Ετελέσθη με λαμπρότητα και ιδιαίτερη κατάνυξη, στο Προσκύνημα της Παναγίας Φανερωμένης (μετόχι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης) στην Ν. Σκιώνη Κασσανδρείας, Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός της Αποδόσεως της εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Χοροστάτησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μιλήτου κ. Απόστολος, Ηγούμενος της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας. Στον Εσπερινό συμπροσευχήθηκαν ο Αρχιμανδρίτης Καισάριος, μετά του διακόνου Γεδεών, οι οποίοι προέρχονται από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ο εφημέριος της ενορίας της Νέας Σκιώνης π. Γρηγόριος και ο διάκονος Ευστάθιος από τη Μητρόπολη Γουμενίσσης (και οι δυο χειροτονίες του Σεβ. Μιλήτου) καθώς επίσης οι Αρχιμανδρίτες Γερμανός και Απόστολος Αγιανναστασίτες.
Προηγήθηκε λιτάνευση της εικόνας της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και αρτοκλασία.
Λόγος
Τοῦ Σεβ.
Μητροπολίτου Μιλήτου κ. Ἀποστόλου, Καθηγουμένου
τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας
Φαρμακολυτρίας
εἰς τήν Ἀπόδοσιν
τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί τῆς
Συνάξεως τῆς Παναγίας Φανερωμένης
23 Αὐγούστου
2017
«Δεῦτε
ἀνυμνήσωμεν λαοί, τὴν Παναγίαν Παρθένον ἁγνήν, ἐξ ἧς ἀῤῥήτως προῆλθε,
σαρκωθεὶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, κράζοντες καὶ λέγοντες· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί,
Μακαρία ἡ γαστήρ, ἡ χωρήσασα Χριστόν».
Ἀπόστιχα
Ἑσπερινοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου
Ἑορτή μεγάλη καί πανήγυρις λαμπρά ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου. Τήν ἑορτάζει μέ πολλή χαρά ὅλος ὁ Ὀρθοδοξος κόσμος σέ ὅλα τά μήκη καί
τά πλάτη τῆς γῆς. Τρέχουν οἱ πιστοί στούς Ναούς τῆς Παναγίας μας καί ὅλοι μαζί,
κλῆρος καί λαός, μέ ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη ψάλλουμε τούς θαυμάσιους ὕμνους της
καί ἑορτάζουμε μέ χαρά τήν μεγαλύτερη θεομητορική ἑορτή τοῦ ἔτους, τό Πάσχα τοῦ
Καλοκαιριοῦ, ὅπως συνηθίζει νά λέει ὁ θυμόσοφος λαός μας. Μιά περίοδος πού
ξεκινᾶ τήν 1η Αὐγούστου καί ὁλοκληρώνεται μέ τή σημερινή ἑορτή, κατά
τήν ὁποία τελοῦμε τήν ἀπόδοση, ὅπως λέγεται στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἦταν πλέον καιρός, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἀφήσει
ἡ Παναγία μας τόν ἐπίγειο τρόπο ζωῆς καί νά συνεχίσει νά ζεῖ μέ ἕνα ἄλλο τρόπο
πνευματικό, οὐράνιο καί αἰώνιο. Οἱ στιγμές τῆς ἀποχωρήσεως ἀπό τοῦτο τόν κόσμο
γιά τόν κοινό ἄνθρωπο εἶναι ὀδυνηρές καί πένθιμες. Κανένας δέν μπορεῖ νά ἐξοικειωθεῖ
μέ τήν ἰδέα τοῦ θανάτου. Ἀπό τότε, ὅμως, πού γεύθηκε τόν θάνατο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ,
ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, κατήργησε τόν θάνατο γιά ὅλο
τό ἀνθρώπινο γένος. Ὅσοι πιστεύουν στόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα Χριστό δέν
φοβοῦνται πλέον τόν θάνατο, διότι γνωρίζουν ὅτι αὐτός εἶναι τό πέρασμα ἀπό τά ἐπίγεια
στά οὐράνια, ἀπό τά πρόσκαιρα στά αἰώνια καί ἀπό τά λυπηρά στά εὐφρόσυνα. Γι᾽ αὐτό
πολύ εὔστοχα ὁ ὑμνογράφος σημειώνει στό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ὅτι ἡ Παναγία «ἐκ
τοῦ θανάτου μετέστη πρός τήν ζωήν» καί, ἐνῶ ἐκοιμήθη, «ἐν τῇ κοιμήσει τόν
κόσμον οὐ κατέλιπε».
Στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ὅλα ἔχουν ἕνα ἰδιάζοντα χαρακτῆρα,
γιατί ἡ Παναγία, ἐνῶ δέν παύει νά εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ταυτόχρονα εἶναι καί ἡ
«Κεχαριτωμένη», δηλαδή ἡ γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία Του. Εἶναι
ὁ ἔμψυχος ναός. Ἄν, ἑπομένως, ὁ θάνατος εἶναι λύτρωση γιά τούς Ἁγίους μας, τότε
πολύ περισσότερο αὐτό ἰσχύει γιά τήν «Κεχαριτωμένη», τή στολισμένη μέ ἐξαιρετικές
χάριτες ἀπό τό Θεό γυναῖκα, πού ἔφερε στόν κόσμο τό νικητή τοῦ θανάτου. Ἐκείνη
πού ὁ οὐρανός τήν ἀναγνώρισε ὡς «εὐλογημένην ἐν γυναιξί», τήν εὐλογημένη ἀπό τό
Θεό ὅσο καμμιά ἄλλη γυναῖκα, αὐτήν πού ἀξιώθηκε νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ θάνατος τῆς Παναγίας εἶναι ἕνα θρίαμβος. Μοναδική, ἱερή
καί ἔνδοξη εἶναι ἡ Κοίμησή της. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ δίνουν τό μεγάλο «παρών» στό
ἐξαίσιο αὐτό γεγονός. «Ἡ τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα ὑπάρχουσα καί τῶν Χερουβίμ ἐνδοξοτέρα,
καί πάσης κτίσεως τιμιωτέρα», Αὐτή πού εἶναι πιό ψηλά ἀπό τούς οὐρανούς καί πού
ἔχει δόξα μεγαλύτερη ἀπό αὐτή τῶν χερουβικῶν δυνάμεων, Αὐτή πού εἶναι πιό
τιμημένη ἀπό ὅλη τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ σήμερον «ἐν ταῖς τοῦ Υἱοῦ χερσί τήν
παναγίαν αὐτῆς ψυχήν παρατίθεται καί σύν αὐτῇ πληροῦνται τά σύμπαντα χαρᾶς», ὅπως
ψάλλει θριαμβευτικά ὁ ἱερός ὑμνογράφος.
Χαίρουν οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καί δοξάζουν τήν Κοίμησή
της «Ἐξουσίαι, Θρόνοι, Ἀρχαί, Κυριότητες, Δυνάμεις, τά Χερουβίμ καί τά φρικτά
Σεραφείμ».
Ἀγάλλονται ὅμως
καί οἱ «γηγενεῖς», οἱ ἄνθρωποι δηλαδή,
μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί τίς ἐπουράνιες δυνάμεις, καθώς μέ ἱερό δέος
βλέπουν σήμερα «ἐκ τῆς ζωῆς εἰς ζωήν μεθισταμένην τήν τεκοῦσαν τόν ἀρχηγόν τῆς
ζωῆς». Βλέπουν αὐτήν πού γέννησε τόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς νά φεύγει ἀπό τήν
πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή καί νά εἰσέρχεται στή δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ἀγάλλονται
γηγενεῖς ἐπί τῇ θείᾳ σου δόξῃ κοσμούμενοι».
Ἡ Παναγία εἶναι
τό μοναδικό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ὁ βίος ὑπῆρξεν ἀνεπίληπτος. Ἡ Παναγία εἶναι πάνω
ἀπό τούς Ἁγίους. Γι᾽ αὐτό, ὡς Βασίλισσα τοῦ κόσμου, δεσπόζει παντοῦ καί
στολίζει ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Οἱ ναοί, τά προσκυνητάρια, τά
ἐξωκκλήσια, τά εἰκονίσματα, οἱ ἀκολουθίες καί οἱ ἑορτές πρός τιμήν τῆς Παναγίας
φανερώνουν τούς δεσμούς της μέ τούς χριστιανούς, πού τήν εὐλαβοῦνται μέ ὅλο
τους τό εἶναι καί δείχνουν τό σεβασμό τους μέ κάθε τρόπο.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συγκινεῖ ἰδιαίτερα κάθε
Χριστιανό καί κύματα πιστῶν συρρέουν στούς Ναούς της, γιά νά ἐκδηλώσουν τήν εὐλάβεια
καί τήν εὐγνωμοσύνη τους πρός τήν μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν.
Ἕνα τέτοιο ἱερό
προσκύνημα τῆς Παναγίας μας εἶναι καί αὐτό τό ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα. Ἡ
Παναγία ἡ Φανερωμένη. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή, ὅπως γνωρίζετε, ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό
τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού εἶναι ζωγραφισμένη στήν ὄρθια μαρμάρινη βάση πού
φυλάσσεται σ᾽ αὐτό τό Ναό. Ἡ τοπική παράδοση ἀναφέρει ὅτι κάποιος κάτοικος τῆς
περιοχῆς εἶδε ἕνα φῶς νά ἔρχεται ἀπό τή θάλασσα στήν ἀκτή. Νόμισε ὅτι ἐπρόκειτο
γιά πειρατικό καράβι, ὁπότε κάλεσε τούς συγχωριανούς του στό σημεῖο ἐκεῖνο. Ἀλλά,
ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ, συνειδητοποίησαν ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἕνα κομμάτι μάρμαρο πού,
κατά παράδοξο τρόπο, ἐπέπλεε στή θάλασσα. Παρατηρώντας το καλύτερα, διεπίστωσαν
ὅτι δέν ἐπρόκειτο περί ἑνός ἁπλοῦ μαρμάρου ἀλλά περί ἱερᾶς εἰκόνας τῆς Παναγίας
πού ἦταν ἐπιζωγραφισμένη στήν ἐπιφάνειά του. Οἱ χωρικοί τό θεώρησαν θαῦμα καί
ζήτησαν ἀπό τόν Τοῦρκο ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς τήν ἄδεια γιά νά κτίσουν ἐκκλησίδιο.
Ὅμως ὁ Τοῦρκος μπέης ἀρνήθηκε καί ἄρχισε νά ποδοπατεῖ τήν εἰκόνα. Ἀλλά, κατά
θεϊκή παραχώρηση, τό μάρμαρο μαλάκωσε καί ἔγινε πηλός πού παγίδεψε τά πόδια τοῦ
Τούρκου Ἀγᾶ. Βλέποντάς τα ὅλα αὐτά ὁ Τούρκος μετάνιωσε καί ζήτησε συγγνώμη ἀπό
τήν Παναγία, ἐπιτρέποντας τό χτίσιμο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀρχικά οἱ
χωρικοί ξεκίνησαν νά κτίζουν τήν Ἐκκλησία στό βουνό, ὥστε νά μήν εἶναι εὔκολα
προσβάσιμη στούς πειρατές. Ὅμως, κάθε βράδυ τό χτισμένο τμῆμα τῆς ἐκκλησίας
καταστρεφόταν μυστηριωδῶς καί ἡ μαρμάρινη στήλη βρισκόταν στή θάλασσα. Ἔτσι οἱ
κάτοικοι τῆς περιοχῆς θεώρησαν ὅτι τό φαινόμενο αὐτό ὑπεδείκνυε τήν ἐπιθυμία τῆς
Παναγίας γιά τόν τόπο ὅπου ἔπρεπε νά κτιστεῖ ὁ ναός της. Μέσα στήν Ἐκκλησία οἱ
κάτοικοι τοῦ χωριού τοποθέτησαν τό κομμάτι τοῦ μαρμάρου μέ τήν εἰκόνα τῆς
Παναγίας. Σύμφωνα μάλιστα μέ τήν παράδοση, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας δακρύζει
προειδοποιητικά, ὁσάκις πρόκειται νά συμβεῖ κάτι κακό στήν πατρίδα μας. Λέγεται
ὅτι ἡ εἰκόνα δάκρυσε πρίν ἀπό τό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ἀλλά καί πρίν ἀπό τήν
εἰσβολή στήν Κύπρο.
Τή σύναξη τῆς
Παναγίας τῆς Φανερωμένης ἑορτάζουμε σήμερα, λοιπόν, μέ τήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς
Κοιμήσεώς της. Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά καί ἡ συγκίνησή μας, διότι ἐφέτος ἔχουμε
κοντά μας πατέρες ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς
Μονῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Χάλκης, τῆς Μονῆς πού φιλοξενεῖ τήν περίπυστο Θεολογική
Σχολή, πού γιά χρόνια τώρα παραμένει κλειστή, δίχως λόγο καί αἰτία, ἀποστεροῦσα
ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο τή βασική κοιτίδα δημιουργίας στελεχῶν γιά
τό μέλλον. Ἡ παρουσία τῶν ἐκλεκτῶν πατέρων, ἀδελφῶν τῆς Μονῆς, μᾶς μεταφέρει
στή Βασιλίδα τῶν Πόλεων, στή Βασιλεύουσα, ἐκεῖ ὅπου γιά πρώτη φορά ἐψάλλη τό «Τῇ
ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήριᾳ». Στήν Κωνσταντινούπολη, πού θεωρεῖται ἡ πόλις τῆς
Παναγίας, ἀφοῦ πλῆθος ναῶν καί Ἱερῶν Μονῶν τιμῶνται στό ὄνομά της.
Δέν μπορῶ νά
μήν ἀναφέρω ἐπίσης ὅτι ἡ παρουσία τῶν πατέρων ἀπό τή Χάλκη μᾶς μεταφέρει νοερῶς
καί στό σεπτό τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρο, στό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο
μᾶς προκαλεῖ τήν αἴσθηση τῆς κατανύξεως. Μυρίζει θυμίαμα. Εἶναι στεφανωμένο μέ
αἰώνια κατορθώματα, μουσκεμένο μέ τά δάκρυα τῶν πιστῶν, ποτισμένο μέ τά αἵματα
τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως. Κανείς δέν μπορεῖ νά γράψει τά ὀνόματα τῶν Ἁγίων πού
πέρασαν ἀπό τό Πατριαρχεῖο καί τίμησαν τήν Ὀρθοδοξία. Τό φέρνουμε στή σκέψη μας
μαζί μέ τά λείψανα τῶν Ἁγίων, τήν τάξη στόν Πατριαρχικό Ναό, τή χοροστασία τοῦ
Πατριάρχου. Ἀναγνωρίζουμε τήν προσφορά του στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί Θεολογία, ἀφοῦ
ἀπό τήν Πρώτη Ἐκκλησία προῆλθαν τά δόγματα καί ὅλη ἡ πνευματική ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας
μας.
Τί κι ἄν
φωνάζουν σήμερα κάποιοι γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας;
Πρέπει νά καταλάβουν ὅτι τό Πατριαρχεῖο ἔκανε τό χρέος του, ὅπως πράττει τώρα
γιά 2000 χρόνια. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού εἶναι ἡ Πρωτόθρονη Ἐκκλησία,
πορεύεται ἀνάλογα πρός τά αἰτήματα τῶν καιρῶν καί κανονίζει κάθε φορά γιά τό
συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἔτσι καί στήν προκειμένη
περίπτωση. Γιά πολύ καιρό προετοίμαζε τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Καί ἦρθε ὁ
καιρός πού τό Ἅγιο Πνεῦμα εὐδόκησε μέ τόν συγκεκριμένο Μεγάλο Πατριάρχη μας νά
σαρκωθεῖ καί νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ προσπάθεια αὐτή. Ἀλλά γιά ὅλους αὐτούς πού
φωνάζουν καί ἀντιδροῦν, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, στοργική σάν τήν Παναγία μας, μέ πνεῦμα
εἰρήνης καί καταλλαγῆς παρουσίαζει τό
Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Τοπικῶν
Συνόδων, πού εἶναι καρποί τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας, τῇ συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Δυστυχῶς, ὅμως,
ἀπουσιάζει αὐτό τό ὁποῖο οἱ Πατέρες μας πολύ σωστά χαρακτήριζαν ὡς ἐκκλησιαστικό
ἦθος καί φρόνημα. Τό πρόβλημα πού παρουσιάζεται σήμερα δέν εἶναι μόνο οἱ ζηλωτικές
ὁμάδες, ἀλλά καί τό ὅτι ἀπό μισαλλόδοξα ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα ἐξέρχεται
λόγος πού διχάζει, ἐπιχειρεῖται δέ νά τεκμηριωθεῖ «θεολογικῶς» τό πόσο βλάπτει ἡ
ἀγάπη, ἡ ἐλευθερία καί ὁ διάλογος. Κηρύττουν αὐτοί οἱ ἴδιοι στούς ἀνθρώπους τή
μετάνοια, ἀλλά οἱ ἀντιδράσεις τους φέρουν τό στίγμα τοῦ θιγμένου ἐγωισμοῦ τους,
γιατί δέν εἶδαν νά ἐκπληρώνονται οἱ προβλέψεις τους περί ὑποταγῆς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας στόν Πάπα καί προδοσίας τῶν δογμάτων μας μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδο. Εὐτυχῶς πού ἡ Ἐκκλησία εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τά δικά τους. Εὐτυχῶς
πού ὑπάρχει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά νά μᾶς δείξει τήν ἀλήθεια καί νά μᾶς
δώσει τό δόγμα, ὅπως γιά αἰῶνες τώρα ἐπιμελῶς καί εὐσχημόνως τό κάνει.
Δοξάζουμε τό Θεό
πού εἴμαστε Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι καί ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί
κανονικῶς ὑπαγόμεθα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Δοξάζουμε τό Θεό γιά τήν Ἐκκλησία
μας. Καί ὅταν λέμε Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε τή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν τεχνουργήθηκε ἐξ αἰτίας τῶν μεταφυσικῶν ἀναζητήσεων τοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλά ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό.
Εὐχαριστοῦμε
τό Θεό πού μᾶς δώρισε μία ἀκόμη ἑορτή τῆς Παναγίας καί ὑμνοῦμε τήν χάρη της,
διότι ἀπόψε εἶστε παρόντες ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καί φιλάγιοι πιστοί, γιά νά
προσκυνήσετε τήν τιμία εἰκόνα της. Δοξάζουμε τό Θεό καί Τόν εὐχαριστοῦμε, γιατί
ἐφέτος ἔχουμε κοντά μας καί τούς πατέρες ἀπό τή Χάλκη, τούς ὁποίους οἰκονόμησε ἡ
ἀγάπη καί ἡ φιλάδελφος εὐγένεια τοῦ ἐκλεκτοῦ Καθηγουμένου Σεβ. Μητροπολίτου
Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, εἰς τόν ὁποῖον παρακαλῶ τούς ἐκπροσώπους τῆς ἀδελφότητος
νά διαβιβάσουν τήν ἀγάπη μου, τήν εὐχαριστία μου καί τήν ἐκτίμησή μου.
Χαιρόμαστε
κλῆρος καί λαός ἀπόψε, διότι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι καί δική μας μητέρα καί τό
ξέρουμε καλά ὅτι μέ τήν Κοίμησή της δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, ἀλλά μέ περισσότερη
παρρησία πρεσβεύει στό Θρόνο τῆς Τρισηλίου Θεότητος γιά ὅλο τόν κόσμο καί γιά ὅλη
τήν ἀνθρωπότητα.