Γράφει ο π. ΡΩΜΑΝΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ
Στην ομιλία του μετά το πέρας του Εσπερινού του Σαββάτου 16 Φεβρουαρίου 2019 στο Φανάρι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με αφορμή και την παροχή Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, είπε μεταξύ άλλων: «Εδώ είναι το Ιερόν μας Κέντρον, εδώ είναι το σημείον αναφοράς όλων των Ορθοδόξων και ιδιαιτέρως ημών των Ελλήνων Ορθοδόξων. Έχουμε το Κέντρον μας, έχουμε την Κιβωτόν της σωτηρίας, έχουμε ό,τι ιερότερον και πολυτιμότερον θα μπορούσε να μας χαρίσει ο Θεός. Και Αυτός εχάρισε εις το Γένος μας, σε εμάς τους Έλληνας Ορθοδόξους εχάρισε την ηγεσίαν της Ορθοδοξίας. Και με αυτό το υψηλό αίσθημα ευθύνης πράττομε ό,τι πράττομε και κατευθύνουμε τα διορθόδοξα πράγματα, ό,τι και αν λένε και ό,τι και αν πράττουν οι φίλοι μας και οι εχθροί μας, ανεπηρέαστοι από όλα αυτά, έχοντας βαθειά τη συναίσθηση του χρέους, με το οποίον επεφόρτισε η Ιστορία την Ρωμιοσύνην, το Κέντρον που βρίσκεται πάντοτε εδώ, στην Κωνσταντινούπολη».
Οι αναφορές αυτές του Παναγιωτάτου δεν έγιναν ούτε «τυχαία» ούτε «κατά λάθος», ούτε φυσικά σηματοδοτούν μία ξαφνική «εθνικιστική» έξαρση ή κάτι άλλο παρεμφερές, όπως κακεντρεχώς και ανιστόρητα σχολιάζουν ορισμένοι. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ουσιαστικά προέβαλε, για να το αντιληφθούν όλοι, ότι το Ουκρανικό Ζήτημα δεν είναι παρά μια αφορμή, ένα σύμπτωμα μόνον της διαχρονικής αρνητικής πολιτικής της Ρωσικής Εκκλησίας έναντι του Οικουμενικού Θρόνου. Όλα ξεκινούν από την ασεβή και αντίθεη επιδίωξη της Μοσχοβίας, εδώ και αιώνες, «να γίνει Χαλίφης στη θέση του Χαλίφη», για να το πούμε με απλά λόγια. Δηλαδή, καταπατώντας όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, όλους τους Ιερούς Κανόνες, ολάκερη τη δισχιλιετή Ιερά Παράδοση της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, οι ιθύνοντες της Ρωσικής Εκκλησίας επιχειρούν, εδώ και πέντε περίπου αιώνες (οπωσδήποτε μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως), με κάθε δόλιο και ασεβές μέσο, στα πλαίσια του ιδεολογήματος της «Τρίτης Ρώμης», να υπονομεύσουν τον Ιερό και Θεοΐδρυτο Θεσμό του Οικουμενικού Θρόνου και να επιβάλουν την δική τους αυτόκλητη και ανίερη ηγεσία στην Εκκλησία. Και λέγω ανίερη, διότι ό,τι δεν προέρχεται από το Θέλημα του Θεού, αλλά επιχειρείται να επιβληθεί στην Εκκλησία με αθέμιτα κοσμικά μέσα, είναι ανίερο, αντίχριστο, δαιμονιώδες.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος το διετύπωσε με ένα υπέροχο και αδιαμφισβήτητο τρόπο ως εξής: «Κατά συνέπεια οἱ θεωρίες περί Τρίτης Ρώμης εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπό κάθε πλευρᾶς. Ἄν αὐτό κατανοηθῆ, τότε πιθανόν νά λυθοῦν καί ἄλλες κατά καιρούς ἀναφυόμενες διενέξεις. Ὅποιος ὑπονομεύει τόν ἱερό θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, ὁ ὁποῖος θεσμός καθιερώθηκε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, αὐτός θά ἀποτύχη σέ ὅλους τούς χρόνους καί σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Γιατί δέν πρέπει νά ὑπερβαίνουμε τά ὅρια «ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν» (Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ὑπάρχει «Τρίτη Ρώμη»;).
Επειδή όμως κάποιοι μπορούν να ισχυρισθούν ότι τα παραπάνω προέρχονται από Έλληνες και συνεπώς έχουν σχετική αξία, ευθύς αμέσως θα παραθέσουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη χειρόγραφη «Θεολογική Διαθήκη» («богословском завещании») του μεγάλου Ρώσου Θεολόγου της Διασποράς, του αοιδίμου Πρωθιερέως Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ο οποίος, έχοντας εκ των έσω επίγνωση της δυτικόστροφης εκτροπής που υπέστη η ρωσική θεολογία, κυρίως μετά τον 17ο αιώνα -με σκοπό να αμφισβητηθεί το κύρος και η διαχρονικότητα της Ελληνικής Πατερικής Θεολογίας, αυτής δηλαδή που θεμελίωσε τα δόγματα και την απλανή διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την πρώτη στιγμή μέχρι και τουλάχιστον τον Μέγα Φώτιο- γράφει:
«Спасение пришло от иудеев и рас- пространилось по миру в греческих категориях. Быть христианином — значит быть греком, так как нашим основным авторитетом является греческая кни- га — Новый Завет. Христианская весть навсегда выражена в греческих катего- риях. Это не было прямолинейным [blunt] принятием эллинизма как такового, но расчленением эллинизма. Старый эллинизм должен был умереть, но новый был по-прежнему выражен по-гречески: христианский эллинизм нашей догма- тики, от Нового Завета до Григория Паламы, и даже до настоящего времени. Я лично готов защищать этот тезис на двух различных фронтах: против недавно возникшего возрождения гебраизма и против всех попыток переформулировать догматы в категориях современной философии, будь то германской, датской или французской (Гегель, Хайдеггер, Кьеркегор, Бергсон, Т. де Шарден) и всей так называемой славянской ментальности».
(Μετάφραση με την επιμέλεια του φίλου Al Anopatis: «Η σωτηρία προήλθε από τους Εβραίους και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο με ελληνικές κατηγορίες. Το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να είσαι Έλληνας, αφού η κύρια αυθεντία μας είναι το ελληνικό βιβλίο, η Καινή Διαθήκη. Το μήνυμα του Χριστιανισμού εκφράστηκε και θα εκφράζεται πάντοτε με ελληνικές κατηγορίες. Αυτό δεν ήταν μια απευθείας, χοντροκομμένη, αποδοχή του αρχαίου Ελληνισμού, αλλά η αποσυναρμολόγηση του Ελληνισμού. Ο παλαιός Ελληνισμός θα έπρεπε να είχε πεθάνει, αλλά ο καινούριος πάλι εκφράστηκε στα Ελληνικά: Ο Χριστιανικός Ελληνισμός της δικής μας δογματικής από την Καινή Διαθήκη μέχρι το Γρηγόριο τον Παλαμά και ακόμη έως τις ημέρες μας. Είμαι προσωπικά έτοιμος να υποστηρίξω αυτήν την αρχή σε δύο διαφορετικά μέτωπα: ενάντια στην πρόσφατη αναβίωση του εβραϊσμού και ενάντια σε κάθε προσπάθεια να ξαναπούμε τα δόγματα με κατηγορίες της σύγχρονης φιλοσοφίας, είτε γερμανικής, είτε δανέζικης, είτε γαλλικής (Hegel, Heidegger, Kierkegaard, Bergson, T. de Sharden), και ενάντια σε ολόκληρη τη λεγόμενη σλαβική πνευματικότητα».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο μεγάλος Έλληνας Θεολόγος, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης, στο βιβλίο του «ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» σημειώνει: «Υπό την επίδρασιν των Δυτικών φαίνεται ότι πρώτον οι Ρώσσοι εδέχθησαν την ιδέαν περί λήξεως της ελληνόφωνης πατερικής περιόδου. Μετά την εν Ρωσσία επικράτησιν κατά τον ΙΖ' και ΙΗ' αιώνα της λατινικής γλώσσης, ως γλώσσης της ρωσσικής θεολογίας, εκαλλιεργήθη η παράδοσις των Δυτικών περί της καταπτώσεως της ελληνόφωνης θεολογίας. Φαίνεται ότι ταύτην την δήθεν παρακμήν συνεδίαζον οι Ρώσσοι με ιστορικά γεγονότα ως η ψευδοένωσις της Φλωρεντίας του 1439 και με την ιδέαν ότι οι κατ' εξοχήν φύλακες της Ορθοδοξίας εγένοντο οι Ρώσσοι μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως».
Μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε γιατί κατά τους τελευταίους πέντε περίπου αιώνες η Ρωσική Εκκλησία έχει ξεστρατίσει τόσο επικίνδυνα από την απλανή οδό των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Όπως το έχουμε ξαναγράψει, οι Μοσχοβίτες δεν συμμετείχαν στους πόνους και στους αγώνες της πρώτης χιλιετίας της Εκκλησίας, κατά την οποία, με επίκεντρο τη Ρωμιοσύνη, τον Χριστιανικό Ελληνισμό, σύμφωνα με τον Φλωρόφσκυ, αποκρυσταλλώθηκαν άπαξ διά παντός τα δόγματα και η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα παρέλαβαν έτοιμα, μασημένη παιδική τροφή, γάλα μητρικό από τους μαζούς της Μητρός αυτών και ημών Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Και ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι εσαεί ευγνώμονα τέκνα της στοργικής αυτής Μάνας, που τους ανακάλεσε από τα σκοτάδια της βαρβαρικής και παγανιστικής ειδωλομανίας προς το Φως του Χριστού και τη δυνατότητα της αιωνίου ζωής, εκείνοι, κατά τους τελευταίους αιώνες, έχοντας διαστραφεί από την εισβολή του δυτικού φραγκικού πνεύματος στη ρωσική θεολογία και διανόηση, κατέστησαν οι μεγαλύτεροι πολέμιοι της Μητρός τους, οι πλέον ειδεχθείς και θεήλατοι πατραλοίες, από τους οποίους δυστυχώς εμπνεύστηκαν και καθοδηγήθηκαν σε παρόμοιες αποστατικές συμπεριφορές και άλλοι λαοί, τέκνα του Οικουμενικού Θρόνου, όπως λ.χ. οι Βούλγαροι (βλέπε Βουλγαρικό Σχίσμα, Βουλγαρική Εξαρχία).
Αναγκαία λοιπόν, περισσότερο παρά ποτέ, η επανατοποθέτηση των πραγμάτων από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην ορθή εκκλησιολογική, ιστορική και ιεροκανονική τους διάσταση, την οποία, η ακριβοπληρωμένη και επιτήδεια μοσχοβίτικη προπαγάνδα, δίκην ψευδοχρίστων και ψευδοπροφητών, έχει διαστρέψει σε τέτοιο βαθμό, «ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς» (πρβλ. Ματθ. κδ΄ 24).