Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη
Μάρτης μήνας, σαν και τώρα. Ούτε δυο μήνες στην καινούρια πατρίδα κι εγώ άνεργη ακόμη. Δεν είχα καταφέρει να βρω δουλειά κι ας είχα «αρκετά προσόντα», το κυριότερο και σπουδαιότερο, η γλώσσα!
Μολονότι, η προφορική μου επικοινωνία δύσκολη για πολύ καιρό, όχι μόνο γιατί μια ξένη γλώσσα δεν μαθαίνεται στο Σχολείο, αλλά επί πλέον ενώ η Αγγλική είναι ενιαία γλώσσα, εν τούτοις, αλλάζει κατά πολύ τόσο η προφορά της όσο και οι ιδιωματισμοί της από χώρα σε χώρα.
Όμως, το πρόβλημα δεν ήταν αυτό. Το πρόβλημα, είχα δύο μικρά παιδιά, πέντε και δυόμιση χρονών. Παιδικοί σταθμοί τότε, ελάχιστοι και καθόλου. Ούτε γνωρίζαμε αν υπήρχαν, πού υπήρχαν, πόσο χρέωναν, άσε που δεν θέλαμε να βρεθούν τα παιδιά μας όχι μόνο σε ξένα χέρια αλλά και σε εντελώς άγνωστο περιβάλλον που ούτε τη γλώσσα δεν καταλάβαιναν, ούτε εκείνα αλλά ούτε κι οι γονείς στην πλειοψηφία τους.
Οι περισσότερες μετανάστριες και όχι μόνο που εργάζονταν, ανέθεταν την φροντίδα των παιδιών τους με αδρά αμοιβή σε γυναίκες της γειτονιάς ή της περιοχής τους, που είχαν σαν επάγγελμα να «προσέχουν» παιδιά.
Η προσφερόμενη φροντίδα, αμφισβητήσιμη πολύ, όχι μόνο γιατί αυτές οι γυναίκες δεν είχαν καμία εκπαίδευση στην φροντίδα πολλών παιδιών ή τους κατάλληλους χώρους, αλλά επί πλέον κρατούσαν όσα περισσότερα μπορούσαν ώστε να ανεβαίνει το εισόδημα τους.
Ιστορίες τρόμου, χωρίς υπερβολές, πολλές φορές από αυτού του είδους τη «φροντίδα». Από φραστική βία, μέχρι σωματική, ενίοτε και σεξουαλική. Κι εγκατάλειψη, ούτε έτρωγαν, ιδιαίτερα τα μωρά κι αυτά που δεν ήταν ανεξάρτητα ακόμη, στην ώρα τους αλλά όποτε ερχόταν η σειρά τους κι όσο προλάβαινε η γυναίκα να τα ταΐσει ούτε άλλαζαν τα μωρά όταν ήταν λερωμένα. Απλά φρόντιζε, λίγο πριν αρχίσουν να έρχονται οι μανάδες να τα πάρουν το απόγευμα, να τα αλλάξουν να τα πλύνουν και να φαίνονται μια χαρά, ανεξάρτητα τι είχε μεσολαβήσει όλη μέρα!
Κι αν μάλωναν και χτυπιόνταν ή σπρωχνόντανε μεταξύ τους, ουδεμία επίβλεψη γιατί όχι μόνο ήταν πολλά αλλά επί πλέον η γυναίκα μπορεί να είχε και δικό της μωρό ή παιδιά, όπου ασφαλώς είχαν προτεραιότητα. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι ταυτόχρονα έπρεπε να κοιτάξει και το νοικοκυριό και μαγείρεμα της για τη φαμελιά της αφού όλα από τα χέρια της περνούσαν.
Κι αυτά έτσι «χοντρικώς», γιατί αν ήταν να επεκταθώ ακόμα και στη σεξουαλική κακοποίηση, και υπήρξαν πολλά τέτοια περιστατικά, όχι μόνο από την ίδια τη γυναίκα, (ένα τέτοιο περιστατικό με γυναίκα, ομολογώ φοβερό), που φρόντιζε τα παιδιά, αλλά κι αρσενικά μέλη της οικογένειας ή επισκέπτες(!), θα πρέπει να γράψω βιβλίο, βιβλίο με εκατοντάδες σελίδες, δυστυχώς!
Αναμφισβήτητα, υπήρξαν και πολλές ευσυνείδητες γυναίκες που έκαναν τα πάντα για να προσφέρουν όσο καλύτερη φροντίδα τους επέτρεπαν οι ικανότητες τους κι ο αριθμός παιδιών που ανελάμβαναν.
Τυχερές οι ελάχιστες μανάδες που είχαν κοντά τους μάνα ή πεθερά! Όπου και αυτή με τη σειρά της, για να βγάζει ταυτόχρονα το χαρτζιλίκι της και να μην γίνεται βάρος στα παιδιά της, αναλάμβανε να προσέχει τουλάχιστον δύο-τρία, αν όχι περισσότερα παιδιά προσχολικής ηλικίας, μαζί με τα εγγόνια της, να συγυρίζει το σπίτι, να πλένει, να μαγειρεύει ώστε όταν γύριζε η κόρη ή η νύφη, να τα βρει όλα έτοιμα.
Χιλιάδες Μανάδες όχι απαραίτητα γριές, αλλά κάποιας ηλικίας, ξεσπιτώθηκαν κι ήρθαν στην Αυστραλία, αφήνοντας πίσω άλλα παιδιά κι εγγόνια πολλές φορές και τον άνδρα τους, για να βοηθήσουν τα παιδιά τους, μόνο για να βρεθούν μόνες κι έρημες σε πολλές περιπτώσεις, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά και δεν τις χρειάζονταν πια. Άλλο θλιβερό κεφάλαιο αυτό…
Δεδομένων όλων αυτών κι επειδή ούτε μάνα ούτε πεθερά είχα εδώ ούτε κανέναν, (εκτός από μια αγαπημένη πρωτοξαδέλφη που είχε τα δικά της προβλήματα τότε, γιατί λίγο μετά που ήρθα εγώ εδώ, σκοτώθηκε σε δυστύχημα ο άνδρας της και την άφησε με δύο παιδιά πέντε χρονών και ενός χρόνου και έξι μηνών έγκυο), επ' ουδενί θα άφηνα τα παιδιά μου σε τέτοια ξένα χέρια ώστε να δουλέψω.
Πολλές γυναίκες κατάφερναν να δουλεύουν από τις 6 π.μ. ή λίγο αργότερα, μέχρι τις 3.00 μ.μ. ώστε να προλαβαίνουν να πηγαίνουν σπίτι πριν ή λίγο μετά αφότου φύγει ο άνδρας τους για δουλειά όπου δούλευε απογευματινός για να προσέχει τα παιδιά το πρωί. Ιδανική βάρδια που πρόσφεραν λίγα μόνο εργοστάσια βαριάς βιοτεχνίας.
Μέσα στην πλήρη άγνοια μου για το τι σημαίνει «Πρέσα», από την Αγγλική λέξη Presser, όταν άκουσα ότι στο τάδε εργοστάσιο, σε μια περιοχή όχι πολύ μακριά από εκεί που μέναμε, εργοστάσιο που έφτιαχνε γυναικείες μακριές κάλτσες, (δεν είχαν βγει ακόμη τα καλσόν), ζητούσε 2 γυναίκες για την «Πρέσα», προθυμοποιήθηκα να πάω εγώ!
Οι άλλοι γύρω πρώτα κοιτάχτηκαν απορημένοι μεταξύ τους και μετά κοίταξαν εμένα ειρωνικά.
-Καλά, παλαβή είσαι που κάνεις εσύ για αυτή τη δουλειά;
-Ξέρεις τι σημαίνει Πρέσα; Πολύ βαριά δουλειά για σκληραγωγημένες και ψημένες στη δουλειά γυναίκες. Έχεις δει ποιες δουλεύουν εκεί;
Νταρντάνες όλες τους! Πού να σταθείς δίπλα τους εσύ; Εγώ όμως ανένδοτη.
-Έχω ανάγκη να δουλέψω, με βολεύουν οι ώρες, όσο βαριά και να είναι η δουλειά, θα κάνω υπομονή.
- Βρε, ούτε ώρα δεν θα αντέξεις, δεν το καταλαβαίνεις;
Εγώ, εκεί το χαβά μου. Παίρνω τα στοιχεία, διεύθυνση του εργοστασίου, όνομα του υπεύθυνου που θα έβλεπα, καθώς και οδηγίες ποια μέσα συγκοινωνίας θα έπαιρνα από ποιο σημείο και σε πόσες στάσεις θα κατέβαινα, έβαλα και άνετα ρούχα και στρωτά παπούτσια όπως με συμβούλεψαν και πρωί-πρωί την άλλη μέρα πήρα το δρόμο για το εργοστάσιο.
Μπήκα στο γραφείο του υπεύθυνου, με κοίταξε καλά από πάνω μέχρι κάτω, μάλλον έτσι αδύνατη που ήμουν δεν του γέμισα το μάτι, άρχισε να με ρωτάει τι προϋπηρεσία είχα στη συγκεκριμένη δουλειά, του είπα την αλήθεια, καμίαν απολύτως! Μετά με ρώτησε πού έχω δουλέψει και τι ακριβώς έκανα εκεί. Πάλι εγώ, δεν έχω δουλέψει ποτέ πουθενά, ήρθα πριν από λίγες εβδομάδες από την Ελλάδα, έχω δυο μικρά παιδιά, ο άνδρας μου δουλεύει απογευματινός κι εγώ έχω ανάγκη να πιάσω δουλειά εδώ γιατί με βολεύει το ωράριο. Ο άνθρωπος, έμεινε άφωνος, προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι είναι πολύ βαριά η δουλειά για άτομο όπως εγώ.
Λύγισε στην επιμονή μου, όμως, κούνησε το κεφάλι του κοιτάζοντας με ειρωνικά ή μάλλον με κάποια δόση οίκτου στο βλέμμα.
Με πήγε στο χώρο που υπήρχαν οι Πρέσες.
Ομολογώ…τα 'χασα. Δύο κύλινδροι με διάμετρο τουλάχιστον πέντε μέτρα και πάνω από δυο μέτρα ύψος, μέσα σε τεράστιο φούρνο, που δεν ήξερα τι ακριβώς είχαν μέσα γιατί γύριζαν με μεγάλη ταχύτητα, έκαναν έναν δαιμονισμένο θόρυβο για λίγα λεπτά, μετά σταματούσε ο θόρυβος, άνοιγε ο φούρνος βγάζοντας τόσο καυτό ατμό που πιανόταν η ανάσα και συννέφιαζε όλο το δωμάτιο ούτε που έβλεπες μπροστά σου κι έβγαινε ο κύλινδρος .
Τότε έβλεπες ότι μέσα στον κύλινδρο υπήρχαν όρθια ατσάλινα, επίπεδα, καλούπια γυναικείας κάλτσας όπου έμπαινε μία κάλτσα στο καθένα.
Βγαίνοντας ο κύλινδρος έπρεπε έτσι όπως ήταν καυτά τα καλούπια, να βγάλεις σβέλτα και με προσοχή μια-μία κάλτσα και να γεμίζεις ταυτόχρονα τα καλούπια με καινούριες, στρώνοντας τις με τα χέρια από πάνω μέχρι κάτω ώστε να εφαρμόσουν καλά στο καλούπι και να μην βγουν με ζάρες!
Περιττό να τονίσω, ότι το ατσαλένιο καλούπι όλο αυτό το διάστημα παρέμενε καυτό! Αφού γέμιζαν όλα τα καλούπια, στο τσάκα-τσάκα, πάταγαν ένα κουμπί και ξανάμπαινε στο φούρνο ο κύλινδρος.
Την πρώτη φορά που άνοιξε ο φούρνος και ξέρασε το φορτίο του, έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες και στάθηκα όρθια, ακούγοντας τις οδηγίες που μου έδιναν ώστε αν όχι τον επόμενο τουλάχιστον τον μεθεπόμενο φούρνο να τον αναλάβω εγώ. Μόλις μπήκα μέσα, κοίταξα γεμάτη ενδιαφέρον τις γυναίκες που δούλευαν εκεί και ομολογώ τρόμαξα.
Τεραστίων διαστάσεων και σε ύψος και σε σωματική διάπλαση, τις έκοψα, πάνω από 80-90 κιλά την κάθε μία. Φαινόταν γυναίκες ψημένες και μαθημένες σε σκληρή δουλειά. Άδειαζαν και γέμιζαν τα καυτά καλούπια κι αστειεύονταν μεταξύ τους ή σιγοτραγουδούσαν τραγούδια της πατρίδας τους. Όλες τους δε, μηδέ μιας εξαιρουμένης, όταν με σύστησε ο αρχιεργάτης ως την καινούρια κοπέλα που από σήμερα θα έπιανε δουλειά μαζί τους, με κοίταξαν όχι απλά ειρωνικά, αλλά περιφρονητικά.
Μία μόνο, νομίζω ήταν Γιουγκοσλάβα όπως οι περισσότερες, με κοίταξε με λύπηση και μου λέει, δεν κάνεις εσύ για εδώ. Με το που άνοιξε για δεύτερη φορά ο φούρνος και με χτύπησε σαν κύμα ο καυτός ατμός… λιποθύμησα. Με έσυραν, όπως μου είπαν μετά, έξω από εκείνο το χώρο κι όταν συνήλθα, με απολύσαν…
Πήρα τον δρόμο για το λεωφορείο κλαίγοντας. Πάει η μοναδική μου ελπίδα να δουλέψω και ταυτόχρονα να φροντίζω τα παιδιά μου.. Το εργοστάσιο, βρισκόταν μέσα στο κέντρο της περιοχής και οι κτιριακές εγκαταστάσεις τεράστιες. Κάποτε έκλεισε. Χρόνια μετά, μετατράπηκε σε πολυτελέστατα μονώροφα και διώροφα διαμερίσματα.
Ένα από αυτά τα διώροφα διαμερίσματα είχε αγοράσει η κόρη μου με το γαμπρό μου πριν χρόνια κι εκεί έζησαν με τα παιδιά τους μέχρι 2 χρόνια πριν. Κάθε φορά που ανέβαινα τις σκάλες, ερχόταν ολοζώντανη μπροστά μου εκείνη η μέρα και η ολιγόωρη θητεία μου εκεί!
Πολύ κακός σύμβουλος η άγνοια τελικά! Σου δίνει μια ψεύτικη αυτοπεποίθηση ότι αρκεί να θέλεις και θα τα καταφέρεις. Κι όμως δεν είναι πάντα έτσι. Καθόλου απίθανο στα ίδια πολυτελή διαμερίσματα να έμειναν ή μένουν γιοι και θυγατέρες πολλών από αυτές τις γυναίκες που ίδρωναν για χρόνια εκεί μέσα αδειάζοντας και γεμίζοντας τα καυτά καλούπια με μεγάλη ταχύτητα ώστε να ξεπερνούν τον ήδη μεγάλο αριθμό από δεκάδες ντουζίνες κάλτσες που έπρεπε να βγάζουν την ημέρα όπως όριζε το αφεντικό, και να παίρνουν «μπόνους», δηλαδή λίγα δολάρια πάρα πάνω την εβδομάδα.
Έχει ο καιρός γυρίσματα.
δ.μ.