστη τὴ συντάραξε. Ἐξέτασε διακριτικὰ τὸν σταυρό του. Ἦταν ὁ ἴδιος ποὺ εἶχε βάλει στὸ μωρό της ἐκείνη. Μὲ εὐδιάκριτα τὰ ἀρχικὰ τῆς προγιαγιᾶς της. Ὁ ἄγνωστος ἄντρας εἶχε τὸ ἴδιο μαῦρο στρογγυλὸ σημάδι στὴ μασχάλη του. Εἶχε ὅμως ἄλλους γονεῖς.

Ἡ κ. Ἑλένη ἔψαξε καὶ σύγκρινε τὰ στοιχεῖα ποὺ κατάφερε νὰ συγκεντρώσει. Ὅλα συνέθεταν ἕνα μυστήριο. Μὲ βάση τὰ ληξιαρχικὰ δεδομένα ὁ Ἀνέστης γεννήθηκε τὴν ἴδια ἡμερομηνία καὶ στὸ ἴδιο μαιευτήριο μὲ τὸ μωρό της. Τί συνέβαινε λοιπόν;

Μὲ τὴν ἔνταση ἀνεβασμένη στὸ ζενὶθ ἐπισκέφτηκε ἀμέσως τὸν ἄρρωστο. Τοῦ ἐξέθεσε λεπτομερῶς ὅσα τὴν ἀναστάτωσαν. Τελικὰ τὸν ρώτησε μὲ ἔκδηλη τὴν ἀγωνία:

-  Ξέρεις κάτι γιὰ ὅλα αὐτά; Ποιὰ ἐξήγηση μπορεῖ νὰ ἔχουν; Οἱ γονεῖς σου δὲν σοῦ μίλησαν ποτὲ γιὰ κάτι σχετικό;

-  Λίγο πρὶν πεθάνει ἡ μητέρα μου, ἀπάντησε σιγανὰ ὁ ἄρρωστος, μοῦ ἀποκάλυψε πράγματι ἕνα μυστικό, πὼς δὲν εἶμαι πραγματικό τους παιδί. Μὲ υἱοθέτησαν ἀπὸ κάποια ἰδιωτικὴ κλινική. Μὲ συγκλόνισε ἡ ἀποκάλυψη, γιατὶ τοὺς ἀγαποῦσα καὶ τοὺς ἀγαπῶ σὰν πραγματικούς μου γονεῖς. Μὰ καὶ ἐκεῖνοι μὲ ἀγάπησαν σὰν παιδί τους πραγματικό.

-  Δὲν σοῦ εἶπε ποιοὶ εἶναι οἱ βιολογικοί σου γονεῖς;

-  Δὲν τὸ γνώριζε αὐτό. Ἡ υἱοθεσία δὲν ἔγινε νομότυπα. Δὲν φαίνεται πουθενά. Στὸ ἰδιωτικὸ μαιευτήριο ὑπῆρχε κύκλωμα παράνομων υἱοθεσιῶν.

Ἡ κ. Ἑλένη θυμήθηκε ὅτι πράγματι πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια τὸ συγκεκριμένο μαιευτήριο εἶχε κατηγορηθεῖ καὶ καταδικαστεῖ γιὰ παράνομη ἐμπορία βρεφῶν.

-  Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ἡ μητέρα μου ἐπέμενε πολὺ νὰ μάθει πῶς λέγονταν οἱ πραγματικοί μου γονεῖς. Ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ κατάφερε μὲ τὴν ἐπιμονή της νὰ μάθει ἀπὸ τὴ μαία ποὺ μὲ παρέδωσε, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως ὁρκίστηκε ἀπόλυτη ἐχεμύθεια, ἦταν τὸ μικρὸ ὄνομα τῆς βιολογικῆς μου μητέρας.

-  Καὶ ποιὸ ἦταν αὐτό; ρώτησε φοβερὰ συγκλονισμένη ἡ γυναίκα.

-  Ἑλένη!

-  Παιδί μου! ἀνέκραξε γοερὰ καὶ λιποθύμησε ἡ κ. Ἑλένη.

Δὲν ἦταν δὰ καὶ λίγο γιὰ μιὰ μητέρα, νὰ ξαναβρίσκει ζωντανὸ τὸ παιδί της, ποὺ γιὰ σαράντα χρόνια τό ’χε γιὰ πεθαμένο!

Ὁ ἀνέστιος Ἀνέστης, ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εἶχε χάσει τὰ πάντα καὶ ζοῦσε ὅπως «οἱ μηδὲν ἔχοντες», ἀλλὰ «τὰ πάντα κατέχοντες». Εὐλογήθηκε ὅμως ξανὰ πλούσια ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ ξαναβρῆκε ὅλα ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Μιὰ νέα οἰκογένεια, ἕναν κόσμο καινούργιο. Ἀναστήθηκε ἡ ζωή του στὸ γλυκύ, χαροποιὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης.

Τί «Πάσχα τερπνόν, …Πάσχα ἐν χαρᾷ», ἀληθινὸ «Πάσχα λύτρον λύπης» ἦταν κι ἐκεῖνο!

Πάσχα 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια: