Γράφει ο Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής
Η ψυχή παρεκκλίνει ενίοτε, όργανο της όρασης αόμματο από καταβολής πνευματικής, όχι απλώς σωματικής. Περιπλανιέται σε αυτόν τον κόσμο, ένα θέατρο σκιών και ονειρικών μορφών, εξερευνώντας διά της αφής τους ψυχρούς τοίχους της ίδιας της απελπισίας, ενώ το αληθινό φως φλέγεται ολόγυρα. Όμως εκείνη, σαν νυχτερίδα μέρα μεσημέρι, εναντιώνεται στην αυγή. Η υποκρισία, ένα ασφυκτικό σάβανο που περιβάλλει τις ματαιοδοξίες των πολλών, μετατρέπεται στον αέρα που εισπνέουν, μια δηλητηριώδης ατμόσφαιρα όπου η αλήθεια αργοπεθαίνει, σαν τρυφερό άνθος κάτω από αιφνίδιο παγετό. Και οι στερημένοι οράσεως καθοδηγούν άλλους στερημένους οράσεως, σε έναν χορό παράφρονα, προς το χάος το οποίο εκλαμβάνουν ως τάξη θεόσταλτη. Οι οφθαλμοί τους, υάλινες σφαίρες κενού, αντικατοπτρίζουν μονάχα το είδωλο της ψευδαίσθησής τους.
Διερχόμενος ο Ιησούς, αυτός ο αλλόκοτος ξένος στην έρημο των ανθρώπινων καρδιών, είδε έναν άνθρωπο, όχι απλώς μια σάρκα στερημένη φωτός, αλλά ένα σύμβολο της παγκόσμιας αβλεψίας. Η ερώτηση των μαθητών, «Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;» (Ἰωάν. θ´ 2), αντηχεί την πανάρχαια, φθαρμένη αντίληψη της ανταπόδοσης, εκείνη την αράχνη που υφαίνει τους ιστούς της ευλάβειας πάνω σε σαθρά θεμέλια. Αλλά η απόκριση του Κυρίου, δίστομο μαχαίρι, διαρρηγνύει το περίβλημα μιας τέτοιας θεολογίας αριθμών και κανόνων: «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ´ 3). Τα έργα του Θεού. Όχι οι ανθρώπινες ερμηνείες, οι στιλπνές πέτρες της φλυαρίας, που αναδίδουν την ψυχρότητα του τάφου. Ο Χριστός, ο ίδιος φως του κόσμου, πτύει κατά γης, πράξη ακατανόητη, σχεδόν βλάσφημη για τους σχολαστικούς, και δημιουργεί πηλό. Πηλός. Η πρωτόπλαστη γη, η ταπεινή ύλη από την οποία πλάστηκε ο Αδάμ, γίνεται όργανο θεραπείας. Αλείφει τους οφθαλμούς του τυφλού. Μια επαφή αποτρόπαια, ίσως, για τον καθωσπρεπισμό. Μια χειρονομία ανεπεξέργαστη, άξεστη, σαν κραυγή από έναν αρχέγονο κόσμο.
«Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ» (Ἰωάν. θ´ 7). Η εντολή δίδεται, και ο τυφλός υπακούει. Δεν ερωτά, δεν αμφιβάλλει, δεν ζητά εγγυήσεις. Ίσως η μακροχρόνια απόγνωση είχε διαβρώσει κάθε ίχνος αντίστασης, αφήνοντας μόνο την γυμνή ελπίδα, την ελπίδα του απεγνωσμένου. Και στο ύδωρ της κολυμβήθρας, σύμβολο του μελλοντικού βαπτίσματος, του θανάτου του παλαιού ανθρώπου και της αναγέννησης, ο πηλός ξεπλένεται, και το φως εισρέει, όχι σταδιακά, αλλά σαν καταρράκτης, πνίγοντας τις παλαιές σκιές στην απροσδόκητη λαμπρότητά του. Ήλθε βλέπων. Δύο λέξεις, απλές, αλλά που περικλείουν το θαύμα, την ανατροπή της φύσης, την εισβολή του υπερβατικού στην πεζή καθημερινότητα.
Οι γείτονες, οι θεατές της χρόνιας δυστυχίας του, περιέρχονται σε σύγχυση. «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;» (Ἰωάν. θ´ 8). Η αμφισβήτηση, η δυσπιστία, ο φόβος του αγνώστου. Η ανθρώπινη φύση, πάντοτε έτοιμη να αρνηθεί το θαυμαστό, εάν δεν χωρά στα στενά καλούπια της λογικής της. Εκείνος όμως, ο πρώην τυφλός, ο νυν βλέπων, διακηρύσσει την ταυτότητά του με ακλόνητη βεβαιότητα: «Ἐγώ εἰμι» (Ἰωάν. θ´ 9). Μια δήλωση νέας, ανακαινισμένης ύπαρξης. Και όταν ερωτάται για τον τρόπο της θεραπείας, η αφήγησή του είναι λιτή, απογυμνωμένη από θεολογικές περιπλοκές: «Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα» (Ἰωάν. θ´ 11). Καμία προσπάθεια ερμηνείας. Καμία απόπειρα να εξηγήσει το ανεξήγητο. Μόνο η ωμή πραγματικότητα της εμπειρίας. Το γεγονός αυτό καθαυτό.
Οι Φαρισαίοι, οι φρουροί του Νόμου, οι αρχιτέκτονες του λαβυρίνθου των θρησκευτικών διατάξεων, εισέρχονται στη σκηνή. Η καρδιά τους, λίθος σκληρός και ψυχρός, σαν τα μάρμαρα φθαρμένων μνημείων, αδυνατεί να αισθανθεί τη θέρμη του θαύματος. Το Σάββατο. Αυτή είναι η μόνη τους έγνοια. Ο τύπος, όχι η ουσία. Η τήρηση του γράμματος, ακόμη κι όταν αυτό φονεύει το πνεύμα. «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ» (Ἰωάν. θ´ 16). Η λογική τους, αποστεωμένη, δεν μπορεί να συλλάβει ότι ο Κύριος του Σαββάτου δύναται να ενεργεί και κατά το Σάββατο. Η ακαμψία τους είναι η φυλακή τους, μια φυλακή όπου το ανίερο της τυπολατρίας μεταμφιέζεται σε αγιότητα. Σχίσμα γεννιέται ανάμεσά τους, διότι η αλήθεια, ακόμη κι όταν απορρίπτεται, αφήνει ρωγμές στα τείχη του ψεύδους. Ερωτούν πάλι τον πρώην τυφλό, εσύ τι λες; Κι εκείνος, με την απλότητα του παιδιού και τη σοφία του φωτισμένου, αποκρίνεται: «Προφήτης ἐστίν» (Ἰωάν. θ´ 17). Μια λέξη, αλλά που φέρει το βάρος αιώνων μαρτυρίας.
Η άρνηση των Ιουδαίων εντείνεται. Κυνηγούν τους γονείς, αναζητώντας μια απόδειξη της απάτης, μια δικαιολογία για την απιστία τους. Οι γονείς, φοβούμενοι την αποσυναγωγή, τον κοινωνικό θάνατο, την εξορία από το σώμα της κοινότητας, ομολογούν μεν την ταυτότητα του υιού τους και την εκ γενετής τύφλωσή του, αλλά μεταθέτουν την ευθύνη της μαρτυρίας σε αυτόν: «Αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει» (Ἰωάν. θ´ 21, 23). Ο φόβος, σκιά παγερή, σκεπάζει την αλήθεια. Και οι Φαρισαίοι, στο αδιέξοδό τους, επιστρέφουν στον άνθρωπο, επιχειρώντας να τον εκφοβίσουν ή να τον παραπλανήσουν: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν» (Ἰωάν. θ´ 24). Η απάντηση του πρώην αόμματου είναι αριστούργημα αφοπλιστικής ειλικρίνειας και ακαταμάχητης λογικής, ο απόλυτος ρυθμός της ψυχής που βρήκε φωνή: «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω» (Ἰωάν. θ´ 25). Ένα γνωρίζω. Αυτό το ένα, η προσωπική βεβαιότητα, συντρίβει κάθε θεωρητικό κατασκεύασμα. Η εμπειρία του φωτός υπερβαίνει κάθε συζήτηση περί του σκότους.
Οι Φαρισαίοι, εξοργισμένοι από την ανικανότητά τους να διαψεύσουν το γεγονός ή να κάμψουν τον μάρτυρα, καταφεύγουν στον χλευασμό και την αυθεντία του Μωυσέως, τον οποίο επικαλούνται ως ασπίδα κατά του ανεπιθύμητου φωτός. «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» (Ἰωάν. θ´ 29). Η τύφλωσή τους είναι πλέον ολοφάνερη, αγνοούν την πηγή του φωτός που έλαμψε ενώπιόν τους. Και ο πρώην τυφλός, νυν διδάσκαλος διά της αθωότητάς του, εκφράζει την έκπληξή του για την άγνοια των σοφών: «Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς» (Ἰωάν. θ´ 30). Πράγματι, όπως παρατηρεί ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός, «Ταῦτα γὰρ πάντα Θεοῦ ἔργα προδήλως ὑπάρχουσι».[1] Η νέα θεολογία, η θεουργία του Χριστού, ξεπερνά τους παλαιούς λόγους, διότι εδώ ο Θεός ενεργεί, πληροί, ενώνει τα ταπεινά με τα θεία. Η απόρριψη του Χριστού από μέρους των Φαρισαίων φανερώνει την ανικανότητά τους να διακρίνουν τη θεία ενέργεια, εγκλωβισμένοι καθώς ήταν σε μια γνώση νεκρή, ένα σύστημα ερμητικά σφραγισμένο. Τον έδιωξαν. Η πράξη της αποκοπής, η βιαιότητα της εξουσίας που αισθάνεται να κινδυνεύει.
Αλλά ο εκδιωχθείς ευρίσκεται από τον Χριστό. Η συνάντηση αυτή, μακριά από τον θόρυβο των αντιλογιών, στην ησυχία της προσωπικής σχέσης, οδηγεί στην κορύφωση της πίστης. «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (Ἰωάν. θ´ 35). Η ερώτηση απευθύνεται όχι μόνο στον νου, αλλά σε ολόκληρη την ύπαρξη. Και η απάντηση, «Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;» (Ἰωάν. θ´ 36), φανερώνει ψυχή διψασμένη, έτοιμη να δεχθεί. Όταν δε ο Ιησούς αποκαλύπτεται, «Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν» (Ἰωάν. θ´ 37), ο πρώην τυφλός αναφωνεί: «Πιστεύω, Κύριε» (Ἰωάν. θ´ 38). Και τον προσκύνησε. Η προσκύνηση. Η τελική αναγνώριση της θεότητας, η παράδοση ολόκληρου τού είναι στον Δημιουργό.
Το φως, όταν αποκαλύπτεται, δεν είναι πάντοτε γλυκό, ούτε παρήγορο σαν απαλή μελωδία. Δύναται να είναι αστραφτερό σαν λεπίδα ξυραφιού, αποκαλύπτοντας τις φρικαλεότητες του σκότους που προηγήθηκε. Η αλήθεια φέρει μάχαιρα, όχι πάντοτε ειρήνη, διχάζοντας την ψυχή από τα δεσμά του ψεύδους. Η όραση η αληθινή, η πνευματική θέαση, δεν είναι κατάσταση στατική, αλλά διαρκής αγώνας, μια ανάβαση σε κλίμακα τραχιά, όπου κάθε βήμα είναι μια μικρή νίκη κατά της εντός μας τύφλωσης. Διότι η γνώση του Θεού υπερβαίνει την ανθρώπινη κατανόηση· «Ἡ γὰρ τοῦ Θεοῦ ἀγνωσία οὐ λέγεται κατὰ στέρησιν, ἀλλὰ καθ' ὑπεροχήν.» Τούτο το υπερβάλλον φως, για τους αδύναμους οφθαλμούς της πεπτωκυίας φύσης, δύναται να φαντάζει ως σκότος. Μόνο διά της πίστης, εκείνου του ταπεινού πηλού της καρδιάς, αναμεμειγμένου με το πτύσμα της θείας χάριτος, δύναται ο άνθρωπος να ατενίσει, έστω και αμυδρά, το πρόσωπο του Θεού, όχι ως κριτή ανελέητο σε ένα ψυχρό και αδιάφορο σύμπαν, αλλά ως πατέρα στοργικό, που αναμένει την επιστροφή μας στην οικία του φωτός. Η καρδιά, σαν παράθυρο ραγισμένο μεν από την καταιγίδα του κόσμου, αλλά ακόμη ικανό να αφουγκραστεί τον ψίθυρο του απείρου, τον απόηχο εκείνου του «ἓν οἶδα», που αντηχεί διά των αιώνων ως μαρτυρία του ακατάλυτου φωτός. Και το βλέμμα, καθαρισμένο στα δάκρυα της μετάνοιας, γίνεται κάτοπτρο, όπου το άκτιστο φως χορεύει τον αιώνιο χορό του. Το σκοτάδι, η απουσία, ο κενός θρόνος της απιστίας, μετασχηματίζεται με την παρουσία του Χριστού σε πληρότητα φωτός, μια σιωπή γεμάτη λόγο.
[1] Ιωάννης ο Καντακουζηνός, Τὰ Εὑρισκόμενα Πάντα, ἐν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ἐπιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 154 (Paris: J.-P. Migne, 1866), στήλη 665.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου