e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Μην αγαπήσεις ορφανή και την απαρατήσεις

Καλύτερα το αίμα σου στη θάλασσα να ρίξεις.

Θα το βαράει η θάλασσα θα το κτυπάει το κύμα

Θα αναστενάζεις και θα λες:

Της ορφανής το κρίμα.


Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Οι όμορφες φωνές των νέων από το μαγαζί του χωριού, με το μαντολίνο, το ακορντεόν και την κιθάρα τους, δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τους επαγγελματίες τραγουδιστές.

Άσε που κείνα τα χρόνια, πολλά ταλέντα αδικήθηκαν. Όχι μόνο δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια, όχι θα κορόιδευαν οι ντόπιοι ότι τάχα μου ο δείνα ή η τάδε πάνε στην Αθήνα σε Σχολή Μουσικής, αλλά και οι ίδιοι, αγνοούσαν το ταλέντο τους.

Αυτό, γιατί στη Ζάκυνθο, όλοι τραγουδούσαν, όλοι καλλίφωνοι, λίγοι οι φάλτσοι, σχεδόν όλοι έπαιζαν μαντολίνο ή  κιθάρα ή  ακορντεόν και προ παντός φυσαρμόνικα.

Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι ο ένας μάθαινε τον άλλον, ελάχιστοι πήγαν σε δάσκαλο να μάθουν κιθάρα ή άλλα όργανα, το ίδιο και με το χορό. Χορευταράδες όλοι, άνδρες-γυναίκες.

Με κάθε ευκαιρία, μαζεύονταν στα σπίτια τραγουδούσαν και χόρευαν και έτσι μάθαιναν χορό και τα παιδιά, βλέποντας τους μεγάλους, οι οποίοι τα ενθάρρυναν.

Έξω στις αυλές, εκείνο το βραδάκι κάθονταν κυρίως γυναίκες, οι άνδρες μέσα κι έξω στο μαγαζί και τα πιτσιρίκια έπαιζαν στην πλατεία, απολαμβάνοντας όλοι τα ωραία τραγούδια.

Ωραίες, παλιές συνήθειες. Έχουν εκλείψει όλα αυτά πια. Ο τουρισμός, έφερε τα πάνω κάτω στο νησί, χάθηκαν πια οι γειτονιές, το μαγαζί που μαζεύονταν οι άνδρες μικροί- μεγάλοι. Μα ούτε και οι γυναίκες μαζεύονται έξω στην αυλή τους.

Αφού τελείωσε το τραγούδι της Ορφανής, ο γέρο-Θοδωρής  πήρε το λόγο.

-Μπράβο σας παιδιά μου, γκιούστοι και ωραίοι. Αλλά για πέστε μου, γνωρίζει κανείς σας, γιατί γράφτηκε αυτό το τραγούδι;

Σήκωσαν όλοι τους ώμους με αδιαφορία

-Πού να ξέρουμε μπάρμπα Θοδωρή;  Τραγούδι είναι όπως όλα. Δηλαδή πρέπει να γράφτηκε για κάποιο λόγο;  Τον ξέρεις εσύ το λόγο; Εμείς το ακούγαμε από μικρά παιδιά, τι μας νοιάζει γιατί και πώς γράφτηκε;

Λίγο πιο πέρα από τα παιδιά, καθόταν κάμποσοι άνδρες, σχετικά νέοι.

-Για σταθείτε βρε παιδιά, επεμβήκανε, αν ο γέρο Θοδωρής, γνωρίζει, καλό θα ήταν να μάθουμε κι εμείς, κάτι ενδιαφέρουσα ιστορία θ΄ ακούσουμε.

Οι νέοι έκαναν γκριμάτσα που δήλωνε,

-Ωχ, πάλι θα αρχίσει ο γέρος να μας μιλάει για τα παλιά και ποιος  έχει όρεξη να τον ακούει. Σταματημό δε θα  ΄χει.

Από σεβασμό, όμως, δε μίλησαν,

-Άντε μπάρμπα Θοδωρή, πες μας  να μαθαίνουμε κι εμείς.

- Πίσω από κάθε τραγούδι, άρχισε ο γέρο Θοδωρής, βρίσκεται πάντα μια ιστορία. Συγκινητική, ενδιαφέρουσα, συγκλονιστική κωμική  ή και τραγική, τίποτα δε γράφεται χωρίς λόγο ή αιτία.  

Πάνε πολλά  χρόνια από τότε, παιδάκι ήμουνα, συνέχισε  ο γέρο-Θοδωρής. Η Μαρία και ο Σπύρος  από τους Κορφούς, την Κέρκυρα δηλαδή, είχαν μισή ντουζίνα παιδιά  4 θηλυκά και 2 σερνικά.

 Πόλεμος,  φόβος, πείνα, ανέχεια, δυστυχία. Λες και δεν έφταναν όλα αυτά, το Σπύρο τον κυνηγούσαν ως αντάρτη και κρυβόταν. Δύσκολη κατάσταση, κυρίως για τη Μαρία. Τον έκρυβε η γυναίκα όπου μπορούσε. Οι «επιθέσεις» από τους άλλους, απανωτές. Φίλοι και δικοί τον έκρυψαν στην αρχή, αλλά γνωρίζοντας τι τους περίμενε αν τον έβρισκαν στο σπίτι τους ή σε δικό τους χώρο,  ούτε κουβέντα να τον κρύψουν πια.

Κυνηγημένος από παντού και απελπισμένος ο Σπύρος, αποφάσισε να πάρει το δρόμο για τα Βουνά, όπως πολλοί άλλοι και να συνεχίσει το δίκαιο αγώνα του για την Πατρίδα,  από εκεί με χιλιάδες άλλους  άνδρες και γυναίκες.  

Μια νύχτα έκανε ένα μπογαλάκι που έβαλε μέσα δυο ρούχα λίγο ψωμί και μια μπότσα με νερό, με φόβο και τρόμο, κρυφοκοιτάζοντας γύρω τράβηξε για εκεί που ήξερε πως δεν έχει επιστροφή.

-Σ΄ αφήνω γεια Μαρία, δεν έχω πια πού να κρυφτώ στο χωριό, συμπάθα με.

Σε απόγνωση η Μαρία, έφευγε και την άφηνε ολομόναχη με 6 παιδιά και πού την κεφαλή κλείναι. Άρχισε να κλαίει, να χτυπιέται, να σχίζει τα ρούχα της, να τον καταριέται με όσες κατάρες ήξερε.

Ξαφνικά, με σπαραγμό και φωνή που δεν είχε τίποτα ανθρώπινο του φώναξε.

-Σπύρο, πού πας, θα μου κλείσεις το σπίτι...

Μα ο Σπύρος είχε ήδη απομακρυνθεί πολύ και δεν τον έφτασαν ούτε οι κατάρες αλλά ούτε  οι ικεσίες της Μαρίας.

Μετά το θάνατό του, που δεν άργησε, θέλοντας και μη η Μαρία αποφάσισε να λάβει τα μέτρα της. Γνώριζε πολύ καλά τι την περιμένει  ως «γυναίκα  του αντάρτη». Έτσι,  παντρεύτηκε ένα λεφτά στο διπλανό χωριό για προστασία. Μα εκείνος δεν ήθελε τα παιδιά της.

α κάνουμε δικά μας παιδιά, της είπε. Δεν έχουν θέση στο σπίτι μου τα παιδιά του αντάρτη.

 Μολονότι υπήρχαν συγγενείς του άνδρα της, χωρίς υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να τα αναλάβουν, όπως τους εκλιπαρούσε, δε δέχτηκε κανείς τους.  Οι τρεις μεγάλες κοπέλες, μπήκαν ψυχοκόρες και τα δύο σερνικά στο Τζάνειο Ορφανοτροφείο. Κατάφερε το νέο της άνδρα να της επιτρέψει  να πάρει μαζί της τη μικρή της κόρη, την Αννούλα.  

Πολύ γλυκό πλάσμα η Αννούλα. Στα 17 της, την ερωτεύτηκε τρελά ο γιος του άρχοντα του χωριού. Αθώα κι ανίδεη η Αννούλα, έπεσε στην παγίδα «του μεγάλου έρωτα».  Όταν, όμως, τα σημάδια αυτού του έρωτα άρχισαν να δείχνουν, πανικόβλητο το κορίτσι το είπε στον αγαπημένο της, με την πεποίθηση πως το επόμενο βήμα θα ήταν να τη ζητήσει σε γάμο προτού προχωρήσει πολύ η εγκυμοσύνη.

-Καημένο κορίτσι, δε σου είπε κανείς πως τα πλούσια αρχοντόπουλα, τις όμορφες κοπέλες δεν τις παντρεύονται; Τις θέλουν μόνο για να απολαύσουν τα νιάτα και την ομορφιά τους.

Η Μαρία εν τω μεταξύ, απασχολημένη με τα τέσσερα παιδιά που απόκτησε με το δεύτερο άνδρα της,  άργησε πολύ να υποψιαστεί τι συνέβαινε με την Αννούλα. Μα σαν το διαπίστωσε, «έπεσε στα μαύρα πανιά». Γνώριζε τι περιμένει το κοριτσάκι της. Δεν τη μάλωσε, δε φώναξε, ποιος να την ακούσει;  Έτρεμε μόνο την οργή του άνδρα της, ακροδεξιός πάππου προς πάππου με το ζόρι  ανεχότανε τη φύτρα του κουμουνιστή, πού να μάθει και για αυτό.

Παρακάλεσε, έπεσε στα πόδια του η Μαρία, τον ικέτεψε, προσπάθησε να τον συγκινήσει σαν πατέρα, λέγοντας του πως θα μπορούσε αυτό  να συμβεί  και στη δική τους κόρη, ασυγκίνητος και ανένδοτος εκείνος. Μέχρι που τον απείλησε ότι  θα πάρει την Αννούλα και θα φύγει αφήνοντας του τα παιδιά. Δεν ίδρωσε το αυτί του.

-Ώρα σου καλή, της είπε, την άλλη μέρα θα μπάσω γυναίκα νέα και ωραία να μας φροντίζει.

Ανελέητος και σκληρός, αλύγιστος.

Για δεύτερη φορά στη ζωή της η Μαρία βρέθηκε σε τόσο μεγάλο αδιέξοδο. Μια που ο άντρας της πήρε τα Βουνά, αφήνοντάς την στο έλεος του Θεού και μια τώρα. Μα τώρα πια κι ο Θεός φαίνεται να την ξέχασε τη φτωχή τη μάνα. Δύσκολες ώρες για τη μάνα. Η Αννούλα, σε απελπισία, είχε και άσχημες «ετούρες» από την εγκυμοσύνη, (αναγούλες και ανορεξία), ότι και να έτρωγε της προκαλούσε εμετό. Την παρηγορούσε η δόλια μάνα.

-Κάνε υπομονή ψυχή μου, σε όλες τις γυναίκες συμβαίνεισε λίγες εβδομάδες θα περάσει.

-Τι θα απογίνω μάνα, σκιάζουμαι σου λέω, σκιάζουμαι  πολύ.

Προσπαθούσε με λόγια αγάπης να παρηγορήσει το παιδί της η Μαρία, μα γνώριζε και εκείνη πόσο δύσκολα τα πράγματα.  

-Υπομονή παιδάκι μου, κι εμένα με άφησε ο πατέρας σου μες στον πόλεμο με 6 παιδιά, μα δε χαθήκαμε. Έχει ο Θεός για όλους.

Και  είχε ο Θεός. Τη λύση την εύκολη τη βρήκε ο πατριός της. Ο Γληγόρης, ένας από τους σέμπρους του, είχε χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του στη γέννα, είπαν. Είχε τρία παιδιά τριών, πέντε και εφτά χρονών, κι έψαχνε άρον-άρον για γυναίκα. Μα δύσκολο, τον γνώριζαν καλά όλοι, πενηντάρης, άξεστος και βάρβαρος, ποια θα τον έπαιρνε;

Κοινό μυστικό στο χωριό, πως η γυναίκα του δεν πέθανε στη γέννα.  Ήταν 6 μηνών, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε το Γληγόρη  να τη χτυπάει αλύπητα όλη την ώρα. Εκείνη την ημέρα, η βαρβαρότητά του είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Δεν είχε μαγειρέψει γιατί δεν πρόλαβε, είχε βάλει μπουγάδα,  πήγε νωρίς εκείνος  σπίτι, ενώ πήγαινε πολύ αργότερα και πίστευε ότι θα προλάβαινε να του έχει έτοιμο το φαγητό. Την άρχισε γροθιές και κλωτσιές στο κεφάλι, στη μέση, στην κοιλιά, ούτε έβλεπε πού τη χτυπούσε. Τη χτυπούσε άγρια με όση δύναμη είχε και ήταν χοντρός και ψηλός για πολύ μέχρι που έπεσε κάτω αιμόφυρτη και σε αφασία. Ξεψύχησε λίγο μετά αφού γεννήθηκε νεκρό το μωρό.  Εκείνα τα δύσμοιρα χρόνια, κανείς δεν γνοιαζόταν, από τι και γιατί πέθανε μια έγκυος γυναίκα, ο θάνατος στη γέννα, συνηθισμένος.

Πήγε και τον βρήκε ο πατριός και του πρότεινε να παντρευτεί την Αννούλα, αλλά φυσικά του εξήγησε πως ήταν έγκυος. Του έταξε και κάτι χωράφια που είχε η μάνα της. Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ ο Γληγόρης! Τέτοιο υπέροχο πλάσμα στο κρεββάτι του και δούλα απλήρωτη.

Έβαλε μόνο έναν όρο. Να πετάξει πρώτα το μούλικο του κουμούνα, θα της κάνει εκείνος παιδιά.

Σαν το άκουσε η μάνα, επαναστάτησε. Ανένδοτος ο άνδρας  της απάντησε, έχεις δύο λύσεις, ή παντρεύεται το Γληγόρη ή αύριο κιόλας, θα πάρει δρόμο κι όπου θέλει ας πάει.

Για δεύτερη φορά στη ζωή της βρίσκεται σε τέτοιο φοβερό αδιέξοδο η Μαρία.

Έκλαιγε απαρηγόρητα μέρα-νύχτα. Η Αννούλα τη ρωτούσε συνέχεια, μόλις άκουσε το λόγο, λιποθύμησε. Μα ο πατριός ανένδοτος. Ούτε η μάνα ούτε η κόρη δέχονταν να σκοτώσει το παιδί. Μα δεν υπήρχε λύση. Για να μη μαθευτεί στο χωριό, ο πατριός δε φώναξε μαμή από κει γύρω.

Πήγε ο ίδιος σε ένα βουνοχώρι κι έφερε από κει μαμή.

Απερίγραπτο δράμα για τη μάνα και την Αννούλα. Η μαμή χωρίς μεγάλη πείρα και καθόλου γνώσεις, αφού αφιάμησε, (νάρκωσε με κάτι βότανα και άλλα που έφερε), το κορίτσι που σπάραζε από φόβο, της έκανε την έκτρωση και απαίτησε να την πάει αμέσως σπίτι της ο πατριός, έτσι και έγινε.

Μα ο Θεός λυπήθηκε το κορίτσι, λίγες ώρες αργότερα, ξεψύχησε από ακατάσχετη  αιμορραγία.

Μα και το αρχοντόπουλο που εγκατάλειψε την ορφανή, δεν είχε καλό τέλος.

Τον σκότωσε ο αδελφός άλλης κοπέλας που την εγκατέλειψε, όπως την Αννούλα.

Είχαν μείνει άφωνοι όλοι γύρω να ακούνε το γέρο Θοδωρή και την ιστορία της Ορφανής.

-Καταλάβατε τώρα  όλοι τι κρύβεται πίσω από το τραγούδι της Ορφανής;

Όταν το τραγουδάτε από δω και πέρα, να το τραγουδάτε με σεβασμό και δέος παιδιά μου!

Όσο για τη Μαρία, η Νόνα μου, μου έλεγε πως την άκουγαν τη νύχτα από την παρεθύρα του σπιτιού της, να φωνάζει  σπαρακτικά τα παιδιά της ένα-ένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: