e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Άμεση Ανάλυση: Τρία θεμελιώδη ελαττώματα της συμφωνίας Τσίπρα - Ιερώνυμου

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΤΙΣΤΑΚΙΣ* | εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6.11.2018, 22.57

Πρώτον, ο πρωθυπουργός πρώτος όφειλε να γνωρίζει ότι σε μείζονα εκκλησιαστικά ζητήματα, σαν αυτά που θίγει η συμφωνία, θα έπρεπε να διαβουλευθεί και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο ανήκουν οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη και νησιά του Β. Αιγαίου), το Άγιο Όρος, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλαβε την σύμφωνη γνώμη του Φαναρίου για την κατάρτιση και ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1977. Αντί αυτού, ο πρωθυπουργός διαβουλεύτηκε μυστικά μόνον με τον Αρχιεπίσκοπο, ούτε καν με την Ιερά Σύνοδο, όπως προβλέπει το άρθρο 3 του Συντάγματος. Πρώτο ελάττωμα, συνεπώς, ο επιλεκτικός χαρακτήρας της διαβούλευσης, που προσκρούει στο ίδιο το Σύνταγμα.
Δεύτερον, είναι, βεβαίως, θεμιτό η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος να νοικοκυρέψει τα του οίκου Της αλλά, αλήθεια, ποιος πολιτειακός κανόνας επιτρέπει την εσαεί παράδοση του ετήσιου κονδυλίου της μισθοδοσίας στα χέρια του Αρχιεπισκόπου και της Συνόδου, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ένα μέτρημα: πόσοι είναι σήμερα οι μισθοδοτούμενοι ιερείς, πόσα είναι τα καταπατημένα ακίνητα της Εκκλησίας, ποιες είναι οι εκκρεμείς περιουσιακές αντιδικίες μεταξύ Εκκλησίας και κράτους; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να αφαιρεί ετησίως από τις τσέπες των φορολογουμένων δεκάδες εκατομμύρια ευρώ και να τα παραδίδει ανεξέλεγκτα στα χέρια του Αρχιεπισκόπου; Δεύτερο ελάττωμα, λοιπόν, η παράνομη ετήσια οικονομική ενίσχυση, χωρίς την εγγύηση των κρατικών δημοσιονομικών μηχανισμών.
Τρίτον, το 1945 προβλέφθηκε για πρώτη φορά η μισθοδοσία των εφημέριων από το Δημόσιο (Α.Ν. 536/1945). Σε αντιστάθμισμα της δαπάνης αυτής επιβλήθηκε με τον ίδιο νόμο (α) η υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και (β) η υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος πλήρωνε τον κάθε εφημέριο με τα έσοδα των ναών που σχηματίζονταν από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών. Το 1956 η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή επέκτεινε την είσπραξη του 25% επί των πάσης φύσεως εσόδων των ναών (Ν.Δ. 3559/1956). Η εισφορά των πιστών καταργήθηκε το 1962 (Ν.Δ. 4242/1962). Στη συνέχεια, το 1968, το ποσοστό της είσπραξης από το Δημόσιο αυξήθηκε στο 35% (Α.Ν. 469/1968). Το 2004, η κυβέρνηση Σημίτη κατάργησε οριστικώς και αυτό το 35% (άρθρο 15 του Ν. 3220/2004). Συνεπώς, η κρατική μισθοδοσία των εφημερίων ποτέ δεν αποτέλεσε αντιστάθμισμα για την παραχώρηση προς το ελληνικό κράτος της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Άλλωστε, η σημαντικότερη μεταβίβαση εκκλησιαστικής περιουσίας προς το κράτος υλοποιήθηκε το 1952 με σύμβαση η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 2185/1952 (ΦΕΚ Α΄ 217). Η σύμβαση αυτή ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομμυρίων δραχμών, όπως η ίδια η σύμβαση προσδιορίζει) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία. Τούτα όλα, με αναλυτικούς πίνακες των εκτάσεων ή των ακινήτων που άλλαξαν κυριότητα αλλά και εκείνων που διατηρούνται στην κυριότητα των Μονών, δημοσιεύονται σε άνω των εκατό σελίδες στο ΦΕΚ. Συνεπώς, πόθεν προκύπτει ότι η μισθοδοσία των εφημέριων προβλέφθηκε σε αντιστάθμισμα της αφαίρεσης εκκλησιαστικής περιουσίας;
* Γιάννης Κτιστάκις, Επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ

Αλ. Τσίπρας: Ιστορική συμφωνία εξορθολογισμού των σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας | Το κοινό Ανακοινωθέν


«Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας ιστορικού χαρακτήρα προς όφελος και των δύο πλευρών» ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο.
Στο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας στο οποίο κατέληξαν ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και το οποίο διάβασε ο κ. Τσίπρας αναφέρεται ότι «στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του».
Στις προβλέψεις του Κοινού Ανακοινωθέντος Εκκλησίας-Πολιτείας, το οποίο διάβασε ο πρωθυπουργός, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας». «Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση».
«Σήμερα επιχειρούμε να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα προς τα μπρος επ' ωφελεία της Πολιτείας και της Εκκλησίας», τόνισε ο Αλ. Τσίπρας.
Ο Αλ. Τσίπρας διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο ότι η επικείμενη Συνταγματική Μεταρρύθμιση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο Άρθρο 3 έχουν στόχο να αναβαθμίσουν το διακριτό ρόλο της Eκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη σημαντική προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους.
Η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, ανέφερε ο πρωθυπουργός.
Και προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα, συνέχισε ο Αλ. Τσίπρας.
«Ο διάλογός μας με την Eκκλησία της Ελλάδας ήταν και είναι πάντα ειλικρινής και θα είναι διαρκής», σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας.
«Ακούμε τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της, και όπως και το σύνολο των κομμάτων και των εκπροσώπων του λαού μας στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όλοι μαζί θα λάβουμε υπόψη τις σκέψεις και τις προτάσεις που θα κατατεθούν κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και του διαλόγου που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για τη διαδικασία της Αναθεώρησής του», είπε.
«Έχω την αίσθηση ότι σήμερα πράγματι γίνεται ένα ιστορικό βήμα. Όλα τα ιστορικά βήματα προς τα μπρος απαιτούν όραμα και διάθεση να κατανοήσει ο ένας τον άλλον», τόνισε.
Ο πρωθυπουργός είπε ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός βεβαίως δεν είναι χωρίς δυσκολίες, «αλλά όλοι κρινόμαστε από τα αποτελέσματα που δημιουργούμε και τις προθέσεις κι από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συνάντηση θέλω να πιστεύω εκπέμπει αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση, αγάπη και εκπέμπει και την πρόθεση μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλον».
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η συμφωνία αυτή εκπέμπει την πρόθεσή μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλο
Σας ευχαριστώ για τις πρωτοβουλίες και τις θέσεις σας. Σας ευχαριστούμε διότι είστε συντελεστής σ'αυτή την ιστορική στιγμή σ' αυτό το μεγάλο γεγονός που η Εκκλησία θα αισθάνεται όχι ότι γίνεται πιο πλούσια, δεν την ενδιαφέρει αυτό, αλλά ότι γίνεται πιο λειτουργική στην πραγματοποίηση των οραμάτων που έχει, δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αμέσως μετά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού.
«Βρήκα ανταπόκριση στα ερωτηματικά μου και θέλω να σας ευχαριστήσω και στο συγκεκριμένο θέμα για το οποίο απόψε συναντηθήκαμε θα μας βρείτε στενούς συνεργάτες.
Πιστεύω ότι όλοι κρινόμαστε από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συμφωνία εκπέμπει την πρόθεσή μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλο.
Θα προχωρήσουμε σε ένα πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας. Να γίνει η Εκκλησία περισσότερο διάκονος του θελήματος του λαού» ανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος.
Το Κοινό Ανακοινωθέν Πολιτείας-Εκκλησίας της Ελλάδος
Tο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας - Πολιτείας, στο οποίο κατέληξαν οι δύο πλευρές, διάβασε ο Αλέξης Τσίπρας στις κοινές δηλώσεις τους με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο.
Όπως είπε ο κ. Τσίπρας το Κοινό Ανακοινωθέν "εκφράζει τόσο το αποτέλεσμα του μέχρι σήμερα διαλόγου μας, όσο και τις προθέσεις μας για το πλαίσιο στο οποίο προτιθέμεθα να κινηθούμε στο άμεσο μέλλον, στο βαθμό που τόσο η Ιεραρχία όσο και το υπουργικό Συμβούλιο, που θα συγκληθούν για να εγκρίνουν αυτό το πλαίσιο, το εγκρίνουν και δώσουν το έναυσμα για να προχωρήσουμε περαιτέρω στις απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Αναλυτικά ολόκληρο το Κοινό Ανακοινωθέν Πολιτείας-Εκκλησίας της Ελλάδος:
"Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μας.
Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.
Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και πιο συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής:
  1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
  2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
  3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
  4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
  5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
  6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
  7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
  8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
  9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
  10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
  11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
  12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
  13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
  14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
  15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
ΑΠΕ-ΜΠΕ


Ιδρύονται ρωσικές ενορίες ανά τον κόσμο. Αντιπερισπασμοί Μόσχας κατά Φαναρίου εν όψει Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας


[Κείμενο, βάσει ρωσικών ΜΜΕ: π. Παν. Καποδίστριας]

Στο πλαίσιο της εναντιότητας, την οποία εκφράζει με κάθε τρόπο το Πατριαρχείο Μόσχας προς τον Οικουμενικό Θρόνο (κατά την ρωσική τακτική: "Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως" και όχι "Οικουμενικό"), εφηύρε ένα νέο τρόπο σαφούς εκβιασμού και αντιπερισπασμού. Ανακοινώνει τώρα ότι εξετάζει την δυνατότητα ίδρυσης πρόσθετων ενοριών στο εξωτερικό. Αυτό δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Βιέννης και Βουδαπέστης Αντώνιος, επικεφαλής του γραφείου του Πατριαρχείου Μόσχας για ξένα ιδρύματα, ο οποίος επισκέπτεται αυτές τις μέρες την Αβάνα, καθώς μεταδίδει το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TACC.

Δήλωσε συγκεκριμένα ότι υπό τις παρούσες συνθήκες (κοινωνία με τους αφορισμένους και σχισματικούς του Φιλαρέτου κλπ) και καθώς άρχισε η διάσπαση, εφόσον ταυτίστηκε με τους διαφωνούντες, πολλοί από τους πιστούς τους (!!!), οι οποίοι εκκλησιάζονταν στις ανά τον κόσμο ενορίες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν σε πολύ δύσκολη θέση και απέστειλαν ένα μεγάλο αριθμό προσφυγών στον αγιώτατο Πατριάρχη της Μόσχας και πάσης Ρωσίας Κύριλλο. Έτσι γνωστοποιείται στους συμπατριώτες που ζουν σε διαφορετικές γωνιές της γης ότι θα αποστείλει η Μόσχα ιερείς, θα οργανώσει την ενοριακή ζωή, ούτως ώστε οι Ρώσοι ενορίτες να μην στερούνται της ποιμαντικής φροντίδας και της ευκαιρίας να συμμετέχουν σε μυστήρια της Εκκλησίας.

Σημείωσε επίσης ότι το θέμα είναι ιδιαίτερα οξύ σε εκείνους τους τόπους, όπου δεν υπάρχουν ενορίες του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλά υπάρχουν ενορίες της Κωνσταντινούπολης.

Προσωρινή διοίκηση των ενοριών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις ΗΠΑ

Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο, το ζήτημα του διορισμού νέου προϊσταμένου για τις ενορίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει επιλυθεί και ο ορισμός της προσωρινής διοίκησης αποτελεί συνήθη πρακτική σε τέτοιες περιπτώσεις.

"Έχει οριστεί προσωρινός διαχειριστής στις πατριαρχικές ενορίες των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος είναι ο Επίσκοπος Sourozh Ματθαίος, ο οποίος υπηρετεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εξετάζεται το ζήτημα του ορισμού υποψηφιότητας νέου Επισκόπου, ο οποίος θα διαχειριστεί τις ενορίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά [προς το παρόν] θα λάβει χώραν προσωρινή διοίκηση. Πρόκειται για μιαν εντελώς τυπική και συνήθη πρακτική", δήλωσε ο Ρώσος Ιεράρχης.

Σημείωσε επίσης ότι ο Επίσκοπος Ιωάννης ανέλαβε την ηγεσία μιας από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις του Πατριαρχείου Μόσχας σε ξένες χώρες. "Ο Βλαντύκα [: πατερούλης] Ιωάννης έχει αποφασιστεί να αναλάβει ένα νέο λειτούργημα, τροφοδοτώντας τις πατριαρχικές Ενορίες στην Ιταλία, όπου ήδη υπάρχουν πάνω από 70. Ο αριθμός των κοινοτήτων της Ρωσικής Εκκλησίας στα Απέννινα αυξάνεται διαρκώς και, λαμβάνοντας υπ' όψιν την ανάγκη επίλυσης πολυάριθμων ποιμαντικών και διοικητικών ζητημάτων και εκπλήρωσης λειτουργικών αναγκών που απαιτούν επισκοπική παρουσία, στην Ιταλία χρειάζεται συνεχής παρουσία Επισκόπου", πρόσθεσε ο Αρχιεπίσκοπος.

Στα μέσα Οκτωβρίου, εξάλλου, η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία συγκλήθηκε στο Μινσκ, διόρισε νέους Επισκόπους για τη διαχείριση των ενοριών στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Ο Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος γράφει εξ αφορμής των αντιφαναριώτικων αποφάσεων του Πατριαρχείου Μόσχας [ελληνικά - αγγλικά -ρωσικά]


Ακολουθεί Εγκύκλιο Γράμμα του Σεβ. Μητροπολίτου Πισιδίας, Εξάρχου Σίδης και Ατταλείας κ. Σωτηρίου προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησιαστικής Επαρχίας του:

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΙΣΙΔΙΑΣ
ΕΞΑΡΧΙΑ ΣΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΤΤΑΛΕΙΑΣ

          Προς τον Ιερόν Κλήρον
          και το χριστεπώνυμον  πλήρωμα της καθ' ημάς Ιεράς Μητροπόλεως.
  
Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές εν Κυρίω,

O Απόστολος Παύλος προτρέπει τους Επισκόπους: "Να προσέχετε τον εαυτόν σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε Επισκόπους για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Κυρίου και Θεού, που την έκανε δική Του με το Αἷμα Του" (Πράξ. 20,28). Και ο Κύριος είπε: "Ο  καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων" (Ιωάν.10,11).  Προσπαθώντας  να ανταποκριθώ στα καθήκοντά μου ως Επίσκοπός σας και πνευματικός  πατέρας σας, έχω υποχρέωση, εκτός των άλλων, να επαγρυπνώ για την ενότητα του ποιμνίου, που μου εμπιστεύτηκε η Κεφαλή της Εκκλησίας μας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός διά της Μητρός Εκκλησίας, καθώς και για την εν ειρήνη πνευματική προαγωγή του.

Επειδή μερικοί από σας από άγνοια της εκκλησιαστικής τάξεως, έχουν θορυβηθεί και δερωτώνται άν οι πρόσφατες αποφάσεις του Πατριαρχείου Μόσχας ισχύουν και γι αυτούς,  που διαβιούν στα όρια της Ατταλείας, και αποτελούν  ποίμνιον της Ι. Μητροπόλεως Πισιδίας-Εξαρχίας Ατταλείας, υπαγομένης εκκλησιαστικώς στο Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, απευθύνω προς όλους το εγκύκλιον αυτό Γράμμα.

Όλοι οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε "εἰς Μίαν, ̔Αγίαν, Καθολικήν, καί  ̓Αποστολικήν  ̓Εκκλησίαν". Η  Μία Εκκλησία περιλαμβάνει μέλη από όλα τα έθνη, χωρίς διακρίσεις. Ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι μέσα στην Εκκλησία  του Χριστού δεν υπάρχουν φυλετικές διαφορές: "οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην...πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ" (Γαλ.3,28).

Αυτή η Μία Ἐκκλησία (και εννοούμε την Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία τηρεί αναλλοίωτη την δογματική και ηθική διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων μέχρι σήμερα) έχει επεκταθεί  σε όλες τις ηπείρους της γής, κατά την εντολήν του Κυρίου: "Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος..". Από τους Αποστολικούς χρόνους οι βαπτισμένοι χριστιανοί σε κάθε τόπο συγκροτούσαν την τοπική τους Εκκλησία. Για τη διαποίμανση τών πιστών, την τέλεση τών Ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας (θεία Ευχαριστία κλπ.) και για την εξασφάλιση  της ενότητας της τοπικής Εκκλησίας σε κάθε πόλη οι Απόστολοι χειροτονούσαν και τοποθετούσαν έναν Επίσκοπο. Ο Επίσκοπος αυτός έπαιρνε το προσωνύμιο της  πόλης εκείνης  π.χ. Λίνος Επίσκοπος Ρώμης,  Ιάκωβος, Επίσκοπος  Ιεροσολύμων, Ιγνάτιος  Επίσκοπος  Αντιοχείας, Μάρκος Επίσκοπος Αλεξανδρείας κ.ο.κ. Επίσης η κάθε τοπική Εκκλησία έπαιρνε το όνομα της πόλεως, όχι του έθνους στο οποίο ανήκε. Γι αυτό ο Απόστολος Παύλος στέλνει τις Επιστολές του σε Εκκλησίες που είχε ιδρύσει και τις αποκαλεί με το  όνομα της πόλης, π.χ. "Τῇ́ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ" (Α' Κορ. 1,2) ή "Προς τα μέλη της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης" (Α' Θεσ. 1,1) κ.ο.κ.

Έκτοτε ο κάθε Επίσκοπος έχει την απόλυτη ευθύνη για την διαποίμανση των πιστών της Επισκοπής του και κανένας άλλος. Όποιος και άν είναι αυτός, δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει στα εσωτερικά θέματα άλλης Επισκοπής, εν αγνοία του οικείου Επισκόπου· π.χ. δεν μπορεί κανείς Επίσκοπος, Μητροπολίτης, Πατριάρχης να μεταβεί σε άλλη Επισκοπή να τελέσει θεία Λειτουργία ή ότιδήποτε άλλο  εν αγνοία του οικείου Επισκόπου. Ούτε Ομιλία μπορεί να κάνει προς τους πιστούς ή να τους δώσει πνευματικές ή άλλου είδους κατευθύνσεις, εν αγνοία του οικείου Επισκόπου. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιερείς, Διακόνους, Αναγνώστες, Ιεροψάλτες. Επομένως δεν είναι υποχρεωμένοι ούτε οι  Κληρικοί ούτε οι λαϊκοί να δέχονται εντολές από άλλους Επισκόπους, Μητροπολίτες ή Πατριάρχες, παρά μόνον μέσω του Επισκόπου-Μητροπολίτη τους. Αυτή την τάξη τηρεί η Μία Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, βάσει των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και έτσι διατηρείται ενωμένη.

Επομένως, αγαπητά μου πνευματικά παιδιά,  σε ΣΑΣ που ανήκετε στο ποίμνιο της Ιεράς Μητροπόλεως Πισιδίας και στις Εξαρχίες της Ατταλείας και Σίδης κανείς έξωθεν Επίσκοπος, Μητροπολίτης ή Πατριάρχης δεν έχει δικαίωμα, παρακάμπτοντας τον Ποιμενάρχη Μητροπολίτη σας, να σας δώσει  εντολές σε ποιούς ναούς να εκκλησιάζεστε και σε ποιούς να σας απαγορεύουν να κοινωνάτε και μάλιστα με απειλές. Ενώπιον του Χριστού και της Μιάς Αγίας Εκκλησίας Του αυτά δεν  έχουν καμμία  ισχύ, και αν δεν δώσετε καμμία σημασία στις απαγορεύσεις  αυτές να μήν αισθάνεσθε καμμία ενοχή. Ενοχή πρέπει να αισθάνονται εκείνοι, (όσο υψηλά και αν είναι τα εκκλησιαστικά αξιώματα που κατέχουν) που με τις αντικανονικές ενέργειές  τους επιδιώκουν με απειλές να απομακρύνουν τους πιστούς από την Εκκλησία, να διακόψουν την κοινωνία με τους Ιερείς και  τον Επίσκοπό τους, ώστε  ούτε να εξομολογούνται ούτε να  κοινωνούν.  Αυτές οι ενέργειές τους μόνον τον Αντίχριστο, που πολεμά τον Χριστό και την Εκκλησία Του, κάνουν να χαίρεται. Όλοι οι λογικοί άνθρωποι θλίβονται βαθύτατα με τέτοιες σατανικές ενέργειες.
Αν, δε, θελήσουν να στηρίξουν  την ενέργειά τους αυτή με το δικαιολογητικόν ότι απευθύνονται όχι σε όλους τους Ορθοδόξους της Ατταλείας ή άλλων περιοχών, αλλά μόνον  στους ανθρώπους της φυλής τους, του δικού τους έθνους, τότε αποδεικνύονται παραβάτες Αποφάσεων Μεγάλων Ιερών  Συνόδων που έχουν καταδικάσει τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση. Κάθε Επίσκοπος μόνον εντός της Επισκοπής του έχει αρμοδιότητες. Κανείς Επίσκοπος δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει την εξουσία του πέραν των τοπικών ορίων της Επισκοπής του, και να απαιτεί χριστιανοί, που ανήκουν εκκλησιαστικώς  σε άλλες μακρυνές Επισκοπές, Μητροπόλεις, Πατριαρχεία να υπακούουν σε ότι τους διατάζουν μόνον και μόνον διότι ανήκουν στην ίδια φυλή.
Ειδικότερα με το θέμα του Εθνοφυλετισμού ασχολήθηκε η Μεγάλη  Σύνοδος των Ορθοδόξων του έτους 1872, η οποία -με  βάση το Κανονικό δίκαιο και την Παράδοση της Εκκλησίας- κατεδίκασε  τον  εθνοφυλετισμό,  επειδή υποσκάπτει, ως αίρεση, τα εκκλησιολογικά θεμέλια της χριστιανικής πίστης [1] Το «φυλετικό» κριτήριο όπως αποφάσισε ρητά η Μεγάλη  αυτή Σύνοδος (1872) αντιβαίνει στο πολίτευμα της Εκκλησίας, επειδή δογματικά και διοικητικά προσβάλλει την ενότητα της τοπικής Εκκλησίας. Δεδομένου ότι η τοπική Εκκλησία προσδιορίζεται με εδαφικά-γεωγραφικά κριτήρια, το «φυλετικό» κριτήριο  είναι στοιχείο διχασμού, αντίθετου, επίσης, στο εκκλησιαστικό γεγονός και στη μετοχή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας υπό του ενός Επισκόπου της κάθε Επαρχίας [2]. (Βλ. Πρακτικά Μεγάλης Συνόδου [1] Mansi Tόμ.45 στήλες 423 & [2] 430).

Αυτές οι Αποφάσεις έγιναν αποδεκτές από την ανά τον  κόσμον  Ορθοδοξία και πρέπει να τις γνωρίζουν και να τις τηρούν όλοι όσοι αναλαμβάνουν να διακονήσουν την Εκκλησία και να μη πέφτουν στη αίρεση του εθνοφυλετισμού και καταστρέφουν την ενότητα της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας.

Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές εν Κυρίω, εμείς σας αγαπούμε όλους και όλες και δεχόμαστε στην Μητρόπολή μας και στους ναούς μας, που -όπως γνωρἰζετε- αποκτήσαμε με πολλές θυσίες, όλους τους Ορθοδόξους πιστούς,  ανεξάρτητα σε ποιά φυλή ανήκουν. Συνεχίζουμε με τους Ιερείς μας, όπως μέχρι τώρα, τις θείες Λειτουργίες και όλες τις δραστηριότητες της Εκκλησίας μας στους Ιερούς Ναούς μας. Να μην αισθάνεται κανείς  ενοχή επειδή συνεχίζει, όπως μέχρι τώρα, να εκκλησιάζεται στην Αττάλεια και στην Αλάνια. Αντιθέτως, έτσι θα χαίρεται ο Χριστός, η Παναγία μας, ο Απόστολος Παύλος, ο Άγιος Αλύπιος και όλοι οι οι Άγιοι των τόπων αυτών, που θα σας υποδέχονται στους ναούς τους. Οι μόνοι που θα λυπούνται θα είναι οι δαίμονες και όσοι συντελούν προς τούτο εν γνώσει ή εν αγνοία.

Όσοι αμφιταλαντεύονται ας προσευχηθούν και ας αποφασίσουν: Επιθυμούν να αρέσουν στον Χριστό ή σε ανθρώπους; Ο Απόστολος Παύλος πάντως είπε: "Εάν ζητούσα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν υπηρέτης του Θεού" (Γαλ.1,11).

Κατακλείω το γράμμα μου αυτό με την προτροπή του Αποστόλου Παύλου: "Αδελφοί μου, να χαίρεστε, να προοδεύετε, να συμπαραστέκεστε ο ένας στον άλλον, να μην έχετε διαφωνίες, να έχετε ειρήνη και ο Θεός που χαρίζει ειρήνη θα είναι μαζί σας" (Β' Κορ. 13, 11).

                                      Με θερμές πατρικές ευχές
                                          +Ὁ Πισιδίας Σωτήριος
                                    Ἔξαρχος Σίδης και  Ἀτταλείας

*     *     *

The encyclical of His Eminence Metropolitan Sotirios of Pisidia, Exarch of Side and Attaleia, to the Christ-loving plenitude of his Ecclesiastical Eparchy follows:

Ecumenical Patriarchate
Holy Metropolis of Pisidia
Exarchate of Side and Attaleia

To the Holy Clergy and Christ-following Faithful of our Holy Metropolis

              Beloved Brothers and Sisters in the Lord:
    The Apostle Paul exhorts bishops to, “Keep watch over yourselves and over all the flock, of which the Holy Spirit has put you as bishops to shepherd the Church of God, which he obtained with the blood of his own Son” (Acts 20:28). Similarly, our Lord said, “The good shepherd sacrifices his life for the sake of his flock” (John 10:11). In my effort to respond faithfully to my duties as your bishop and spiritual father, one of my responsibilities is to watch carefully and to preserve the unity and peaceful spiritual progress of my flock, which the Head of the Church, our Lord Jesus Christ, entrusted to me.

    Some of you, being unfamiliar with the Church’s ecclesiastical structure, have expressed concerns and questions about the recent decisions of the Patriarchate of Moscow and how these decisions may affect you, the residents of Attaleia who belong ecclesiastically to the Ecumenical Patriarchate of Constantinople. For this reason, I offer the following encyclical letter.

    All Orthodox Christians believe in “One Holy Catholic and Apostolic Church” (Nicene Creed). This One Church includes members of all nations, without any discrimination or distinction. St. Paul writes that, in the Church of Christ, there are no racial or ethnic differences, “There is neither Jew nor Greek…for you are all one in Christ Jesus” (Galatians 3:28).

    This One Church (that is, the Orthodox Church, which preserves unchanged to this day the dogmatic and ethical teachings of Christ and the Apostles) has extended unto all the earth’s continents in accordance with the Lord’s commandment, “Go and make disciples of all the nations, baptizing them in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit” (Matthew 28:19). From the time of the Apostles, baptized Christians in every location would assemble and constitute the local Church. In order to minister to the needs of the faithful, celebrate the holy sacraments (Holy Communion, etc,), and secure the unity of the local Church in every city, the Apostles ordained and put in place one local Bishop. This bishop would take the name of that city; for example, Linus Bishop of Rome, Iakovos Bishop of Jerusalem, Ignatios Bishop of Antioch, Mark Bishop of Alexandria, etc. In addition, each local church took the name of the local city, not of the ethnicity of the people. For this reason, St. Paul sends his Epistles to the local churches that he had established, calling them by the name of the city in which they are located. For example, he writes, “To the Church of God that is in Corinth…” (1 Cor 1:2) or “To the members of the Church of Thessalonika…” (1 Thess. 1:1), and so on.

    From that time on, the local Bishop had the absolute responsibility for the spiritual guidance of the faithful of his diocese and no one else. No matter who he is, a bishop never has the right to interfere in the internal affairs of another diocese without the knowledge of the local bishop; for example, it is not allowed for any bishop, Metropolitan, or Patriarch to enter another diocese and celebrate a Divine Liturgy or do anything else without the local bishop’s awareness and permission, neither does he have the authority to give sermons to the faithful or give some other form of spiritual guidance to them unless the local bishop knows about and allows it. The same guidelines apply for priests, deacons, readers, and chanters. Consequently, neither the clergy nor the laity of a local community are obligated to follow the directions of outside bishops, Metropolitans, or Patriarchs but only to follow the guidance of their own local hierarch. This is the ecclesiastical order that has been preserved and guarded by the One Holy Orthodox Church, grounded in the decisions of the Ecumenical Councils, and this is how the Church remains united throughout history.

    Therefore, my beloved spiritual children, for those of you who belong to the Holy Metropolis of Pisidia and the Exarchate of Attaleia and Side no outside Bishop, Metropolitan, or Patriarch has any right to go around or behind the back of your local Metropolitan and to give you orders—or issue threats—regarding which church you should attend and where you should receive Holy Communion. None of these hierarchs has any authority over you before Christ and His One Holy Church. If you were to disregard such prohibitions and directions, you are not culpable and should not feel any guilt. Those who have high ecclesiastical rank are the ones who are responsible, and guilty before God, for trying—through uncanonical acts and threats—to pull you away from the Church and from your priest and Bishop, telling you neither to go to confession nor to receive Holy Communion. Acts such as these give joy only to the Anti-Christ, who fights Christ and His Church. All reasonable people are harmed deeply by such satanic efforts.

     If such foreign bishops wish to defend their actions with the excuse that they direct their opposition not to all the Orthodox people of Attaleia, or other local churches, but only to the people of their own ethnic heritage, then they are, in truth, violating the decisions of the Great and Holy Councils, which have repeatedly condemned ethnophyletism as a heresy. Every hierarch has authority only within his own diocese. No bishop has the right to extend his authority beyond the borders of his local church and to demand that Christians who belong to other local dioceses, metropolises, and patriarchates must obey whatever they say because they share the same ethnic background.

    More specifically, on the matter of ethnophyletism, the Great Orthodox Council of 1872, grounded in the canon law and the tradition of the Church, condemned ethnophyletism unequivocally, seeing that it is a heresy that undercuts the ecclesiological foundation of Christian faith. The Great Council of 1872 proclaimed that the criterion of “ethnicity” (note #1) goes against Church structure because, both by dogma and by governance, it harms the unity of the local Church. Given that the local Church is determined by geographical criteria—not racial or ethnic criteria—using ethnicity becomes a source of schism, the very opposite of the ecclesiastical fact manifested in the members’ sharing the sacrament of Holy Communion united under the person of the one Bishop of each diocese (note #2). [See the records of the Great Synod (#1) Mansi, Vol. 45 Columns 423 and (#2) 430].

    These synodal decisions were accepted by the Orthodox faithful throughout the world and all who serve the Church should know, and recognize, and practice them, so as not to fall into the heresy of ethnophyletism, which destroys the unity of the Holy Church of Christ.

My beloved brothers and sisters in the Lord, as your local Metropolitan, I love you all and accept all Orthodox faithful of all ethnic backgrounds into our Metropolis and our parishes which, as you know, we have established through many sacrifices. As in the past, our priests continue to celebrate the Divine Liturgies and to offer all the other ministries of our Church in the local parishes. No one should feel any guilt for continuing, as in the past, to attend church in Attaleia and Alania. On the contrary, continuing to attend church services and activities will bring joy to Christ, to the Holy Theotokos, to the Apostle Paul, St. Alypios, and all the other local saints, who welcome you into their holy places of worship. The only ones who will feel sorry will be the demons and those who cooperate with them in knowledge or in ignorance.

    Whoever feels ambivalent about what to do should pray and then decide: Do you desire to please Christ or people? St. Paul said, “If I were still serving people, I would not be a servant of God” (Galatians 1:10).

    I conclude my letter with love and the exhortation of St. Paul, “My brothers and sisters, rejoice, progress, agree with one another, live in peace, and the God of peace will be with you.” (2 Cor.. 13:11).

With Warm Paternal Prayers and Blessings
+ Metropolitan Sotirios of Pisidia
Exarch of Attaleia and Side

*     *     *

Вселенский Константинопольский Патриархат
Священная Митрополия Писидии
Экзархат Сиде и Антальи

Духовенству и христоименитой полноте нашей Священной Митрополии

Возлюбленные мои братья и сестры о Господе,

Апостол Павел назидает епископов: «внимайте себе и всему стаду, в котором Дух Святой поставил вас блюстителями, пасти Церковь Господа и Бога, которую Он приобрел Себе Кровию Своею» (Деяния св. Апостолов 20:28). И Господь наш сказал: «пастырь добрый полагает жизнь свою за овец» (Св. Евангелие от Иоанна 10:11). Стараясь исполнить свой долг как Епископ и как ваш духовный отец, кроме прочего, я обязан заботиться о единстве паствы, которую мне вверил Глава Церкви нашей, Господь наш Иисус Христос через Мать-Церковь, а также заботиться о духовном возрастании паствы.

Поскольку некоторые из вас, не ведая церковного порядка, испугались и задаются вопросом, действительны ли недавние решения Московского Патриархата и для них, проживающих в пределах Антальи и в церковном плане относящихся к Вселенскому Константинопольскому Патриархату, я обращаюсь ко всем вам с этим окружным Посланием.

Все мы православные христиане верим «в Единую, Святую, Соборную и Апостольскую Церковь». Единая Церковь включает в себя представителей всех народов без различия. Апостол Павел пишет, что в Церкви Христовой не существует национальных различий: «Нет уже Иудея, ни язычника; … ибо все вы одно во Христе Иисусе» (Послание к Галатам 3:28).
Эта Единая Церковь (тут мы имеем в виду Православную Церковь, которая неизменно сохраняет догматическое и нравственное учение Христа и Апостолов до сего дня) распространилась во все концы земли, по заповеди Господней: «Итак, идите, научите все народы, крестя их во имя Отца и Сына и Святого Духа…» (Св. Евангелие от Матфея 28:19). От Апостольских времен крещеные христиане в каждом месте составляли местную Церковь. Для управления паствой, совершения Святых Таинств Церкви (Божественной Евхаристии и др.) и для сохранения единства местной Церкви в каждом городе Апостолы рукополагали и поставляли одного епископа. Этот епископ именовался по названию города, например: Лин, епископ Римский; Иаков, епископ Иерусалимский; Игнатий, епископ Антиохийский; Марк, епископ Александрийский и т.д. Также, каждая местная Церковь именовалась по названию города, а не по названию народа, который к ней относился. Поэтому Апостол Павел отправляя Послания к основанным им Церквам, обращается к ним по названию городов, например: «Церкви Божией, находящейся в Коринфе…» (Первое послание к Коринфянам 1:2) или «…церкви Фессалоникской…» (Первое послание к Фессалоникийцам 1:1) и т.д.

Поэтому, каждый епископ несет абсолютную ответственность за управление паствой своей епархии и никто другой. Другой, кем бы он ни был, не имеет права вторгаться во внутренние вопросы другой епархии без ведома ее епископа. Например, никакой епископ, митрополит или патриарх не может приехать в другую епархию для совершения Божественной Литургии или с другой целью без ведома ее епископа. Он не может даже проповедовать или давать духовные или другие указания верующим без ведома их епископа. Тот же принцип распространяется и на священников, диаконов, чтецов и певчих церковных хоров. Следовательно, ни священнослужители, ни миряне не обязаны подчиняться указаниям других епископов, митрополитов или патриархов, а только своему епископу или митрополиту. Этого порядка придерживается Единая Святая Православная Церковь, основываясь на постановлениях Вселенских Соборов, и, таким образом, пребывает единой.

Следовательно, возлюбленные мои духовные чада, ВАМ, относящимся к пастве Священной Митрополии Писидии и Экзархату Сиде и Антальи, никакой другой епископ, митрополит или патриарх, в обход вашего митрополита-пастыреначальника, не имеет права давать указания, в какие храмы ходить, ни, тем более, с угрозами запрещать вам причащаться в каких-либо храмах. Перед Христом и Единой Святой Церковью эти указания не имеют никакой силы, поэтому не испытывайте чувства вины по поводу того, что вы не придадите им никакого значения. Волноваться должны те (какие бы высокие церковные звания и саны они не имели), кто своими антиканоническими действиями с угрозами ищут возможность отдалить верующих от Церкви, прервать их общение со своими священниками и епископом, призывая верующих не исповедоваться и не причащаться. Эти их действия доставляют радость лишь антихристу, который борется со Христом и Его Церковью. Все думающие люди глубоко опечалены подобными сатанинскими действиями.

Если же они захотят оправдать свои действия тем, что они относятся не ко всем православным Антальи или других территорий, а только к представителям их национальности, то тогда они становятся нарушителями постановлений Великих Святых Соборов, осудивших этнофилетизм как ересь. Каждый епископ несет ответственность только лишь в пределах своей епархии. Никакой епископ не имеет права простирать свою власть за пределы своей епархии и требовать от христиан, в церковном отношении принадлежащих к другим епархиям, митрополиям или патриархатам, подчинения лишь потому, что они принадлежат к одной национальности.

Особенно подробно тема этнофилетизма была рассмотрена на Великом Православном Соборе в 1872 году, который, основываясь на Каноническом праве и Предании Церкви, осудил этнофилетизм, как ересь, подрывающую экклесиологические основы христианской веры [1]. Великий Собор 1872 года ясно постановил, что «национальный» критерий противоречит жизни Церкви, поскольку и в догматическом, и в административном плане нарушает единство местной Церкви. Поскольку местная Церковь определяется территориально-географическими критериями, «национальный» критерий является элементом разделения и противостояния также и в церковном плане в случае с Таинством Божественной Евхаристии, совершаемом одним епископом каждой епархии (См. Деяния Великого Собора [1] Mansi Том.45 στήλες 423 & [2] 430).

Эти решения были приняты всем православным миром и должны быть известны всем и исполняемы всеми, кто принял на себя обязанность служения Церкви, дабы они не впадали в ересь этнофилетизма и не разрушали единства Святой Христовой Церкви.

Возлюбленные мои братья и сестры о Господе,

Мы любим всех вас и всех принимаем в нашей Митрополии и в наших храмах, которые, как вы знаете, мы восстановили на пожертвования всех православных христиан независимо от их национальности. Мы продолжаем, как это было вплоть до настоящего момента, совершение божественных литургий и другое служение нашей Церкви в наших священных храмах. Пусть никто не испытывает чувства вины, как это было до сегодняшнего момента, за то, что он участвует в жизни Церкви в Анталье и Аланье. Напротив, Христос, Пресвятая Богородица, апостол Павел, преподобный Алипий Столпник и все святые, будут радоваться, принимая вас в своих храмах. Печалиться же будут лишь демоны и те, кто в ведении и в неведении способствует вашему отлучению.

Сомневающиеся же пусть помолятся и решат, хотят ли они угодить Христу или людям? Ведь Апостол Павел сказал: «Если бы я и поныне угождал людям, то не был бы рабом Христовым» (Послание к Галатам 1:10).

Завершаю это свое послание призывом апостола Павла: «Братия, радуйтесь, усовершайтесь, утешайтесь, будьте единомысленны, мирны, — и Бог любви и мира будет с вами» (Второе послание к Коринфянам 13:11).

С теплыми отеческими молитвами,
+Сотирий,
Митрополит Писидийский, Экзарх Сиде и Антальи