e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Καχυποψίας και Εμπιστοσύνης, συνέχεια

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Μελβούρνη

Καλοκαίρι, 1983

Σάββατο πρωί. Ξεκούραση, ας πούμε, μετά από πολύ φορτωμένο πενθήμερο όλες!

Φυσικά κι έχουμε πολλά να κάνουμε, αλλά απουσίαζαν παιδιά και σύζυγοι κι αποφασίσαμε να διαθέσουμε λίγο ευχάριστο χρόνο, μόνο για εμάς.

Έχουμε συμφωνήσει με την κουμπάρα την Αγγελική, Ζακυνθινιά και  μοναδική κουμπάρα και συγγενή εδώ, να πάμε στην Ελισάβετ, έμενε στην διπλανή περιοχή, κάπου 4 χιλιόμετρα απόσταση!

Με την Ελισάβετ, Ζακυνθινιά ασφαλώς, μας έδενε κάτι περισσότερο από φιλία. Από τις 31 Ιανουαρίου, του 1968, που πατήσαμε πόδι στη Μελβούρνη και ήρθε την ίδια μέρα να με δει στο σπίτι που  μέναμε και να μου πει ότι με θυμάται από το Γυμνάσιο, ήμουν 2 χρόνια μεγαλύτερή της, μέχρι λίγες ώρες πριν αναχωρήσει για το Αιώνιο Ταξίδι, τέλη Δεκεμβρίου του 2016, ήμαστε σχεδόν κάθε μέρα μαζί.

Μας έδεναν πολλά. Μοιραζόμαστε κάθε λύπη και πρόβλημα, και ήταν πολλά και συνεχή, μα και κάθε μικρή ή μεγάλη χαρά! Πολλές και αυτές, όπως οι γάμοι των παιδιών μας και άλλα ευχάριστα γεγονότα!

Μας περίμενε και μας δέχτηκε με μεγάλη χαρά!

Δεν ήταν εύκολο να σμίξουμε και οι τρεις. Άλλα ωράρια και μέρες εργασίας η μια από την άλλη. Η αγάπη που ένωνε και τις τρεις, όμως, ίδια.

Η Ελισάβετ κι εγώ, βρισκόμαστε αν όχι κάθε μέρα, το αργότερο κάθε δεύτερη. Οδηγούσαμε και οι δυο κι αυτό διευκόλυνε πολύ την κατάσταση. Επί πλέον, τις περισσότερες  ημέρες, περνούσα μπροστά από το σπίτι της είτε παγαίνοντας στη δουλειά είτε στο γυρισμό. Ανάλογα με τις υποχρεώσεις μας, σταματούσα για λίγο. Ή, αν είχαμε ελεύθερο χρόνο  ενδιάμεσα, βρισκόμαστε κάπου κοντά που θα ήμουν για το επόμενο ραντεβού μου. Τα τελευταία 25 χρόνια του εργατικού μου βίου, μέχρι τα 79 μου σχεδόν, όπου για λόγους υγείας, αναγκάστηκα να παραιτηθώ,  δεν ήθελα πια μόνιμη εργασία. Έκανα ελεύθερο επάγγελμα, ως Διερμηνέας/Μεταφράστρια, όπου επέλεγα εγώ πότε, με ποιους και πού θα δεχόμουν εργασίες. Για αυτό, άλλωστε, άντεξα και τόσο πολύ γιατί το συνεχές ωράριο 9 με 5 δεν  αντέχεται σε μεγάλη ηλικία.

Πόσα και τι δεν είχαμε να πούμε. Εμείς οι τρεις!

Έτσι κι εκείνο το πρωινό. Το σπίτι όλο δικό μας, έφτιαξε κολατσιό στο άψε σβήσε η Ελισάβετ,  ήπιαμε καφεδάκι και δε σταματήσαμε να μιλάμε. Είδαμε και ένα βίντεο από Ζακυνθινό παραδοσιακό γάμο, μιας γνωστής της Ελισάβετ, συγκινηθήκαμε, δακρύσαμε, παρηγορήσαμε η μια την άλλη και μετά βγήκαμε στον κήπο.

Είχε πολύ ωραίο κήπο η Ελισάβετ, όπως όλες μας με πολλά λουλούδια, φρουτόδεντρα, μέχρι Λωτούς είχε, και πολλά μα πολλά λουλούδια παντού! Σε μια μεγάλη άκρη του κήπου,  όλα τα ζαρζαβατικά της εποχής και μυρωδικά! Σέλινο, μαϊντανό, άνηθο, φασκόμηλο, θυμάρι, ρίγανη και άλλα.

Με τις περιηγήσεις μας και την κουβέντα ξεχαστήκαμε. Κάποια στιγμή, χαρούμενες αποφασίσαμε να το διαλύσουμε γιατί...είχαμε και σπίτια, έπρεπε να μαγειρέψουμε, θα έρχονταν τα παιδιά και οι σύζυγοι! ( Εγώ είχα μόνο το σύζυγο. Ο γιος μου, υπηρετούσε Φαντάρος στην Ελλάδα, εθελοντικά και η κόρη μου επίσης στην Ελλάδα για διακοπές). Μας έκοψε από μια μεγάλη αγκαλιά της καθεμιάς φιόρα η Ελισάβετ κα τη χαιρετίσαμε με αγάπη, αφού συμφωνήσαμε ότι επιβάλλεται να αφιερώνουμε και λίγο χρόνο στον εαυτό μας, βγήκαμε έξω, μαζί κι η Ελισάβετ. Για να μπορέσω να ανοίξω το αυτοκίνητο, ακουμπάω την τσάντα μου στην οροφή του αυτοκινήτου ώστε να μπορέσουμε να βολέψουμε και τα φιόρα με την κουμπάρα που γέμισαν το αυτοκίνητο. Έτοιμη να μπω στο αυτοκίνητο για να φύγουμε,  ακούει η Ελισάβετ το τηλέφωνο του σπιτιού να χτυπάει, (δεν υπήρχαν κινητά τότε, μας λέει ένα γρήγορο αντίο και μπαίνει μέσα.

Ξεκινάμε χαρούμενες και εμείς κελαηδώντας όλο το δρόμο, αφήνω την κουμπάρα σπίτι της κι έρχομαι στο δικό μου. Την Κυριακή, θα πηγαίναμε στους κουμπάρους για μπάρμπεκιου, ήμαστε μαζί κάθε Κυριακή στο σπίτι τους ή στο δικό μας. Φτιάχνω ένα ωραίο γλυκό, καθώς φεύγαμε την Κυριακή το μεσημέρι, χτυπάει το τηλέφωνο, δε θα απαντούσα, αλλά με τη σκέψη ότι μπορεί να είναι ένα από τα παιδιά μου, γυρίζω πίσω και απαντώ. Ένας κύριος ευγενικός με καλημερίζει Αγγλικά. Εκνευρίζομαι  νομίζοντας θέλει να μου πουλήσει κάτι, όπως συνήθως, του μιλώ  κάπως απότομα.  Ξαφνικά μου λέει:

-Ξέρετε πού είναι η τσάντα σας;

Κόκκαλο εγώ. Μόνο εκείνη τη στιγμή διαπίστωσα ότι από χθες, δεν την είχα δει...

Μες στον τρόμο, του ζητώ συγνώμη για τον τρόπο μου.

-Μην ανησυχείτε, τη βρήκα χθες εγώ στο πεζοδρόμιο, στην τάδε οδό αργά το απόγευμα! Όλα μέσα και χρήματα και κοσμήματα, ηρεμήστε.

Μου δίνει διεύθυνση, ευτυχώς όχι πολύ μακριά και σε 15 λεπτά ήμαστε εκεί. Ένας νέος σε ηλικία, δικηγόρος. Μου φέρνει την τσάντα η γυναίκα του,  μια γλυκιά κοπέλα, με έχουν πάρει τα ζουμιά εμένα από τη συγκίνηση και λέω,

-Αυτό το γλυκό το πήγαινα κ.λπ. ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για την εντιμότητά σας και την καλοσύνη σας.

-Περιμένετε να αδειάσουμε την πιατέλα, λέει η γυναίκα του.

-Κρατείστε την, για να  με θυμάστε.

Προφανώς, βάζοντας το αυτοκίνητο μπροστά και ξεκινώντας, η τσάντα έπεσε από την οροφή στο πεζοδρόμιο. Απασχολημένη  η Ελισάβετ, δεν βγήκε έξω, αλλιώς θα την έβλεπε. Ούτε εγώ την χρειάστηκα, ευτυχώς, για να διαπιστώσω ότι λείπει.

Για μια ακόμα φορά διαπίστωσα πως δεν είναι όλοι σκάρτοι. Η τσάντα εκεί από το μεσημέρι, σίγουρα πέρασαν πολλοί. Ενισχύθηκε περισσότερο η εμπιστοσύνη μου στον Άνθρωπο!

Φτάνοντας στους κουμπάρους, βάζει τις φωνές ο κουμπάρος γιατί το φαΐ είχε κρυώσει πολύ, όταν εξήγησα τι...συνέβη, μου τα΄ ψαλε άσχημα...


Μελβούρνη

2 Σεπτεμβρίου, 2018

Βρίσκομαι στο Βασιλικό Νοσοκομείο Μελβούρνης, στην Εντατική, από την Κυριακή το απόγευμα, 26 Αυγούστου.

Εκείνη την Κυριακή,  26 Αυγούστου, η Ομοσπονδία Επτανησίων Μελβούρνης και Βικτώριας, είχαν οργανώσει εκδήλωση στην αίθουσα των Κεφαλλήνων, για να τιμήσουμε την 65η επέτειο από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953, όπου κατέστρεψαν ολοσχερώς και τα τρία νησιά, Ζάκυνθο, Κεφαλληνία και Ιθάκη. Το Δ/Σ της Ομοσπονδίας μου είχε αναθέσει να μιλήσω για το ιστορικό της Ημέρας.  Ήμαστε όλοι εκεί, γεμάτη η αίθουσα και η ατμόσφαιρα φορτισμένη από τις θλιβερές θύμησες.

Η Ζάκυνθος, σε χειρότερη μοίρα, γιατί αφού την ισοπέδωσαν οι φονικοί σεισμοί, ακολούθησε πυρκαγιά από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Έτσι λίγα λόγια μόνο, έχουν γραφεί και αλλού αυτά.

 Προς το τέλος της διάλεξης, υπέστην σοβαρή Εγκεφαλική Αιμορραγία, εξ ου και ο λόγος που από τη διάλεξη βρέθηκα στην Εντατική.

Επόμενη Κυριακή, 2 Σεπτεμβρίου. Είναι γύρω στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα.

 Μετά το σοβαρό επεισόδιο, μολονότι δεν είχα χάσει παντελώς διαύγεια, δεν μπορούσα να θυμηθώ κωδικούς και άλλα. Από ότι με ενημέρωσαν αργότερα, ήμουν μεταξύ ζωής και θανάτου και δεν περίμεναν οι γιατροί να ζήσω.

Σε πολύ σοβαρή κατάσταση, σε λήθαργο από τα βαριά φάρμακα που μου χορηγούν, ενδοφλέβια όλα. Πέρασαν σχεδόν δυο μήνες για να μπορέσω να πιώ έστω και μια γουλιά νερό.

Η Νοσοκόμα/Νοσοκόμος, από πάνω μου ολόκληρο το 24ωρο. (Όχι, δεν ήταν «αποκλειστικοί, προσωπικό του Νοσοκομείου ήταν).  Ξαφνικά, λες και κάτι άστραψε στον εγκέφαλο, ανοίγω τα μάτια και κάνω μια απότομη κίνηση. Η Νοσοκόμα, με το γλυκύτατο τρόπο της, μου πιάνει το χέρι τρυφερά και με ρωτάει αν θέλω κάτι, είπαμε, 2.30 μετά τα μεσάνυχτα. Της λέω:

-Αύριο πρέπει να πληρώσω την πιστωτική μου κάρτα. ( μια διευκρίνηση. Όταν στο τέλος του Μήνα ερχόταν ο λογαριασμός, πολύ μεγάλος πάντα γιατί σπάνια χρησιμοποιούσα ρευστό χρήμα, πλήρωνα ολόκληρο το ποσόν, έτσι ουδέποτε πλήρωσα τόκο).

Νομίζοντας πως παραμιλώ, προσπαθεί να με καθησυχάσει. Σημειωτέον, με το Εγκεφαλικό, εκτός άλλων, είχα πάθει Εγκεφαλική βλάβη, όπου ο εγκέφαλος δεν αναγνώριζε πλέον  γράμματα ή αριθμούς.

Της ζητώ, να πάρει το κινητό μου από το συρτάρι του κομοδίνου. Περισσότερο για να με καθησυχάσει, το παίρνει.

-Θυμήθηκα ξαφνικά, τον κωδικό μου της λέω, άνοιξέ το. Της λέω τον κωδικό και όντως, ανοίγει το τηλέφωνο.

-Θυμάμαι και τους κωδικούς της Τράπεζας. Αν σου τους πω, μπορείς σε παρακαλώ να μεταφέρεις από το λογαριασμό μου το ολικό ποσόν που οφείλω στην πιστωτική μου κάρτα;

-Μένει με το στόμα ανοιχτό.

-Πολύ σοβαρό αυτό που μου ζητάς και επικίνδυνο για σένα, πώς είναι δυνατόν να μου δείχνεις τόση εμπιστοσύνη; Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, είναι πολύ μεγάλη ευθύνη.

Στην επιμονή μου, καλεί την Προϊσταμένη της. Της εξηγεί την κατάσταση, επιμένει κι εκείνη ότι είναι ριψοκίνδυνο και δεν μπορούν να επωμισθούν τέτοια ευθύνη. Πώς είναι δυνατόν να δώσω τέτοια στοιχεία σε μια άγνωστη; Πού βασίζομαι, καταλαβαίνω τι μπορεί να επακολουθήσει;

Τις διαβεβαιώ, ότι έχω εμπιστοσύνη στη Νοσοκόμα, φαίνεται καλός άνθρωπος. Αυτή η κοπέλα,  στέκεται πάνω από το κεφάλι μου μέρα νύχτα και με φροντίζει σα μάνα, γιατί να υποψιαστώ ότι θα με ληστέψει, αν με εξυπηρετήσει;

Τελικά, δέχονται τους δίνω όλα τα στοιχεία προφορικά φυσικά, αφού δεν μπορούσα να διαβάσω ή να γράψω, μεταφέρει το ποσόν και ούτε γάτα ούτε ζημιά!

Φυσικά και δεν εκμεταλλεύτηκε τίποτα! Φυσικά και 6 χρόνια αργότερα δεν μπήκε στο λογαριασμό μου να κλέψει.

Πάντα σεβόμουν και σέβομαι τον Άνθρωπο και τολμώ να πω, ότι δείχνω εμπιστοσύνη.

Δεν γνωρίζω αν στάθηκα τυχερή, αυτές τις φορές, (και πολλές ακόμα), ή αν συμπωματικά «έπεσα σε καλούς ανθρώπους»!

Βέβαια, πολύ φοβάμαι, ότι  ναι μεν δεν είμαι καχύποπτη, αλλά είμαι πλέον εξαιρετικά προσεκτική και δεν προκαλώ τη μοίρα μου.

Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και οι άνθρωποι!

Αλλά η καχυποψία και τα σενάρια για συνομωσίες και δολοπλοκίες, είναι πολύ αρνητικά συναισθήματα όπου, μπορεί να μας προστατεύουν από κινδύνους, αλλά  μας προκαλούν άγχος και υπερένταση, χωρίς να χρειάζεται πολλές φορές.

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: