e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Τα σπίτια της Μελβούρνης

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Τα σπίτια ήταν χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες… Κάπως έτσι και χειρότερα και το δικό μας σπίτι τότε, όχι πια! Έτσι περίπου ήταν το πρώτο μας σπίτι στη Μελβούρνη, όταν οι περισσότεροι από εμάς, αξιωθήκαμε να αγοράσουμε μετά μυρίων κόπων, σκληρής εργασίας και φοβερής οικονομίας, αλλά και χρεωνόμενοι σε Τράπεζες ή Ιδιωτικές Δανειστικές Εταιρίες μέχρι το λαιμό. Παμπάλαιο, ξύλινο ή τούβλινο και σχετικά χαμηλό, όπως ήταν τότε τα περισσότερα σπίτια στα εσωτερικά προάστια της Μελβούρνης!
Δύο κυρίως ειδών σπίτια υπήρχαν ως προς την κατασκευή, στις περιοχές που εγκατασταθήκαμε εμείς η πρώτη γενιά αλλά και η προηγούμενη από εμάς , τα ξύλινα και τα τούβλινα! Γεγονός άξιο συζήτησης από όλους, αν κάποιος έπαιρνε τούβλινο σπίτι αφού η τιμή τους σχεδόν διπλάσια από τα ξύλινα. Ως προς το μέγεθος και τα μεν και τα δε, ήταν «μονά» ή «διπλά».
Μονά, ήταν τα στενόμακρα σπίτια, όπου συνήθως είχαν μακρύ διάδρομο αριστερά, στα δεξιά δε, το ή τα υπνοδωμάτια, από ένα έως τρία.
Ο διάδρομος κατέληγε στο «σαλόνι», που κατελάμβανε όλο το πλάτος του σπιτιού, δηλαδή και αυτό του διαδρόμου και οδηγούσε στην κουζίνα και στο μπάνιο, όπου είχε μεγάλη μπανιέρα κι από πάνω το ντουζ. Η τουαλέτα και το πλυσταριό, έξω στην πίσω αυλή. Το πλυσταριό αμέσως μόλις έβγαινες αριστερά συνήθως και η τουαλέτα στο τέρμα της μεγάλης, συνήθως, αυλής ή κήπου.
Έτσι ξεκινήσαμε κι είμαστε πολύ περήφανοι για τον εαυτό μας και για το ότι αξιωθήκαμε σε νεαρή, σχετικά, ηλικία, να αποκτήσουμε δική μας στέγη και να στεγάσουμε την οικογένεια μας. Όνειρο απατηλό κι ανέφικτο στην πατρίδα!
Με την αγορά του σπιτιού βέβαια, προέκυψαν καινούρια προβλήματα! Το σπίτι τις περισσότερες φορές χρειαζόταν από πολύ μεγάλες μέχρι απλές επισκευές. Ούτε συζήτηση να πληρώσουμε μαστόρους και ειδικούς! Εμείς γίναμε και μπογιατζήδες και μαραγκοί και υδραυλικοί και ηλεκτρολόγοι και κηπουροί, αφού δεν νοείτο ο μεγάλος κήπος πίσω εκτός από λουλούδια να μην έχει, σέλινο, μαϊντανό, κρεμμυδάκια, ντομάτες και κάθε εποχιακό ζαρζαβατικό!
Ρωτώντας ο ένας τον άλλον, βοηθώντας ο ένας τον άλλον, πότε με επιτυχία πότε χωρίς τέλεια αποτελέσματα σε όλα, πορευτήκαμε μια χαρά σε όλες τις «τέχνες» που μόνοι μας μάθαμε και όλα τα καταφέραμε!
Φυσικά, χρειαζόμαστε έπιπλα, ψυγείο, κρεβάτια να κοιμηθούμε, τραπέζι και καρέκλες για να τρώμε, καναπέ και πολυθρόνες κι ένα τραπεζάκι στη μέση για το σαλόνι και πολλά - πολλά άλλα! Ειδική σκούπα για τα χαλιά, όχι ηλεκτρική βέβαια, γιατί τότε όλα σχεδόν τα σπίτια, σε όλα τα δωμάτια, εκτός κουζίνας μπάνιου και πλυσταριού, είχαν χαλιά μόνιμα τοποθετημένα απ' άκρη σ' άκρη του τοίχου (όχι «μοκέτες», ξενόφερτη η λέξη). Ούτε συζήτηση για πολυτέλειες, όπως πλυντήριο ρούχων, αν πεις δε για πλυντήριο πιάτων… ούτε που το είχαμε ακούσει!
Μην πάει ο νους σας, ότι μπήκαμε σε πολυκατάστημα και τα αγοράσαμε! Όχι βέβαια, όλα μα όλα μεταχειρισμένα όπου τα παλιατζίδικα τότε έκαναν χρυσές δουλειές και βρίσκονταν παντού!
Η μόνη πολυτέλεια που μερικοί από εμάς, όχι όλοι, επιτρέψαμε στον εαυτό μας, ήταν να πάρουμε καινούρια στρώματα για τα μεταχειρισμένα κρεβάτια που αγοράσαμε, αφού μέχρι τότε στο δωμάτιο που νοικιάσαμε συγκατοικία με πολλές οικογένειες, αναγκαστικά κοιμόμαστε στα μεταχειρισμένα που διέθετε ο σπιτονοικοκύρης.
Φυσικά, με την αγορά του σπιτιού, άρχισαν να τρέχουν και οι μηνιαίες δόσεις στην τράπεζα ή στην δανειστική εταιρεία, με αβάσταχτο τόκο!
Θυμάμαι, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο αλλά και το τρίτο σπίτι που αγοράσαμε, αυτό στο οποίο ζω ακόμη 32 χρόνια αργότερα, πληρώναμε 17% τόκο! Μια μικρή διευκρίνηση εδώ, δεν έχουμε 3, 4 ή πάρα πάνω σπίτια, αυτοί είναι η μειοψηφία, η πλειοψηφία, πουλούσαμε το ένα, αγοράζαμε το άλλο.
Δίναμε, δίναμε, κόβαμε τούτο κόβαμε τ΄ άλλο, για να δίνουμε λίγο πάρα πάνω από τη δόση το μήνα, το κεφάλαιο μειωνόταν ελαχιστότατα. Και να καινούριες οικονομίες και να καινούριες περικοπές.
Με την πάροδο των χρόνων, άλλαξαν φυσικά κι εδώ όλα για εμάς προς το καλύτερο. Αυξήθηκαν οι μισθοί, μειώθηκε κατά πολύ μέχρι που ξεχρεώθηκε το χρέος του σπιτιού, ορθοποδήσαμε λίγο, πήγαμε κι ένα ταξιδάκι στην Ελλάδα, όσοι μπορούσαμε, να δούμε τους γέρους γονείς, νιους τους αφήσαμε νιοί φύγαμε. Εμένα συγκεκριμένα μου πήρε 13 ολόκληρα χρόνια να αξιωθώ την πρώτη προσωρινή επιστροφή. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν, άλλα σπούδαζαν άλλα εργάζονταν ήδη, ανασάναμε κατά πολύ και τότε…
Τότε, κοιτάξαμε γύρω μας, είδαμε τα σπίτια μας τα παλιά, που όσο και να τα μερεμετίζαμε, μόνοι μας φυσικά, αφού ήμασταν πλέον πεπειραμένοι, παρέμεναν παλιά, επί πλέον χαλάρωσαν οι τράπεζες κι έδιναν εύκολα δάνεια, πουλήσαμε το πρώτο μας σπίτι που ήταν στα πολύ εσωτερικά προάστια όπου δεν έβγαινε η τσέπη να αγοράσουμε καινούριο εκεί, μερικοί που είχαν τη δύναμη το κατεδάφισαν κι έχτισαν καινούριο και οι υπόλοιποι βγήκαμε στα καινούργια προάστια, κάπως πιο μακριά από εκεί που μέναμε όπου τα σπίτια ήταν εντελώς καινούρια ή 5-10 το πολύ χρονών κι όχι 80 και πολλές φορές πάνω των 100 χρονών σαν αυτά που αφήσαμε πίσω.
Μέγα επίτευγμα! Από τα κατώγια στα ανώγια και στα ψηλά από τα χαμηλά!
Πολλοί επέλεξαν να πάνε στα «αριστοκρατικά προάστια». Αυτοί ήταν εκείνοι που είχαν φάει χρόνια της ζωής τους και αυτοί και τα παιδιά τους, μέσα στα Milk bars και στα Fishing Chips. Τα πρώτα, κάτι παρόμοιο με τα καταστήματα ΕΒΓΑ παλιά στην Ελλάδα επί πλέον, μια μικρογραφία των σούπερ-μάρκετ που ακολούθησαν, αφού εκτός από ψωμί και γάλα διέθεταν και λίγο απ΄ όλα. Βρίσκονταν τότε, σε κάθε γωνία σε κάθε γειτονιά κι ήταν το κύριο μαγαζί για τα λίγα καθημερινά μας ψώνια. Για κρέας, λαχανικά και τέτοια πηγαίναμε οι περισσότεροι στη μεγάλη «μαρκέτα», την επονομαζόμενη Victoria Market, στο κέντρο της πόλης, όπου ψωνίζαμε για όλη την εβδομάδα.!
Εξόρμηση κανονική, αφού εκτός από τα ψώνια που διέθετε όσα και ό,τι βάλει νους ανθρώπου, ήταν και τόπος συνάντησης, αφού εκεί σμίγαμε όλοι, ακόμα και γνωστοί-φίλοι που έμεναν σε μακρινές από εμάς περιοχές.
Τα «ψαράδικα», έφτιαχναν τηγανητό ψάρι-φιλέτο χωρίς κόκαλα, συνήθως καρχαρία ή άλλο σκυλόψαρο βουτηγμένο σε παχύ χυλό και σε λάδια που για λόγους οικονομίας δεν τα άλλαζαν συχνά και τηγανητές πατάτες, στο ίδιο λάδι-λίγδα.
Πολλοί από αυτούς και άλλοι μικροεπιχειρηματίες, οι οποίοι δουλεύοντας μέχρι και 18 ώρες το 24ωρο, συνήθως όλα τα μέλη της οικογένειας ακόμα και τα παιδιά από μικρή ηλικία, φθείροντας ζωή και υγεία είχαν κάνει γερό κομπόδεμα κι επέλεξαν σαν καταξίωση για τις θυσίες και τους κόπους τους να αγοράσουν ή χτίσουν, διώροφα μεγαλοπρεπή, αλλά όχι πάντα καλόγουστα, σπίτια σε προάστια …ελίτ, μόνο για να διαπιστώσουν γρήγορα ότι όχι μόνο ουδέν κοινόν είχαν με τους εκεί κατοίκους αλλά ακόμη και οι άμεσοι γείτονες τους, συνήθως μεσαίας τάξης, τους αγνοούσαν πλήρως. Άσε που απομακρύνθηκαν από παλιούς φίλους και συμπατριώτες. Πάρα πολλοί, το μετάνιωσαν κι οι μεταμέλειες κράτησαν για κάμποσα χρόνια, μέχρι που αναπόφευκτα, προσαρμόστηκαν στην καινούρια κατάσταση πραγμάτων και φυσικά ούτε κατά διάνοια να αναφέρουν τις μεταμέλειες, απλά προσποιούνταν τους ευτυχισμένους με το καινούριο σπίτι και τα ακριβά έπιπλα στα καλά προάστια, όχι πια στις φτωχογειτονιές τις παλιές! Κι, όμως, σε αυτές τις γειτονιές πήγαιναν κάθε Σάββατο να ψωνίσουν, εκεί που τους καλημέριζε ο μπακάλης, ο χασάπης, ο ψαράς!
Εκεί που θα έβρισκαν σίγουρα λακέρδα και σαρδέλες, στα «καλά» προάστια οι Αυστραλοί δεν ψώνιζαν τέτοια πράγματα οπότε δεν υπήρχαν και στα μαγαζιά.
Σε αυτές τις παλιές γειτονιές έσμιγαν με φίλους παλιούς και κάθονταν στο Καφενέ να τα πούνε.
Τώρα πια, ούτε παρέες εκεί που πήγαν ούτε μπάρμπεκιου ρεφενέ κάθε Κυριακή με γείτονες και φίλους. Ένας έφερνε τα κάρβουνα, άλλος το κρέας άλλος τις μπύρες κι η νοικοκυρά όλα τα άλλα, επί πλέον έφτιαχνε σαλάτες και κάνα γλυκό.
Κομμένα πια αυτά, παλιομοδίτικα πράγματα για τα φτωχά χρόνια, έμειναν πίσω ανεπιστρεπτί. Κι αν καμιά φορά έσμιγαν στα σπίτια τα καινούρια τα ακριβά, μόνον κατόπιν πρόσκλησης, ο νοικοκύρης με τη νοικοκυρά ετοίμαζαν και προσέφεραν πλουσιοπάροχο τραπέζι με όλα τα αγαθά επάνω κι οι καλεσμένοι πήγαιναν το πολύ κάνα γλυκό ή σοκολατάκια!
Και πέρασαν, ξανά, τα χρόνια όπως πάντα περνούν και μεγάλωσαν παντρεύτηκαν τα παιδιά μας και μείναμε μόνοι.
Τα μεγάλα διώροφα σπίτια, ακατοίκητα επάνω, αφού όλο και λιγόστευε η κινητικότητα των πολύ ηλικιωμένων πλέον νοικοκυραίων, οι οποίοι δεν μπορούσαν πια να ανεβαίνουν τις σκάλες κι εγκαταστάθηκαν κάτω κάνοντας μικρομετατροπές.
Στο πελώριο σπίτι με τα δυσβάσταχτα έξοδα συντήρησης και λογαριασμών, ασφάλειες, ρεύμα, υγραέριο, δημοτικά τέλη κ.ά. απόμειναν δύο στην αρχή να κοιτάζουν το άδειο μεγάλο σπίτι και να αναπολούν περασμένα μεγαλεία, τη φαμελιά, τις φωνές και τα γέλια των παιδιών, αργότερα των εγγονιών τους που εκείνοι τα μεγάλωσαν και ούτε που περνούν να τους δουν παρά πότε-πότε, γιατί έχουν άλλα ενδιαφέροντα τώρα, μολονότι στην καρδιά τους πολύ ξεχωριστή θέση πάντα η γιαγιά και ο παππούς. Αναπολώντας φίλους τους που έρχονταν εκεί κι αντηχούσε το σπίτι από ζωντάνια. Κι αργότερα έμενε ένας, ένας που το σπίτι γινόταν στοιχειό πια.
Οι δε λογαριασμοί και τα έξοδα χρειάζονταν και πολλές φορές δεν έφτανε, όλη τη σύνταξη που έπαιρνε αυτός που έμεινε πίσω. Και το χορτάρι μπροστά και πίσω, έφτανε το μισό μέτρο και βάλε, αφού ο γέροντας/γριά δεν μπορούσαν πια να το κόβουν και χρειάζονταν ποσόν που δεν διέθεταν πάντα. Τα παιδιά, είχαν την οικογένεια τους, το δικό τους σπίτι να νοικοκυρεύουν, να τρέξουν τα παιδιά τους στα διάφορα σπορ που έπαιζαν, να τα διαβάσουν και πολλά άλλα ένα Σαββατοκύριακο που έμενε αφού όλη τη βδομάδα δούλευε το ανδρόγυνο.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεχνούσαν τους γονείς κι ότι δεν υπήρχαν παιδιά που γινόταν θυσία για να προσφέρουν όση φροντίδα μπορούσαν στους γονείς.
Μολονότι στους περισσότερους λογαριασμούς οι συνταξιούχοι, έχουν κάποιες μικρές εκπτώσεις, εν τούτοις τα έξοδα συντήρησης του σπιτιού, όπως δημοτικά τέλη, ασφάλειες κ.λπ. υπέρογκα. Κι ο ηλικιωμένος άνθρωπος που ζει εκεί μέσα, 20, 30 ή και πάρα πάνω χρόνια κι έχει πια εξοικειωθεί με την περιοχή και τη γειτονιά, αρνείται να αφήσει το σπίτι για το οποίο μόχθησε τόσο και που έχει τις ανέσεις του και τον κήπο του, (το πιο βασικό) κι ας μην μπορεί πλέον να τον περιποιείται όπως παλιά και που νιώθει ασφάλεια γιατί τόσα χρόνια στη γειτονιά γνωρίζει και τις πέτρες και να κλειστεί σ΄ ένα μικρό διαμέρισμα σε άλλη άγνωστη περιοχή.
Και μένει εκεί όπως μπορεί, μέχρι να φύγει από τη ζωή αν είναι τυχερός, ή μέχρι να εισαχθεί σε Γηροκομείο όταν δεν μπορεί πια να αυτοεξυπηρετείται παρά τις πολλαπλές υπηρεσίες που προσφέρει το κράτος!
Άλλη μια διευκρίνηση εδώ: Το νέο φρούτο που προέκυψε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με τις αλλοδαπές που έναντι αμοιβής φροντίζουν ηλικιωμένους ΔΕΝ υπάρχει εδώ! Είμαι δε σίγουρη, ότι σε λίγα χρόνια, για ευνόητους λόγους, θα εξαφανιστεί και από την Ελλάδα!
Ενδιαφέρον φυσικά ως προς τα Μεγάλα σπίτια της Μελβούρνης, ότι τα παλιόσπιτα που πουλήσαμε για πενταροδεκάρες εμείς 30 και βάλε χρόνια πριν, λόγω θέσης, πολύ κοντά στην καρδιά της πόλης, τα αγόρασαν επενδυτές, τα ανακαινίσαν πλήρως εσωτερικά διατηρώντας το εξωτερικό ώστε να μη χαλάσει το ιστορικό «χρώμα» της περιοχής, τα επέκτειναν γιατί σχεδόν όλα είχαν μεγάλο οικόπεδο πίσω και τα μοσχοπούλησαν στη νέα γενιά, δηλαδή στα παιδιά μας, για χρυσάφι!
Ειρωνεία της τύχης; Κακοτυχιά δική μας; Ανεμυαλιά δική μας; Ποιος να πει με σιγουριά… Γεγονός, πάντως, πως πολλοί, πάρα πολλοί από εμάς νοσταλγούμε εκείνα τα σπίτια που αν τα είχαμε, σίγουρα θα τα είχαμε φτιάξει κι εμείς, θα είχαμε μείνει κοντά ο ένας στον άλλον τώρα στα γηρατειά που οι μετακινήσεις πολύ δύσκολες κι αποκοπήκαμε από όλους σχεδόν, σμίγοντας μόνο στις κηδείες πια, αλλά το κυριότερο, θα είμαστε σχετικά κοντά στα παιδιά μας, αφού τα περισσότερα μένουν στα εσωτερικά προάστια.
Τα σπίτια ήταν χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες… Κι όμως, μας χωρούσαν και μύριζαν Μάνα, σπιτικό φαμελιά, φιλία, γειτονιά…
Καλό σας Πάσχα
δ.μ.