Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Ο Δημήτρης έφυγε από το χωριό του γύρω στο 1960. Φτώχεια, ανεργία, μοίρα στον ήλιο δεν είχε. Είχε όμως δυο αδελφές, δύο γραμμάτια, όπως αποκαλούσαν τότε τις ανύπαντρες κοπέλες! Δύο γραμμάτια, που έπρεπε να εξοφληθούν στην ώρα τους κι όχι να λήξει η προθεσμία και να μείνουν απλήρωτα! Έτσι και οι κοπέλες, έπρεπε να παντρευτούν στην ώρα τους, πριν λήξει η ημερομηνία τους, γιατί διαφορετικά θα έμεναν στο ράφι.
Σύμφωνα με τον τότε άγραφο νόμο ο αδελφός είχε υποχρέωση να δουλέψει και να μαζέψει λεφτά να χτίσει σπίτι ή ό,τι άλλο ζητούσε ο υποψήφιος γαμπρός για την αποκατάσταση της/των αδελφών. Μόνη λύση τότε για τα αγόρια που είχαν γραμμάτια και δεν υπήρχε οικονομική άνεση στην οικογένεια, να ξενιτευτούν ή να μπαρκάρουν σε εμπορικό καράβι, ώστε να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του γονιού.
Ο Δημήτρης προτίμησε την ξενιτιά, έφευγαν πολλά παιδιά τότε, άλλα για Καναδά άλλα για Γερμανία ή Αυστραλία. Δεν είχε κλείσει ούτε τα δεκαεπτά, όταν μπάρκαρε σ' ένα ιταλικό σαπιοκάραβο, σαν τα περισσότερα τότε, για να έρθει στην Μελβούρνη με δύο-τρεις άλλους, που κι αυτοί προορίζονταν για την ίδια πόλη.
Χίλιες ορμήνιες ο πατέρας, να δουλέψει σκληρά, να κάνει οικονομία, να μην παρασυρθεί και πάρει τον κακό δρόμο να μην, να μην, να μην. Να στέλνει τα λεφτά του κάθε μήνα στον πατέρα και να κρατάει μόνο τα απαραίτητα για τη ζήση του. Κι αν άκουγε τις ορμήνιες του, σε λίγα χρόνια θα πάντρευε τις αδελφές του θα μάζευε και λίγα λεφτά δικά του και θα γύριζε πίσω να πάρει μια καλή κοπέλα με προίκα, να κάνει φαμελιά και να γηροκομήσουν και τους γονιούς!
Άλλες χίλιες ευχές κι ορμήνιες του έδωσε η μάνα του. Να πας στο καλό παιδί μου, στην ευχή του Θεού και της Παναγιάς Παρθένας. Η ευχή μου να σε προστατεύει από κάθε κακό παιδάκι μου. Να προσέχεις τον εαυτό σου, να τρως καλά να ντύνεσαι καλά, ακούω κάνει πολύ κρύο εκεί. Άκουσα και για τις θάλασσες, άγριο πράγμα λένε και με σκυλόψαρα μέσα. Να 'χεις το νου σου γιε μου. Και να γυρίσεις πίσω μια μέρα, μην σε πλανέψει η ξενιτιά, το σπίτι σου φτωχικό, μα θα σε περιμένει πάντα. Τον εαυτό σου να κοιτάς κι έχει ο Θεός για τις αδελφές σου, δεν θα χαθούνε, καλές νοικοκυρεμένες κοπέλες είναι, όμορφες είναι δεν θα πάνε χαμένες. Ο Θεός όλους τους γνοιάζεται.
Κι έφυγε ο Δημήτρης και πήγε στη γη της επαγγελίας. Έπιασε δουλειά από την πρώτη μέρα στην εταιρία Ford που έφτιαχνε αυτοκίνητα. Οι περισσότεροι που δούλευαν εκεί, κάμποσες χιλιάδες γυναίκες κι άνδρες, ήταν Μετανάστες. Έλληνες, Ιταλοί, Γιουγκοσλάβοι στην πλειοψηφία τους.
Μονότονη και κουραστική δουλειά, ιδιαίτερα στις Γραμμές παραγωγής. Γνωρίστηκε, έπιασε φιλίες, κουτσοπάλευαν όλοι την γλώσσα, μαθαίνοντας έστω και με λάθος προφορά, όλα όσα χρειάζονταν για να καταλαβαίνουν τις εντολές του Μπόση, (επόπτη).
Έμενε σε ένα δωμάτιο με τρεις Έλληνες και δυο Ιταλούς, «μπεκιάρηδες» όλοι τους, δηλαδή εργένηδες. Μόλις και με το ζόρι τα 'φερνε βόλτα με το μεροκάματο μόνο. Έτσι έκανε υπερωρίες τα βράδια και πολλές φορές το Σάββατο, ώστε να μπορεί να τιμήσει αυτό που του ζήτησε ο Πατέρας του. Μια φορά την εβδομάδα, περνούσε αργά το απόγευμα ή Σάββατο πρωί από το γραφείο του Κώστα του Ατζέντη. Κτηματομεσιτικός Πράκτορας Ελληνοαιγύπτιος ο Κώστας, πολύ δημοφιλής, γιατί μιλούσε ελληνικά και αγγλικά φυσικά, και γνωστός σε όλο τον Ελληνισμό των γύρω περιοχών. Λόγω του ότι οι Τράπεζες τότε έκλειναν στις 3 μ.μ. και τα εργοστάσια στις 5 μ.μ., πολύ δύσκολο για τους εργαζόμενους να πάνε στην Τράπεζα. Έτσι οι περισσότεροι Έλληνες της περιοχής τού άφηναν το βιβλιάριο της Τράπεζας μόνιμα εκεί και περνούσαν για να του αφήσουν ό,τι λεφτά τους περίσσευαν να τα καταθέσει τη Δευτέρα στην Τράπεζα ή ακόμα για να υπογράψουν έντυπο ανάληψης χρημάτων, όταν χρειαζόταν, ώστε να περάσουν Δευτέρα βράδυ μετά τη δουλειά, να τους δώσει τα λεφτά. Επί πλέον, αν ήθελαν να στείλουν επιταγή στην Ελλάδα, άφηναν τα στοιχεία και το αντίστοιχο ποσόν στον Κώστα, πήγαινε εκείνος τη Δευτέρα κι έκανε την επιταγή και το βράδυ, περνούσαν και την έπαιρναν.
Έτσι λοιπόν και ο Δημήτρης κάθε βδομάδα περνούσε και κατέθετε ό,τι μπορούσε να μαζέψει και κάθε τρεις με τέσσερις μήνες, έστελνε επιταγή στον Πατέρα για την προίκα των κοριτσιών.
Περνούσαν τα χρόνια κι ο Δημήτρης αφού είδε κι αποείδε πως με το εργοστάσιο και το μεροκάματο δεν κατέληγε πουθενά, έβγαλε άδεια ταξί κι οδηγούσε ταξί στην αρχή τα Σαββατοκύριακα. Ήταν καλός στη δουλειά του και αγαπητός, είχε βελτιώσει και τα αγγλικά του και πήγαινε μια χαρά. Όταν διαπίστωσε πως έβγαζε περισσότερα σαν ταξιτζής το Σαββατοκύριακο, από ότι τις πέντε μέρες που δούλευε στο εργοστάσιο, παραιτήθηκε και δούλευε ταξί έξη με επτά μέρες την εβδομάδα. Πιστός στον λόγο που έδωσε στον πατέρα κρατούσε ελάχιστα για τον εαυτό του κι όλα τα έστελνε πέρα για να παντρευτούν οι αδελφές.
Κάποτε, αποφάσισε πως αρκετά βοήθησε, καιρός να κάνει κι εκείνος οικογένεια γιατί τα χρόνια περνούσαν. Παντρεύτηκε την Νικολέτα μια καλή κοπέλα που είχαν δεσμό δύο-τρία χρόνια. Μόνος πήγε και την ζήτησε από τους γονείς της, μόνος ντύθηκε γαμπρός με λίγους φίλους γύρω και με αυτούς πήγε στην εκκλησία. Λαχταρούσε να ήταν ο πατέρας κι η Μάνα κοντά, να πάρει την ευχή τους, να χαρούν τη χαρά του, να είναι οι αδελφές του με τις οικογένειες τους που τόσα έκανε για αυτές! Να νιώσει πως δεν ήταν ολομόναχος τέτοιες στιγμές.
Χαρές κι ευχές οι γονείς του στα γράμματα! Την ημέρα του γάμου μάλιστα τον πήραν και τηλέφωνο! Μεγάλο πράγμα για κείνα τα δύσκολα χρόνια!
Κι η ζωή πήρε το δρόμο της! Ο μεγαλύτερος γιος του Δημήτρη και της Νικολέτας ήταν ήδη δέκα χρονών κι οι δυο τους κόρες, πέντε και οκτώ αντίστοιχα, όταν πνιγμένος από νοσταλγία για γονείς κι αδελφές και για την Πατρίδα, έβαλε οδηγό στο ταξί που είχε αγοράσει, πήρε ένα μεγαλούτσικο δάνειο, από την Τράπεζα, πολλά τα έξοδα, πέντε άτομα ήταν αυτά κι αποφάσισε να πάει να δει τους γονείς και τις αδελφές του και να τους γνωρίσει την γυναίκα του και τα παιδιά του που μόνο από φωτογραφίες ήξεραν. Είχε τιμήσει τον πατέρα και την Μάνα κι έδωσε τα ονόματα τους στο γιο και στην πρώτη του κόρη.
Η σχέση με τους γονείς όμως, με τα χρόνια είχε πάρει άλλες διαστάσεις, πιο αραιή η αλληλογραφία κι ακόμα όταν έπαιρνε τηλέφωνο ο Δημήτρης, ή δεν θα ήταν σπίτι, ή θα ακούγονταν κάπως βιαστικοί και θα του έλεγαν συνέχεια για τα εκεί «εγγόνια τους». Ενίοτε, εξέφραζε η Μάνα του την επιθυμία να τον δει και να γνωρίσει τη φαμελιά του! Είχαν πουλήσει το σπίτι στο χωριό και κάτι χωράφια κι εγκαταστάθηκαν στην πόλη, να είναι κοντά στις κόρες και στα εγγονάκια τους που τα λάτρευαν! Κι ο Δημήτρης με την Νικολέτα, αψηφώντας το δάνειο που πήραν για να πραγματοποιήσουν αυτό το ταξίδι, στον τόπο του Δημήτρη, (η Νικολέτα είχε έρθει πολύ μικρή στην Αυστραλία με όλη της την οικογένεια), μπήκαν στο αεροπλάνο μια μέρα, γεμάτοι ενθουσιασμό και συγκίνηση που θα πατούσαν τα ιερά χώματα της πατρίδας, μετά από τόσα πολλά χρόνια!
Από την Αθήνα (φυσικά δεν τους περίμενε κανείς) πήραν ταξί για τον Κηφισό, ώστε να φτάσουν με το λεωφορείο στην Κυλλήνη κι από κει το Φέρρυ για το λατρεμένο νησί, την Ζάκυνθο! Γιατί, ναι, από την Ζάκυνθο ήταν ο Δημήτρης.
Όταν έφτασαν στο νησί, τους περίμεναν οι γονείς κι οι αδελφές οικογενειακώς! Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα συγκίνησης απανωτές ερωτήσεις, υπέροχες στιγμές! Πρώτη έκπληξη για τον Δημήτρη, ο Πατέρας κι η Μάνα. Μέχρι και το μουστάκι είχε κόψει ο πατέρας του! Περιποιημένος, καλοντυμένος, με αλυσίδα στο λαιμό και μαλλί μοντέρνο! Η δε μάνα του, αγνώριστη! Πολύ κομψή, με τα νύχια των χεριών και των ποδιών περιποιημένα και βαμμένα, σε κάπως ζωηρό χρώμα με το μαλλί βαμμένο, ντυμένη πολύ μοντέρνα! Σε τίποτα δεν θύμιζαν τους γονείς που εκείνος γνώρισε, τον πατέρα και τη μάνα που 17χρονο παιδί αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια τόσα χρόνια πριν στο χωριό. Ακόμα κι ο τρόπος που μιλούσαν είχε αλλάξει! Καμία απολύτως σχέση με τους δυο φτωχούς αγρότες που άφησε πίσω όταν έφυγε!
Με μεγάλη του έκπληξη ο Δημήτρης μπήκε στο άγνωστο γι' αυτόν σπίτι της πόλης! Ωραία έπιπλα, κουρτίνες ακριβές, τηλεόραση έγχρωμη μεγάλη (εκείνος δεν είχε πάρει έγχρωμη, έκανε αιματηρές οικονομίες όλα τα χρόνια για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του), η κουζίνα εξοπλισμένη με όλες τις ανέσεις, το ίδιο κι η επίπλωση στα υπνοδωμάτια. Το σπίτι απ' άκρη σ' άκρη απέπνεε τον αέρα της οικονομικής άνεσης ή του νεοπλουτισμού, σκέφτηκε ο Δημήτρης! Πού το ταπεινό, όμορφο σπιτάκι τους στο χωριό που μοσχοβολούσε βασιλικό και δυόσμο και το μεγάλο αγιόκλημα που αγκάλιαζε όλη την πρόσοψη.
Σαν κάτι να σκίασε τη χαρά της επιστροφής. Χαιρόταν φυσικά με την πρόοδο και το ότι ήταν τόσο καλά τακτοποιημένοι. Μέσα του, όμως, νοσταλγούσε εκείνο το ταπεινό σπιτάκι των παιδικών του χρόνων, εκείνο που φυλαχτό ιερό κρατούσε στην καρδιά του τόσα χρόνια.
Τακτοποιήθηκαν στα δωμάτια που τους υπέδειξε η Μάνα του και κάπως μουδιασμένα η Νικολέτα και τα παιδιά κάθισαν στο βελούδινο σαλόνι. Οι λίγες αδέξιες προσπάθειες που έκανε η γιαγιά για να μιλήσει στα παιδιά, δεν προχώρησαν, σφιγμένα κάθονταν κι αυτά στην άκρη. Ένιωθαν σαν ξένα εκεί μέσα, όπως ξένη ένιωθε κι η Νικολέτα. Αλλιώς περίμεναν τον παππού και τη γιαγιά, από εκείνα που τους έλεγε ο μπαμπάς τους τόσα χρόνια.
Μια δόση κι ενώ η μάνα ήταν στην κουζίνα, εξήγησε ο πατέρας στο Δημήτρη πως μετά το γάμο των κοριτσιών, ας είναι καλά που «βοήθησε» κι αυτός, δεν γινόταν να μείνουν άλλο στο χωριό. Μπήκαν σε άλλο κοινωνικό κύκλο πια οι κόρες και δεν ήθελαν να ντρέπονται για τους χωριάτες γονείς. Έτσι μοσχοπούλησαν σε κάτι Εγγλέζους το σπιτάκι και τα χωράφια, ένεκα που ήταν δυο μέτρα από τη θάλασσα κι έτσι αγόρασαν το ωραίο σπίτι στη χώρα, το αυτοκίνητο(!), ναι λέει, πήρα κι ένα αυτοκίνητο, αλλά με τρακάρανε τις προάλλες και το 'χω στο Συνεργείο.
Από την μίαν έκπληξη στην άλλη ο Δημήτρης, γιατί τόσα χρόνια ουδέποτε είχαν αναφέρει κάτι για όλα αυτά. Ακόμα και τα γράμματα που τους έστελνε, πήγαιναν στην διεύθυνση της μιας αδελφής, το είχε ζητήσει ο πατέρας χρόνια πριν, με την δικαιολογία πως αργούσαν να πάνε στο χωριό.
Λέξη δεν είπε ο Δημήτρης. Κάτι του τσίμπαγε την καρδιά, κάτι σαν προδοσία. Περισσότερο γιατί ούτε που τον ρώτησε ο πατέρας πώς πέρασε στην ξενιτιά τόσα χρόνια, πώς τα κατάφερε ένα παιδί δεκαεπτά χρονών ολομόναχο στα ξένα, ούτε γλώσσα ούτε στήριξη από πουθενά, που σκληροδούλευε για χρόνια να προικίσει τις αδελφές κι εκείνος στερήθηκε τόσα! Ούτε που γνοιάστηκε να ρωτήσει για την παντρειά του ή για την φαμελιά του, ούτε τίποτα. Ούτε εκείνος, μήτε και η Μάνα.
Κάθισαν στο τραπέζι, φάγανε, ήπιανε, ωραία τα φαγητά, ωραία τα κρασιά, αλλά κρύα η ατμόσφαιρα, αλλιώς περίμενε το γυρισμό του ο Δημήτρης. Λίγο μετά το γεύμα, πρώτος ο πατέρας αποσύρθηκε για τον μεσημεριανό του ύπνο. Η μάνα, αφού αρνήθηκε τη βοήθεια της Νικολέτας να βοηθήσει, συμμάζεψε το τραπέζι, έπλυνε τα πιάτα και ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο και την άκουσαν να λέει: «Όχι, όχι φιλενάδα, δεν έχει χαρτάκι σήμερα, δεν μπορώ, έχω επισκέψεις». Έκλεισε το τηλέφωνο, γύρισε και λέει στα παιδιά, «άντε πάτε να ξαπλώσετε κι εσείς λίγο, θα είστε κουρασμένοι από το ταξίδι! Θα τα πούμε το απόγευμα» και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της.
Δεν μίλησε ο Δημήτρης. Σιγοψιθύρισε κάτι στη Νικολέττα κι εκείνη στα παιδιά υποδεικνύοντας τους να είναι όσο πιο αθόρυβα γίνεται. Περίμενε λίγο να κοιμηθούν και μετά πατώντας στις μύτες των ποδιών, πήραν τις βαλίτσες που δεν πρόφτασαν να ανοίξουν και με μεγάλη προσοχή για να μην κάνουν τον ελάχιστο θόρυβο, άνοιξαν την πόρτα κι έφυγαν…
δ.μ.
Αυτά μου είπε ο Τζίμης, πρώην Δημήτρης, ο ταξιτζής, (όχι, δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα), με δάκρυα στα μάτια, στις αρχές της δεκαετίας του -80 σε ένα επαγγελματικό μου δρομολόγιο. Τότε, δεν μας είχαν παραχωρήσει ακόμη κρατικά αυτοκίνητα στην Δημόσια Υπηρεσία που εργαζόμουν και κυκλοφορούσαμε και οι έξη Διερμηνείς του Πανεπιστημιακού Ψυχιατρείου της Μελβούρνης, Royal Park, με ταξί. Στο συγκεκριμένο δρομολόγιο, πήγαινα από Μελβούρνη στην πόλη του Geelong. Απόσταση, πάνω από 100 χιλιόμετρα.
Όπως μου είπε, ακούγοντας πως… η ίδια η Μάνα του τους είδε σαν «επισκέπτες», γεμάτος πικρή απογοήτευση νιώθοντας ξένος στο σπίτι των γονιών, πήρε την οικογένεια του και έφυγαν για το παραθαλάσσιο χωριό της Νικολέτας, έξω από την Καλαμάτα. Έμειναν εκεί για όλο το διάστημα μέχρι να γυρίσουν στην Μελβούρνη.
Τον συναντώ τακτικά σε μια Κλινική που πηγαίνω πότε-πότε για επαγγελματικούς λόγους, όπου μεταφέρει ασθενείς εθελοντικά. Ώριμος άνθρωπος πια έχει περάσει τα 70, σοβαρός, μετρημένος και πολύ ζεστός και φιλικός απέναντί μου. Αγκαλιαζόμαστε σαν αδέλφια κάθε φορά! Μια μέρα η Νικολέτα κι εκείνος με προσκάλεσαν στο σπιτικό τους και περάσαμε ένα όμορφο απόγευμα!
Ποτέ δεν ξεπέρασε όμως το ότι η ίδια η Μάνα του αναφέρθηκε στο παιδί της που είχε να το δει πάνω από είκοσι χρόνια, στην νύφη της που δεν είχε γνωρίσει και στα τρία της εγγόνια που τα είδε για πρώτη φορά που ταξίδεψαν από την άκρη της γης και ξόδεψαν λεφτά που δεν είχαν, για να έλθουν να τους δουν, ως… Επισκέπτες!!!
2 σχόλια:
Ωραίο ,το διάβασα δύο φορές ! Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται !Ο ξενητεμένος γίνεται ξεγραμμένος!Ολόγος σου μεστός,αληθινός, μαρέσει το γράψιμό σου ,στοχω πεί πολλές φορές!Ειρήνη.
Ένα ακόμη υπέροχο γραφτό σου Διονυσσία μου!Νάσαι πάντα καλά και να γράφεις!
Δημοσίευση σχολίου