Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
-Έλα γιαγιά μου, πάλι το ίδιο τραγούδι; Δεν κουράστηκες να το ακούς;
Απέξω το έχω μάθει!
«Αλλοτινές μου εποχές / αλλοτινοί μου χρόνοι…Αχ και να 'ρχόσαστε ξανά / αυτά τα κρύα δειλινά / που είναι η καρδιά μου μόνηηηηηηη…»
Σιγοτραγουδούσε η νέα γυναίκα, μιμούμενη κάπως κωμικά τη γιαγιά.
-Λοιπόν γιαγιά, θα κάνουμε μια συμφωνία.
-Για να σε ακούσω κοκόνα μου, τι συμφωνία;
-Να, αυτό το τραγούδι, θα το φυλάξουμε μέσα μας σε μια γωνίτσα και θα το βγάζουμε τις γιορτινές μέρες. Τις άλλες μέρες, θα λέμε άλλα τραγούδια, τι λες;
Η «κοκόνα», δεν ήταν πια νέα κοπέλα, κόντευε τα τριάντα! Αλλά για την ηλικιωμένη γιαγιά τη Λένα, ήταν πάντα το κοριτσάκι της!
Ζούσαν οι δυο τους. Οι γονείς της Λενιώς, αναπαύονταν στα νερά της Μεσογείου, μετά από ένα Ναυάγιο πριν από πολλά χρόνια. Το κοριτσάκι, δεν ήταν ούτε πέντε χρονών όταν ορφάνεψε από Μάνα και Πατέρα. Και η γιαγιά η Λένα, στα μεγάλα της χρόνια, έγινε Μάνα και Πατέρας για τη μικρή Λενιώ!
Η Λένα, παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, μόλις που πρόλαβε να κάνει τη Μαργαρίτα, τη Μάνα της Λενιώς.
«Γεροντόπιασμα», έλεγαν οι χωριανοί, εννοώντας, γέροι οι γονείς, τι παιδί να κάνουν, λειψό θα βγει.
Και η κυρά Μελπομένη, από την Πελοπόννησο, που είχε παντρευτεί Ζακυνθινό:
-Τούτοι δω, εννοώντας τη Λένα και τον άνδρα της τον Κώστα, «θα κάνουν παιδί τσ' ορφάνιας».
-Δε θα προλάβουν να το αναστήσουν, θα το αφήσουν ορφανό, έτσι μεγάλοι που είναι οι γονείς».
Άλλα χρόνια τότε, γυναίκα που παντρευόταν άνω των 30, θεωρείτο ήδη «πολύ μεγάλη».
Η Λένα, δεν έδινε μεγάλη σημασία, όπως ποτέ της δεν έδωσε από νεαρό κορίτσι, στο τι έλεγε ο κόσμος.
Και, ο κόσμος, έλεγε πολλά για την ατίθαση Λένα.
Γιατί η Λένα, ήταν πολύ ανεξάρτητος χαρακτήρας με δικές της ιδέες και νοοτροπία για τη ζωή που δε συμβαδίζανε με τα αποδεχτά από την τότε μικρή κοινωνία του νησιού και όχι μόνο! Ελεύθερο πνεύμα και πολύ προχωρημένη για την εποχή της!
Δε δεχόταν περιορισμούς ούτε ενέδιδε στις πιέσεις γονιών και δασκάλων να την πειθαρχήσουν με το καλό ή με το όχι και τόσο καλό!
Όση αυστηρότητα και να έδειχναν οι γονείς της, η Λένα πέρα βρέχει. Φορούσε παντελόνια, έκοψε τις κοτσίδες από το Δημοτικό ακόμη, φυσικά, όχι σε Κομμώτρια, απλά όπως ήταν μακριές, πήρε ένα ψαλίδι μια μέρα και μια ψαλιδιά από εδώ μια από κει, πάνε τα πλούσια μακριά μαλλιά της. Τι να κάνει η Μάνα της, την πήγε σε Κομμωτήριο να τα νοικοκυρέψει κάπως, και στο τέλος, βγήκαν «αλά γκαρσόν», όπως αποκαλούσαν τότε τα πολύ κοντά μαλλιά, δηλαδή, αγορίστικα.
Ο Πατέρας της ήπιος άνθρωπος περιορίστηκε μόνο στο:
-Είχες τόσο όμορφα μαλλιά κι έγινες σαν το γίδι.
Χαμογέλασε ανέμελα η Λένα και
-Μη φοβάσαι μπαμπά μου, τρίχες είναι, θα μεγαλώσουν πάλι.
Όταν τα κορίτσια της ηλικίας της, έπαιζαν «τις κουμπάρες», «Γκιούστρο», «Πεντεκούκια» ή με τις πάνινες κούκλες που έφτιαχναν μόνες τους, η Λένα ξεφύλλιζε φιγουρίνια μόδας και διάλεγε ωραία, μεγαλίστικα φουστάνια με την τελευταία λέξη της μόδας, απαράδεκτα για την επαρχία! Ή θα ήταν πολύ κοντά ή με μεγάλο ντεκολτέ που έδειχνε το πλούσιο στήθος της ή κοντά με πολύ φαρδιά φούστα κι όταν φυσούσε δυνατός άνεμος, ανέβαινε επάνω η φούστα και όλα φάτσα-φόρα ή ακόμα τόσο εφαρμοστά που διαγράφονταν οι καμπύλες της με πολύ προκλητικό τρόπο! Έκανε συντροφιά με αγόρια και έβγαινε με κάποια από αυτά! Ελκυστική, ζωηρή, όμορφη, προκλητική, πολύ δημοφιλής στις αγορίστικες συντροφιές!
Και όλα αυτά, όταν οι συνομήλικές της, διάβαζαν μόνο σχολικά βιβλία, έπλεκαν ή κεντούσαν στον ελεύθερο χρόνο τους και δεν απουσίαζαν ποτέ από το Κατηχητικό! Ασφαλώς, ούτε και από την εκκλησία, όχι μόνο τις Κυριακές αλλά σε κάθε γιορτή!
Η Λένα δεν πάτησε πόδι στο Κατηχητικό κι εκκλησία πήγαινε μόνο στις επίσημες μέρες που δεν μπορούσε να το αποφύγει! Οι γονείς, είχαν απαυδήσει και αφού εξάντλησαν όλα τα μέσα να την νουθετήσουν και να την φέρουν «στον ίσιο δρόμο», κάπου παραιτήθηκαν.
Μεγάλωσε η Λένα κι ενώ τα περισσότερα κορίτσια/συμμαθήτριες είχαν ήδη αποκατασταθεί και είχαν οικογένεια, για τη Λένα ούτε ένα προξενιό! Άρεσε μεν πολύ στους νέους, αλλά «ακατάλληλη» για σύζυγος. Μα δε γνοιαζόταν, ούτε την ενδιέφερε να πάρει κάνα ασήμαντο ανθρωπάκι και να καταντήσει σαν τις φίλες της που, κατά βάθος, τις λυπόταν! Εκείνη ήθελε να ζήσει τη ζωή της ελεύθερη κι ωραία και αυτό ακριβώς έκανε!
Έφυγε από το νησί, όταν τελείωσε το 6τάξιο Γυμνάσιο και έμενε στην Αθήνα. Εργαζόταν σε Τράπεζα και είχε οικονομική ανεξαρτησία και καμία δέσμευση. Οι σχέσεις με το αντίθετο φύλο, διαδέχονταν η μια την άλλη, αλλά δε γνοιαζόταν για γάμο.
Είχε περάσει τα 35, όταν γνωρίστηκε με το Μιχάλη! Ταίριαζαν σε πολλά! Είχαν «φάει» κι οι δυο τη ζωή «με το κουτάλι» και μολονότι δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας ή ο ιδανικός σύζυγος για τη Λένα, δέχτηκε να τον παντρευτεί γιατί γνώριζε πια, πως η ηλικία που επέλεγε εκείνη, πέρασε κι αν ήθελε να μη μείνει ολομόναχη στα γηρατειά, έπρεπε να κάνει συμβιβασμούς!
Ένας συμβιβασμός και ο γάμος της με το Μιχάλη. Επέλεξαν να ζήσουν στο νησί. Πιο ανθρώπινη κοινωνία για να μεγαλώσει το κοριτσάκι τους που γεννήθηκε όταν πλησίαζαν τα 40 και οι δύο!
Και τότε, έκανε μεγάλη στροφή η Λένα. Μεταμέλειες για τον πρότερο βίο της, αλλά κυρίως, για τις ευκαιρίες που άφησε να πάνε χαμένες και λόγω της ανεμυαλιάς της κατάφερε να μείνει ανύπαντρη μέχρι τέτοια ηλικία και να αποχτήσει παιδί σχεδόν 40 χρονών όταν οι περισσότερες φίλες της είχαν παιδιά της παντρειάς.
Τόσο εκείνη όσο κι ο Μιχάλης, φοβερά προστατευτικοί σαν γονείς και αποφασισμένοι, το κοριτσάκι τους να γίνει τύπος και υπογραμμός, όπως δεν ήταν εκείνοι ποτέ!
Τη μεγάλωναν με αγάπη αλλά και μεγάλη πειθαρχία.
Από το Δημοτικό ακόμα, σεμνή και ταπεινή η μικρή Μαργαρίτα. Οι περισσότερες φίλες της Λένας που είχαν εγγόνια, σχεδόν, στην ηλικία της Μαργαρίτας, δεν πίστευαν στα μάτια τους! Κάποιες μιλούσαν με σχετικό φθόνο, «έκανε τόσα εκείνη και είδε τα χαΐρια της. Εξ ου και η μεγάλη πειθαρχία στη μικρή Μαργαρίτα». Ήταν εκείνες που κατά βάθος θαύμαζαν και ζήλευαν το ότι δεν υποτάχτηκε σε κανένα άγραφο νόμο και σήκωσε παντιέρα διαμορφώνοντας τη ζωή της όπως εκείνη ήθελε!
Κι αυτές τάχα που σκύψανε το κεφάλι και παντρεύτηκαν πριν προλάβουν να ζήσουν, τι κατάλαβαν; Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν εκείνες τον άνδρα που παντρεύτηκαν. Μερικές, πέτυχαν καλούς ανθρώπους κι έζησαν σχετικά καλή και ήρεμη ζωή. Ήταν κι άλλες, όμως, που κάθε άλλο παρά τυχερές στάθηκαν στο γάμο τους! Πέρασαν τα νιάτα τους, γέρασαν πριν την ώρα τους και τι κατάλαβαν;
Μια μέρα μιλούσαν για τα παλιά τους φλερτ, δυο παλιές συμμαθήτριες της Λένας, όπου δεν τις άφησαν οι γονείς τους να πάρουν εκείνους που ήθελαν. Βλέποντας την πορεία των παλιών φλερτ, και πόσα σοβαρά ελαττώματα αποδείχτηκε ότι είχαν, γυναικάδες, τζογαδόροι και τεμπέληδες, από τη μια ευχαριστούσαν τους γονείς τους που τις γλίτωσαν από αυτούς κι από την άλλη, φιλοσοφούσαν το θέμα:
-Ας μας άφηναν να τους παντρευτούμε. Τουλάχιστον θα είχαμε γνωρίσει τον έρωτα με κείνους που αγαπούσαμε και μας αγαπούσαν, θα είχαμε ζήσει το όνειρό μας για όσο κρατούσε, και μετά ας χωρίζαμε.
Καμιά φορά τα συζητούσαν και με τη Λένα κι εκείνη, τις διαβεβαίωνε πως «όλα μια ιδέα είναι, το ίδιο κι ο έρωτας». Πιο τυχερές που έζησαν μια νοικοκυρεμένη ζωή παρά εκείνη που βολόδερνε εδώ κι εκεί και κατάντησε να παντρευτεί στο τέλος μ΄ έναν άνθρωπο που απλά ανέχονταν ο ένας τον άλλον, χωρίς αγάπη ανάμεσα τους.
Έτσι, αποφασισμένη το κοριτσάκι της να μη ζήσει όπως έζησε εκείνη!
Καλή μαθήτρια, στο Κατηχητικό κάθε βδομάδα στην εκκλησία πολύ τακτική, οι φιλίες της λίγες και μετρημένες, πάντα με την έγκριση της Μητέρας της.
Δεν είχε τελειώσει καλά το Δημοτικό η Μαργαρίτα, όταν εξαφανίστηκε από το νησί ο Μιχάλης χωρίς πολλές εξηγήσεις:
-Φεύγω, δεν είμαι φτιαγμένος για τη μίζερη ζωή στη μικρή Επαρχιακή κοινωνία.
Έτσι μόνη πια η Λένα διπλασίασε τις φροντίδες στην ανατροφή της μικρής να γίνει ένα «κορίτσι καθώς πρέπει» και όχι όπως εκείνη.
Και όντως, η Μαργαρίτα έγινε πολύ καλό κορίτσι και πριν κλείσει τα 20 παντρεύτηκε τον Κώστα, επιλογή της Μητέρας της.
Χάθηκαν πολύ νωρίς, εξ αιτίας του Ναυαγίου κι η Λένα φτου κι απ΄ την αρχή, να μεγαλώσει το μικρό ορφανό κοριτσάκι που άφησαν πίσω!
Οπωσδήποτε, με την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη αυστηρότητα και πειθαρχία μεγάλωνε τη μικρή Λενιώ, με την ελπίδα, ότι μεγαλώνοντας θα καλοπαντρευτεί και θα ζήσει ευτυχισμένη!
Η ιστορία, όμως, επαναλαμβανόταν από την αρχή, αλλά αντίστροφα τώρα.
Όπως η Λένα ξεχώριζε από τα κορίτσια της εποχής της τόσα χρόνια πίσω και για αυτό το λόγο, κατέληξε να παντρευτεί πολύ μεγάλη, έτσι και η εγγονή της η Λενιώ, κινδύνευε να μείνει στο ράφι, γιατί δε συμβάδιζε με την εποχή της. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που ήταν νέα η γιαγιά της, είχαν γίνει αλματώδεις αλλαγές. Αλλαγές, που η γριά Λένα δεν τις βίωσε, δεν τις είδε και μεγάλωνε τη Λενιώ με τις αρχές της δεκαετίας του -50!
Οι νέοι άνθρωποι αμφοτέρων των φύλων, δεν γνοιαζόταν πια για «παρθενικούς υμένες» και για Κατηχητικό. Άλλα ήταν τα σημερινά κριτήρια των νέων όταν διάλεγαν σύντροφο. Ακόμη και η περιβόητη «τιμή του αδελφού», που τόσα εγκλήματα έγιναν εξ αιτίας της και τόσοι νέοι άνθρωποι κατέστρεψαν, άδικα τη ζωή τους, δεν ήταν παρά κάτι ξεπερασμένο και βάρβαρο. Επιλέγουν μόνοι το άτομο με το οποίο θα δέσουν τη ζωή τους. Και κατόπιν το ανακοινώνουν στους γονείς! Πολλές φορές τα ζευγάρια που παντρεύονται, βαφτίζουν ταυτόχρονα και το παιδί τους, κι αν είναι μεγαλύτερο/α τότε γίνονται παρανυφάκια στο γάμο των γονιών τους. Τα καμαρώνουν όλοι, όπως οφείλουν και δεν τα θεωρούν ντροπή της φαμελιάς.
Αλλά η κυρά Λένα τα αγνοούσε όλα αυτά.
Η Λενιώ, έβλεπε τις συνομήλικές της και τις θαύμαζε αλλά και τις ζήλευε κάπως. Όμως, δεν τόλμησε ποτέ να συναναστραφεί μαζί τους ή να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο. Όχι γιατί φοβόταν τη γιαγιά της, άκακη και ανήμπορη πια η κυρά Λένα, αλλά γιατί η ίδια δεν γνώριζε άλλο τρόπο συμπεριφοράς και ζωής και δεν ένιωθε άνετα όταν βρισκόταν με νέα άτομα ή και άτομα της ηλικίας της.
Όλα είχαν αλλάξει, ακόμα και η μουσική. Η γιαγιά Λένα είχε μείνει πίσω στο «Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι» και «Το Γελεκάκι που φορείς». Παραχωρήσεις έκαμε πολύ αργότερα, με ελάχιστα λαϊκά τραγούδια, όπως αυτό που μουρμούριζε συνέχεια: Αλλοτινές μου Εποχές, γιατί αυτές τις εποχές νοσταλγούσε, τα σημερινά χρόνια τη φόβιζαν
Πολλές φορές προσπαθούσε να ακούσει στο ραδιόφωνο σύγχρονη μουσική η Λενιώ, μα δεν άκουγε παρά ξένα τραγούδια που δεν τα καταλάβαινε και που η μουσική δεν την ενθουσίαζε.
Και περνούσε ο καιρός και περνούσαν τα χρόνια.
Όμως, όπως έλεγε μια παλιά παροιμία: Κάθε πέτρα θα κυλίσει μα θα βρει τη θέση της.
Έτσι και η Λενιώ, εκεί που όλοι, αλλά και η ίδια, είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως θα έχει την τύχη της γιαγιάς της γιατί ήταν πολύ ζωηρή κι αταίριαστη με την εποχή της, και η Λενιώ το αντίθετο, πολύ ήσυχη και σοβαρή, αλλά αταίριαστη με την εποχή της, ήρθε στο δρόμο της ο Ιάκωβος! Ο Ιάκωβος μόλις είχε τελειώσει την Ιερατική Σχολή, επιθυμούσε να γίνει ιερέας, ταυτόχρονα, όμως, ήθελε να κάνει οικογένεια. Οπότε, έπρεπε να παντρευτεί, πριν χειροτονηθεί Διάκονος. Ούτε και του Ιάκωβου τα χνώτα ταίριαζαν με τις νέες της εποχής του! Όταν του μίλησαν για τη Λενιώ, δεν έχασε χρόνο. Ήθελε να πάει αμέσως να την ζητήσει ο ίδιος. Σκέφτηκε, όμως, ότι το λιγότερο θα τον πέταγαν έξω, έναν άγνωστο άνθρωπο που ξαφνικά τους χτυπάει την πόρτα για γαμπρός. Έτσι, έστειλε αρχικά τον πατέρα του και ένα θείο του.
Έγιναν όλα τυπικά και ωραία και ούτε ο Ιάκωβος μα ούτε και η Λενιώ πίστευαν την καλή τους τύχη!
Η γιαγιά η Λένα, έπεφτε στο εικονοστάσι μπροστά κι ευχαριστούσε το Θεό, που της έδωσε φώτιση να μεγαλώσει έτσι τη Λενιώ της και θα ζήσει, επί τέλους, ευτυχισμένη!
Και, ναι, το ζευγάρι έζησε ευτυχισμένο!
Μολονότι δεν είναι παραμύθι αυτό που διαβάσατε αλλά βασισμένο σε αληθινή ιστορία, ας τελειώσουμε με το γνωστό,
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς εδώ, ας ευχηθούμε, αν όχι Καλύτερα, τουλάχιστον όχι χειρότερα από ότι ζήσαμε μέχρι τώρα!
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου