e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Νοικοκυρούλα χαρωπή ή, η «αδικία» τέχνας κατεργάζεται!

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ


Μικρή όταν ήμουνα
Σαν κόρη... ιερέως
Πρότυπο πάντα
έπρεπε να είμαι εγώ!
Σε όλα μου να σκέφτομαι,
Να φέρνομαι...ευθέως
Όπως ταιριάζει σε κορίτσι
Από... σπιτικό καλό!!!

Έτσι αρχίζουν κάποιοι στίχοι, που έγραψα κάπου 20 χρόνια πριν!  Αυτό το σύνδρομο της καλής και υπάκουης κόρης, δεν με άφησε ποτέ,  με ακολούθησε σε όλη μου τη ζωή, χωρίς να με εμποδίσει, όμως, να κάνω τις μικρές ή μεγάλες σκανταλιές μου! (Μαρία Σιδηροκαστρίτη, για σένα το λέω αυτό, επειδή με πείραξες πως... ήμουν διαβολάκι!). Βέβαια, μπροστά στις σκανταλιές που έκαναν τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς, αγγελάκι εγώ - ό,τι πέρασε από το χέρι μου, όμως, το έκανα!

Η Μαμά μου, ανέθετε σ’ εμάς τα κορίτσια -δύο τον αριθμό κι εγώ η δευτερότοκη- να κάνουμε κάποιες δουλειές στο σπίτι, ώστε και να βοηθάμε αλλά και να μαθαίνουμε! Έλα μου, όμως, που εγώ ποτέ δεν έγινα «νοικοκυρούλα χαρωπή». Απεχθανόμουν κι απεχθάνομαι το νοικοκυριό, χωρίς φυσικά να σημαίνει αυτό ότι δεν ήμουν καλή νοικοκυρά!
Μολονότι, η πολύ αγαπητή μου πεθερά, που ζήσαμε αρμονικότατα στην Ελλάδα για 7 χρόνια πριν την αναχώρηση για Μελβούρνη και δεν ξεπεράσαμε ποτέ το χωρισμό μας, παραμείναμε πολύ αγαπημένες μέχρι την τελευταία της στιγμή, δεν μπορούσε να χωνέψει ότι νοικοκυρά πράμα και δε φόρεσα ποτέ μπροστέλα ό,τι δουλειά και να έκανα! Όμως, με αγαπούσε, όπως κι εγώ εκείνην και παράβλεπε!

Η αδελφή μου, λοιπόν, σαν μεγαλύτερη και σαΐνι, αγαθοκουταβάκι εγώ γαρ, από δω το ‘φερνε από ‘κει το πήγαινε, σε μένα έπεφτε ο κλήρος  τις περισσότερες φορές να πλένω τα πιάτα! Δουλειά που απεχθανόμουν πολύ και ήμουν όλο διαμαρτυρίες και παράπονα, προτιμούσα το ξεσκόνισμα, αλλά με πολύ αληθοφανείς δικαιολογίες, εκείνη προλάβαινε πάντα να αρπάζει το ξεσκονόπανο και να ξεσκονίζει και για μένα έμενε η λάντζα. 

Βαρύ, πολύ βαρύ το έφερνα! Κάπου ένιωθα αδικημένη, ακόμη κι η Μαμά μου όταν παραπονιόμουν, μου έλεγε «εεε, τα έπλυνε προχθές, δεν τα πλένεις πάντα εσύ, άλλωστε εκείνη είναι μεγαλύτερη και προσέχει περισσότερο μη σπάσει τίποτα στο ξεσκόνισμα». Εκείνο το... μήπως σπάσει, σφηνώθηκε για καλά στο μυαλό μου. Αρχικά σκέφτηκα, μπορεί να ‘χει και δίκιο, κοντούλα εγώ θ’ ανέβω σε καρέκλα, μπορεί και να σπάσω κάτι, ενώ η αδελφή μου, ψηλότερη κι ανεπτυγμένη, είναι πιο προσεκτική. Σιγά-σιγά, όμως, όπως το δούλευα στο μυαλό μου, σαν κάτι να μη μου άρεσε  ή μάλλον, μου καλοάρεσε, γιατί άλλες σκέψεις τρύπωσαν στο νιονιό!

Λίγο μετά, μια μέρα που μουτρωμένη και γεμάτη αγανάκτηση για την τόση αδικία, έπλενα τα πιάτα, μου γλίστρησε τυχαία, ένα φλιτζανάκι του καφέ, επόμενο, όπως έπεσε κάτω να γίνει θρύψαλα. Εντάξει, δε μίλησε κανένας, απεναντίας, με παρηγόρησαν που φαινόμουν φοβισμένη! Λίγες μέρες αργότερα, μου ξέφυγε ένα γυαλόρακο. (Δε θυμόσαστε τι είναι; Μα, μικρό ποτηράκι του ποτού). Η παπαδιά μού έκανε παρατήρηση πως είμαι απρόσεκτη, αλλά το κατάπιε! Εε, έβαλα μυαλό για κάμποσες μέρες και...ήμουν πιο προσεκτική. Δύσκολα χρόνια και τα γυαλικά ακριβά.

Τι τα θέλεις όμως, όσο κι αν πρόσεχα, δεν πέρασαν πολλές μέρες και να, μου γλιστράει από το χέρι, ένα ποτήρι του νερού! «Μπα σε καλό σου», φώναζε η παπαδιά, «τι έπαθες τώρα τελευταία και κάνεις όλο ζημιές, για συμμάζεψε το μυαλό σου γιατί αλίμονο σου αν ξανασπάσεις τίποτα». Μα, όσο κι αν φαινόμουν να προσέχω, όλο  και κάτι  μου ξέφευγε από τα χέρια. Την ημέρα που έσπασα ένα από τα καλά μας πιάτα καλύτερα να μη σας πω τι έγινε. Ηρέμησα για κάποιο διάστημα, γιατί οι μπούκλες πονούσαν ακόμα από το τράβηγμα! 

Έλα μου, όμως, που το διαβολάκι κουνούσε την ουρά του συνεχώς κι εγώ όλο κι αγανακτούσα περισσότερο για τη «μεγάλη αδικία», με το που τελειώναμε το φαγητό να πρέπει να πλένω τα πιάτα! Και καλά τα πιάτα, αλλά είχε και σκουτέλες, και πιατέλες και παδέλες και κουτάλες και τελειωμό δεν είχαν. Όλες μου οι διαμαρτυρίες, στο βρόντο! Κι αν συνέχιζα, η τιμωρία μου ήταν να τα πλύνω μια φορά παραπάνω από την αδελφή μου! Κι εγώ να τσιρίζω και να φωνάζω: «Όχι μόνο μου τα φορτώνεις εμένα συνεχώς, αλλά λες και το κάνεις επίτηδες, όταν είναι η σειρά μου φτιάχνεις πιτιτέλια για να έχω να πλένω πολλά».

Ε, κάπου εκεί άρχισαν πάλι να γλιστρούν από τα χέρια  μου μια το ένα μια το άλλο! Μα, την ημέρα που μου γλίστρησε η καλή πιατέλα κι έγινε χίλια κομμάτια, ε, τότε πια η παπαδιά έγινε έξω φρενών!!! Και σας ορκίζομαι, να, φιλώ σταυρό, αν δεν με πιστεύετε, δεν μου «γλίστρησε», αλλά γλίστρησε στ’ αλήθεια! Άκουσα ουκ ολίγα! Η παπαδιά είχε πονηρευτεί ότι επίτηδες μου γλιστρούσαν, αλλά επέμενε μπας και βάλω μυαλό, αλλά  εγώ πού, σιγά που με ενδιέφερε το μυαλό, να απαλλαγώ από την αγγαρεία ήθελα!

Μετά το σπάσιμο της πιατέλας, η φουκαριάρα η παπαδιά θα το πήρε απόφαση ότι τούτο το θηλυκό παραείναι ξεροκέφαλο, έτσι δεν μου ανάθεσε άλλη φορά τη λάντσα! Κάποιες φορές, μ’ έπιανε το φιλότιμο και προθυμοποιόμουν να πλύνω τα πιάτα... Ε, ρε και μ’ έπαιρνε χαμπάρι η παπαδιά... με κυνήγαγε μέχρι έξω! Και μου έψελνε τον ανηθομάραθο!

Σε μια από τις προσωρινές επιστροφές μου (αχ πόσο με θλίβει αυτό το «προσωρινές» κι όμως όλες προσωρινές), ανάμεσα σε άλλες θύμησες από το χθες, γελάσαμε όσο δε λέγεται που, επιτέλους, ομολόγησα το, «αδικία» τέχνας κατεργάζεται. Και για πρώτη φορά παραδέχτηκα πως η πιατέλα μας η καλή μόνο δεν είχε «γλιστρήσει» τυχαία κι από λάθος ξεπίτηδες!

Με την αγάπη μου σε όλους,
δ.μ. 

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Βοηθούσαμε τις μαμάδες μας Διονυσία τότε περρισότερο απο ότι βοηθάνε σήμερα τα κορίτσια ,γιατί έχουν πιο πολλά διαβάσματα και ψυχαγωγούνται και πιο πολύ!Κάναμε και μείς ότι μπορούσαμε για να γλυτώσουμε τις αγγαρίες! Εκείνη η δουλιά που με αηδίαζε και με κούραζε (αν και γινόταν μια φορά το χρόνο)είταν το πλύσιμο του μαλλιού απο τα στρώματα και τα παπλώματα ,και τα πούπουλα των μαξιλαριών!Εκείνες τις μέρες που τα ξεσήκωνε η δική μου μητέρα (την άνοιξη συνήθως)επινοούσα διαγωνίσματα πρόχειρα ,κρυολογήματα ,και διάφορα τέτοια,για να ξεφύγω
.Αηδίαζα όταν μπαίνανε μέσα στα νυχάκια μου τα μαλλιά και τα πούπουλα ! Γκρίνιαζα ξαναγκρίνιαζα αλλά εκείνη σταθερή ,ηθελε βοήθεια!Σε μια απόσταση ενός χιλιομέτρου έμενε η γιαγιά μου σε μια ήσυχη γειτονιά ,εδώ περνούσανε πραματευτάδες ,μανάβηδες και άλλοι μικροπωλητές! Επινόησα και εγω οτι με ενωχλούσαν στο διάβασμα μου οι φωνές και πήγαινα και διάβαζα στης γιαγιάς μου ,γλυτώνοντας την δυσάρεστη αγγαρεία! Τι να κάνα; Αηδία τέχνη κατεργάστηκε!με το που ανοίγαμε τα παράθυρα και ακουγόταν οι μικροπωλητές και η ζέστη βοηθούσε στο πλύσιμο των μαλλιών έγώ εξαφανιζόμουν!.Τα θυμήθηκα μόλις σε διάβασα Διονυσία μου ! Τι να πώ;Είναι σαν να ψάχνεις τις αναμνήσεις μου με τα γραφτά σου ! Νάσαι πάντα καλά και να σε διαβάζουμε!

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητή μου ανώνυμη! Να υποθέσω ότι είσαι η Ρηνιώ;
Τέτοιες "βαριές" δουλειές, δεν κλήθηκα ποτέ να κάνω, γεγονός πάντως, ότι όντως βοηθούσαμε πολύ περισσότερο!
Σήμερα από πολλές απόψεις, έχει απλοποιηθεί η ζωή και δεν υπάρχουν πια στο νοικυριό βαριές και βρώμικες δουλειές!!!
Ταυτόχρονα, όμως, οι κοπέλες μας σήμερα, όπως πολύ σωστά επισημαίνεις, έχουν άλλες ασχολίες και ενδιαφέροντα που η δική μας γενιά ούτε να διανοηθεί θα μπορούσε τότε!
Καλά κι Ευλογημένα Χριστούγεννα και με Υγεία, το κυ΄ριότερο, η Καινούρια Χρονιά! δ.μ.

ειρήνη Φανίδου είπε...

Ναι Διονυσία μου ,εγώ είμαι ,δεν ξέρω γιατί δεν γράφτηκε το όνομά μου!Ευχαριστώ για τις ευχές σου,να έχεις και εσύ καλές γιορτές!