e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Κοίταξε ούγια, πάρε πανί. Κοίταξε μάνα, πάρε παιδί (και δη, θηλυκό)

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

(Αρχές δεκαετίας του 1950. Η Γωγώ μοναχοκόρη.  Από καλή οικογένεια, μεσαίας κοινωνικής τάξης που έμεναν στην πόλη. Ο Μανούσος, χωριατόπαιδο, αλλά «ο έρως» δεν κοιτά τέτοια).

-Καλά, ούτε αυτό δε σου έμαθε η μάνα σου;

-Λες και σου ΄μαθε και τίποτα άλλο, να σε ξεφορτωθεί, όμως, ήξερε για να ησυχάσει. Και βρέθηκε ο γιος μου, σε πήρε ξεβράκωτη, πέντε ρούχα προικιά σου δώσανε και κείνα φτηνά!

-Μα τον έφαγε ο έρωτας βλέπεις  τρομάρα να του ΄ρθει.

- Λες και χαθήκανε οι κοπέλες, από σπίτι, όμορφες και με προίκα.

-Τι να σου κάμω που δεν είχε πατέρα, ας είχε πατέρα και θα ΄βλεπες κι εσύ κι εκείνος.

 -Μην κοιτάς που βρήκε εμένα μια χήρα μάνα και ανήμπορη.

Έσκυψε το κεφάλι, ως συνήθως, η Γωγώ και δε μίλησε, μόνο πήγε στο δωμάτιό της και έκλαψε πολύ, όπως έκανε κάθε μέρα.

Η κατάσταση με την πεθερά της, από το κακό στο χειρότερο. Και ο Μανούσος, αδιάφορος και αμέτοχος σε όλα αυτά. Εκείνος ερωτεύτηκε τρελά την πολύ όμορφη κοπέλα, την απόκτησε, έστω και με το ζόρι  και αυτό ήταν. Η Γωγώ, ένιωθε φοβερά μόνη. Δεν είχε κανέναν να μιλήσει. Αν τολμούσε να πει κουβέντα στο Μανούσο, η αντίδρασή του ήταν:

-Έλα κι εσύ τώρα, πώς κάνεις έτσι; Η κυρά Μαρίκα μια χαρά είναι. Πού να δεις η Ντίνα του Ζέχτα και πολλές άλλες τι τραβάνε! Εσένα και το πιάτο σου το γεμίζει φαΐ και ούτε χέρι σηκώνει επάνω σου, ούτε σε εξωδουλειές σε στέλνει. Αν λέει και καμιά κουβέντα, μάνα είναι, κάνε πως δεν ακούς. Κι αν πεις για μένα, κορώνα στο κεφάλι μου σε έχω. Κάνε και το σταυρό σου. Ούτε κουνιάδες ανύπαντρες βρήκες, ούτε κουνιάδους ούτε πεθερό. Και για μένα όλος ο κόσμος μου η κυρά Μαρίκα. Μην προσπαθείς να με χωρίσεις από τη μάνα μου γιατί κάλλιο το ΄χω να χωρίσω εσένα. Γυναίκες θα ΄βρω μπόλικες, μάνα δεν υπάρχει άλλη.

Μα ούτε στους δικούς της τολμούσε να μιλήσει.  

Η κυρά Μαρίκα,  ναι μεν δε χάλασε το χατίρι του κανακάρη της, όταν της μίλησε για τη Γωγώ, αλλά της ήρθε πολύ βαρύ που δεν είχε προίκα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι γονείς της επ΄ ουδενί  τον ήθελαν για γαμπρό, αρνήθηκαν τα προξενιά  όταν έστειλε όχι μία αλλά τρεις φορές προξενιτάδες ο Μανούσος να την ζητήσουν.

Η απάντηση του πατέρα της, ευγενική, αλλά  σταράτη:

-Ευχαριστούμε, αλλά τη Γωγώ μου δεν την παντρεύω. Ούτε 17 χρονών δεν είναι, πηγαίνει στο Γυμνάσιο και θα σπουδάσει. 

Πολύ βαρέως το έφερε η κυρά Μαρίκα που ο πατέρας της Γωγώς  απέρριψε το γιό της και δεν τον ήθελε για γαμπρό!

-Άκου εκεί δεν την παντρεύει! Άκου εκεί θα σπουδάσει! Καλός και του λόγου του, αμέ η μάνα της; Σάμπως είναι καλύτερη;  Με φτιασίδια όλη μέρα λες και είναι θεατρίνα, με ρούχα παρδαλά, μοντέρνα σου λέει, μέχρι παντελόνι φοράει λες κι είναι άνδρας, αμ΄ τα παντελόνια κυρά μου τα φορεί ο άνδρας,  η κολώνα του σπιτιού, εσύ τι έχεις να βάλεις μες΄ στο παντελόνι;  Καμία άλλη γυναίκα στο χωριό, ούτε νια ούτε γριά δεν έβανε φτιασίδια ούτε ντυνόταν έτσι, άσε που φουμάριζε κιόλας, πού ακούστηκε γυναίκα να φουμάρει. Οικογένεια με ρόδες πα΄ να πει! Ρε πού έμπλεξε το παιδί της, ακούς εκεί μάνα με φτιασίδια, παντελόνια και φουγάρο από το φουμάρισαμα!

Και  να κορδώνεται  κιόλας ο πατέρας της πως δεν την παντρεύει γιατί θα σπουδάσει! Να πατέρας να μάλαμα δηλαδή!

Αμ΄ δεν τα ξέρει καλά ο κύριος! Η δουλειά του θηλυκού είναι να παντρευτεί να κάνει φαμελιά και να φροντίζει το σπίτι της και τον άντρα της. Τι τα θέλει τα γράμματα; Γράμματα χρειάζεται για να είναι καλή νοικοκυρά, να ξέρει πώς να φέρνεται στο άντρα της και να μεγαλώσει τα παιδιά της;

-Είδαμε και τση Βασίλως την κόρη τη γραμματιζούμενη, μία γλώσσα στην πεθερά δυο πήχες και απείλησε τον άντρα της πως θα πάει στην Αστυνομία αν τη χτυπήσει άλλη φορά.

-Πού ακούστηκαν αυτά τα πράματα; Άντρας σου είναι κυρά μου και για να σε χτυπήσει πα να πει του έδωσες αιτία, γυρεύεις δίκιο κι από πάνου;

-Αυτά κάνουνε τα γράμματα, ξεμυαλίζουν τις γυναίκες κι όλο απαίτησες είναι.

-Α, ρε γιε...τσουρούλι μυαλό δεν είχες. Οι σωστοί άντρες δεν παν΄ να παντρευτούν την πρώτη ομορφονιά που τους γυάλισε, οι έρωτες δεν είναι για γάμο. Κοιτάνε και από τι φαμελιά προέρχεται, ιδιαίτερα τη μάνα. Χαζοί ήταν οι παλιοί κι οι τωρινοί που λένε ακόμα:

-Κοίταξε ούγια πάρε πανί, κοίταξε μάνα πάρε παιδί; Εσύ δεν τα είδες αυτά; Δεν είδες τη μάνα της;

Λες και δεν έφτανε η πεθερά, σχεδόν κάθε μέρα περνούσε από εκεί η κουνιάδα. Φαρμάκι και κείνης ο λόγος.

-Όλοι παντρεύονται και με την προίκα αγοράζουν περιβόλια και λιοστάσια και ο αδελφούλης μου παντρεύτηκε και πουλάει περιουσία για να ζήσει την ομορφονιά την ψηλομύτα!

Καλός ο Μανούσος, αλλά τεμπέλης. Δεν του άρεσε η αγροτική ζωή. Έτσι με κλάματα και παρακάλια έπεισε τη μάνα του να πουλήσει ένα καλό κομμάτι λιοστάσι για να πάει στην Αθήνα και να αγοράσει  Περίπτερο. Δίστασε πολύ η κυρά Μαρίκα. Δεν της άρεσε η ιδέα να πουλήσει περιουσία που ανήκε στη φαμελιά πάππου προς πάππου. Ο Μανούσος, όμως, με τις μαλαγανιές  του να γίνεται πάντα το δικό του, την κατάφερε. Τσέπωσε το σεβαστό ποσόν και έφυγε μόνος την άλλη μέρα για Αθήνα. Υποσχέθηκε πως όταν αγοράσει το Περίπτερο κι αρχίσει να βγάζει λεφτά, θα γυρίσει να πάρει τη γυναίκα του. Η μάνα, το ξέκοψε.

-Να πάτε στην ευχή του Θεού και να γίνετε βασιλιάδες, αλλά εγώ από το σπίτι μου δεν το κουνάω. Θα πορευτώ όπως μια ζωή, φτωχά και μετρημένα. Εδώ θα μείνω κι εδώ θα πεθάνω.

Κι έφυγε για την πρωτεύουσα ο επίδοξος Περιπτεράς. Φυσικά, ιδέα δεν είχε ούτε από πού να αρχίσει.

Γυρνούσε άσκοπα για πάνω από δυο μήνες σχεδόν, δαπανώντας τα λεφτά από το λιοστάσι. Λαβαίνει γράμμα από τη Γωγώ, μια μέρα, πως είναι έγκυος με δύσκολη εγκυμοσύνη και να γυρίσει πίσω γρήγορα, η κατάσταση με την πεθερά χειροτέρευε, δεν άντεχε.

Όταν έμαθαν τα καθέκαστα οι γονείς της πήγαν και την πήραν μαζί τους, μέχρι να γυρίσει ο άνδρας της. Τρόμαξαν από την αδυναμία της και την φρόντιζαν με στοργή και αγάπη. Η μητέρα της αγόρασε υφάσματα και τα πήγε στη μοδίστρα, να της φτιάξει δυο φορέματα εγκυμοσύνης, ένα καλοκαιρινό και ένα κάπως πιο ζεστό, θα γεννούσε γύρω στα Χριστούγεννα. Κλαρωτό και αεράτο με ωραία χρώματα το ένα, χρωματιστό, ελαφρύ μάλλινο το άλλο όπως ταίριαζε στη μικροπαντρεμένη.

Είχε ήδη αρχίσει να δείχνει η κοιλιά της. Μια μέρα της είπε ο πατέρας της, ότι καλό είναι να πάει σπίτι της έστω για μια-δυο μέρες να δει τι κάνει η πεθερά της και να μη θυμώσει και αγριέψει πως λείπει. Πράγματι, πήρε από το χασάπη της γειτονιάς συκώτι μοσχαρίσιο, γιατί ήξερε πως αρέσει στην πεθερά της, φόρεσε το ωραίο της φόρεμα εγκυμοσύνης, πήρε το Λεωφορείο για το χωριό και πήγε. 

Δεν πρόλαβε να μπει μέσα, την πήρε από τα μούτρα η πεθερά:

Τι βέστα είναι αυτή; Παντρεμένη γυναίκα και μάνα σε λίγο, με φιοράδα βέστα! Σκέψου να κάμεις θηλυκό, ανύπαντρο θα μείνει, ποια τίμια φαμελιά θα δεχτεί να τη βάλει στο σπίτι της  με τέτοια μάνα;

Μην κοιτάς εσύ που βρήκες το γιο μου το χαζοβιόλη και σε παντρεύτηκε.

Δυο μέρες μετά, πριν σηκωθεί η Γωγώ, πιάνει η κυρά Μαρίκα τη φιοράδα βέστα και την κάνει λουρίδες για τον Αργαλειό. Δε μίλησε η Γωγώ, γνώριζε ότι δε θα εύρισκε άκρη. Μα σαν πήγε στο μαγαζί η πεθερά, μάζεψε όσα από τα ρούχα της και τα προσωπικά της είδη μπορούσε και γύρισε στους γονείς της.

Θηρία η μάνα κι ο πατέρας της με την απαράδεκτη συμπεριφορά της συμπεθέρας.

-Δε θα το κουνήσεις από δω. Κι αν καμιά φορά γυρίσει ο άνδρας σου, τότε τα λέμε.

   Δε χάρηκε και πολύ ο Μανούσος, μαθαίνοντας πως είναι έγκυος η Γωγώ.  Του ήρθε πολύ βαρύ, ούτε δουλειά ούτε λεφτά. Χάλασε κάμποσα όταν έφτασε στην Αθήνα. Πήγε στο Μινιόν και ντύθηκε στην πένα, πώς θα κυκλοφορεί με τα χωριάτικα μες στην Αθήνα. Και τα λεφτά όλο και λιγόστευαν. Στο χωριό περνούσε με τούτα και με κείνα, μα εδώ τον τρέλαιναν οι μυρωδιές από τα Μαγέρικα και καλότρωγε!  Άσε που έβλεπε και τις κοπέλες, εξελιγμένες, όμορφες, πεταχτές, τον καλοκοίταζαν κιόλας γιατί ήταν ωραίο παιδί.

Γεμάτη πειρασμούς η πρωτεύουσα, σκεφτόταν.

 Τον διπλαρώνει μια μέρα, ένας ¨κύριος», με κουστούμι, γραβάτα και ύφος βαρύγδουπο, όπου τον έκοψε πως είναι επαρχιώτης και άσχετος. Αφού του εξήγησε ότι δεν μπορεί να αγοράσει περίπτερο γιατί δεν εμπίπτει σε καμία από τις Κατηγορίες στις οποίες, πιθανόν, να του ενέκριναν την άδεια οι Αρχές για κάτι τέτοιο, του προτείνει να συνεταιριστούν και να ανοίξουν Ψιλικατζίδικο, όπου θα είχαν μέσα λίγο πολύ από όλα τα εμπορεύματα, σε καλή περιοχή και θα έκαναν χρυσές δουλειές! Δε χρειάστηκε πολύ για να πειστεί ο Μανούσος. Μόνο, που, είπε ο κύριος Φώτης, τα λεφτά που είχε ήταν λίγα, χρειάζονταν τουλάχιστον άλλα τόσο και ο ίδιος δεν είχε ευχέρεια αυτή τη στιγμή.

Πάει πίσω στο χωριό να πείσει τη μάνα του να πουλήσει ένα ακόμα κομμάτι.  

Χάρηκε η μάνα που τον είδε, μέχρι που άκουσε τα μαντάτα πως θέλει να πουλήσει κι άλλη περιουσία. Ρώτησε πού είναι η Γωγώ. Όταν έμαθε πως τα μάζεψε και πήγε στους γονείς της, όχι μόνο δε συγχίστηκε, αλλά  ανακουφίστηκε! Έχει κορίτσια η Αθήνα, σκεφτόταν, μπουκιά και συχώριο! Και τώρα που θα γίνει έμπορος  με δικό του μαγαζί, ορέ ποιος τον πιάνει. Κι όσο για το παιδί, ας το μεγαλώσει εκείνη με τους γονείς της, θα κάνει άλλα παιδιά αυτός! Τον περιμένει μεγάλη ζωή! Ο κυρ Φώτης πολύ κύριος, θα κάνουν χρυσές δουλειές. Μόνο να καταφέρει τη γριά να υπογράψει.

Η κυρά Μαρίκα, πυρ και μανία εναντίον  της νύφης.

-Πού ακούστηκε παντρεμένη γυναίκα και γκαστρωμένη να αφήσει το σπίτι της και να φύγει.

Αμ, καλά τα  ΄λεγα εγώ. Με τέτοια μάνα κι από τέτοια φαμελιά, τι να περιμένεις;

Τα  ΄βαζε με τη νύφη και για την περιουσία που πούλησε και θα πουλήσει ο γιος της πάλι, γιατί τελικά υπόγραψε και τη δεύτερη και την τρίτη φορά, μέχρι που δεν έμεινε παρά το σπιτάκι που μένανε.

Ο Μανούσος, γλεντούσε τη ζωή του στην Αθήνα. Ο πολύς κύριος Φώτης, δεν ήταν παρά ένας απατεώνας που τον εκμεταλλεύτηκε και τον άφησε στο δρόμο.

Όταν γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι η Γωγώ, αποφάσισε να πάει το παιδί να το γνωρίσει η γιαγιά του. Αγνοούσε τι είχε μεσολαβήσει κι ότι ο Μανούσος πούλησε όλη την περιουσία.

Η κυρά Μαρίκα, τσακισμένη και γερασμένη πρόωρα, αλλά χωρίς να καλοσυνέψει με τη Γωγώ και να χαρεί το εγγονάκι της, άρχισε να τσιρίζει και να φωνάζει.

-Φύγε από δω βρομοθήλυκο, παλιογυναίκα. Εσύ και η μάνα  φταίτε για την καταστροφή του γιου μου. Εσύ τον πήρες στο λαιμό σου! Για σένα και μόνο  πήγε στην Αθήνα για να σου κάνει μεγάλη ζωή. Και κατάντησε αδέκαρος και στη φυλακή. Πάρε το παιδί σου και τράβα από δω. Με σε δουν τα μάτια μου άλλη φορά.

-Αχ γιε μου ακριβέ μου, αχ λεβέντη μου τύχη που την είχες.

Αφού γνώρισες τη μάνα της και είδες τι κουμάσι είναι, τι περίμενες γιε μου;

Κατάντησες να σαπίζεις στη Φυλακή κι εγώ μόνη και έρμη πού την κεφαλή κλείναι! Μας κατάστρεψε η κόρη της σκύλας, μας άφησε στο δρόμο.

Τι την ήθελες τέτοια παντρεία Μανούσο μου; Τόσες κοπέλες μυαλωμένες και από σπίτι κι εσύ έπεσες στα απολειφάδια τση κοινωνίας.  

-Πόσες φορές σε ορμήνεψα, πόσες φορές σου είπα !Για να διαλέξεις γυναίκα, κοίταξε τη μάνα της.

Έφυγε η Γωγώ χωρίς να πει λέξη. Ασφαλώς, λυπήθηκε για την κατάντια του Μανούσου, παραδόξως, λυπήθηκε και την κυρά Μαρίκα.

Μα, την έπνιγε και η αδικία. Να της φορτώνει η πεθερά όλα τα σφάλματα του γιου της.

Άφησε να περάσει καιρός η Γωγώ. Ο μικρός Ανδρέας, (του πατέρα της το όνομα), κοτζάμ παιδάκι. Από καιρού σε καιρό σκεφτόταν την κυρά Μαρίκα, είχε καταλαγιάσει  πια η οργή.

-Τι έφταιγε κι αυτή;

Συζήτησε με τους γονείς της, σύμφωνοι μαζί της. Έτσι μια μέρα, πήγε και ψώνισε κάμποσα φαγώσιμα, γνώριζε πόσο ζόρικα τα πράγματα για  την κυρά Μαρίκα.

 Πήρε τον Ανδρέα και πήγε στο χωριό. Χτύπησε την πόρτα. Η γυναίκα που της άνοιξε, καμία σχέση με την κυρά Μαρίκα. Καταβεβλημένη, πολύ αδύνατη και αδύναμη.

Την κοίταξε καλά κι έβαλε τα κλάματα.

-Καλώς ήρθες Γωγώ μου, σε περίμενα. Το ήξερα πως θα έρθεις, είσαι καλός άνθρωπος. Συμπάθαμε  για τα παλιά. Δες την κατάντια μου, ο γιος μου Φυλακή, αφού πρώτα μείναμε στο δρόμο εξ αιτίας του. Θα βγει, λέει, σε τρία χρόνια. Μακάρι να ζήσω να δω το παιδί μου πριν πεθάνω. Ξέρω, φταίει, μη νομίζεις, τα ΄βλεπα τα δίκια σου, να σκεφτείς τότε που με πίεζε να υπογράφω του είπα:

-Δεν έκανε να γεννήσω δέκα κουβάρια  γνέμα να πλέκω παρά που γέννησα εσένα; Αλλά ήταν παιδί μου, σπλάχνο μου, τι να έκανα, κάπου έπρεπε να ξεσπάσω κι εγώ και βρέθηκες εσύ.

Πήρε στην αγκαλιά της τον μικρό Ανδρέα, τον φιλούσε και έκλαιγε...Σάστισε ο μικρός, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε. Έκτοτε  η Γωγώ, πήγαινε τακτικά και την έβλεπε με τον Ανδρέα. Όταν άκουγε «Γιαγιά» η κυρά Μαρίκα, γινόταν κομμάτια.

-Να έχετε την ευχή μου και την ευλογία του Θεού θυγατέρα.

 Λίγο καιρό μετά της λέει

 Ζυγώνει η ώρα μου. Δώσε μου συχώριο Γωγώ μου, προτού φύγω.

Τι ψυχή να παραδώσω στο Θεό...

 δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: