ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ
Ἔχει μιὰν ἄλλη ὄψη γύρω μας ὁ κόσμος, καθὼς ἀνατέλλει ὁ Αὔγουστος. Νομίζεις ὅτι ὅλα τριγύρω σου ἠρεμοῦν καὶ βαφτίζονται στὸ καθαρὸ τὸ φῶς τοῦ ἀγέραστου πρωϊνοῦ, ποὺ ἀνοίγεται πιὰ μὲ τῆς χαρμολύπης τὰ χρώματα, μὲ τῆς προσδοκίας τὶς πάντιμες εὐωδιές, μὲ τὸν εὐλαβῆ χαιρετισμό: «Καλὴ Σαρακοστή». Ναί, γιατὶ ξημέρωσε πιὰ ὁ εὐφρόσυνος καὶ ὁ ἱεροκατάνυκτος Δεκαπενταύγουστος.
Αὔγουστος, λοιπόν... Μὲ τὰ δροσερὰ τὰ πρωϊνὰ νὰ ψυχώνουν τὸ εἶναι, μὲ τὰ φιλότιμα μελτέμια τοῦ ἀπόβραδου, νὰ συντονίζουν πλήρως τοὺς πάντιμους καὶ τρυφεροὺς ἤχους τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων, μὲ τὴ νηστεία νὰ καταργεῖ κάθε ὅριο ἔπαρσης καὶ ἀνθρωπαρέσκειας. Γιατὶ κάθε βράδυ αὐτὲς τὶς δεκαπέντε μέρες Τὴν παρακαλοῦμε, ἐγκαρδίως ἱκετεύοντες: «Τὴν δέησίν μου δέξαι τὴν πενιχράν...». Ὄμορφα λόγια, φωτισμένα μὲ τὸ κερὶ τῆς ἀγρύπνιας καὶ τῆς προσευχῆς, εὐωδιαστὰ λόγια, λὲς κι ἔχουν μέσα τους κλείσει τὸ ἄρωμα τοῦ γιασεμιοῦ καὶ τοῦ βασιλικοῦ, ποὺ δαψιλῶς στολίζουν τὴν Εἰκόνα Της. Δέησις πενιχρά, λοιπόν... Δέηση πάμφτωχη, ὅπως πάμφτωχη εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ὕπαρξη. Ποὺ ἀσφαλῶς πλουτίζει μονάχα ὅταν βιωθεῖ, ἐγκατασταθεῖ, θρονιάσει ἡ θεϊκὴ ἡ παρουσία. Ὡστόσο, ὁ λόγος μας εἶναι ἱκέσιος λόγος, καρδιακός, ποὺ μαζεύει τὰ κομμάτια τῆς ψυχῆς καὶ τὰ ἑνώνει. Τὰ συντρίμμια δηλαδή, ποὺ μᾶς δίνει ὁ κόσμος, καθὼς ἐπιθυμεῖ τὴν διαίρεση, τὴ μοναξιὰ τὸν ἀπελπισμό μας. Ἐπειδὴ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γνωρίζει ὅτι ἀποδυναμώνεται ἡ κοινωνία, ἡ συντροφιά, ἡ σχέση μὲ τὸν ἄλλον. Κι ἐμεῖς προσφεύγουμε στὴ Χάρη Της καὶ Τὴν ἱκετεύουμε νὰ σταθεῖ σιμά μας, παραμυθία καὶ βακτηρία, σ᾿ αὐτούς, μάλιστα, τοὺς καιροὺς τῆς καταιγιστικῆς (παρα)πληροφόρησης καὶ τῆς ἀπάνθρωπης ἀπομόνωσης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀπόβραδα μαζευόμαστε στὶς ἐκκλησιές. Μήπως, δηλαδή, καὶ ξορκίσουμε αὐτὸ τὸ κακό, αὐτὴ τὴν ἀγωνία νὰ φανοῦμε, νὰ προβληθοῦμε τοῖς ἀνθρώποις μονάχα, κι ὄχι νὰ προσφέρουμε τὴν καθαρή, λαμπένια, ἀφτιασίδωτη καὶ φανερὰ ἐνισχυμένη ἀπὸ τὶς ροὲς τῶν Δακρύων μας: «Τὴν δέησίν μας τὴν πενιχράν...». Ἐπειδή τὸ ξέρουμε, ὅτι κάτι εἶναι κι αὐτὸ γιὰ τὴν πάντιμη Παρουσία καὶ Σκέπη Της.
Καλό μας Δεκαπενταύγουστο, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες.
π. κ. ν. κ.
1 Αὐγούστου 2018
«Οι μισούντες με μάτην, βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν, και επιζητούσι, το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου, και καταβιβάσαι, προς γην Αγνή επιζητούσιν· αλλ’ εκ τούτων προφθάσασα, σώσόν με».
Αυτοί που με μισούν άδικα, βέλη και ξίφη και λάκκο ετοίμασαν και ζητούν να σπαράξουν το πανάθλιο σώμα μου και να το κατεβάσουν στο χώμα, Αγνή· αλλά προφθάσασα, σώσε με.