Γράφει
η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
30
Ιανουαρίου 1968. Αιώνες πέρασαν από εκείνο
το πρωινό, ακριβώς σαράντα
οχτώ χρόνια πριν, που το
Υπερωκεάνιο
Πατρίς
αγκυροβόλησε γύρω στις 5 το πρωί στο
Λιμάνι της Μελβούρνης! Τριάντα
οχτώ ολόκληρα μερόνυχτα
διέσχιζε τους ωκεανούς!
Κι
άλλες φορές, ίσως πολλές, έχω αναφερθεί
στην αναχώρηση από την αγαπημένη πατρίδα,
την Κυριακή το απόγευμα, γύρω στις 4.30
μ.μ., παραμονή
Χριστουγέννων, του 1967. Όμως, ανεξάντλητες
οι μνήμες γι'
αυτό το ανεξάντλητο θέμα του φευγιού. Σήμερα
δεν θα αναφερθώ στην αναχώρηση, ούτε
στο ταξίδι, πολλές φορές μιλήσαμε για
αυτά, αλλά στην άφιξη στην καινούρια
χώρα σε αυτήν που θα γινόταν δεύτερη
πατρίδα για λίγα χρόνια, όπως πιστεύαμε
ακράδαντα!
Γεμάτοι
προσδοκίες όλοι λίγο πολύ. Ήλθαμε «με
πρόγραμμα»! Θα δουλεύαμε μικροί μεγάλοι
για τρία,
άντε πέντε,
χρόνια το πολύ-πολύ, θα κάναμε σκληρή
οικονομία, ακόμα και στο φαγητό, θα
μαζεύαμε το ποσόν που χρειαζόταν ο
καθένας και θα γυρνούσαμε πίσω στον
τόπο μας!
Ήταν
νέοι που ήθελαν να αγοράσουν ταξί, άλλοι
να παντρέψουν αδελφή, κάποιες κοπέλες
να αγοράσουν καλή μηχανή να μαντάρουν
κάλτσες, (για πολλά χρόνια ανθούσε στην
Ελλάδα το επάγγελμα), να αγοράσουν τα
απαραίτητα για να ανοίξουν Κομμωτήριο,
άλλοι να επισκευάσουν το σπίτι τους στο
χωριό, ν'
αγοράσουν Τρακτέρ να καλλιεργούν τη γη
τους, να αγοράσουν το διπλανό κομμάτι
περιουσία που θα πουλούσε ο γείτονας,
καθένας με τον καημό του και το όνειρό
του!
Ο
Κώστας, 19 χρονών παλικάρι, αγαπημένος
φίλος από το Χουρχουλίδι, όπου έχουμε
ακόμα πολύ στενή φιλία με τον ίδιον και
την όμορφη οικογένεια που απέκτησε
εδώ(!), ζει στο Σίδνεϊ
από το 1961 που έφυγε. Φτωχόπαιδο και
πολλά αδέλφια στη φαμελιά, έλεγε του
πατέρα του πριν φύγει: Εσύ,
γέρο, νάχεις το νου σου και μόλις ακούσεις
πως πουλιέται σταφίδα ή λιοστάσι στο
χωριό, θα μου γράφεις και εγώ θα σου
στέλνω λεφτά να το αγοράζεις
και σε λίγα χρόνια το
μισό χωριό θα είναι δικό μας! Θα γυρίσω,
ούτε τριάντα
χρονών δεν θα είμαι ακόμα, θα πάρω μια
καλή κοπέλα από τον τόπο μας, θα σου
κάμουμε μπόλικα εγγόνια κι εσύ θα
περάσεις ευτυχισμένα γεράματα και θα
καμαρώνεις για την προκοπή μας…
Και
ο Κώστας έκαμε προκοπή και καλή γιατί
ήταν τίμιος και εργατικός! Και όμορφη
οικογένεια απέκτησε με παιδιά κι εγγόνια!
Το γέρο Πατέρα και τη Μάνα του, μακαρίτες
από χρόνια, τους έφερε εδώ όπου έμειναν
κάμποσους μήνες και χάρηκαν τη φαμελιά
του και την προκοπή του, αλλά το πατρικό
σπίτι πίσω στο χωριό ερήμωσε…
Η
οικογένεια μου κι εγώ, δεν είχαμε
συγκεκριμένο πρόγραμμα, μολονότι ΜΟΝΟ
για λίγα χρόνια ήλθαμε κι εμείς, ναι, το
πολύ-πολύ για πέντε! Όμως, είπα, θα
μοιραστώ μαζί σας σήμερα, τις πρώτες
μου εντυπώσεις, γιατί αυτές τις κρατάει
η μνήμη ατόφιες, ανέπαφες, ανέγγιχτες,
ανεπηρέαστες από μετέπειτα βιώματα και
αλλαγές.
Τρίτη
πρωί λοιπόν, ένα πρωινό μουντό, φοβερά
ζεστό και με πολλή υγρασία. Οι περισσότεροι
επιβάτες μαζεύτηκαν με λαχτάρα εκεί
απ' όπου
μπορούσαν να δουν κάτω, τον κόσμο που
περίμενε με αγωνία. Μολονότι μεγάλο το
ύψος για να μπορέσουν να διακρίνουν και
να ξεχωρίσουν αυτούς που τους περίμεναν,
στριμώχνονταν γεμάτοι περιέργεια και
αγωνία για να δουν τους ανθρώπους τους,
τους δικούς τους…
Οι
νύφες αλλά και οι γαμπροί, που με μια
φωτογραφία στο χέρι έψαχναν κάτω στην
προβλήτα από τόσο ψηλά, πολλοί! Προσπαθούσαν
να διακρίνουν, να δουν, αυτόν/ήν με τον
οποίον θα δένανε τη ζωή τους. Έναν
άνθρωπο τελείως άγνωστο. Η αγωνία αυτών
των ανθρώπων, ιδιαίτερα των κοριτσιών
πολύ μεγάλη. Έψαχναν ανάμεσα σε αυτούς
που κρατούσαν λουλούδια… Πολλές
δραματικές σκηνές διαδραματίστηκαν
εκεί μπροστά στα μάτια εκατοντάδων
ανθρώπων, όπου η φοβερή απογοήτευση των
μεν ή των δε, ήταν αδύνατο να κρυφτεί…
Δε
θα ξεχάσω, όσο ζω το περιστατικό με μία
κοπέλα από τη Βόρεια Ελλάδα, που ερχόταν
να παντρευτεί έναν άνθρωπο που οι γονείς
της επέλεξαν χωρίς να τον ξέρουν κι
αυτοί κι όπου στο καράβι γνωρίστηκε με
έναν άλλον νέο που και αυτός ερχόταν να
παντρευτεί μίαν άγνωστη, αγαπήθηκαν,
αποφάσισαν να ενώσουν τις τύχες τους
κι όταν κατέβηκαν από το καράβι,
εξαφανίστηκαν αφήνοντας μπουκάλα αυτούς
που θα τους υποδέχονταν φτάνοντας εδώ,
με τόση λαχτάρα, όνειρα, και το
μικρονοικοκυριό που καθένας είχε στήσει,
έτοιμοι όλοι να παντρευτούν και να
νοικοκυρευτούν! Και δεν ήταν το μόνο
περιστατικό. Τουλάχιστον αυτό είχε
αίσιο τέλος για τους ερωτευμένους παρά
τη φοβερή απογοήτευση αλλά και
ντροπή/προσβολή αυτών που τους περίμεναν.
Υπήρξαν
περιπτώσεις, όμως, που παρασύρθηκε σε
ερωτική περιπέτεια η κοπέλα στο καράβι,
μόνο για να διαπιστώσει φτάνοντας πως
ο νεαρός εξαφανίστηκε κι εκείνη έμεινε
εκτεθειμένη να αντιμετωπίσει τον γαμπρό
που την περίμενε στο λιμάνι θάβοντας
μέσα της τη φοβερή της απογοήτευση και
πικρία για την προδοσία αλλά και την
επιπολαιότητά της, κρύβοντας βαθιά το
μυστικό και με το φόβο να την απορρίψει
και ο εδώ γαμπρός. Άλλα χρόνια εκείνα,
άλλα ήθη άλλα έθιμα, άλλη νοοτροπία.
Εμάς,
τον σύζυγο
και τα δυο μικρά μας παιδιά, δεν μας
περίμεναν δικοί, γιατί ο μοναδικός
«δικός» μας άνθρωπος ήταν η μακαρίτισσα
η ξαδέλφη μου η Ανδριάνα, όπου φυσικά
αδιανόητο να αφήσει άνδρα και μικρό
παιδί και να πάρει νυχτιάτικα τους
δρόμους για το Λιμάνι που ήταν πολύ
μακριά από εκεί που έμενε! Η ΔΕΜΕ είχε
πληρώσει τα ναύλα μας για να έλθουμε
προσκεκλημένοι της Χώρας. Έτσι, μόνο
δύο-τρεις χωριανοί
του συζύγου ήλθαν. Όμως δεν μπόρεσαν να
περιμένουν γιατί θα περνούσαν ώρες
μέχρι να βγούμε, να πάρουμε αποσκευές,
να περάσουμε τελωνείο. Έπρεπε να πάνε
στη δουλειά.
Όταν
κάποτε τελείωσαν όλες οι διαδικασίες,
πήραμε ταξί και με το χαρτί που έγραφε
τη διεύθυνση που θα πηγαίναμε, θα μας
πήγαινε ο ταξιτζής! Για καλή μας τύχη ο
ταξιτζής δεν ήταν μόνο Έλληνας, δεν ήταν
μόνο Ζακυνθινός, αλλά και Μπανατιώτης
και φίλος των γονιών μου! Ήταν ο μακαρίτης
ο Στέλιος ο Καποδίστριας, ο λεγόμενος
«Καρκάνιας»! Μεγάλη ανακούφιση και
παρηγοριά με το που πατάς το πόδι σου
στην ξένη γη
να βρίσκεις άνθρωπο «δικό σου»! Γνώριζε
την οικογένεια που θα νοικιάζαμε,
Ζακυνθινοί κι εκείνοι, κάπου εκεί κοντά
έμενε κι ο ίδιος και μας πήγε με… κλειστά
τα μάτια!
Η
διαδρομή μεγαλούτσικη από το Λιμάνι
στο Ascot Vale
που θα μέναμε. Κοιτούσα γύρω μου με
περιέργεια γεμάτη αγωνία. Με κυρίευσε
απογοήτευση και απορία… Τι σόι μεγαλούπολη
είναι αυτή αναρωτιόμουν; Τι σχέση μπορεί
να έχει με τα έγχρωμα φανταχτερά φυλλάδια
που μας έδωσαν στην Πρεσβεία στην Αθήνα
αλλά και μέσα στο πλοίο; Έρημοι δρόμοι,
τα σπίτια μικρά, χαμηλά, ξύλινα τα
περισσότερα, εκατόχρονα και βάλε, μου
θύμιζαν τις «λότζες» στα χωριά και τα
παχνιά που έβαζαν τα ζωντανά… Πού και
πού υπήρχαν κάτι παμπάλαια διώροφα. Ο
μεγάλος οικοδομικός οργασμός που θα
άλλαζε την πόλη, αργούσε, άρχισε δυο
τρεις δεκαετίες μετά! Κολλητά το ένα
με το άλλο τα περισσότερα σπίτια, όλα
όμως, με μικρό ή μεγάλο κήπο μπροστά με
όμορφα λουλούδια! Αργότερα φυσικά, θα
διαπίστωνα ότι πίσω υπήρχε μεγάλος
κήπος τόσο μεγάλος πολλές φορές που
έφτανε να χτιστεί τουλάχιστον ένα σπίτι
ακόμα! Και πάρκα, πολλά πάρκα με υπέροχα
δένδρα, ολοπράσινα και ανθοστολισμένα!
Θα
πρέπει να κόντευε μεσημέρι μέχρι να
φύγουμε από το Λιμάνι μετά από πολλές
ώρες ταλαιπωρία και διατυπώσεις. Οι
δρόμοι σχεδόν έρημοι, όπου κι αν περάσαμε
αραιά και πού περνούσε κάνα αυτοκίνητο.
Το πιο παράξενο, στη μέση του δρόμου,
ράγες όπου περνούσαν τα τραμ! Σε κάθε
στάση, οι επιβάτες έπρεπε να διασχίσουν
το δρόμο για να ανεβούν ή κατεβούν από
το τραμ. Τα αυτοκίνητα υποχρεωμένα να
σταματούν κόκκαλο πλησιάζοντας στις
στάσεις των τραμ που ήταν πολύ κοντά η
μια στην άλλη! Πολλά δυστυχήματα γίνονταν
αλλά και εξακολουθούν να γίνονται, από
αφηρημένους οδηγούς ή από αυτούς που
δεν γνωρίζουν ότι λίγα μέτρα πιο πέρα
έχει στάση το τραμ και χτυπούν επιβάτες
που κατεβαίνουν ή ανεβαίνουν.
Φτάνοντας
στο σπίτι χωριανού του συζύγου, που μας
είχε νοικιάσει δωμάτιο για να μείνουμε,
έμεινα εμβρόντητη μην γνωρίζοντας τις
εδώ συνθήκες. Το σπίτι πολύ παλιό και
πολύ μεγάλο με τέσσερα
σχετικά μεγάλα υπνοδωμάτια, ένα για τον
νοικοκύρη και από μια οικογένεια στα
άλλα. Σε ένα στενό δωμάτιο σαν διάδρομο
χωρίς παράθυρο, δυο πολύ στενά κρεββάτια
όπου έμεναν δύο κοπέλες, ξένες μεταξύ
τους! Μία κουζίνα για όλους, όπου
μαγείρευες με σειρά προτεραιότητας,
φυσικά η «μπόσενα», δηλαδή η νοικοκυρά
του σπιτιού προηγείτο σε όλα, κι αν δεν
προλάβαινες, έτρωγες σάντουιτς. Ένα
τραπέζι στην κουζίνα, η τραπεζαρία και
να υπήρχε, είχε διαμορφωθεί σε κοιτώνα
όπου συνήθως έμεναν… μπεκιάρηδες, (όπως
αποκαλούσαν τους ανύπαντρους άνδρες),
όπου έναντι αδρής αμοιβής, εκτός από το
ενοίκιο, πλήρωναν και για τα ρούχα που
τους έπλενε η «μπόσενα» και για το πιάτο
το φαΐ που τους έδινε από ό,τι μαγείρευε
για τη φαμελιά της. Μία τουαλέτα κι
εκείνη εξωτερική τέρμα κάτω στο πίσω
μέρος του κήπου για όλους, καζάνι με
ζεστό νερό που άναβε με κάρβουνα ΜΟΝΟ
το Σάββατο για να κάνουν όλοι ντους!
Βέβαια, όσοι προλάβαιναν μόνο… Όμως,
για όλα αυτά έχω γράψει εκτενώς στο
διήγημα Το Τρακτέρ
στο βιβλίο μου «Του Φιόρου και του
Μισεμού», εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα,
2013, έτσι δεν θα επεκταθώ.
Φτάσαμε
Τρίτη, το απόγευμα ήλθαν πολλοί Ζακυνθινοί
και για να μας γνωρίσουν αλλά και να μας
καλωσορίσουν. Ζεστάθηκε κάπως η ψυχή.
Παρηγορήθηκα με κάποια στωικότητα,
διαπιστώνοντας πως όλοι με τις ίδιες
συνθήκες ζούσαν. Πολλές όμορφες φιλίες
δημιούργησα από εκείνο το απόγευμα όπου
κρατάνε ακόμα μ' εκείνους
που μείναμε, γιατί κάποιοι επαναπατρίστηκαν
και πολλοί αναχώρησαν για το μεγάλο
ταξίδι!
Το
Σάββατο το απόγευμα μάς
περίμενε η ξαδέλφη μου που έμενε
οικογενειακώς στης Ελισάβετ, (αγαπημένη
φίλη μέχρι σήμερα), να περάσουμε λίγες
ώρες μαζί. Πήγαμε με τα πόδια, δεν ήταν
μεγάλη απόσταση κάπου δυο χιλιόμετρα.
Σάββατο απόγευμα, ντάλα καλοκαίρι όπου,
από όπου κι αν περάσεις στην Ελλάδα,
ακόμα και στο πιο μικρό χωριό θα σφύζει
από ζωή, νέκρα παντού εδώ! Δεν συναντήσαμε
ζώσα ψυχή, όλα κατάκλειστα και ζήτημα
αν σε όλη τη διαδρομή πέρασαν δυο-τρία
αυτοκίνητα!
Με
το που μας είδε από μακριά η αγαπημένη
μου ξαδέλφη, άρχισε όχι απλά να γελάει,
αλλά να χαχανίζει ακράτητα. «Μωρή
μουρλάσω»,
μου λέει, «πού
νομίζεις πώς πάτε και στολιστήκατε
έτσι;» και δώστου γέλια…
Κοιταχτήκαμε με απορία με το σύζυγο και
τα παιδιά μου γιατί κάθε άλλο παρά…
σημαιοστολισμένοι είμαστε. Βέβαια, δεν
άργησα να καταλάβω τι εννοούσε, όταν
αρχίζοντας να κυκλοφορώ κάπως, διαπιστώνω
πως ουδείς εδώ έδινε σημασία στην
εξωτερική εμφάνιση, αφού άνετα
κυκλοφορούσαν με σαγιονάρες ή τις…
παντόφλες, με ρούχα ασιδέρωτα ή τόσο
παραμελημένα και ατημέλητοι οι
περισσότεροι, όπου εμείς στην πατρίδα
ούτε στην αυλή του σπιτιού μας δεν θα
βγαίναμε έτσι!
Λίγες
μέρες μετά, πήρα το τραμ να πάω στην
κοντινή αγορά. Μου έκανε εντύπωση η τάξη
με την οποία περίμεναν όλοι οι επιβάτες
να επιβιβαστούμε… Ούτε στριμωξίδι,
ούτε φωνές ούτε τίποτα! Ανεβαίνοντας
στο ασφυκτικά γεμάτο τραμ, αν έριχνες
καρφίτσα μέσα, θα ακουγόταν νεκρική
σιγή, οι επιβάτες διάβαζαν, πολλές
γυναίκες έπλεκαν ή κοιτούσαν αδιάφοροι
έξω από το παράθυρο!
Θεέ
μου, σκέφτηκα, σε τι κοινωνία ήλθα να
ζήσω όπου οι άνθρωποι για να αποφύγουν
να κοιτάξουν ή να συνομιλήσουν με τον
διπλανό τους καταφεύγουν στο διάβασμα
ή στο πλέξιμο ακόμα και αν πηγαίνουν
δυο στάσεις πιο πέρα! Πού
η Ελλαδίτσα μας, όπου χαλάει ο κόσμος
από κουβέντες, γέλια, ε, και μικροκαβγάδες
ενίοτε!!!
Βέβαια,
σήμερα έχουν όλα αλλάξει χάρη σε μας
τους Μετανάστες, κυρίως τους Ευρωπαίους,
Έλληνες, Ιταλούς κ.λπ. Αρχικά, η Μελβούρνη
σήμερα είναι πανέμορφη! Για πέμπτη
συνεχή χρονιά ψηφίστηκε από τους ειδικούς
ως η ομορφότερη και πιο βιώσιμη πόλη
στον Κόσμο!!! Πολυπολιτισμική, κοσμοπολίτικη
και πολύμορφη, όπου συνυπάρχουμε ειρηνικά
εκατομμύρια άνθρωποι, με διαφορετική
καταγωγή, χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, ήθη
και έθιμα, από κάθε γωνιά της Γης!
Η
ανοικοδόμηση που άρχισε πάνω από τριάντα
χρόνια πριν και συνεχίζει ακάθεκτη, τα
υπέροχα κτίρια, τα μαγαζιά κάθε είδους
όπου βρίσκεις ό,τι προϊόν θελήσεις από
όποια γωνιά της γης, τα ατελείωτα
εσωτερικά αλλά προ παντός εξωτερικά
καφέ, όπου κατακλύζονται πολύχρωμα,
πολύβουα γεμάτα από κόσμο που μιλάει,
επικοινωνεί, με χέρια με μάτια με φωνή
με ολόκληρο το είναι τους, καλοντυμένοι
καλόγουστα και με ό,τι πιο μοντέρνο
κυκλοφορεί στο χώρο της παγκόσμιας
μόδας.
Τα
πεζοδρόμια σχεδόν σε ολόκληρη τη
Μελβούρνη, γεμάτα με πολύχρωμες ομπρέλες,
τραπέζια και καρέκλες όπου όλες τις
ώρες σχεδόν του 24ώρου είναι γεμάτα από
ανθρώπους κάθε φυλής και ηλικίας που
απολαμβάνουν τον καταγάλανο, συνήθως,
ουρανό την ημέρα και το καφεδάκι της
αρεσκείας τους με ωραία γλυκά και
εδέσματα! Οι ψησταριές
και τα εστιατόρια
από όλες τις χώρες και κουζίνες του
κόσμου,
φημισμένα παγκοσμίως, για κάθε γούστο
και κάθε τσέπη, σε κάποια η μερίδα
τιμάται… $400 με $500 το άτομο, δεν θυμίζει
σε τίποτα τη Μελβούρνη που αντίκρισα
εκείνο το μελαγχολικό από κάθε άποψη
πρωινό της 30ής
του Ιανουαρίου του 1968!
Ευλογημένη
Χώρα η Αυστραλία!
Με
την αγάπη μου σε όλους,
δ.μ.