Του π. Ιωάννου Χρυσαυγή
Αρχιδιακόνου του Οικουμενικού Θρόνου
Σημείωση: Ευθύς εξ αρχής πρέπει να δηλώσω πως το παρόν αποτελεί εμπλουτισμένη μετάφραση άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Public Orthodoxy στις 18 Σεπτεμβρίου, 2024, και γράφτηκε προτού ανακοινωθούν οι πρόσφατες εκλογές βοηθών επισκόπων στην Ελλάδα. Οπότε, σύμφωνα με την γνωστή «αποποίηση ευθύνης» στον κινηματογράφο, ενώ το περιεχόμενο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, «τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική». Αλλά προκύπτει το παράδοξο, να τηρούνται αυστηρά oι τύποι και το τυπικό σε ήσσονος σημασίας θέματα και εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα μιτροφορίες και χοροστασίες, αλλά να παραβλέπονται μέχρις αυθαιρεσίας σε μείζονα, όπως χειροτονία επισκόπων χωρίς ποίμνιο απονομή τίτλων χωρίς αντίκρυσμα. Το άρθρο μου είναι αφιερωμένο στη μνήμη του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά.
Αναρωτιέται κανείς αν είναι άραγε τυχαίο και χωρίς λόγο που η θεσμική εκκλησία και η θρησκεία γενικότερα αμφισβητούνται διαρκώς και έντονα, και κυρίως αν η έννοια της ηγεσίας ή εξουσίας συνεχίζει να παραμένει κοντά στην αρχική της αποστολή και μορφή ή έχει σε μεγάλο βαθμό διαστρεβλωθεί και απωλέσει το πρωταρχικό και ουσιαστικό της περιεχόμενο. Επιπλέον, για τους περισσότερους, το μυστήριο της ιεροσύνης είναι θεολογικά και πνευματικά τόσο σύνθετο στην κατανόησή του ώστε έχει πλέον περιοριστεί και υποβαθμιστεί στα της κανονικής χειροτονίας και της διοικητικής οργάνωσης, γι᾽ αυτό και οι αποδιδόμενοι τίτλοι πολλές φορές είναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο (ακόμη και παραπλανητικοί) ή, χειρότερα, χωρίς ουσιαστικό νόημα (ακόμη και μάταιοι). Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, μητροπολίτες σε πάλαι ποτέ διαλάμψασες μητροπόλεις, τιτουλάριοι όλων των ειδών, έξαρχοι ιστορικά ανύπαρκτων εκκλησιαστικών μονάδων, και λοιπά. Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζουμε μια μετατόπιση της σημασίας της ιεροσύνης από την απροϋπόθετη κλήση για διακονία στην ικανοποίηση προσωπικής φιλοδοξίας, που συμπαρασύρει και αλλοιώνει το νόημα και την ουσία της πνευματικής πατρότητας και της ποιμαντικής μέριμνας.
Στο Κατά Ματθαίον 23.7–12, ο Χριστός επιπλήττει ρητά την συμπεριφορά των Φαρισαίων και το γεγονός ότι επινοούν για τον εαυτό τους τιμητικούς τίτλους, ενώ ταυτόχρονα συμβουλεύει τους μαθητές του να αποφεύγουν για τους ίδιους τους χαρακτηρισμούς «δάσκαλος», «πατέρας» ή «μέγας». Οι νουθεσίες αυτές, χωρίς προφανώς να καταργούν, να αρνούνται ή να αμφισβητούν τον ρόλο των λειτουργικών αξιωμάτων και των εκκλησιαστικών διακονημάτων, στρέφονται κυρίως κατά της ανθρώπινης υπεροψίας και κολακείας που υπονομεύουν την απόλυτη τιμή η οποία αρμόζει μονάχα στον Θεό, και παράλληλα διαμορφώνουν συνθήκες ισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Το να μη ξεχωρίζεται πλέον ή να παραβλέπεται η αξιέπαινη δύναμη της αγάπης από την αξιοκατάκριτη αγάπη της δύναμης έχει λάβει σήμερα διαστάσεις επιδημίας, ιδιαίτερα από τον κλήρο και την ιεραρχία, παρά την αφοριστική παραγγελία του Χριστού για τη δεύτερη ότι «οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν» (Μάρκ. 10.43). Η αντίθεση μεταξύ της οδού του κόσμου και της οδού του σταυρού γίνεται εμφανέστερη όταν αναλογιζόμαστε ότι ο «πρᾷος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11.29) Υιός του Θεού «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» (Φιλ. 2.7).
Είναι γνωστό ότι ενώ η αποστολική κοινότητα γενικά σεβόταν τη διάκριση μεταξύ των ποικίλων χαρισμάτων, όπως του «προφήτη», «διδασκάλου», «απόστολου», «ευαγγελιστή», «ηγέτη» και «πρεσβυτέρου», οι πρώτοι Χριστιανοί προτιμούσαν να απευθύνονται ο ένας στον άλλον με όρους όπως «αδελφός» και «αδελφή» ή «συνεργάτης» και «σύνδουλος». Μετά την αναγνώριση της χριστιανικής εκκλησίας τον τέταρτο αιώνα, οι τίτλοι επισημοποιήθηκαν και συν τω χρόνω εμπλουτίστηκαν. Όταν η χριστιανική εκκλησία αναγνωρίστηκε πλέον σαν θρησκεία κατά τον τέταρτο αιώνα, άρχισαν συνάμα να καθιερώνονται και να κατοχυρώνονται. Η επικρατήσασα εικόνα είτε ρασοφόρων είτε μιτροφόρων συνιστά λοιπόν αναχρονισμό, και μάλιστα εντελώς άγνωστο και ξένο στο μήνυμα του Ευαγγελίου που στην πραγματικότητα αποκλείει και αντιστέκεται σε κάθε είδος προσωπολατρείας ή φανατισμού, και αντ᾽ αυτού εστιάζει αποκλειστικά στο πρόσωπο του Χριστού ως της μόνης αυθεντικής πηγής και του μόνου αληθινού φωτός, το οποίο κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκιάσει ή αντικαταστήσει.
Προφανώς τα διάφορα οφίκια και αξιώματα έχουν νόημα μονάχα όταν προσδιορίζουν την αποστολή και προασπίζουν το όραμα της εκκλησίας της εστιασμένης στο πρόσωπο του Χριστού και συνδεδεμένης στα μέλη του σώματός του. Υπό αυτή την έννοια, οι τίτλοι είναι «λειτουργικοί», έχουν δηλαδή λειτουργικό σκοπό. Και έξω από αυτήν την θεώρηση και προοπτική, δεν καταφέρνουν τίποτε άλλο παρά το να ερεθίζουν ή να σκανδαλίζουν και να προωθούν την ανθρώπινη διάκριση ή διάσπαση. Έτσι, στην αρχέγονη εκκλησία, η υιοθέτηση τίτλων και αξιωμάτων συνέβαλε στην εύρυθμη διακονία και ενίσχυε την αποτελεσματική διοίκηση της εκκλησίας ως «έργου του λαού» (δηλαδή, ως λειτουργία). Οι διακριτοί ρόλοι και τα συγκεκριμένα δικαιώματα ορισμένων εκλεγμένων ή επιλεγμένων μελών του κλήρου –που, παρεμπιπτόντως, θεωρούνταν πάντα ως μέρος του λαού κι όχι ως ξεχωριστό κομμάτι του!– ήταν ουσιώδους και ζωτικής σημασίας για την εκκλησιαστική διοίκηση και τον συνοδικό θεσμό. Δεν αποτελούσαν περιττή προσθήκη ή εκδήλωση πολυτέλειας στη ζωή της εκκλησίας, αλλά αναπόσπαστο τμήμα της ίδιας της ταυτότητας και υπόστασής της.
Κατά την εποχή της ακμής του Βυζαντίου, τέτοιοι τίτλοι –τόσο για τους κληρικούς όσο και για τους κοσμικούς (σκεφτείτε, λ.χ., το αξίωμα των «αρχόντων»)– αποτελούσαν αναμφισβήτητα μια ξεχωριστή τιμή, αντανακλώντας την εξαιρετική ευθύνη και την εξέχουσα προσφορά ενός ατόμου στην ευρύτερη εκκλησιαστική ή κοσμική κοινότητα. Ωστόσο την εποχή της παρακμής του Βυζαντίου, οι ίδιοι τίτλοι συχνά καταντούσαν σκιά της αρχικής τους σημασίας και λειτουργίας, απλά ρηχές και κούφιες τιμές, οι οποίες περιορίζονταν σε άσκοπες φιλοφρονήσεις και άδειες κολακείες. Μάλιστα με το πέρασμα του χρόνου, καθώς οι αυτοκρατορικοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες γίνονταν ολοένα και λιγότερο σημαντικοί, εμφανίστηκε η τάση για υπερπληθωρισμό τίτλων, έτσι ώστε συν τω χρόνω να κληρονομήσουμε αμέτρητες παραλλαγές τίτλων όπως «αιδεσιμότατος», «εξοχώτατος», «άγιος» κ.ά. Για παράδειγμα, εκτός από το αξίωμα «σεβαστός» εμφανίστηκε και το «υπερσέβαστος», φτάνοντας στο απόγειό του ως «πανυπερσέβαστος». Και το αποκορύφωμα χωρίς αμφιβολία ή οποιοδήποτε ανταγωνισμό ανήκει όχι στον ρωμαιοκαθολικό Πάπα Ρώμης, αλλά στον ορθόδοξο Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τον «πατέρα πατέρων, ποιμένα ποιμένων, αρχιερέα αρχιερέων, τρίτο και δέκατο των αποστόλων, και κριτή της οικουμένης».
Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν είναι τόσο το ότι τα προαπαιτούμενα προσόντα των κληρικών (όπως τα «κόσμιος», «σώφρων» και «επιεικής», που περιγράφονται στην Α´ Τιμ. 3.2–4) κατά κάποιο τρόπο μετέπεσαν σε υπερβολικές και επιφανειακές προσφωνήσεις ή περιγραφές, όσο το ότι οι τίτλοι και τα οφίκια να απονέμονται ή να χορηγούνται τυπικά και εθιμοτυπικά. Κι ομολογουμένως εμείς οι κληρικοί φαίνεται ότι απολαμβάνουμε υπερπληθώρα τοιούτων τίτλων και διακρίσεων. Ωστόσο, η οποιαδήποτε χρήση μπορεί να συνεπιφέρει και την υπερβολική χρήση ακόμη και κατάχρηση. Κάθε ιεραρχικό σύστημα, θρησκευτικό ή κοσμικό, ευθύνεται, έστω κι αν υπερηφανεύεται, για την τεράστια ποικιλία τέτοιων περίπλοκων και πολυσύνθετων τίτλων, πολλοί από τους οποίους συχνά καλύπτονται πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου. Και φυσικά, η Ορθοδοξία, ως η μόνη αληθινή και παραδοσιακή εκκλησία, μπορεί οπωσδήποτε να καυχηθεί ότι έχει αναμφισβήτητα επιτύχει μια μοναδική και απαράμιλλη επινόηση και απόδοση τέτοιων τίτλων.
Έτσι λοιπόν, κάποιος του αναστήματος του αείμνηστου Κάλλιστου Γουέαρ μπορεί να εκλεγεί τιτουλάριος επίσκοπος μιας ασήμαντης επισκοπής (κάπου, καθώς λέγεται, στην αρχαία Φρυγία ή ίσως και το σύγχρονο Μαυροβούνιο) και στη συνέχεια να προαχθεί σε τιτουλάριο μητροπολίτη—πράγμα που σημαίνει ότι θα ήταν επίσκοπος ή μητροπολίτης μόνο κατ᾽ όνομα, χωρίς «ποίμνιο»· είναι δηλαδή «επίτιμος» επίσκοπος, «για τα μάτια» ή «κατ᾽ όνομα» (ἐπί ψιλῷ ὀνόματι). Παρομοίως, ο αείμνηστος Ιωάννης Ζηζιούλας –ο οποίος αυτός κι αν «έγραψε το κατεξοχήν βιβλίο» για το τι εστί επίσκοπος, αν και χειροτονήθηκε στους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης «ἀθρόον», δηλαδή μέσα σε μια εβδομάδα– μπορεί να εκλεγεί ως «εν ενεργεία» ή «πραγματικός» μητροπολίτης μιας «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής» χωρίς ορατό ποίμνιο, αλλά μονάχα με ποίμνιο στην «θριαμβεύουσα» εν ουρανώ εκκλησία. Όλα αυτά είναι ξεκάθαρα αποτυπωμένα και αποθηκευμένα στα σκονισμένα αρχεία του κανονικού πρωτοκόλλου και της τελετουργικής εθιμοτυπίας.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι η «εξουσία» και η «δύναμη» στην εκκλησία έχουν ελάχιστη σχέση με εμάς και περισσότερο σχέση με τον Θεό, τον ασυναγώνιστο και παντοδύναμο «ποιητή» του κόσμου και «χορηγό» της ζωής. Πράγματι, η ιεραρχία δεν έχει να κάνει με τη μετάβαση από τις τάξεις των λαϊκών στην ιεροσύνη ή ακόμη με τη μετάβαση από τον βαθμό του διακόνου μέσω αυτού του πρεσβυτέρου σ᾽ αυτόν του επισκόπου. Έχει να κάνει πρωτίστως και κυρίως με την «ιερά» «αρχή», δηλαδή την «θεία» «πηγή» –κατά την ετυμολογία της λέξης «ιεραρχία»– όλων των πραγμάτων «επί γης και ουρανού» «εν παντί καιρώ και χρόνω». Με άλλα λόγια, η διοίκηση της εκκλησίας δεν αφορά σε καμιά περίπτωση κάποιο είδος επίγειας εξουσίας ή τη διεύθυνση μιας εμπορικής εταιρείας, αλλά τη διαχείριση και διοίκηση της θεσμικής εκκλησίας, με ρητό καθήκον την καθοδήγηση και υποστήριξη ολόκληρου του σώματος του Χριστού ή του οίκου όλων των πιστών—που είναι άλλωστε και η σημασία της λέξης «διοίκηση».
Υπάρχουν «καὶ ἄλλα πολλὰ…, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. 21.25). Τελευταία συνηθίζεται κάποιοι συνταξιούχοι, χήροι και επίλεκτοι ιερείς περιστασιακά να ανυψώνονται στον βαθμό του επισκόπου, αν και σπάνια έχουν επί της ουσίας καμιά συμμετοχή στα διοικητικά θέματα της επαρχίας όπου ζουν. Μερικοί μάλιστα ιεράρχες νιώθουν κάπως απογοητευμένοι, διαμαρτυρόμενοι ότι ένας τέτοιος πληθωρισμός τίτλων και τιμών μειώνει το κύρος ή τη χάρη του επισκοπικού βαθμού και αξιώματος. Ο λόγος που συχνά προβάλλεται για τέτοιες χειροτονίες συμβολικού χαρακτήρα είναι η «αναγνώριση» της προσφοράς ή της «αξιότητας» των εν λόγω κληρικών. Με άλλα λόγια, ενώ κάποιος κοσμικός που συνταξιοδοτείται μπορεί να περιμένει να λάβει ένα χρυσό ρολόι ως δώρο, στην εκκλησιαστική πραγματικότητα βλέπουμε μια παραμόρφωση ή εκμετάλλευση των οφίκιων με σκοπό την ικανοποίηση είτε αυτού που απονέμει είτε εκείνου που αποδέχεται τον τίτλο, ή κάποτε και των δύο. Ίσως θα ήταν απλούστερο –και ασφαλώς πολύ καταλληλότερο– να προσφέρουμε έναν χρυσό σταυρό στους συνταξιοδοτούμενους κληρικούς για να τιμήσουμε την προσφορά τους. Η αυθαίρετη προσφορά και ατέλειωτη συσσώρευση τιμής επί τιμής είναι κάποτε θέμα κακής επιλογής και ακόμη κακού γούστου.
Όλα αυτά μου φάνηκαν κάπως παράξενα και όταν ο πατέρας μου επιλέχθηκε πρόσφατα για την απονομή τιμητικού τίτλου ως αναγνώριση της μακράς και αφοσιωμένης διακονίας του. Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, ήταν «πρωτοπρεσβύτερος του οικουμενικού θρόνου» αλλά, αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας μου, ο πρώην αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας –ένας επιφανής και ισχυρογνώμων πρίγκηπας της εκκλησίας– έκρινε σκόπιμο να ανυψώσει τον πατέρα μου στο βαθμό του «αρχιμανδρίτη». Ο δε νυν αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας αποφάσισε στη συνέχεια να τον προτείνει για προαγωγή σε «αρχιμανδρίτη του οικουμενικού θρόνου»—με όλα τα πολύτιμα προνόμια και την περιζήτητη προτεραιότητα που ένας τέτοιος τίτλος επισύρει στο ιεροτελεστικό πρωτόκολλο που κάποτε μοιάζει σαν τη γραμμή fast track σε κάποιο συνωστισμένο αεροδρόμιο.
Ο τίτλος από μόνος του είναι ασφαλώς ενδιαφέρων, αν και ιστορικά ανακριβής εφόσον το αξίωμα του «αρχιμανδρίτη» απαντάται κατεξοχήν στην Κωνσταντινούπολη και προορίζεται αποκλειστικά για άγαμους ή μοναχούς, αρχικά αναφερόμενος στον ηγούμενο ανδρώας –ή και γυναικείας– μοναστικής αδελφότητας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, εάν οι ιεράρχες που απονέμουν ένα τέτοιο τίτλο σε κάποιο χήρο πρεσβύτερο, λαμβάνουν καν υπόψη τους και τις επιπτώσεις στην ανιδιοτελή και συχνά ανανταπόδοτη διακονία της γυναίκας που βρίσκεται πίσω από κάθε έγγαμο κληρικό. Σκέφτονται άραγε οι ιεράρχες μας ότι μια τέτοια τιμή θα μπορούσε να μειώνει την απόλυτη στήριξη και την απεριόριστη διακονία κάθε πρεσβυτέρας επί πολλές δεκαετίες; Όπως οι περισσότερες σύζυγοι κληρικών, η μητέρα μου διακονούσε έξω από το θυσιαστήριο επάξια και αφανώς –συχνά χωρίς την οποιαδήποτε τιμή και αναγνώριση– ώστε ο πατέρας μου να μπορεί να λειτουργεί εντός του θυσιαστηρίου έντιμα και φανερά. Όπως πολλές πρεσβυτέρες, υπηρετούσε με θυσιαστικό πνεύμα μέσα στο σπίτι μας ώστε ο πατέρας μου να μπορεί να φροντίζει τους ενορίτες έξω από το σπίτι μας.
Δεν ενοχλούνται οι ιεράρχες ότι μια αχρείαστη τιμή σεβασμού για έναν πρεσβύτερο μπορεί να δείχνει μια μετά θάνατον ασέβεια προς την πρεσβυτέρα του; Πως ένας περιττός επιπλέον τίτλος για έναν ιερέα θα μπορούσε όχι μονάχα να υποτιμήσει την πρεσβυτέρα, αλλά και να υπονοήσει ότι ένας χήρος πρεσβύτερος –κατά κάποιο τρόπο και κατά βούληση ενός επισκόπου– επιτέλους μπορεί να λάβει κάποιο προνόμιο που στερούνταν προηγουμένως, καθ᾽ όλη τη διάρκεια διακονίας του ως έγγαμος κληρικός. Οι ιεράρχες μας θα έπρεπε να είναι πιο ευαίσθητοι και προσεκτικοί ώστε να αναγνωρίζουν και την άλλη πλευρά του νομίσματος ώστε να μην μειώνουν ή εκμηδενίζουν τη μνήμη και την συμβολή των συζύγων των πολύτιμων κληρικών τους. Είναι το ελάχιστο που μπορούν και υποχρεούνται να κάνουν για έναν έγγαμο πρεσβύτερο και την πρεσβυτέρα του, που αφιέρωσαν –μαζί κι οι δυο– τη ζωή τους στην εκκλησία.
Για μια εκκλησία που συχνά σχεδόν υπερηφανεύεται ότι αποφεύγει οποιαδήποτε συζήτηση και υποχώρηση γύρω από τη θέση της γυναικός στην εκκλησία ενώ αρνείται οποιοδήποτε εκκλησιαστικό αξίωμα στο μισό του πληθυσμού του πλανήτη(!), θα περίμενε κανείς ότι θα έδινε επίσης μεγαλύτερη προσοχή και ακρίβεια στους τίτλους και τα αξιώματα, ώστε το περιεχόμενό τους να αντικατοπτρίζει την αρχική τους πρόθεση. Eνώ λοιπόν δεν έχουμε συνήθως πολλά να πούμε για τη γυναίκα ή την πρεσβυτέρα, ας μη την υποτιμούμε τουλάχιστον με την προαγωγή του άνδρα συζύγου της σαν αρχιμανδρίτη. Όταν κατανοήσουμε πληρέστερα την κλήση του «βασίλειου ιερατεύματος», ίσως θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τη διάκριση των βαθμών της «χειροτονημένης ιεροσύνης». Και αυτή η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει από τα κάτω, που συνιστά άλλωστε και τον τρόπο με τον οποίο εισερχόμαστε στο Σώμα του Χριστού (δηλαδή, με το μυστήριο του ιερού βαπτίσματος) κι όχι από τα πάνω (δηλαδή, μέσω μιας αποκλειστικής και αποκομμένης ιεραρχίας). Χρειάζεται να αναθεωρήσουμε και να ανανεώσουμε την αντίληψή μας για την ιεροσύνη γενικότερα.
Αλλιώς πάντα θα μας φαίνεται κάπως παράξενο –και μάλιστα στην εποχή μας, με όλες τις κρίσιμες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ανά τον κόσμο– να αυτοσχεδιάζουμε επιφανειακά για τίτλους και οφίκια. Το γεγονός ότι κάτι επινοείται ή προτείνεται από κάποιον επίσκοπο –με άλλα λόγια, το ότι ένας επίσκοπος κατέχει το δικαίωμα να απονέμει κάποιο αξίωμα– δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι, για να χρησιμοποιήσουμε τη λειτουργική γλώσσα, είναι πάντα «άξιο και δίκαιο». Αλλά, αν δεν συλλάβουμε και δεν συμμορφώσουμε τους τίτλους και τα οφίκια με την αρχική τους κλήση και χρήση καθώς και με το πρωταρχικό μήνυμα και όραμα του ευαγγελίου, τότε θα βρίσκουμε πάντοτε ευκαιρίες και δικαιολογίες να εξελίσσουμε και να επιδίδουμε περίτεχνους, απηρχαιωμένους και ανούσιους τίτλους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου