Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Ο Θοδωρής και η Αγγελικούλα, παντρεύτηκαν από έρωτα.
Τι έρωτα, δηλαδή, εκείνα τα χρόνια, κάπου 80 χρόνια πίσω. Απλά ο Θοδωρής, είχε βάλει στο μάτι την Αγγελικούλα. Τα σπίτια τους σχετικά κοντά. Καλοστεκούμενες οι δύο φαμελιές, ήταν σίγουρος πως αν έστελνε προξενιό, δε θα έλεγε όχι ο πατέρας της.
Περνούσε κάμποσες φορές μπροστά από το σπίτι της, με το ποδήλατο, έτσι για να τη βλέπει και να της δώσει να καταλάβει, πως ενδιαφέρεται.
Χρόνια αργότερα, παντρεύτηκαν ο Θοδωρής με την Αγγελικούλα, όμως, μεσολάβησαν πολλά μέχρι να φτάσουν στο γάμο.
Το ποδήλατο ήταν δώρο του Νόνου του, του Θοδωρή, όταν μπήκε στο Γυμνάσιο. Πώς να πηγαίνει το παιδί στη χώρα, όπου ήταν το μοναδικό Γυμνάσιο, δεν υπήρχε συγκοινωνία τότε. Καλός μαθητής, δεν τον κράτησε ο πατέρας στο χωριό να δουλεύει στα χτήματα. Άλλωστε σε αυτά δούλευαν τα δύο του αδέλφια που δεν αγαπούσαν το Σχολείο
Του είχε μεγάλη αδυναμία ο Νόνος, του Θοδωρή, όχι μόνο γιατί είχε το όνομά του, αλλά ήταν και το πρώτο του σερνικό εγγόνι! Δεν ήταν λίγο να σπουδάσει και να γίνει μεγάλος και τρανός, να γίνει δάσκαλος ας πούμε, και να τον καμαρώνουν όλοι!
Έλα μου, όμως που, « όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο διάβολος γελάει»!
Δεν είχε τελειώσει καλά τη Β΄ Γυμνασίου ο Θοδωρής, όταν σκοτώθηκε σε κυνηγετικό ατύχημα ο πατέρας του, αφήνοντας πίσω, χήρα με πέντε παιδιά, τρία σερνικά και δύο κοπέλες. Είχαν πάει για κυνήγι, με δυο γείτονες. Τι έγινε τι δεν έγινε, κανείς δεν μπόρεσε να πει με ακρίβεια. Οι γείτονες ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και φίλοι. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό κανενός, ούτε καν της Χωροφυλακής ότι μπορεί να ήταν έγκλημα, που ασφαλώς δεν ήταν.
Με το χαμό του πατέρα, άλλαξε η ζωή της φαμελιάς. Ούτε συζήτηση να συνεχίσει το Γυμνάσιο ο Θοδωρής, χρειάζονταν χέρια να δουλεύουν τη Γη για να τα βγάζουν πέρα. Του στοίχησε πολύ του Θοδωρή, αλλά και του Νόνου, που έκανε τόσα όνειρα. Λογικό παιδί, όμως, εγκατέλειψε το όνειρο των σπουδών και ρίχτηκε στη δουλειά με τα αδέλφια του για να ζήσουν.
Κάποιες φορές, σκεφτόταν ότι ίσως καλύτερα που δεν σπούδασε. Αν γινόταν δάσκαλος, το πιο πιθανόν οι γονείς και ο Νόνος, να απαιτούσαν να πάρει δασκάλα και όχι την Αγγελικούλα.
Έλα μου, όμως, που εκείνος ήθελε την Αγγελικούλα. Όταν γύρισε από Φαντάρος, έγιναν τα προξενιά, όλα καλά και ωραία και παντρεύτηκαν τα παιδιά.
Το πρώτο τους παιδί, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι πήρε το όνομα της μάνας του Θοδωρή της Ελένης. Χαρές ευαγγέλια όλοι στην οικογένεια!
Το δεύτερο παιδί, πάλι κοριτσάκι! Είπαν να μην την βγάλουν Διονυσία, όπως λέγανε την άλλη γιαγιά, με την κρυφή ελπίδα, ότι το τρίτο παιδί ίσως να ήταν σερνικό ώστε να βγάλουν το όνομα του πατέρα του Θοδωρή που τον λέγανε Διονύση, έτσι την έβγαλαν Μαρία.
Τέσσερα χρόνια μετά, κάνουν ένα παιδί ακόμα. Φρούδες ελπίδες ότι θα ήταν σερνικό ώστε να βγάλουν το όνομα του παππού.
Η αλήθεια είναι πως στενοχωρήθηκε η Αγγελικούλα, να κάμει τρία θηλυκά.
Ήταν και η πεθερά που στραβομουτσούνιαζε συνέχεια και πέταγε τις σπόντες της στη νύφη.
-Ο άντρας σπέρνει σερνικά και η γυναίκα βγάζει θηλυκά, έτσι λέγανε παλιά.
Το πήρε χαμπάρι η συμπεθέρα η Διονυσία και αρπάχτηκε.
-Άκου να σου πω κυρά συμπεθέρα, ούτε ο γιος σου αλλά ούτε η θυγατέρα μου αποφασίζουν τι παιδί θα κάμουν. Αυτά είναι πράγματα του Θεού και άδικα κατηγορείς το παιδί μου.
Μαζεύτηκε η συμπεθέρα.
Το ζευγάρι, όμως, αγαπημένο και μονιασμένο λάτρευαν τα κοριτσάκια τους και ζούσαν ευτυχισμένοι.
Πέρασαν λίγα χρόνια, μεγάλωναν τα κορίτσια, η μια καλύτερη από την άλλη!
Η μικρή ήταν ήδη πέντε χρονών.
Και η Αγγελικούλα, έγκυος πάλι στο τέταρτο παιδί.
Μερικοί στο χωριό, τόσο γυναίκες όσο και άνδρες, είπαν:
-Κάνει κι άλλο παιδί μπας και αποκτήσει τον πολυπόθητο γιο!
Ο Θοδωρής και η Αγγελικούλα, όμως, δεν το έβλεπαν έτσι.
Τα λάτρευαν τα παιδιά τους.
Η φιλοσοφία τους ήταν:
-Τα παιδιά είναι δώρο Θεού! Και για το γονιό, τα θηλυκά είναι εκείνα που θα τον κοιτάξουν!
-Το σερνικό, «έτσι και δέσει το βρακί και μυριστεί γυναίκα», μην τον είδατε. Συγγενής γίνεται με τους γονείς, απομακρύνεται πολύ!
Όλες οι γυναίκες στο χωριό, παρατηρούσαν με ενδιαφέρον την κοιλιά» της Αγγελικούλας, να αποφασίσουν αν θα ήταν θηλυκό κι αυτό. Ιδιαίτερα, οι δύο συμπεθέρες! Για άλλους λόγους η κάθε μία. Η Ελένη, από αγωνία, μην κάμει κοπέλα πάλι κι ο γιος της μείνει χωρίς κληρονόμο και η Διονυσία, μήπως κάνει πάλι κοπέλα και στραφούν εναντίον της ο άνδρας της και οι γονείς του.
Περνούσαν οι μήνες και δε μεγάλωνε πολύ η κοιλιά της Αγγελικούλας. Όλα αλλιώτικα σε τούτη την εγκυμοσύνη. Αναθάρρευαν λίγο οι Νόνες, αλλά καμιά δεν ξεθάρρευε αρκετά ώστε να πει κουβέντα. Πέρασαν τα Χριστούγεννα και η Αγγελικούλα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μαμής, έπρεπε να γεννήσει τέλη του Γενάρη. Δεν έβλεπε την ώρα να περάσει ο καιρός. Είχε βαρύνει πολύ, τουλάχιστον έτσι ένιωθε και με το ζόρι περπατούσε.
Δεν είχε να κάνει πολλές ετοιμασίες, σπάργανα είχε από τα προηγούμενα παιδιά και φασκιές και η κούνια που μεγάλωσαν οι τρεις κόρες, σε πολύ καλή κατάσταση. Ακόμα και η «σελέτα» ήταν σε καλή κατάσταση, (η ξύλινη ψηλή καρέκλα, για το παιδί που είχε τρύπα στη μέση κι έβαζαν ουροδοχείο από κάτω, ώστε τα τσίσα και τα κακά να πηγαίνουν απευθείας εκεί χωρίς να χρειάζονται πάνες).
Μόνο να γεννήσει με το καλό, να βγει γερό παιδί και τέρμα πια!
Αν και πολύ μικρή η κοιλιά της, ένιωθε μεγάλη δυσφορία, δεν έβλεπε την ώρα, «να πέσει με το καλό από πάνω της» κι ετούτο. Δεν είχε κουράγιο για άλλες εγκυμοσύνες και γέννες.
Ούτε και νοιαζότανε πια αν είναι κορίτσι ή αγόρι! Μόνο να είναι γερό παιδί παρακαλούσε.
Βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς και η Αγγελικούλα έφτιαχνε τηγανίτες για το καλό του Χρόνου, όπως ήταν το έθιμο, όταν την έπιασαν πόνοι. Κατάλαβε πως ήρθε η ώρα αλλά ήταν πολύ νωρίς και ανησύχησε, είπε στη μεγαλύτερη την Ελένη, να πάει να φωνάξει τον πατέρα της από το μαγαζί του χωριού που ήταν, να ειδοποιήσει τη μαμή!
-Άντε Θοδωρή, με το καλό και μακάρι να είναι σερνικό, του ευχήθηκαν όλοι.
Δε μίλησε ο Θοδωρής, αφού ευχήθηκε τα Χρόνια Πολλά, έστειλε την Ελένη σπίτι να προσέχει τις άλλες και να ΄χει το νου της μη θέλει τίποτα η μάνα και πήγε να φωνάξει τη μαμή.
-Μα ήταν ανάγκη πρωτοχρονιάτικα; Ούτε τις τηγανίτες δεν προλαβαίνω να τελειώσω, είπε βαριεστημένη.
-Ε, αυτά έχει η δουλειά σου κυρά μαμή, τα μωρά γεννιούνται όποτε γουστάρουν, δεν τα ενδιαφέρουν οι δουλειές μας.
Μέχρι να φτάσουν, (είχαν πάει και οι δύο Νόνες), είχαν ήδη σπάσει τα νερά. Δεν είπε τίποτα η μαμή, ούτε και οι Νόνες, αλλά δεν ήταν καλό σημάδι.
Καμιά δε μίλησε για να μην τρομάξει η λεχώνα.
Περνούσαν οι ώρες, οι πόνοι πολύ ισχυροί, αλλά όχι για γέννα, αργούσε πολύ.
Βασανίστηκε όλη τη νύχτα η Αγγελικούλα. Δυνατοί πολύ οι πόνοι και απανωτοί. Την εξετάζει κάποια στιγμή η μαμή και διαπιστώνει πως το παιδί έρχεται με τα πόδια! Πολύ επικίνδυνο. Αναγκάστηκαν να φωνάξουν τον γιατρό, τον Κορφιάτη.
Σηκώθηκε χαράματα Πρωτοχρονιάς, αδιαμαρτύρητα ο γιατρός και πήγε στο χωριό. Παιδεύτηκε για πολύ να γυρίσει το παιδί, τελικά, γύρω στο απόγευμα το πήραν με τις κουτάλες. Η Αγγελικούλα σε άσχημη κατάσταση μετά από τόση ταλαιπωρία.
Αφού συγύρισε τη λεχώνα η μαμή, πιάνει να σπαργανώσει το μωρό. Από τη σάλα δίπλα ακούγονταν κουβέντες από τις δυο συμπεθέρες, και κάτι συγγένισσες που είχαν μαζευτεί. Ανοίγει δειλά κάποια στιγμή την πόρτα η Ελένη και ρωτάει τι παιδί είναι.
-Να σας ζήσει, κοριτσάκι είναι, λέει δισταχτικά η μαμή.
Με το που το ακούνε η Ελένη και η Διονυσία βάζουνε τα κλάματα.
-Ω το γιο μου τον κακότυχο, με τέσσερα θηλυκά.
-Ω, τη θυγατέρα μου, την κακότυχη τι την περιμένει πως έκαμε πάλι θηλυκό.
Από κοντά μιξοκλαίνε και οι συγγένισσες.
Ανοίγει την πόρτα ο Θοδωρής που με το γιατρό και τη μαμή προσπαθούσαν να συνεφέρουν τη λεχώνα και καθώς βλέπει τη μάνα και την πεθερά του να κλαίνε, αγριεύει.
- Τι κλαίτε μωρές; Κηδεία έχουμε; Παιδί γεννήθηκε!
Άντε να χαθείτε δεν ντρεπόσαστε, ξεκουμπιστείτε όλες από δω!
-Τι κάνετε έτσι; Εσείς θα το μεγαλώσετε ή εσείς θα το προικίσετε; Φύγετε από μπροστά μου να μη σας βλέπω. Εγώ και η γυναίκα μου θα το μεγαλώσουμε και αυτό και εμείς θα τις παντρέψουμε όλες.
Μαζεύτηκαν οι συμπεθέρες και δε μίλησαν άλλο, έφυγαν και οι συγγένισσες. Με κάτι μούτρα μέχρι κάτω η πεθερά, δε μιλιόταν, κάπως αλαφρωμένη η μάνα, διαπιστώνοντας πως δεν θύμωσε ούτε μούτρωσε ο γαμπρός πως έκαμε πάλι θηλυκό η κόρη της.
Γυρίζει πίσω στο δωμάτιο ο Θοδωρής και του εξηγεί ο γιατρός πως το μωρό κινδυνεύει! Γεννήθηκε πρόωρα, είναι πολύ μικρό, (όσο ένα λαμπόγυαλο, είπε η μαμή) και άρρωστο από κοκίτη. Όταν το έπιανε ο βήχας μελάνιαζε και δύσκολα συνερχόταν, το δε κρύο τρομερό, δεν υπήρχε θέρμανση τότε.
- Καλύτερα να φωνάξετε τον παπά να το βαφτίσει στον αέρα, λέει ο γιατρός.
Έρχεται ο παπάς και η Νουνά που έμενε εκεί κοντά. Ρωτάει ο παπάς τι όνομα θα του δώσουν, πριν προλάβει να μιλήσει κανείς η Αγγελικούλα που έκλαιγε συνέχεια από τη στιγμή που είπε ο γιατρός πως κινδυνεύει το μωρό και λέει, Μαρίνα θα τη βγάλουμε. Κοιτάζουν όλοι με απορία, και η Αγγελικούλα:
-Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις, άλλη φορά.
Το μωρό σε άσχημη κατάσταση.
Απελπισμένος ο Θοδωρής, λέει του γιατρού:
-Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά αυτό το μωρό, η Μαρίνα μας, πρέπει να ζήσει. Πες μου τι μπορώ να κάνω εγώ;
-Πάρτε μπαμπάκια, λέει ο γιατρός, τυλίξτε το, ντύστε το με ζεστά ρούχα και τυλίχτε την κούνια γύρω με ζεστές κουβέρτες. Επίσης, βράζε νερό, γέμιζε μπουκάλια και βάζε τα γύρω στην κούνια. Κι όταν το πιάνει ο βήχας, γύριζέ το ανάποδα προσεκτικά και χτύπα το ελαφρά στη πλάτη. Σου λέω, όμως, ότι δεν έχει και μεγάλες ελπίδες .
Πέρασαν λίγες ημέρες και το μωρό χειροτέρευε, όταν το έβαζε στο βυζί η μάνα, το έπιανε βήχας και δεν μπορούσε να βυζάξει. Τρέχει στη χώρα με αγωνία ο πατέρας και λέει στο γιατρό:
-Το μωρό μας κινδυνεύει, σκέψου κάτι, κάνε κάτι, δε θέλουμε να το χάσουμε το παιδί μας.
-Υπάρχει μια καινούρια ένεση, λέει ο γιατρός, αλλά είναι πολύ ακριβή και πολύ δυνατή για το μωρό, δεν ξέρω αν την αντέξει.
-Αδιαφορώ για τα λεφτά δώσε μου συνταγή να την αγοράσω και περίμενε εδώ.
Τρέχει στο Φαρμακείο ο Θοδωρής, έρχεται πίσω με την ένεση κι ο γιατρός σε μεγάλο δίλημμα.
-Όχι μόνο πολύ επικίνδυνο Θοδωρή, αλλά πες μου εσύ, σε αυτό το μωρό που είναι σαν ένα μικρό, αδύνατο, ξεγδαρμένο κουνέλι, πόσα γραμμάρια πενικιλίνης να βάλω και πού να το σουβλίσω;
-Βάλε στην πόντα τση βελόνας λίγες στάλες και σούβλισέ την στην πατούσα, που έχει λίγο κρέας, αρκεί να μπει και μία σταγόνα μέσα της.
Έτσι και έγινε, λίγες στάλες πενικιλίνης, έκαναν το θαύμα τους και αργά-αργά ο βήχας άρχισε να υποχωρεί και να βυζαίνει το μωρό. Κέρβερος ο πατέρας, δεν άφηνε να μπαινοβγαίνει κανείς στο δωμάτιο ανοιγοκλείνοντας την πόρτα. Ο κίνδυνος δεν είχε περάσει ακόμα, το δωμάτιο έπρεπε να παραμένει ζεστό. Έτσι έβαλε ένα χοντρό λάστιχο για να κλείνει αυτόματα η πόρτα αμέσως μόλις άνοιγε. Κρατούσαν το δωμάτιο ζεστό, όσο μπορούσαν και συνέχιζαν να βράζουν νερό και να αλλάζουν τα μπουκάλια μόλις κρύωναν λίγο. Και το μωρό τυλιγμένο στα μπαμπάκια.
Μέρα με τη μέρα, άρχισε να συνέρχεται και να βάζει και λίγο βάρος η μικρή, ο κίνδυνος είχε περάσει.
Μέχρι 9 μηνών, όμως, δε βγήκε από το δωμάτιο, εν τω μεταξύ, άρχισε να παίρνει και τα πρώτα μικρά βήματα και να λέει τα πρώτα της λογάκια!
Όταν πήγε για τελευταία φορά να δει το παιδί ο γιατρός, γιατί ήταν καλά πια, ο Θοδωρής του έπιασε τα χέρια και τα φίλησε για να δείξει την ευγνωμοσύνη του και να τον ευχαριστήσει που του έσωσε το παιδί του.
-Κι εγώ οφείλω να σε συγχαρώ για τη μεγάλη σου θέληση, την υπομονή και επιμονή, αλλά και τη δύναμη της καρδιάς σου, να κρατήσεις αυτό το μικρό πλασματάκι στη ζωή.
Να σας ζήσει γερή κι ευτυχισμένη!
Και η Μαρινούλα, με έναν κόκκινο φιόγκο στις όμορφες μπουκλίτσες της και μια μικρή φέτα ψωμί με ζάχαρη στο αδύνατο χεράκι, έκαμε τη δημόσια εμφάνισή της στη γειτονιά! Φως και μάτια την είχαν όλοι, ένα πρωί, φωνάζει η Γεωργία η γειτόνισσα:
-Αγγελικούλα μου, το νου σου στο παιδί, καλύτερα πάρε την μέσα, γιατί ο μεγάλος κόκορας τση Κατίνας, έρχεται γύρω και θα της βγάλει κάνα μάτι.
Και μεγάλωνε η Μαρίνα, η «τσαπερδόνα του», όπως την έλεγε ο πατέρας.
Κάθε Πρωτοχρονιά, όπου γιόρταζε γενέθλια η Μαρίνα, ο πατέρας, της έκανε δώρο, μια μικρή φούσκα μακρουλή, φουσκωμένη, τυλιγμένη στα μπαμπάκια, να της θυμίζει, πως τόση, περίπου, ήταν όταν γεννήθηκε και την τύλιγαν με μπαμπάκια. Η δε Αγγελικούλα, όταν έφτιαχνε αποβραδίς τις τηγανίτες, της θύμιζε πως τις άφησε στη μέση για χατίρι της, γιατί βιαζόταν να βγει στον κόσμο!
Μια μέρα, όταν είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, θυμήθηκε ο Θοδωρής να ρωτήσει την Αγγελικούλα, για το όνομα, Μαρίνα.
-Ήμουν στον τρίτο μήνα, περίπου. Ένα βράδυ, είδα ένα παράξενο όνειρο. Στεκόμουν, λέει, μέσα στο δωμάτιο με το παράθυρο ανοιχτό γιατί ήταν ωραία μέρα. Ξαφνικά, παρουσιάζεται μια γυναίκα στο παράθυρο και μου λέει:
-Είμαι η Αγία Μαρίνα. Εκείνο το ωραίο κόκκινο μαροκέν ύφασμα που σου έστειλε ο θείος σου από την Αμερική, μην το ράψεις. Φύλαξέ το να μου το φέρεις κι εγώ θα σου κάνω δώρο πολύτιμο, το πιο ωραίο κανδήλι που έχω.
-Ξύπνησα αναστατωμένη Θοδωρή μου, ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο, νόμιζα πως δεν κοιμόμουν, αλλά ότι στο ξύπνιο μου την είδα μπροστά μου!
Δεν είπα τίποτα σε κανέναν, ούτε καν σε σένα, μη με περάσετε για αλαφροΐσκιωτη Θοδωρή μου.
Καλώς έπραξες Αγγελικούλα μου! Και όντως η Αγία Μαρίνα, προστάτεψε το παιδί μας και το γλιτώσαμε!
Καμάρι και στολίδι της φαμελιάς μας, οι τέσσερες κόρες μας. Αλλά, άσε με εμένα να λέω τη Μαρινούλα μας πενικιλίνη!
Πενικιλίνη την έλεγε τη Μαρίνα ο Θοδωρής μέχρι που εγκατέλειψε τα εγκόσμια.
Μη η πενικιλίνη, δε θα είχαμε τη Μαρίνα μας να την καμαρώνουμε μαζί με τις άλλες μας κόρες! Τυχεροί που σταθήκαμε Αγγελικούλα μου με τις κοπελούλες μας. Κι όσο θυμάμαι τη μάνα μου και τη μάνα σου που έκλαιγαν γιατί δεν ήταν σερνικό, ειλικρινά σου λέω, γελάω μέσα μου!
Ο γιατρός και η πενικιλίνη έκαμαν το θαύμα τους!
-Και η Αγία Μαρίνα Θοδωρή μου!
Όντως, γιατί μας έκανε δώρο πολύτιμο!
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου