e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Το Μαγέρικο στην Παλιά Βρύση


Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ 

Και το νερό σταλιά-σταλιά

'πο  τη Παλιά τη Βρύση

Χρόνους τώρα σκορπίζεται

Πίσω δε θα γυρίσει.

Αυτό το τετράστιχο, από την “Σερενάδα” του Δ. Ρώμα, είναι  χαραγμένο σε πλακέτα στην Παλιά Βρύση. Σύμβολο και σημείο αναφοράς, τόσο για την παλιά όσο και την νεότερη πόλη της Ζακύνθου η  Παλιά Βρύση. Κρήνη περίτεχνα φτιαγμένη, κτισμένη με αγκωνάρια (λιθοπλίνθες), που στέφεται με μικρό αέτωμα. Βρισκόταν κάτω από ένα πολύ ψηλό διώροφο σπίτι κάτω δεξιά, σαν συνέχεια του σπιτιού, στη συνοικία της Αγίας Άννας. Ήταν ακριβώς στους πρόποδες του Βενετσιάνικου Κάστρου, απ΄ όπου κατέβαινε το ολοκάθαρο και δροσερό νερό, μπροστά σε ένα πλακόστρωτο πλάτωμα, στην λαϊκή συνοικία της Αγίας Άννας, όπου κατέληγαν διάφορα  Καντούνια. Είχε μια μεγάλη γούρνα, όπου έπεφτε το νερό. Δίπλα, ήταν το μακρύ μονοπάτι της Σαρτζάδας που ανηφόριζαν για την Μπόχαλη. Εκεί στην γειτονιά της Παλιάς Βρύσης, ακούγονταν οι μελωδίες των τροβαδούρων τις νύχτες, δημιουργώντας μια όμορφη, ρομαντική ατμόσφαιρα στην περιοχή!

Της γης τα  πλάσματα αποσταμένα

Στου ύπνου γέρνουνε την αγκαλιά

Μόνος, άγρυπνος εγώ για σένα

Γυρνώ στενάζοντας

Με έρμη καρδιά.

[Στίχοι-Μουσική: Ιωάννης Τσακασιάνος]

Ο ιστορικός Λ. Ζώης, έχει αφιερώσει λίγες μόνο γραμμές στην Παλιά Βρύση, ονομάζοντας την ιστορική, αλλά δεν δίνει περαιτέρω διευκρινήσεις, ως προς την ιστορία της. Πιθανόν να εννοούσε ότι είναι ιστορική γιατί ήταν πολύ παλιά.  Και ο Ν. Βαρβιάνης,  στο βιβλίο του ΖΑΚΥΝΘΟΣ, έχει μια σελίδα με την φωτογραφία της  Παλιάς  Βρύσης, όπου γράφει λίγα μόνο λόγια, όπως τους στίχους του Τσακασιάνου, που αναφέρω πιο πάνω, αλλά χωρίς περισσότερες πληροφορίες. Η  ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πιθανότατα χτίστηκε στα χρόνια των Βενετών, όπως και η Σαρτζάδα. Ανακαινίστηκε σε έργα Υποδομής κατά την περίοδο της Βρετανικής Προστασίας,  από την Τοπική Κυβέρνηση 1816 και μετά. Μετασεισμικά ανασκευάστηκε στο σημείο που βρισκόταν πριν την καταστροφή, πιστό αντίγραφο της αρχικής Παλιάς Βρύσης!

Στην συνοικία της Αγίας Άννας μεγάλωσε και ο Διονύσιος Σολωμός, με την όμορφη κι ευαίσθητη Μητέρα του Αγγελική Νίκλη. Εκκλησιαζόταν στον Άι Γιώργη των Κομούτων, όπου λέγεται ότι έψαλε εκεί όταν ήταν μικρός. 

Κάπου εκεί στην γειτονιά της Παλιάς Βρύσης, εκτός από άλλα μικρομάγαζα, υπήρχαν προσεισμικά δύο-τρία Μαγέρικα. Αφεντικό στο ένα ο Νιόνιος και τον βοηθούσαν η γυναίκα του η Γιούλια κι η μοναχοκόρη τους η Πηγούλα. Η πελατεία του σταθερή, φτωχοί άνθρωποι, εργάτες  που δούλευαν  εκεί γύρω. Κάθε πρωί ο Νιόνιος, πήγαινε κι έκανε τα απαραίτητα ψώνια της ημέρας. Ήξερε τα γούστα αλλά προ παντός την τσέπη του καθενός κι ανάλογα μαγείρευε η Γιούλια με βοηθό την «Χοντροπηγούλα», όπως την αποκαλούσαν πολλοί. Γιατί, ναι, η Πηγούλα τα είχε τα παχάκια της, που ξεχείλιζαν σε κάποια σημεία. Όλη μέρα μες στο Μαγέρικο, λίγο να δοκιμάσει από δω λίγο από κει και λιχούδα και φαγού, ε, πώς να το κάνεις, περίσσευαν οι οκάδες! Και να πεις είχε μπόι και κάλυπτε τις παραπανίσιες οκάδες, μπα, μάλλον κοντούλα και ασχημούλα.

Επειδή της άρεσε το καλό φαγητό, είχε πάρει την τέχνη από τη Γιούλια και τα «καλά φαγητά», κρέας, πατσά, καμία γουρουνοκεφαλή και τέτοια, επέμενε να τα μαγειρεύει εκείνη κι άφηνε τα αγριόχορτα με τον σκουράτζο, τις παστές ή φρέσκιες σαρδέλες, την παλαμίδα, καθώς και τα όσπρια, φασολάδα και παρόμοια για την Μάνα της. Όταν την έβλεπε η Γιούλια να «ξεκουταλεύει»  (να βουτάει την κουτάλα στην παδέλα και να τρώει), της έβαζε τις φωνές αλλά η Πηγούλα χαμπάρι δεν έπαιρνε.

- Έλα μωρή Μάνα, τι όλο φωνάζεις, να μην δοκιμάσω αν έβρασε;  

Ο Νιόνιος δεν έπαιρνε είδηση τι γινόταν. 

Ένα πρωί, μόλις είχε γυρίσει από την Αγορά ο Νιόνιος φορτωμένος με τα δίχτυα, όπως τ' απίθωσε απάνου στο τραπέζι για να τα αδειάσουν του ήρθε ένα πολύ βαρίο Κόλπο και πάει καλιά του. Βαρύ το πλήγμα για τη φαμελιά. Ήταν και το Μαγέρικο, ποιος θα κάνει κουμάντο τώρα, ποιος θα πηγαίνει στην Αγορά, ποιος θα κενώνει όπως πρέπει το φαΐ, να εξυπηρετεί τους πελάτες; Όχι οι γυναίκες φυσικά, πού ματακούστηκε τέτοιο πράγμα. Άσε που δεν ήταν και καπάτσες. Στο μαγέρεμα και στο πλύσιμο των πιάτων τα κατάφερναν, αλλά τα υπόλοιπα; 

Μόνη λύση να παντρευτεί η Πηγούλα και να μπει άνδρας στο σπίτι. Κι ο άνδρας βρέθηκε. Ήταν ο Σπύρος, ένα φτωχόπαιδο από τα ορεινά χωριά, όπου έμενε μαζί με άλλους σε ένα δωμάτιο κάπου κοντά στο λιμάνι, γιατί δούλευε χαμάλης, όπως τους αποκαλούσαν. Δηλαδή, φορτοεκφορτωτής. Την Πηγούλα την γνώριζε καλά, γιατί εκεί έτρωγε κάθε μεσημέρι. Μα, ετσίνιξε άσχημα στην αρχή, όταν του είπαν για το προξενιό.

-Ε, όχι και την Χοντροπηγούλα, δεν κοιτάζεται. 

Σαν έμαθαν οι δικοί του για το προξενιό, πέσαν μονοί-ζυγοί απάνου του.

-Δεν κάνεις και το σταυρό σου παιδάκι μου, που δεν έχεις στον ήλιο μοίρα και από χαμάλης θα γίνεις  αφεντικό, τι άλλο θέλεις; Ή θέλεις να πάρεις καμιά πεταχτή ξεβράκωτη να σε κερατώνει και να γίνεις ρεζίλι του σκυλιώνε; Μην το παίζεις δύσκολος, γιατί θα προλάβει κάνας άλλος και κάτσε χαμάλης εσύ μια ζωή!

Το σκέφτηκε από δω ο Σπύρος, το μελέτησε από κει, κομματάκι βαρύ του ήρθε αλλά του άρεσε να γίνει αφεντικό να τρώει ό,τι θέλει και όσο θέλει και να μην τον κοιτάνε αφ' υψηλού οι κοπέλες επειδή ήταν χαμάλης! Η Γιούλια και η Πηγούλα μες στην καλή τους χαρά! Μόλις έκαμαν το χρόνο του Νιόνιου, έγιναν και τα στεφανώματα, οι συμπεθέροι αγαπημένοι κι ευχαριστημένοι κι από την Δευτέρα, ανέλαβε αφεντικό ο Σπύρος! Εφόριε και μία τρίτσα, τον μύησαν στα μυστικά της δουλειάς η Γιούλια και η Πηγούλα και πήρε πολύ στα σοβαρά το ρόλο του!

Φυσικά, από μαγείρεμα και ποσότητες, ιδέα δεν είχε. Αλλά η γυναικούλα του, που τον είχε μη στάξει και μη βρέξει, του έλεγε τι και πόσο κι από πού να το πάρει! Καμιά φορά, απορούσε ο Σπύρος με τόσες λίτρες κρέας που επήρε πώς βγήκαν τόσο λίγα πιάτα και όχι πολύ γεμάτα όπως είχαν συνηθίσει οι πελάτες με τον Νιόνιο. Διαμαρτυρήθηκαν κάποιες φορές, το κουβέντιασε με τις γυναίκες ο Σπύρος κι η πεθερά ανέλαβε νάχει το νου της! Μόλις έφυγε για δουλειές ο Σπύρος, πιάνει την Πηγούλα η Γιούλια όσο που δεν την κουτσομάδησε, γιατί ήξερε πως η Πηγούλα έτρωγε το κρέας από την παδέλα. Ηρέμησαν για κάμποσο τα πράγματα, γιατί η Γιούλια ανέλαβε να μαγειρεύει το κρέας και η Πηγούλα τα λάχανα και τα όσπρια υποχρεωτικά.

Παιδιά φυσικά δεν απόχτησε το ζευγάρι, γιατί η Πηγούλα δεν είχε μόνο τα πάχια  της αλλά και τα χρονάκια της, μολονότι ο Σπύρος πίστεψε ότι είχαν μία ηλικία, αφού το είπε κι ο παπάς, πώς να το αμφισβητήσει;  Στην ουσία όμως τον περνούσε κοντά δεκαπέντε χρόνια! 

Έτσι περνούσε η ζωή, με τον Σπύρο να έχει μετανιώσει φριχτά για τον γάμο που έκανε, αλλά ήταν τίμιος άνθρωπος, έσκυψε το κεφάλι και αποδέχτηκε το ριζικό του!

Όταν συχωρέθηκε η Γιούλια και πήγε να βρει τον Νιόνιο της, κυρά κι αφέντρα πλέον η Πηγούλα που όλο και πάχαινε. Κόντευε να μην την χωράει η πόρτα! Οι φασαρίες κάθε μέρα με το φαΐ που όλο λειψό έβγαινε, έδιναν κι έπαιρναν. Στην αρχή την έπαιρνε με το καλό!

-Έλα μωρή Πηγούλα μου, κάνε κράτη λίγο να μη ρεζιλευόμαστε στσου εργάτες, κρίμα είναι, μεροκαματιάρηδες άνθρωποι σκοτώνονται στη δουλειά όλη μέρα και πλερώνουν για ένα πιάτο φαΐ, ας μην τους δίνουμε μισό, αμαρτία από το Θεό!

Υποσχόταν μεν η Πηγούλα, αλλά το πιάτο όλο και μίκραινε. Άρχισε να αγριεύει ο Σπύρος και να την απειλεί.

- Σπύρο μου, σ' ορκίζομαι στη ζωή σου, ένα τσουρουλάκι έκοψα να το δοκιμάσω για τα αλάτι.

Άλλες φορές πάλι του έλεγε:

-Μα δεν έχεις ακούσει που λένε πως άμα θέλει να κάμει φασαρία ο άντρας πάει στη γυναίκα του να μαγειρέψει αρνί που φυράει στην παδέλα και δεν μένει τίποτα; Εγώ φταίω Σπύρο μου; Πέντε λίτρες κρέας παίρνεις εσύ, αλλά, έτσι και μαγειρευτεί, μένουν άντε τρεις κι ένα κουάρτο! 

Οι καβγάδες έδιναν κι έπαιρναν. Σπάνια μέρα να μην ακούγονται οι φωνές τους στην Παλιά Βρύση, όταν πήγαιναν για νερό οι γυναίκες που διασκέδαζαν ακούγοντας το κακό που γινόταν. Και η Πηγούλα όλο και χόντραινε, κόντευε να μην την χωράει η πόρτα!

-Σπύρο μου, να μην ξημερωθείς, αν βάζω χέρι στην παδέλα. Άκουσες τι όρκο μεγάλο επήρα;

-Ουου, κακό χρόνο νάχεις, όρκος είναι αυτός μωρή μουρλή ή κατάρα; 

-Όρκος Σπυρέτο μου, όρκος είναι, δεν με πιστεύεις; Τι με πέρασες για κείνη που κάθεται στην απάνου μερία, ξένη είναι δεν είναι από δω, όπου λέει συνέχεια «Ούλη μου η πίκρα, ο θάνατος του αντρός μου» και την κογιονάρουνε ούλες; Εγώ, Πίπη μου, το στεφάνι μου το σέβουμαι και δεν λέω κακή κουβέντα για σένα.  

Το άλλο πρόβλημα ήταν το Ταμείο. Ο Σπύρος ελογάριαζε πάνου-κάτου πόσοι έτρωγαν και πόσα λεφτά έπρεπε να είναι στο ταμείο, αλλά όλο λειψά βγαίνανε. Άλλοι καβγάδες εκεί. Πολλές φορές ο Σπύρος, όταν έβρισκε ευκαιρία, έψαχνε στα συρτάρια μπας και βρει κρυμμένα λεφτά, αλλά οι προσπάθειές του χαμένες. Γνωρίζοντας ότι η Πηγούλα δεν έβγαινε από το σπίτι ούτε πήγαινε πουθενά, δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Κάποιες φορές παραμίλαγε μόνος του. Μωρέ μπας κι έχει δίκιο; Γιατί, αν έπαιρνε λεφτά, κάπου μέσα στο σπίτι θα ήταν, τι θα τα 'κανε; 

Έτσι περνούσαν οι καιροί, έτσι πορευόταν το αντρόγυνο «ψυχαγωγώντας» τη γειτονιά της Παλιάς Βρύσης με τους καθημερινούς τους καβγάδες. Η Πηγούλα εξακολουθούσε να αυγαταίνει κατά πλάτος μόνο! Με το ζόρι περπατούσε πια, αλλά το φαΐ, φαΐ! 

-Πώς να τρώω λιγότερο άντρα μου; Τσιπουγέλος είμαι; Κοτζάμ γυναίκα είμαι και μπασμένη για καλά στα χρόνια, άντε κι εδώ που φτάσαμε να σου πω και την αλήθεια, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια σε περνάω, αλλά τι να έκανε η δόλια Μάνα μου που είχαμε ανάγκη ετότενες από άνδρα να κουμαντάρει το μαγέρικο;  Θέος  σχωρέστον τον παπά, έπεσε στα πόδια του η καψερή η Μάνα  κι έκαμε το ψυχικό ο άνθρωπος και μ' έγραψε μικρότερη στα χαρτιά. Αλλά κι εδώ που τα λέμε, δεν σούπεσε λίγο κι εσένα, από χαμάλη σε κάμαμε κύριο με τα ούλα σου!

Γούρλωσε τα μάτια, ακούγοντας την εξομολόγηση ο δόλιος ο Σπύρος, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Άλλωστε, προς τι πια; Τα πάχια της Πηγούλας έπιαναν ολόκληρη την διπλή κουκέτα κι έφτασε στο σημείο να μην χωράει πια ο Σπύρος εκεί. Έτσι, έστησε στρίποδα με τάβλες επάνω, φτιάξανε και δύο στρώματα ένα με καλαμία ένα με μαλλί, ευτυχώς και το σπίτι πολύ μεγάλο, έτσι το στήσανε  στο πόρτεγο  και βρήκε την ησυχία του και για άλλους λόγους. Το ροχαλητό της  ακουγόταν μέχρι τον Άγιο, πού να κλείσει μάτι όλη νύχτα. Επί πλέον, αεριζόταν όλη νύχτα και δώστου καβγάδες.

-Πάλι εξεφουντώθηκες μωρή; Άει στο δια... πια, λες και βρίσκομαι σε θάλαμο αερίων από ασφυξία θα πάω εδώ μέσα.

Τέρμα όλα αυτά όμως και κοιμόταν ήσυχος πια.


Πλησίαζε Δεκαπενταύγουστο! Μεγάλη γιορτή για ολόκληρη την Ελλάδα, οπωσδήποτε και για την Ζάκυνθο όπου σχεδόν σε κάθε χωριό, υπήρχε Εκκλησία,  ή ιδιωτικό εκκλησάκι ή ξωκλήσι ή ακόμα «Κολόννα» στο δρόμο, αφιερωμένα στην Παναγία. Στη χώρα γιόρταζε, κυρίως, η Φανερωμένη αλλά και η Πικριδιώτισα.  Από μέρες τα Μαγέρικα έκαναν τις προμήθειες τους, αλλά και κάποιοι που είχαν χώρο, έστηναν σούβλα για να ψήσουν καμιά γίδα ή κάνα κατσίκι... Εκτός από τους γύρω και τους τακτικούς πελάτες, όλοι που θα ανηφόριζαν από την Σαρτζάδα, για να πάνε στο πανηγύρι της Πικριδιώτισας, από εκεί θα περνούσαν. Όλο και θα τους γαργάλαγαν τα ρουθούνια οι ωραίε μυρωδιές από τόσα φαγητά και από τις σούβλες και θα σταματούσαν να πάρουν φαγητά για να τα φάνε επάνω. 

Έτσι, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ο Σπύρος, αποφάσισε να μαγειρέψουν εκτός από τα καθημερινά για τους εργάτες, σγαρτζέτο κοκκινιστό, στιφάδο και τρία κουνέλια με μπόλικο τυρί ντόπιο  που προμήθευσε η αδελφή του από το χωριό. Από την προηγούμενη προσπαθούσε πότε με παρακάλια πότε με φοβέρες να πείσει την Πηγούλα να μην φάει τα φαγητά, ως συνήθως!

-Σπυρέτο μου, καμάρι μου να μη σώσω και να μη φτάσω να γιορτάσω τη Χάρη Τσης, αλλά μήτε για το αλάτι δεν θα δοκιμάσω. Δοκίμασέ τα εσύ όταν τελειώσω κι αν θέλουν κι άλλο, ρίχνουμε από πάνου λίγο!

Κάπου, κάτι δεν του πήγαινε καλά του Σπύρου και τση λέει: 

-Κοίτα κακοζούδα μου μη σε πιάσω και ρουγκλώνεις κάνα μπουκούνι από τα κρέατα ή τα κουνέλια, γιατί -μα την αλήθεια- θα σου κάμω τα μούτρα μαστραπά. 

-Μα, αφού σου ορκίστηκα Σπυρέτο μου, τι άλλο να κάμω η γυναίκα;

“Μπα”, σκέφτηκε ο Σπύρος, “λες στ' αλήθεια να βαστήξει τον όρκο; Μέχρι Σπυρέτο μου με είπε για πρώτη φορά!” Πού να ήξερε ο Σπυρέτος πως θα ήταν και η τελευταία! 

Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα, μοσχοβολούσε ολόκληρη η συνοικία της Παλιάς Βρύσης από τα φαγητά! Γιορτή και πανηγύρι και στη φτωχογειτονιά! Απασχολημένος πολύ ο Σπύρος άφησε την Πηγούλα να κάνει τη δουλειά της βασιζόμενος στους όρκους που του έδωσε. Κόσμος πήγαινε κι ερχότανε, ντυμένοι στα καλά τους, χαρούμενοι με κουβέντες και με γέλια. Ψώνιζαν κι από του Σπύρου το μαγέρικο και δεν έφτανε να φωνάζει τση Πηγούλας να κενώνει τα πιάτα και να τα πηγαίνει μπροστά για την πελατεία. 

Κάποια στιγμή άργησε πολύ να πάει τα πιάτα, της φωνάζει, τίποτα, ματαφωνάζει μιλιά. Πάει μέσα, τι να δει, του μάκρου και του πλάτου η Πηγούλα χάμου στο πάτωμα. Τρομάζει, φωνάζει, προσπαθεί να την συνεφέρει, τίποτα. Την  μεταφέρουν (καμιά δεκαριά άνδρες χρειάστηκαν για να την εσηκώσουνε), στο Νοσοκομείο μ' ένα κάρο που βρέθηκε, κλειδώνει το μαγέρικο ο Σπύρος και δίπλα της. Κάπου κάπου μισάνοιγε τα μάτια και σιγοψιθύριζε, μα ήταν ακατάληπτα αυτά που έλεγε. (Ο γιατρός είπε μετά, ότι ήταν το προθανάτιο παραμιλητό). Εδώ κι εκεί ξεχώριζε τη λέξη «τσέπη» και μια δυο φορές είπε καθαρά «τσέπες». 

- Σώπα Πηγούλα μου, φτάσαμε στο Νοσοκομείο Κυρά μου, θα σε κοιτάξει ο γιατρός, θα γίνεις καλά θα δεις.

Έζησε λίγες ώρες μόνο, ξεψύχησε με τους γιατρούς και Νοσοκόμες  γύρω της που προσπαθούσαν να την συνεφέρουν.  Καρδιακή προσβολή  είπαν οι γιατροί. 

Λίγες μέρες μετά την κηδεία, όταν συνήλθε κάπως ο Σπύρος, θυμήθηκε αυτό που έλεγε η Πηγούλα, για τσέπη και τσέπες. Κλειδώνει καλά πόρτες και παράθυρα κι αρχίζει το ψάξιμο. Άνοιξε την Αρμαράδα στην κάμερα κι άρχισε να κατεβάζει ρούχα, τα κοίταζε λίγο και τ' απίθωνε στην καρέκλα. Μετά λέει μονολογώντας, μωρέ δεν κοιτάω στσι τσέπες. Θεέ και Κύριε τι αντίκρυσαν τα μάτια του! Μασούρι ολόχρυσες λίρες σε κάθε τσέπη! Παίρνει φόρα ψάχνει στην Αρμαράδα, στο μπαούλο στα συρτάρια του Κομού, δεν άφησε τσέπη για τσέπη!  Βρήκε πάρα πολλές λίρες αλλά και πολλά λεφτά, ολόκληρη περιουσία!  Σε μία κρυφή τσέπη μιας σκαμπαβίας, βρήκε ένα χαρτί διπλωμένο. Το ανοίγει και...

-Σπύρο μου, για να  διαβάζεις αυτό το γράμμα, παναπεί ότι εγώ επέθανα. Να είναι καλά η συχωρεμένη η Μάνα μου Σπύρο μου, αλλά από μικρή κοπέλα με ορμήνευε να μάθω να κάνω τα κουμάντα μου. "Θεγατέρα, μου έλεγε, θα παίρνεις από λίγα κάθε μέρα από το συρτάρι κρυφά και θα τα φυλάς. Άμα γένουνται πολλά θα τα κάνεις λίρες, θα σου πω πού και πώς Αυτά θα είναι για σένα, για τη χρεία σου, έτσι έκανα κι εγώ έτσι έκανε κι η συχωρεμένη η Μάνα μου πριν από εμέ! Και κάτι άλλο. Ο άνδρας σου να σε ξέρει μόνο από τη μέση και κάτου! Ποτέ από τη μέση κι απάνου. Κατάλαβες μωρή Πηγούλα; Είσαι γυναίκα, παναπεί: αχαμνό μέρος. Κανένας δεν θα σε κοιτάξει, αν δεν κάνεις το κουμάντο σου εσύ. Να προσέχεις, να τιμάς τον άντρα σου όταν παντρευτείς, αλλά δεν είναι ανάγκη  να λες το ψι και το ρο. Σκληρό πράμα ο άνδρας." Σπυράκη μου, τσι βάσταξα τσι ορμήνειες τση Μάνας μου. Κι αν πεθάνω πριν από σένανε εσύ θα βρεις περιουσία. Μόνο να μου ανάβεις κάνα κερί, ψυχή μου…

Έμεινε για λίγο σκεφτικός ο Σπυράκης. Μετά, σήκωσε το κεφάλι, έκαμε το σταυρό του να συχωρεθεί η Πηγούλα και χαλάλι ο γάμος, άξιζε ο κόπος. 

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: