Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Alice Neel, 1971: Nancy and the Twins. Oil on Canvas | Baltimore Museum of Art |
Η έκπληξη όλων,
όταν γέννησε δίδυμα η Γιουστίνα, πολύ μεγάλη! Βλέπεις τότε δεν υπήρχαν τα
σημερινά μέσα, ώστε μετά από λίγες εβδομάδες να διαπιστώνεις τον αριθμό των
εμβρύων, το φύλο και σχεδόν τι χρώμα μάτια θα έχει το μωρό. Ούτε η κοιλιά της ήταν
τόσο μεγάλη, ώστε να υπάρχει υποψία ότι μπορούσε να έχει δίδυμα. Μα ήταν το
πρώτο παιδί του αντρόγυνου και πανηγύριζαν, όχι μόνο που μ’ ένα σμπάρο δυο
τρυγόνια, αλλά και ζευγαράκι - ένα κορίτσι, ένα αγόρι! Άσε που στο χωριό
πείραζαν και τον γαμπρό πως ήταν «καρπερός» και δώστου καμάρι εκείνος! Μεγάλη
απογοήτευση, όμως, η διαπίστωση πως τα πόδια του αγοριού, ήταν άνισα, το δεξί
πολύ πιο μακρύ από το αριστερό! Σημάδι πως το παιδί ήταν «σημαδεμένο». Με
κουσούρι βγήκε, θα κούτσαινε μια ζωή!
Δύσκολα χρόνια για
να ανασταίνεις δύο μωρά. Ούτε σπάργανα αρκετά υπήρχαν, μήτε φασκιές! Όλα λίγα
και μετρημένα. Καταπιάστηκαν οι δυο Νόνες να σχίζουν σεντόνια, από κείνα που
ήταν κάπως φθαρμένα και που δεν περίσσευαν βέβαια, για να έχει η μικρομάνα να
σπαργανώνει τα μωρά, έφτιαξαν και «πανιά», για να τα αλλάζει και να
προλαβαίνουν να στεγνώνουν γιατί μες στο χειμώνα γεννήθηκαν. Βέβαια, ούτε σαν
λέξη δεν γνώριζαν τις «πάνες», όσο γι’ αυτές της μιας χρήσης, αμφιβάλλω αν
είχαν εφευρεθεί ακόμα κι αν είχαν, ήταν μόνο για τα «βασιλόπουλα» και όχι για
πάμφτωχους αγρότες. Δανείστηκαν και δύο-τρεις επί πλέον φασκιές, για να
προλαβαίνουν να στεγνώνουν, δε γινόταν να μείνουν χωρίς φασκιές τα μωρά και να
μην βγει ίσιο το κορμάκι τους.
Το άλλο πρόβλημα
που προέκυψε, ήταν το γάλα, πού να φτάσει να βυζάξουν και τα δύο και να
χορτάσουν που ήταν και… φαγανέλια! Η κατσίκα που διέθετε η οικογένεια έλυσε
κάπως το πρόβλημα, αλλά δημιουργώντας άλλο καινούργιο, το κατσικίσιο γάλα δεν
εκομφίριζε τα νεογέννητα κι έκαναν εμετό και διάρροια. Ευτυχώς, στο
κοντινό χωριό, το Σαρακινάδο, είχε γεννήσει μία ανιψιά της πεθεράς, που είχε
πολύ γάλα και το μωρό της λιγόφαγο. Εκείνη ανάλαβε να συμπληρώνει ως ένα σημείο
το γάλα που έλειπε, όμως δεν έφτανε και τα μωρά τις περισσότερες φορές έκλαιγαν
γοερά, γιατί προφανώς πεινούσαν. Ξεπετάχτηκαν κάπως, άρχισαν να τους κάνουν και
κρεμούλες με αλεύρι αραβοσίτου κι όλα πήγαιναν ρολόι!
Ξετρελαίνονταν
όλοι με τα πρώτα τους λογάκια, τα πρώτα τους αδέξια βήματα, ιδιαίτερα του
αγοριού, που ήταν εμφανές πλέον ότι κουτσό θα έμενε το παιδί - η ζωή όμως συνεχιζόταν.
Έμοιαζαν καταπληκτικά. Ευτυχώς και ήταν κορίτσι και αγόρι, διαφορετικά, θα τα
μπέρδευαν όλοι!
Συμφορά χτύπησε
την οικογένεια όμως. Τα δίδυμα, Σαράντης
και Αντζουλέτα, πριν ακόμα γίνουν δυο χρονών, αρρώστησαν βαριά ταυτόχρονα. Η
διάγνωση καταπέλτης: Μηνιγγίτιδα… Αρρώστια, όπου δεν είχε γιατρεία! Μεταξύ ζωής
και θανάτου για αρκετές εβδομάδες. Κάποτε υποχώρησε η αρρώστια και δεν απειλείτο
πια η ζωή τους, όμως τότε διαπιστώθηκε πως είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά η ακοή
τους! Κανόνι να έπεφτε δίπλα τους, χαμπάρι δεν έπαιρναν. Τα πήγαν στην Αθήνα, στους
μεγάλους γιατρούς, όλοι το ίδιο... Κωφάλαλα πια τα παιδιά, γιατί αφού δεν ακούν
πώς να μάθουν να μιλούν;
Περνούσαν τα
χρόνια και μόνον άναρθρες κραυγές έβγαζαν, μολονότι προσπαθούσαν να πουν εκείνες
τις λίγες λέξεις που είχαν μάθει πριν αρρωστήσουν, αλλά τις έλεγαν με τέτοιο
τρόπο που δεν γίνονταν κατανοητά. Όμως
πανέξυπνα και τα δύο! Την Αντζουλέτα, μόλις ξεπετάχτηκε λίγο, την έβαλαν
υπηρέτρια σ’ ένα σπίτι στη Χώρα. Και ο Σαράντης δούλευε μεροκάματο από μικρή
ηλικία, για να βγάζει το ψωμί του και να βοηθάει την οικογένεια, που εν τω
μεταξύ είχε μεγαλώσει γιατί η Μάνα του
έκαμε κι άλλα παιδιά. Εργατικός πολύ, δεν έμενε ποτέ χωρίς δουλειά. Λόγω του
προβλήματος με το πόδι δεν πήγε φαντάρος. Έτσι άρχισε να παίρνει σεμπρίες, όπως
γινόταν τότε. Δηλαδή, αναλάμβανε περιουσία άλλων, λιοστάσια ή αμπέλια που είχαν
πολλά και δεν προλάβαιναν ή που δεν ζούσαν στο νησί, τα δούλευε και μοιραζόταν
την παραγωγή με τον ιδιοκτήτη. Έτσι, όχι μόνον ήταν αφεντικό και δεν είχε
άλλους πάνω από κεφάλι του, όχι μόνο του έμεναν πάρα πάνω από ό,τι στο
μεροκάματο, αλλά επί πλέον, αφού εκείνος μόνον έκανε κουμάντο, αποφάσιζε -εκτός
από τον κύριο καρπό, που θα μοιραζόταν με τον ιδιοκτήτη- τι άλλο θα μπορούσε να
κάνει, όπως να βάλει κοτέτσι, για τ’ αυγά και τα κοτόπουλα της φαμελιάς, άντε
να πουλήσει και κανένα αν περισσεύανε, να σπείρει ή να φυτέψει εποχιακά
λαχανικά, πάλι για τον ίδιο λόγο κι ό,τι άλλο ήταν δυνατόν!
Η Μάνα είχε
αδυναμία στα δίδυμά της τα «αδικημένα της» παιδιά, όπως τα ονόμαζε. Με πολλή
βαριά καρδιά δέχτηκε να βάλουν την Αντζουλέτα δούλα, αλλά δεν είχε επιλογή. Της βγήκε σε
καλό, γιατί τ’ αφεντικά της ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, της φέρνονταν πάρα πολύ
καλά, την πρόσεχαν και της μάθαιναν ό,τι και όσα μπορούσαν, όπως, καλούς
τρόπους συμπεριφοράς, πώς να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, η κυρά της την έμαθε
κέντημα, έτσι αργότερα, όταν μεγάλωσε κι έφυγε από εκεί, αναλάμβανε να κεντάει
προίκες κι όχι μόνο με τις βελονιές που της είχε μάθει η κυρά της, αλλά να
πρωτοτυπεί κιόλας! Είχε βγάλει όνομα και στα γύρω χωριά και την προτιμούσαν
όλοι.
Ήταν πολύ
εφευρετική και δημιουργική! Γυρνώντας στα χωράφια κι εκεί που δούλευε ο
Σαράντης, έβλεπε πολλούς αθάνατους,
εκείνα τα φυτά με τα πολύ χοντρά και μεγάλα φύλλα και σουβλερά αγκάθια που
συνήθως φυτεύουν στους όχτους όπου χώριζαν τα χτήματα, κάτι σαν σύνορα. Η
Αντζουλέτα πολλές φορές τα κοίταζε, σκεπτόμενη πώς θα μπορούσε να
χρησιμοποιήσει και να αξιοποιήσει τα
φύλλα! Μια μέρα ζήτησε από τον Σαράντη να της κόψει ένα από τη ρίζα. Απορημένος
εκείνος, για το τι μπορεί να το ήθελε, επειδή δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι γιατί
είχαν μεγάλη αδυναμία ο ένας στον άλλον, το έκοψε. Η Αντζουλέτα το ξέρανε στον
ήλιο πολύ προσεκτικά κι όλο το χωριό τρωγόταν από την περιέργεια, τι
σκαρφίστηκε πάλι η μουγγή, γιατί γνώριζαν πόσο άξια κι επιδέξια ήταν!
Έμειναν με το
στόμα ανοιχτό, όταν διαπίστωσαν ότι «μαδούσε» το φύλλο, έβγαζε τις λεπτές ίνες που είχαν ήδη
ξεραθεί και χρησιμοποιώντας τις ως νήμα, έπλεκε με το βελονάκι υπέροχες λεπτές
δαντέλες, πετσετάκια σε διάφορα σχήματα και μεγέθη και τα πουλούσε στον
Γυρολόγο, ο οποίος με τη σειρά του, τα μοσχοπουλούσε σε αρχοντοπούλες και
όποιες έβγαινε η τσέπη τους να τα αγοράσουν, για να στολίζουν με αυτό το σπάνιο
είδος δαντέλες τόσο τα φορέματα τους όσο και τα σαλόνια τους με τα πανέμορφα
πετσετάκια!
Έτσι πορεύτηκαν
στη ζωή τους τα δυο αδέλφια, πάντα μαζί, πάντα εργατικά και προκομμένα, έτσι ώστε παρά τα σοβαρά τους προβλήματα, ποτέ δεν έγιναν βάρος στην
οικογένεια! Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, μολονότι υπήρξαν ευκαιρίες και για τους δυο.
Μα ήταν τόσο δεμένα μεταξύ τους, που μήτε σαν σκέψη δεν αντιμετώπιζαν την
πιθανότητα να χωριστούν. Αποφάσισαν ότι μαζί οι δυο τους εκεί να φροντίζει ο
ένας τον άλλον, θα περνούσαν τη ζωή τους ολόκληρη.
Επειδή ήταν τόσο
προκομμένα και εργατικά, αφού βοήθησαν
τους γονείς τους από ό,τι και όσο μπορούσαν όταν ήταν ανήμποροι λόγω ηλικίας, ακόμα
κι όταν έφυγαν, συνέχισαν να συνδράμουν τ’
αδέλφια τους που είχαν πολυμελείς
οικογένειες και σε κάθε τους πρόβλημα σε κάθε τους περίσταση ο Σαράντης
και η Αντζουλέτα, πάντα εκεί.
Πέρασαν τα χρόνια,
σε πολύ μεγάλη ηλικία πια -αλλά πάντα μαζί τα δίδυμα- ποτέ δεν χώρισαν. Μα,
όταν αρρώστησε ο Σαράντης και τον φρόντισε σα μάνα στοργική η ραχιτική Αντζουλέτα, όπου είχε γείρει πια και
διπλωνόταν σχεδόν στα δύο, άρχισε να την πιάνει τρομερός φόβος και τρόμος πως
μπορεί να τον χάσει και να μείνει μόνη κι έρημη...
Ευσπλαχνικό το
τέλος τους όμως, ανώδυνο και ήρεμο, όπως έζησαν όλη τους τη ζωή. Μια νύχτα που τ’
αδέλφια έσβησαν το φως να κοιμηθούν, από πολύ καιρό κοιμόνταν στο ίδιο δωμάτιο
για να ακούει το Σαράντη τη νύχτα αν χρειαζόταν κάτι, μια και λόγω γηρατειών η
ακοή της είχε μειωθεί αισθητά, αφού πρώτα τον ετοίμασε η Αντζουλέτα και καληνυχτίστηκαν
τρυφερά, όπως κάθε βράδυ μετά την προσευχή τους κι ευχήθηκαν καλό ξημέρωμα ο ένας
στον άλλον, έπεσε να κοιμηθεί.
Ευεργετικό το
σοβαρό εγκεφαλικό που έπαθε κάποια στιγμή τη νύχτα, την μετέφερε απαλά από τον
προσωρινό στον μεγάλο ύπνο, εμποδίζοντάς την ν’ ακούσει την αδύνατη φοβισμένη κραυγή του Σαράντη:
-Θα πεθάνω...και που με
αυτήν άφησε την τελευταία του πνοή, αγνοώντας πως η αγαπημένη του αδελφή είχε
ήδη φύγει!
Μαζί τούς κήδεψαν
και, όπως μαζί ήλθαν στη ζωή, σε αυτή τη ζωή που την πέρασαν μαζί, έτσι έφυγαν
μαζί κι έτσι μαζί κοιμήθηκαν δίπλα-δίπλα τον αιώνιο ύπνο!
δ.μ.