e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Ο Ουίς

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Όταν γεννήθηκε χάρηκαν πολύ οι γονείς του. Ήταν το πρώτο τους παιδί και μάλιστα αγόρι! Σημαντικό για κείνα τα χρόνια, σχεδόν... κατόρθωμα. Στρουμπουλό και τροφαντό το μωρό και... φαγανέλι. ιο βύζαινε και το ξαναβύζαινε η μάνα του και χορτασμόνε δεν είχε. Όλο έσκουζε πανάθεμα το... ουά, ουά στην αρχή κι όταν πήγε κάμποσων μηνών, ουί, ουί... εξ ου και το σουσούμι που του κολλήσανε οι γύρω.

Μέχρι να βρουν νουνό της αρεσκείας τους, γιατί -όλα κι όλα- δεν ήθελαν όποιον κι όποιον, κόντευε ενός χρονού και ναι μεν ο ξενοχωρίτης νουνός, ο μουλαράς, τόβγαλε Αναστάση και οι γονείς δεν τόλμησαν να φέρουν μεγάλες αντιρρήσεις, όμως, η μόνη που τον φώναζε «Τάση» ήταν η μάνα του, για όλους ήταν και έμεινε μέχρι το θάνατο του ο Ουίς.

Από πολύ νωρίς κατάλαβαν, πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Ουί. Ναι μεν έτρωγε και δε χόρταινε και ήταν ένα ψηλό και πολύ παχουλό παιδάκι, όμως, τεσσάρων χρονών, συνέχιζε να κατουρεί και να λερώνει τα ντρίλινα βρακιά που του έραβε η μάνα του και δεν έλεγε ούτε μια λέξη.

Δεν πολυανησύχησαν οι γονείς του, άλλωστε ποιος είχε την πολυτέλεια να ασχολείται με τέτοια ψιλοπράγματα εκείνα τα χρόνια που ζούσαν μες τη φτώχεια και τη δυστυχία οι περισσότεροι λόγω πολέμων και άλλων δεινών. Θυμόνταν και μία χωριανή που ήταν 5 χρονών το παιδί της και δεν μιλούσε και το πήγε στον Κοινοτικό γιατρό. Όταν του είπε το πρόβλημα, η μόνη του..., διάγνωση ήταν: «Μη στενοχωριέσαι κυρά μου και θα βγάλει το σκασμό», και πράγματι κάποτε έβγαλε το σκασμό κι από τότε δεν έβαζε γλώσσα στο στόμα του. Αφού λοιπόν αυτό μίλησε, ο γιατρός ξέρει προφανώς, οπότε κάποια στιγμή θα τα ξεφουρνίσει όλα του τα λογάκια μαζεμένα κι ο Τάσης τους.

Τα μόνα λογάκια που κατάφερε να ξεφουρνίσει ο Ουίς, ήταν κάποιες λέξεις για τις βασικές του ανάγκες, τίποτα άλλο.

Καλοκάγαθος και άκακος, ιδιαίτερα καλός με τα παιδιά που τον λάτρευαν, ίσως γιατί κι ό ίδιος ήταν ένα μεγάλο παιδί. Ήταν το δεξί χέρι όλων των χωριανών, ουδέποτε αρνήθηκε να βοηθήσει κανέναν, θελήματα ήθελες, νερό να κουβαλήσει, να ξεχορταριάσει τον κήπο, ό,τι και νάθελες πάντα πρόθυμος.

Ήταν και πολύ περήφανος όμως. Ουδέποτε δέχτηκε να πάρει τίποτα από όσα του πρόσφεραν για την εξυπηρέτηση, άλλο από καμιά χουφτίτσα μαύρες σταφίδες που του άρεσαν πολύ, αν επέμενες, κουνούσε δυνατά τα χέρια του βγάζοντας άναρθρες κραυγές και πήγαινε πάρα πέρα. Τις σταφίδες τις έβαζε μες στο μαντίλι του. Κουβαλούσε πάντα καθαρό μαντίλι μα ποτέ δεν το μεταχειριζόταν. Αν χρειαζόταν να ξεμυξιστεί, έπιανε τα ρουθούνια με τα χέρια του, φυσούσε δυνατά για να πάνε μακριά οι μύξες και μετά έκοβε κάνα χόρτο από γύρω να σκουπιστεί. Εκεί που ήταν ανεπανάληπτος, όμως, ήταν στις... κλανιές και τις είχε πρόχειρες και μπόλικες πάντα... βροντερές και... μυρωδάτες, σκορπίζανε πανηγύρι... όπως χαρακτηριστικά λέγανε οι χωριανοί και δώστου να τον κυνηγάνε από το μαγαζί, αν ήταν μέσα, ή από τις παρέες, αν κάθονταν κι άλλοι γύρω. Ο Ουίς, το είχε για πολύ αστείο και γελούσε με την ψυχή του, λες κι είχε κάμει μέγα κατόρθωμα.

Μεγαλώνοντας ο Ουίς απέκτησε κάποιες εμμονές, όπως π.χ., ντάλα μεσημέρι με τον ήλιο να τσουρουφλίζει, να κάθεται με τις ώρες στα μουράγια της εκκλησίας και με το κεφάλι στηριγμένο στο ένα του χέρι να... τραγουδάει με τη μονότονη, συρτή φωνή του, ουί, ουί, ουί..., λες και κρατούσε το ίσο στους ψάλτες. Όσο κι αν προσπάθησαν οι δικοί του και οι χωριανοί να του εξηγήσουν πως δεν πρέπει να κάθεται τόσες ώρες μες στον ήλιο, πέρα έβρεχε για τον Ουί. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες τα μεσημέρια του καλοκαιριού, εκεί να σιγοψήνεται και να το απολαμβάνει.

Άλλη, χειρότερη, εμμονή ήταν το γυάλισμα των παπουτσιών του. Φορούσε πάντα μόνο μαύρα παπούτσια. Περνούσε ώρες ολόκληρες να τα βάφει, να τα βουρτσίζει, να τα γυαλίζει με μάλλινα πανιά, καθρέφτη τάκανε, κοιταζόταν μέσα και αναγάλλιαζε η ψυχή του. Κι όταν πια τα φορούσε και πήγαινε στο αγαπημένο του στέκι, στα μουράγια της εκκλησίας, ουαί κι αλίμονο αν τολμούσε κανείς έστω και αστειευόμενος να του πει πως τα δικά του παπούτσια γυαλίζουν περισσότερο από του Ουί ή ότι θα τον πατήσει για να λερωθούν τα παπούτσια του ή ακόμα χειρότερα να κάνει την κίνηση προς το μέρος του. Ο καλός, ο ήρεμος, ο άκακος Ουίς γινόταν θηρίο ανήμερο..., ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε...

Όπως ήταν μεγαλόσωμος και δυνατός σαν ταύρος έτσι και σ΄ έπιανε στα χέρια του ήταν ικανός να σε ξεσκίσει. Άμα του πέρναγε ο μέγας θυμός, καθότανε κι έκλαιγε με τις ώρες, γιατί πήγαν να του χαλάσουν τη γυάλιση ή γιατί του είπαν πως δεν ήταν καλογυαλισμένα.


Έτσι έζησε τη ζωή του ο Ουίς, μέσα σε μια μικρή κοινωνία, πολύ πιο ανθρώπινη από τη σημερινή. Όλοι τον πρόσεχαν κι όλοι τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν. Ούτε ιδρύματα χρειάστηκε, ούτε ειδικά Σχολεία, ούτε τίποτα... Σχολείο του ήταν τα καθημερινά του βιώματα, που ως επί το πλείστον ήταν θετικά, ήταν αρκετά γνωστός και στα γύρω χωριά κι ούτε που θα τολμούσε κανείς να τον περιγελάσει, γιατί θα είχε να κάνει με όλο το χωριό.

Ήταν κάπου στα 60, όταν, έτσι όπως έζησε αθόρυβα και ήρεμα, έφυγε από τη ζωή στον ύπνο επάνω. Δεν έμεινε μάτι που να μη δακρύσει στο στερνό αντίο...

Εύχομαι εκεί που είσαι Ουί μου, να σε φροντίζουν οι Αγγέλοι και να κρατούν γυαλιστερά κι αστραφτερά τα παπούτσια σου χωρίς να επιτρέπουν σε κανέναν να σε πατήσει ή να σου παραβγεί στη γυάλιση.

Με την αγάπη μου,
Διονυσία

6 σχόλια:

Μαρία Σ είπε...

Πολύ συγκινητική η ιστορία σας.
Κάτι μου λέει πως είναι και αληθινή.
Νάχετε πάντα υγεία και να μας γράφετε από τα ξένα αυτά που θα επρεπε να ξέρουμε εμείς .

Daniel είπε...

Μα, είναι αληθινή αγαπητή Μαρία Σ.
Υπήρξε ο Ουίς...τον γνώρισα, τον έζησα από κοντά για πάρα πολλά χρόνια. Ήταν ακριβώς έτσι όπως τον περιγράφω...
Σε αυτή τη στήλη δεν γράφω λογοτεχνικά κείμενα, αλλά αναφέρομαι σε πραγματικά γεγονότα και χαρακτήρες έτσι όπως τα έζησα και γνώρισα εγώ. Για αυτό,άλλωστε, και το τίτλος: Αναμνήσεις και Νοσαταλγίες
Καλώς όρισες στην παρέα μας,
πολλά-πολλά χαιρετίσματα από την μακρινή, για εσάς, αλλά πανέμορφη Μελβούρνη,
δ.μ.τ.

P. Kapodistrias είπε...

Υπέροχος και συγκινητικός λόγος. Μια από τις πολλές περιπτώσεις μεγάλων λιλιπούτειων ηρώων, των οποίων ποτέ δεν θα γράψει τα ονόματά τους η Ιστορία, επειδή είναι εξαρχής καταγεγραμμένα στην καρδιά μας!!!

Daniel είπε...

Ήταν ήρωες κι αυτοί και οι γονείς που τους ανάθρεψαν, πάτερ Παναγιώτη, χωρίς γνώσεις, χωρίς πολλά εφόδια, χωρίς "υπηρεσίες", όπως ήρωες είναι πάντα όλοι οι γονείς, ιδιαίτερα παιδιών με ειδικές ανάγκες ή ικανότητες, ανάλογα από ποια σκοπιά το βλέπει έκαστος.
Μόνο που σήμερα, το ρόλο της αποκλειστικής και ευρύτερης οικογένειας αυτών των παιδιών τον αναλαμβάνει πολλές φορές η πολιτεία με όλες τις συνέπειες και επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές. Δύσκολη η σύγκριση, δεν υπάρχουν εύκολες ή τέλειες λύσεις, δυστυχώς.
δ.μ.τ.

Χαρά Θ. είπε...

Τι μου θυμίσατε αγαπητή μου Daniel!
Μποχαλιώτης δεν ήταν, ή κάνω λάθος;
Πάντως κι εγω έτσι ακριβώς την ξέρω την ιστορία.
Νάστε καλά εκεί μακρυά στα ξένα αλλά τόσο κοντά στη Ζακυνθούλα μας,αιώνιος εραστής.

Daniel είπε...

Αγαπητή Χαρά,
Ναι, Μποχαλιώτης ήταν...
Δε μου λες, όμως, κι εσύ από κει;
Για να θυμάσαι, πρέπει από εκεί το γύρω να ήσουν...
Η Ζάκυνθος, βρίσκεται στη καρδιά μου, τα 50, συνολικά, χρόνια που απουσιάζω από εκεί, ΔΕΝ έχουν μετριάσει την αγάπη μου για τον τόπο και τους ανθρώπους της...
Η Μελβούρνη στην οποία ζω 42 χρόνια τώρα, είναι πανέμορφη πόλη και είμαι προσαρμοσμένη πλήρως στον εδώ τρόπο ζωής, πώς να το κάνουμε, όμως, το αγκαθάκι του νόστου, εξακολουθεί να τσιμπάει..
Σου στέλνω τους χαιρετισμούς και την αγάπη μου,
δ.μ.τ.