Ομιλία στο πλαίσιο του λαμπρού εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών στο Φανάρι
Τετάρτη, 30 Ιανουαρίου 2019
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα τιμήθηκε στην Ιερή Καθέδρα της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως η μνήμη των Τριών Ιεραρχών και «Προστατών των Γραμμάτων». Στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στη σημασία που έχουν για την παιδεία σήμερα, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και την ανάδειξη των προοπτικών της.
«Αι συνεχείς μεταρρυθμίσεις, αι ανακατατάξεις και τα αδιέξοδα εις τον χώρον της εκπαιδεύσεως και της παιδείας αντανακλούν την κρίσιν της παγκοσμίου κοινωνίας. Πολύτιμοι παραδόσεις και ανθρωπιστικαί κατακτήσεις κλονίζονται ή απεμπολούνται. Η εκπαίδευσις φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρεται διά την ανάπτυξιν της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου, και τον στρέφει μονομερώς προς τας ατομικάς του ανάγκας, προς τον εαυτόν του, την αυτοπραγμάτωσιν και την ευδαιμονοθηρίαν, και όχι προς το κοινόν καλόν, τον οδηγεί προς τα πρόσκαιρα και σκιώδη και όχι προς τα καίρια και ουσιώδη, προς τον δικαιωματισμόν και τας ατέρμονας διεκδικήσεις και όχι προς το μετοχικόν ήθος και την διακονίαν. Αυτός είναι συχνότατα ο στόχος των πολλών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, οι πρωτεργάται των οποίων, δυστυχώς, αγνοούν, ότι και ο λεγόμενος πραγματιστικός ρόλος της εκπαιδεύσεως είναι αδύνατον να ευδοκιμήση, εάν περιθωριοποιηθή η ανθρωποποιητική, εκπολιτιστική, απελευθερωτική και ανθρωπιστική λειτουργία της.
Είναι αυτονόητον, ότι εις την εποχήν των αξιολογικών ανατροπών, της συρρικνώσεως του κοινωνικού ήθους, της κυριαρχίας της χρησιμοθηρίας, της ταυτίσεως της πολιτισμικής εξελίξεως με την τεχνολογικήν και οικονομικήν πρόοδον, έχομεν ανάγκην παιδείας ελευθερίας και ευθύνης, η οποία θα αντλή από τας πολυτιμοτέρας παραδόσεις του πνευματικού πολιτισμού σταθεράν παιδαγωγικήν κατεύθυνσιν και αξιολογικόν προσανατολισμόν.
Από την αρχαίαν ελληνικήν σοφίαν, την οποίαν εμελέτησαν και εγνώριζον άριστα οι Τρεις Ιεράρχαι, προέρχεται η θεώρησις της παιδείας ως «περιαγωγής της ψυχής» προς το αγαθόν (Πλάτωνος, Πολιτεία, 518d). Η ελληνική ιδιοφυία απεφάνθη, επίσης, ότι η αληθής παιδεία δεν είναι αυτή, η οποία μας καθιστά ικανούς να αποκτώμεν ο,τι επιθυμούμεν, αλλά εκείνη η οποία μας διδάσκει να επιθυμώμεν αυτό που πρέπει, το δέον, το αληθινόν «συμφέρον», το οποίον συνδέεται πάντοτε με την στροφήν της ζωής μας προς την Αλήθειαν, προς το «ευ ζην», το οποίον βεβαίως δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την ευζωίαν και τον υλισμόν, αλλά ταυτίζεται με το «κατά λόγον» και «κατ᾽ αρετήν» ζην.».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην πνευματική παρακαταθήκη των Τριών Ιεραρχών.
«Η παρακαταθήκη των Τριών Ιεραρχών διά την παιδείαν είναι ο λεγόμενος «πολιτισμός του προσώπου». Προσωποκεντρικός πολιτισμός είναι η αντίστασις εις κάθε μορφής αντικειμενοποίησιν του ανθρωπίνου προσώπου, είτε εις το όνομα της προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας, είτε εις το όνομα της οικονομικής αναπτύξεως, αλλά και εν ονόματι του ατομοκεντρισμού, του θρησκευτικού και κοσμικού κολλεκτιβισμού και άλλων φονταμενταλισμών. Πολιτισμός του προσώπου είναι η παιδεία ελευθερίας και ευθύνης, το σχολείον ως χώρος μεταδόσεως υψηλών αξιών, το «ήθος του δασκάλου» και «η ασκητική της μαθητείας». Τα πρωτεύοντα εις τον χώρον της παιδείας φέρουν εδώ την σφραγίδα της προσωπικής μετοχής και της ολικής αφιερώσεως. Ο διδάσκαλος είναι περισσότερον από επαγγελματίας εκπαιδευτικός και «διευκολυντής μαθήσεως». Ο μαθητής είναι περισσότερον από απλούς «εκπαιδευόμενος», ο οποίος ενδιαφέρεται μόνον δι᾽ όσα, κατά την ιδικήν του γνώμην, είναι σημαντικά και χρήσιμα. Το «σχολείον του προσώπου» δεν είναι απλώς «εκπαιδευτήριον», τόπος μεταδόσεως χρηστικών γνώσεων, αλλά χώρος «σχολής», ελευθερίας και αλληλεγγύης, συμμαθητείας και κοινωνίας της ζωής. Ορθώς έχει γραφή ότι, «σύμφωνα με την ετυμολογία του όρου ‘σχολείο’, ‘σχολάμε’ όταν πηγαίνουμε στο σχολείο, όχι όταν φεύγουμε». Δυστυχώς, εις την εποχήν μας, η εφαρμογή οικονομικών κριτηρίων εις την οργάνωσιν της εκπαιδεύσεως οδηγεί βαθμηδόν εις την απώλειαν του ανθρωποποιητικού προσανατολισμού της. Η μετατροπή των όρων «σχολείον», «διδάσκαλος» και «μαθητής» εις οικονομικάς κατηγορίας εκφράζει το πνεύμα των καιρών, αλλά όχι την αλήθειαν περί αυτών των πολυτίμων στοιχείων της αυθεντικής παραδόσεως παιδείας. Ουδεμία εποικοδομητική λύσις είναι δυνατόν να δοθή εις τον χώρον της παιδείας, αποκλειστικώς επί τη βάσει οικονομικών και οργανωτικών κριτηρίων.
Προφανέστατα, εις την παράδοσιν της Ορθοδοξίας δεν υπάρχουν έτοιμοι απαντήσεις και λύσεις εις όλα τα σύγχρονα προβλήματα της παιδείας. Υπάρχουν, όμως, αι βασικαί αρχαί, τα θεολογικά κριτήρια και αι θεμελιώδεις αξίαι, επί τη βάσει των οποίων, και διά της, εκ παραλλήλου, μελέτης και γνώσεως των συγχρόνων προβλημάτων, είναι δυνατόν να ευρεθούν λύσεις και να δοθούν κατευθύνσεις δι᾽ έξοδον από την σοβούσαν κρίσιν. Αι ζωτικαί αυταί αρχαί, αι οποίαι ευρίσκονται εις το κέντρον της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών και ανήκουν εις τον πυρήνα της ταυτότητός μας, όχι μόνον δεν έχουν απολέσει την αξίαν των, αλλά φαίνεται ότι σήμερον αποκτούν νέαν επικαιρότητα, εν όψει των νέων κινδύνων διά την ιδιοπροσωπείαν του Γένους, και του επιτακτικού καθήκοντος δι᾽ ημάς πάντας, να αγωνισθώμεν διά την διάσωσίν της».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Παναγιώτατος, υπογράμμισε τη σημασία της διαχρονικής παρουσίας στη ζωή μας του πνευματικού λόγου και της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας.
«Όπως δεν υπήρξε χθες και δεν υπάρχει σήμερον διά το Ορθόδοξον Γένος μας, τα οποία να μη συνδέωνται με το πνεύμα και το ήθος των Πατέρων της Εκκλησίας, ούτω δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν το μέλλον χωρίς αυτούς, χωρίς την ένθεον πρότασιν ζωής και ελευθερίας, χωρίς την ιδέαν της παιδείας, την οποίαν εκληροδότησαν εις τας γενεάς των Ορθοδόξων. Ο μέγας θεολόγος του 20ου αιώνος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, από της εκδημίας του οποίου συμπληρούνται εφέτος 40 έτη, ονομάζει τους Πατέρας και την διδασκαλίαν των «μόνιμον λογικήν κατηγορίαν της χριστιανικής πίστεως, σταθερόν και απόλυτον μέτρον και κριτήριον αυτής» [Γ. Φλωρόφσκυ, «Πατερική θεολογία και το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εις Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (Θεσσαλονίκη 1979), 17]. Η δημιουργική ενασχόλησις με τους Πατέρας, με αυτούς τους διδασκάλους και μάρτυρας της αληθούς ελευθερίας, είναι πηγή υπαρκτικής ανακαινίσεως, θεολογικής σοφίας, πνευματικής αναγεννήσεως. Το πνεύμα των Πατέρων είναι και σήμερον ανάχωμα κατά της εαυτοκεντρικής, καταναλωτικής, τεχνοκρατουμένης και οικονομοκεντρικής κουλτούρας. Αποτελεί εναλλακτικήν πρότασιν ζωής έναντι ενός τρόπου του βίου, ο οποίος δεν μοιράζεται την ζωήν, δεν γνωρίζει το «Δόξα Σοι ο Θεός» και το ευχαριστιακόν ήθος, ασεβεί προς το φυσικόν περιβάλλον και το καταστρέφει. Οι Πατέρες διδάσκουν την εξοδον από τον εαυτόν μας, την αυθυπέρβασιν και την αδελφοσύνην, την παραίτησιν από το «δικαίωμα», από το «εμόν», εν ονόματι της αγάπης προς τον αδελφόν. Μας υπενθυμίζουν ότι η αποθέωσις του Εγώ δεν είναι ελευθερία, αλλά συρρίκνωσις του ήθους και απώλεια της ελευθερίας, συμφώνως και προς τον Απόστολον Παύλον, ο οποίος διακηρύττει: Εάν δεν έχω αγάπην «ουδέν ειμι» (Α´ Κορ. ιγ´, 3). Η συνεχής ενασχόλησις με τον εαυτόν μας, όχι μόνον δεν λύει τα υπαρξιακά προβλήματα, αλλά πολλαπλασιάζει τα υπάρχοντα και δημιουργεί νέα.
Εις την παράδοσιν των Πατέρων, η ελευθερία ως αγάπη εβιώθη ως το ύψιστον ήθος. Ως ευστόχως εγράφη, «σε κανένα κίνημα δεν συνδυάστηκε η προσφορά νοήματος και αληθείας με την ελευθερία, πουθενά δεν συμφιλιώθηκε τόσο βαθιά ο νούς και η καρδιά, η πίστη και η γνώση, η ελευθερία και η αγάπη, η ψυχή και το σώμα, ο άνδρας και η γυναίκα, το άτομο και η κοινωνία, η φύση και η ιστορία, το πνεύμα και η ύλη, ο ουρανός και η γη, όσο στη ζωή της Ορθοδοξίας». Αυτήν την Ορθοδοξίαν εκπροσωπούν και εκφράζουν εξόχως οι τιμώμενοι σήμερον Ιεράρχαι και Διδάσκαλοι, οι οποίοι ανέδειξαν την φιλοθείαν και την φιλανθρωπίαν, εν τη ενότητί των, ως τον πυλώνα της χριστιανικής υπάρξεως. Είναι οι κήρυκες της χριστοδωρήτου ελευθερίας, η οποία τρέφεται από την πίστιν εις Χριστόν, ζωογονείται διά της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, και μαρτυρείται ως αγάπη και ως συμβολή εις την εν Χριστώ μεταμόρφωσιν της κοινωνίας και του κόσμου».
Τον Οικουμενικό Πατριάρχη προσφώνησε ο Άρχων Πριμηκήριος της Μ.τ.Χ.Ε., Αθανάσιος Αγγελίδης, Πρόεδρος της Εφορείας της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Νωρίτερα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, χοροστάτησε στην Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, συγχοροστατούντων των Μητροπολιτών, Γέροντος Δέρκων Αποστόλου, Γέροντος Πριγκηποννήσων Δημητρίου, Τρανουπόλεως Γερμανού, Φιλαδελφείας Μελίτωνος, Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίου, Μύρων Χρυσοστόμου, Ικονίου Θεολήπτου, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στεφάνου, Προύσης Ελπιδοφόρου, Κυδωνιών Αθηναγόρα, Σηλυβρίας Μαξίμου και Σμύρνης Βαρθολομαίου, και ιερουργούντος του Μ.Αρχιμανδρίτου Βησσαρίωνος.
Τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας εκφώνησε ο Αρχιμ.. Τύχων, Καθηγούμενος της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τέλεσε, όπως κάθε χρόνο, τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των αειμνήστων Ιδρυτών, Ευεργετών, Εφόρων, Σχολαρχών, Καθηγητών, Διδασκάλων, Επιμελητών και μαθητών της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
photo credit: Νίκος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο
Ὁμιλία
τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου
κατά τήν ἑορτήν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
κατά τήν ἑορτήν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
(Φανάριον, 30 Ἰανουαρίου 2019)
Ἱερώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Εὐγενεστάτη κυρία Γενική Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες - μέλη τῆς Ἀδελφότητος Ὀφφικιαλίων «Παναγία ἡ Παμμακάριστος»,
Προσφιλέστατοι καθηγηταί καί μαθηταί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Τιμῶμεν σήμερον ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει τήν κοινήν πανήγυριν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ οὐρανοφάντορος Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, καί τῶν δύο προκατόχων ἡμῶν εἰς τόν Ἀποστολικόν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ «θερμοτάτου ὑπερμάχου τῆς Τριάδος», καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ «προφήτου τῆς φιλανθρωπίας». Τιμῶμεν, ἐπίσης, τήν Ἡμέραν τῶν Γραμμάτων, κατά τήν ὁποίαν παραδοσιακῶς ἑορτάζουν οἱ διδάσκαλοι καί οἱ μαθηταί. Εἰς τήν ἰδιαιτέραν πατρίδα ἡμῶν Ἴμβρον, τήν ἡμέραν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἐδέχοντο ἐπισκέψεις κατ᾽ οἶκον οἱ διδάσκαλοι καί αἱ οἰκογένειαι μέ παιδία – μαθητάς.
Ἡ ζωή καί τό ἔργον τῶν ἑορταζομένων σήμερον μεγάλων Πατέρων ἀποτελοῦν πηγήν ἐμπνεύσεως καί πνευματικοῦ πλουτισμοῦ. Τούς θαυμάζομεν διά τήν ἀπροϋπόθετον ἀφιέρωσίν των, ψυχῇ τε καί σώματι, εἰς τόν Χριστόν καί εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἁγίας Αὐτοῦ Ἐκκλησίας, διά τόν ἀγῶνα των κατά τῶν αἱρέσεων, διά τήν θύραθεν καί κατά Χριστόν μόρφωσιν καί παιδείαν των, διά τήν βαθυστόχαστον καί οὐρανόφοιτον θεολογίαν των, διά τήν συμβολήν των εἰς τήν καθοριστικήν διά τήν Ἐκκλησίαν καί τόν πολιτισμόν σύζευξιν Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, δηλαδή διά τό «θαῦμα» τοῦ «ἐκχριστιανισμοῦ» ἤ «ἐκκλησιασμοῦ» τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διά τήν θυσιαστικήν πολυδιάστατον φιλάνθρωπον δρᾶσιν των, διά τό ζωηρόν ἐνδιαφέρον αὐτῶν διά τήν νεότητα καί διά τήν ἔνθεον ἀγωγήν καί προκοπήν αὐτῆς.
Ἔχει λεχθῆ, προσφυῶς, ὅτι ἡ μεγαλυτέρα τιμή πρός τούς Τρεῖς Ἱεράρχας εἶναι ὄχι «ἡ ἔξαρση τῆς συμβολῆς των στήν παιδεία καί τόν πολιτισμό τοῦ παρελθόντος», ὅσον «ἡ συνειδητοποίηση καί ἡ προβολή τῆς σημασίας τους γιά τόν κόσμο, στόν ὁποῖο ζοῦμε, καί γιά ἐκεῖνον πού κρούει ἤδη τήν θύρα μας...».
Εἰς τήν ὁμιλίαν μας θά ἐπικεντρωθῶμεν εἰς τήν σημασίαν τῶν τριῶν μεγάλων Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων διά τήν παιδείαν σήμερον, διά τήν ἀντιμετώπισιν τῶν πολλῶν προβλημάτων καί διά τήν ἀνάδειξιν τῶν προοπτικῶν της.
Αἱ συνεχεῖς μεταρρυθμίσεις, αἱ ἀνακατατάξεις καί τά ἀδιέξοδα εἰς τόν χῶρον τῆς ἐκπαιδεύσεως καί τῆς παιδείας ἀντανακλοῦν τήν κρίσιν τῆς παγκοσμίου κοινωνίας. Πολύτιμοι παραδόσεις καί ἀνθρωπιστικαί κατακτήσεις κλονίζονται ἤ ἀπεμπολοῦνται. Ἡ ἐκπαίδευσις φαίνεται ὅτι δέν ἐνδιαφέρεται διά τήν ἀνάπτυξιν τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί τόν στρέφει μονομερῶς πρός τάς ἀτομικάς του ἀνάγκας, πρός τόν ἑαυτόν του, τήν αὐτοπραγμάτωσιν καί τήν εὐδαιμονοθηρίαν, καί ὄχι πρός τό κοινόν καλόν, τόν ὁδηγεῖ πρός τά πρόσκαιρα καί σκιώδη, καί ὄχι πρός τά καίρια καί οὐσιώδη, πρός τόν δικαιωματισμόν καί τάς ἀτέρμονας διεκδικήσεις, καί ὄχι πρός τό μετοχικόν ἦθος καί τήν διακονίαν. Αὐτός εἶναι συχνότατα ὁ στόχος τῶν πολλῶν ἐκπαιδευτικῶν μεταρρυθμίσεων, οἱ πρωτεργάται τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, ἀγνοοῦν, ὅτι καί ὁ λεγόμενος πραγματιστικός ρόλος τῆς ἐκπαιδεύσεως εἶναι ἀδύνατον νά εὐδοκιμήσῃ, ἐάν περιθωριοποιηθῇ ἡ ἀνθρωποποιητική, ἐκπολιτιστική, ἀπελευθερωτική καί ἀνθρωπιστική λειτουργία της.
Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι εἰς τήν ἐποχήν τῶν ἀξιολογικῶν ἀνατροπῶν, τῆς συρρικνώσεως τοῦ κοινωνικοῦ ἤθους, τῆς κυριαρχίας τῆς χρησιμοθηρίας, τῆς ταυτίσεως τῆς πολιτισμικῆς ἐξελίξεως μέ τήν τεχνολογικήν καί οἰκονομικήν πρόοδον, ἔχομεν ἀνάγκην παιδείας ἐλευθερίας καί εὐθύνης, ἡ ὁποία θά ἀντλῇ ἀπό τάς πολυτιμοτέρας παραδόσεις τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ σταθεράν παιδαγωγικήν κατεύθυνσιν καί ἀξιολογικόν προσανατολισμόν.
Ἀπό τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν σοφίαν, τήν ὁποίαν ἐμελέτησαν καί ἐγνώριζον ἄριστα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, προέρχεται ἡ θεώρησις τῆς παιδείας ὡς «περιαγωγῆς τῆς ψυχῆς» πρός τό ἀγαθόν (Πλάτωνος, Πολιτεία, 518d). Ἡ ἐλληνική ἰδιοφυΐα ἀπεφάνθη, ἐπίσης, ὅτι ἡ ἀληθής παιδεία δέν εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά ἀποκτῶμεν ὅ,τι ἐπιθυμοῦμεν, ἀλλά ἐκείνη ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει νά ἐπιθυμῶμεν αὐτό πού πρέπει, τό δέον, τό ἀληθινόν «συμφέρον», τό ὁποῖον συνδέεται πάντοτε μέ τήν στροφήν τῆς ζωῆς μας πρός τήν Ἀλήθειαν, πρός τό «εὖ ζῆν», τό ὁποῖον βεβαίως δέν ἔχει καμμίαν σχέσιν μέ τήν εὐζωΐαν καί τόν ὑλισμόν, ἀλλά ταυτίζεται μέ τό «κατά λόγον» καί «κατ᾽ ἀρετήν» ζῆν.
Εἰς τούς τιμωμένους σήμερον Ἁγίους, ἡ παιδεία ἀναφέρεται εἰς τό «κατά Χριστόν» ζῆν, τό ὁποῖον εἶναι ἡ ὁλοκλήρωσις, ἡ πλήρωσις καί ἡ πληρότης τοῦ ζῆν «κατά λόγον». Πρόκειται περί τῆς ζωῆς «ἐν Ἐκκλησίᾳ», ὡς τοῦ τόπου καί τοῦ τρόπου τῆς ἐν ἀληθείᾳ ἐλευθερίας, τοῦ ζῆν ἐν Χριστῷ καί εἰς Χριστόν, βιουμένου λατρευτικῶς καί δοξολογικῶς ἐν τῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ καί ὡς μαρτυρία ἐν τῷ κόσμῳ «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (πρβλ. Α´ Πετρ. γ´, 15), ἐν ἀναφορᾷ πάντοτε πρός τόν τελικόν προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ παρακαταθήκη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν διά τήν παιδείαν εἶναι ὁ λεγόμενος «πολιτισμός τοῦ προσώπου». Προσωπο-κεντρικός πολιτισμός εἶναι ἡ ἀντίστασις εἰς κάθε μορφῆς ἀντικειμενοποίησιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, εἴτε εἰς τό ὄνομα τῆς προόδου τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, εἴτε εἰς τό ὄνομα τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, ἀλλά καί ἐν ὀνόματι τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, τοῦ θρησκευτικοῦ καί κοσμικοῦ κολλεκτιβισμοῦ καί ἄλλων φονταμενταλισμῶν. Πολιτισμός τοῦ προσώπου εἶναι ἡ παιδεία ἐλευθερίας καί εὐθύνης, τό σχολεῖον ὡς χῶρος μεταδόσεως ὑψηλῶν ἀξιῶν, τό «ἦθος τοῦ δασκάλου» καί «ἡ ἀσκητική τῆς μαθητείας». Τά πρωτεύοντα εἰς τόν χῶρον τῆς παιδείας φέρουν ἐδῶ τήν σφραγίδα τῆς προσωπικῆς μετοχῆς καί τῆς ὁλικῆς ἀφιερώσεως. Ὁ διδάσκαλος εἶναι περισσότερον ἀπό ἐπαγγελματίας ἐκπαιδευτικός καί «διευκολυντής μαθήσεως». Ὁ μαθητής εἶναι περισσότερον ἀπό ἁπλοῦς «ἐκπαιδευόμενος», ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρεται μόνον δι᾽ ὅσα, κατά τήν ἰδικήν του γνώμην, εἶναι σημαντικά καί χρήσιμα. Τό «σχολεῖον τοῦ προσώπου» δέν εἶναι ἁπλῶς «ἐκπαιδευτήριον», τόπος μεταδόσεως χρηστικῶν γνώσεων, ἀλλά χῶρος «σχολῆς», ἐλευθερίας καί ἀλληλεγγύης, συμμαθητείας καί κοινωνίας τῆς ζωῆς. Ὀρθῶς ἔχει γραφῆ ὅτι, «σύμφωνα μέ τήν ἐτυμολογία τοῦ ὅρου ‘σχολεῖο’, ‘σχολᾶμε’ ὅταν πηγαίνουμε στό σχολεῖο, ὄχι ὅταν φεύγουμε». Δυστυχῶς, εἰς τήν ἐποχήν μας, ἡ ἐφαρμογή οἰκονομικῶν κριτηρίων εἰς τήν ὀργάνωσιν τῆς ἐκπαιδεύσεως ὁδηγεῖ βαθμηδόν εἰς τήν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωποποιητικοῦ προσανατολισμοῦ της. Ἡ μετατροπή τῶν ὅρων «σχολεῖον», «διδάσκαλος» καί «μαθητής» εἰς οἰκονομικάς κατηγορίας ἐκφράζει τό πνεῦμα τῶν καιρῶν, ἀλλά ὄχι τήν ἀλήθειαν περί αὐτῶν τῶν πολυτίμων στοιχείων τῆς αὐθεντικῆς παραδόσεως παιδείας. Οὐδεμία ἐποικοδομητική λύσις εἶναι δυνατόν νά δοθῇ εἰς τόν χῶρον τῆς παιδείας, ἀποκλειστικῶς ἐπί τῇ βάσει οἰκονομικῶν καί ὀργανωτικῶν κριτηρίων.
Προφανέστατα, εἰς τήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ὑπάρχουν ἕτοιμοι ἀπαντήσεις καί λύσεις εἰς ὅλα τά σύγχρονα προβλήματα τῆς παιδείας. Ὑπάρχουν, ὅμως, αἱ βασικαί ἀρχαί, τά θεολογικά κριτήρια καί αἱ θεμελιώδεις ἀξίαι, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων, καί διά τῆς, ἐκ παραλλήλου, μελέτης καί γνώσεως τῶν συγχρόνων προβλημάτων, εἶναι δυνατόν νά εὑρεθοῦν λύσεις καί νά δοθοῦν κατευθύνσεις δι᾽ ἔξοδον ἀπό τήν σοβοῦσαν κρίσιν. Αἱ ζωτικαί αὐταί ἀρχαί, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται εἰς τό κέντρον τῆς διδασκαλίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί ἀνήκουν εἰς τόν πυρῆνα τῆς ταυτότητός μας, ὄχι μόνον δέν ἔχουν ἀπολέσει τήν ἀξίαν των, ἀλλά φαίνεται ὅτι σήμερον ἀποκτοῦν νέαν ἐπικαιρότητα, ἐν ὄψει τῶν νέων κινδύνων διά τήν ἰδιοπροσωπείαν τοῦ Γένους, καί τοῦ ἐπιτακτικοῦ καθήκοντος δι᾽ ἡμᾶς πάντας, νά ἀγωνισθῶμεν διά τήν διάσωσίν της.
Ἐκφράζουσα αὐτό τό πνεῦμα τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, ἡ ἐν Κρήτῃ κατά Ἰούνιον τοῦ ἔτους 2016, συνελθοῦσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἐξέφρασε τόν προβληματισμόν τῆς Ἐκκλησίας διά τό κυρίαρχον σήμερον «ἐκκοσμικευμένον ἀτομοκεντρικόν ἐκπαιδευτικόν σύστημα», τό ὁποῖον ταλανίζει τήν νέαν γενεάν, καί προέτεινε μίαν παιδείαν, ἡ ὁποία «ἀποβλέπει ὄχι μόνον εἰς τήν νοητικήν καλλιέργειαν, ἀλλά καί εἰς τήν οἰκοδομήν καί τήν ἀνάπτυξιν τοῦ συνόλου τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικῆς καί πνευματικῆς ὀντότητος» (Ἐγκύκλιος, § 9). Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προσφέρει εἰς τούς νέους «ὄχι ἁπλῶς ‘βοήθειαν’, ἀλλά τήν ‘ἀλήθειαν’ τῆς θεανθρωπίνης καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» (ὅ.π., § 8), τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν καί τήν ἀγάπην πρός τόν πλησίον, τήν λειτουργικήν ζωήν, τήν ἔνθεον διακονίαν ἐν τῷ κόσμῳ καί τήν προοπτικήν τῆς αἰωνιότητος. Σαφεστάτη εἶναι καί ἡ προτροπή τῆς Συνόδου πρός τούς Ὀρθοδόξους νέους «νά συνειδητοποιήσουν ὅτι εἶναι φορεῖς τῆς μακραίωνος καί εὐλογημένης παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ταυτοχρόνως δέ καί οἱ συνεχισταί αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι θά διαφυλάσσουν θαρραλέως καί θά καλλιεργοῦν μέ δυναμισμόν τάς αἰωνίους ἀξίας τῆς Ὀρθοδοξίας διά νά δίδουν τήν ζείδωρον χριστιανικήν μαρτυρίαν» (ὅ.π.).
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί ἐν Χριστῷ ἀγαπητά τέκνα,
Ὅπως δέν ὑπῆρξε χθές καί δέν ὑπάρχει σήμερον διά τό Ὀρθόδοξον Γένος μας, τά ὁποῖα νά μή συνδέωνται μέ τό πνεῦμα καί τό ἦθος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οὕτω δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν τό μέλλον χωρίς αὐτούς, χωρίς τήν ἔνθεον πρότασιν ζωῆς καί ἐλευθερίας, χωρίς τήν ἰδέαν τῆς παιδείας, τήν ὁποίαν ἐκληροδότησαν εἰς τάς γενεάς τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ μέγας θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰῶνος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἀπό τῆς ἐκδημίας τοῦ ὁποίου συμπληροῦνται ἐφέτος 40 ἔτη, ὀνομάζει τούς Πατέρας καί τήν διδασκαλίαν των «μόνιμον λογικήν κατηγορίαν τῆς χριστιανικῆς πίστεως, σταθερόν καί ἀπόλυτον μέτρον καί κριτήριον αὐτῆς». Ἡ δημιουργική ἐνασχόλησις μέ τούς Πατέρας, μέ αὐτούς τούς διδασκάλους καί μάρτυρας τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας, εἶναι πηγή ὑπαρκτικῆς ἀνακαινίσεως, θεολογικῆς σοφίας, πνευματικῆς ἀναγεννήσεως. Τό πνεῦμα τῶν Πατέρων εἶναι καί σήμερον ἀνάχωμα κατά τῆς ἑαυτοκεντρικῆς, καταναλωτικῆς, τεχνοκρατουμένης καί οἰκονομοκεντρικῆς κουλτούρας. Ἀποτελεῖ ἐναλλακτικήν πρότασιν ζωῆς ἔναντι ἑνός τρόπου τοῦ βίου, ὁ ὁποῖος δέν μοιράζεται τήν ζωήν, δέν γνωρίζει τό «Δόξα Σοι ὁ Θεός» καί τό εὐχαριστιακόν ἦθος, ἀσεβεῖ πρός τό φυσικόν περιβάλλον καί τό καταστρέφει. Οἱ Πατέρες διδάσκουν τήν ἐξοδον ἀπό τόν ἑαυτόν μας, τήν αὐθυπέρβασιν καί τήν ἀδελφοσύνην, τήν παραίτησιν ἀπό τό «δικαίωμα», ἀπό τό «ἐμόν», ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης πρός τόν ἀδελφόν. Μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ ἀποθέωσις τοῦ Ἐγώ δέν εἶναι ἐλευθερία, ἀλλά συρρίκνωσις τοῦ ἤθους καί ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας, συμφώνως καί πρός τόν Ἀπόστολον Παῦλον, ὁ ὁποῖος διακηρύττει: Ἐάν δέν ἔχω ἀγάπην «οὐδέν εἰμι» (Α´ Κορ. ιγ´, 3). Ἡ συνεχής ἐνασχόλησις μέ τόν ἑαυτόν μας, ὄχι μόνον δέν λύει τά ὑπαρξιακά προβλήματα, ἀλλά πολλαπλασιάζει τά ὑπάρχοντα καί δημιουργεῖ νέα.
Εἰς τήν παράδοσιν τῶν Πατέρων, ἡ ἐλευθερία, ὡς ἀγάπη, ἐβιώθη ὡς τό ὕψιστον ἦθος. Ὡς εὐστόχως ἐγράφη, «σέ κανένα κίνημα δέν συνδυάστηκε ἡ προσφορά νοήματος καί ἀληθείας μέ τήν ἐλευθερία, πουθενά δέν συμφιλιώθηκε τόσο βαθιά ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά, ἡ πίστη καί ἡ γνώση, ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη, ἡ ψυχή καί τό σῶμα, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα, τό ἄτομο καί ἡ κοινωνία, ἡ φύση καί ἡ ἱστορία, τό πνεῦμα καί ἡ ὕλη, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ὅσο στή ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτήν τήν Ὀρθοδοξίαν ἐκπροσωποῦν καί ἐκφράζουν ἐξόχως οἱ τιμώμενοι σήμερον Ἱεράρχαι καί Διδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι ἀνέδειξαν τήν φιλοθεΐαν καί τήν φιλανθρωπίαν, ἐν τῇ ἑνότητί των, ὡς τόν πυλῶνα τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Εἶναι οἱ κήρυκες τῆς χριστοδωρήτου ἐλευθερίας, ἡ ὁποία τρέφεται ἀπό τήν πίστιν εἰς Χριστόν, ζωογονεῖται διά τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί μαρτυρεῖται ὡς ἀγάπη καί ὡς συμβολή εἰς τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσιν τῆς κοινωνίας καί τοῦ κόσμου. Εὐγνωμονοῦμεν τούς Τρεῖς Ἱεράρχας δι᾽ ὅσα ἀληθῆ, σεμνά, δίκαια, ἁγνά, προσφιλῆ καί εὔφημα μᾶς ἐδίδαξαν περί τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ «ἠγαπημένου τοῦ Θεοῦ», περί τῆς ἐλευθερίας καί περί τῆς κατά Χριστόν παιδείας του. Δοξάζομεν τόν δωρεοδότην Θεόν τῆς ἀγάπης, διότι ἐχάρισεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του καί εἰς τό Γένος τούς τρεῖς αὐτούς «ἀριστεῖς τῆς εὐσεβείας», τούς κηρύξαντας τῷ κόσμῳ «τοῦ Ἰησοῦ τά ἐντάλματα», τούς «ὑψίνοας θεολόγους», τούς «τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος».
Χρόνια σας πολλά, ἀδελφοί καί τέκνα ἡμῶν ἐν Χριστῷ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου