Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Graz, Ἄρχοντος Μεγάλου Πρωτονοταρίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
Παναγιώτατε Δέσποτα!
Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί μοῦ προξενεῖ ἰδιαίτερη χαρά ἡ πρόσκληση αὐτή νά εἶμαι ὁμιλητής εἰς τούς ἱερούς καί σεβαστούς χώρους τοῦ Σεπτοῦ μας Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐνώπιον τῆς σεπτῆς Παναγιότητός Σας, τοῦ Πρώτου τῆς Ὀρθοδοξίας καί γιά ἕνα τόσο σοβαρό θέμα γιά τήν προφητική Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὅμως ἕνα λεπτό ἀναμνήσεως καί μνήμης. Τό πρωτότυπον τῶν Ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καί τοῦ 1920 ἐκδόσεως τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου μοῦ ἔχει δωρήσει ὁ μακαριστός Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μάξιμος, ὅταν ὡς φοιτητής εἰς τήν Τροφόν Σχολήν μας τῆς Χάλκης τόν ἐπισκεπτόμουν κατά διαστήματα εἰς τήν Χαλκηδόνα. Ἴσως προέβλεπε τά ἐνδιαφέροντά μου! Αἰωνία ἡ μνήμη Αὐτοῦ!
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά λεχθῇ, ὅτι ἡ «Συνοδική Ἐγκύκλιος» αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920,[2] πρίν ἀπό ὁλόκληρα ἑκατόν ἔτη, ἔχει ἔν σχέσει πρός τά προεμβρυακά οἰκουμενικά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πρωτοπορειακό καί προφητικό χαρακτῆρα, ἀλλά καί μεγίστη ἐκκλησιολογική σημασία. Εἶναι δέ γνωστόν, ὅτι ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή ἐθεωρήθη ὡς ἡ πρώτη ἐπίσημη πρόταση μιᾶς Ἐκκλησίας γιά τήν δημιουργία ἑνός Παγκοσμίου Συμβουλίυ Ἐκκλησιῶν,[3] καί ὡς ἡ ἐπίσημη ἀπαρχή τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση, ὡς ὁ αἰσιόδοξος καταστατικός χάρτης αὐτῆς. Δυστυχῶς πρέπει νά λεχθεῖ, ὅτι σήμερον διαπιστώνεται μία φοβισμένη ὀπισθοδρόμηση στήν πορεία τῶν σχέσεων τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, σἐ σύγκριση πρός τό περιεχόμενο καί τήν δυναμική τῆς Ἐγκυκλίου αὐτῆς τοῦ 1920, δηλ. πρίν ἀπό ὁλόκληρα ἑκατόν ἔτη, καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό σημερινό συνέδριο, τό ὁποῖο τήν ἐπαναφέρει στήν μνήμη ὅλων πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς τό «ξυπνητῆρι» ὑπέρ τῆς Ἐγκυκλίου αὐτῆς, γεγονός γιά τό ὁποῖο εἴμεθα εὐγνώμονες.
Ἡ Ἐγκύκλιος καί ἡ προβολή τῆς Συνοδικότητος στήν Ἐκκλησία
Ἡ ἐγκύκλιος αὐτή ἐξεδόθη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον ὡς «Ἐγκύκλιος Συνοδική τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως» καί ὑπεγράφη ἀπό τόν Τοποτηρητή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο καί ἀπό τά μέλη τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου.
Τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 δέν ὑπεγράφη ἀπό Οἰκουμενικό Πατριάρχη, διότι τότε δέν ὑπῆρχεν Οἰκουμενικός Πατριάρχης λόγω τῆς χηρείας τοῦ Θρόνου, δέν μειώνει κἄν τό κῦρος τῆς Ἐγκυκλίου, διότι μέ τήν πράξη αὐτή ἀποδεικνύεται κατάφωρα, ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεσμός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος δέν λειτουργεῖ μοναρχικῶς, ἀλλά συνοδικῶς, ἐκ μέρους τοῦ Πρώτου μετά τῆς περί Αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, ἤ ἐκ μέρους ἐκείνου, ὁ ὁποῖος προσωρινά εὑρίσκεται εἰς τόπον τοῦ Πρώτου, δηλ. τοῦ Τοποτηρητοῦ μετά τῆς περί αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου.
Ἀκριβῶς τήν διαδικασίαν αὐτή ἐφήρμοσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1920, ὅταν ὑπεγράφη ἡ Ἐγκύκλιος ἀπό τόν Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεον, Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καί ἀπό τά Μέλη τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τούς Μητροπολίτες Ἀμασείας Γερμανόν, Πισσιδείας Γεράσιμον, Ἀγκύρας Γερβάσιον, Αἴνου Ἰωακείμ, Νιζύης Ἄνθιμον, Σηλυβρίας Εὐγένιον, Σαράντα Ἐκκλησιῶν Ἀγαθάγγελον, Τυρολόης καί Σερεντίου Χρυσόστομον καί Δαρδανελλίων καί Λαμψάκου Εἰρηναῖον.
Ἡ ἔκφραση τῆς συνοδικότητος καί μέ τό παράδειγμα αὐτό τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 ἀπορρίπτει κάθε ίσχυρισμό καί κατηγορία κατά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί κατά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὅτι ὁ Πρῶτος, ὁ ἑκάστοτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐνεργεῖ μονοκρατικά, αὐταρχικά, ἤ ἀκόμα μέ μεσαιωνικές παπικές τάσεις, ὅπως τελευταῖα ἔχει λεχθεῖ ἀβασανίστως καί ἀνιστορήτως κυρίως καί συχνά ἀπό μίαν Ἐκκλησίαν.
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἐπιθυμῶ νά τονίσω, ὅτι εῖναι ἐλπιδοφόρον, ὅτι ὁ Πάπας Ρώμης Φραγκῖσκος ἔχει τονίσει κατ’ ἐπανάληψιν τήν ἀναγκαιότητα ἐνισχύσεως τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ καί στήν Καθολικήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης εἶναι έλπιδοφόρον, ὅτι καί ὁ Σεβασμιώτατος Καρδινάλιος Kurt Koch ἐτόνισεν, ὅτι στήν συνοδικήν αὐτή διαδικασία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ οἰκουμενική σύμπραξη καί τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί κυρίως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εὐχαρίστως εἴμαστε διατεθειμένοι, χωρίς βέβαια νά λησμονήσωμε καί μεῖς νά ρυθμίσωμε καλύτερα τά τοῦ οἴκου μας!
Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 καί ἡ Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης
Συντάκται τοῦ Κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου ὑπῆρξαν καθηγηταί τῆς Τροφοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς μας τῆς Χάλκης, γεγονός, τό ὁποῖον μαρτυρεῖ καί ἐπιβεβαιώνει τήν ἀναγκαιότητα τῆς οὐσιαστικῆς συνεργασίας μεταξύ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῆς Συνόδου τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ὅταν πρέπει νά ληφθοῦν σοβαραί ἀποφάσεις, θεολογικά τεκμηριωμένες καί πρός ἐκπλήρωση τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας.
Καί μέ τήν προετοιμασία τοῦ σημαντικωτάτου αὐτοῦ Κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου 1920 μέ πανορθόδοξες καί παγχριστιανικές διαστάσεις, καταφαίνεται ἀκόμη περισσότερον ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ὑπάρξεως καί ἐπεναλειτουργίας τῆς Θεολογικῆς μας Σχολῆς τῆς Χάλκης. Εἶμαι ὑπερήφανος τό ὅτι εἶμαι ἀπόφοιτος τῆς Σχολῆς αὐτῆς.
Ἡ ἐκκλησιολογική διάσταση τῆς Ἐγκυκλίου – τίτλος και περιεχόμενο
Ἤδη ἡ ἀναφορά τῶν ἀποδεκτῶν τῆς Ἐγκυκλίου εἰς τόν τίτλον της, «πρός τάς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» ἀποτελεῖ μαρτυρίαν εὐρείας ἐκκλησιολογικῆς διαστάσεως τοῦ πνεύματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Ἐγκύκλιος ἀπευθύνεται λοιπόν εἰς «τάς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» καί μάλιστα εἰς τάς ἀπανταχοῦ εὑρισκομένας.
Μέ διορατικότητα, εὐρύτητα πνεύματος, τόλμη καί ἐλπίδα ἀπευθύνεται τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πρός τάς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τίς ὁποῖες ἀποκαλεῖ μάλιστα καί «σεβασμίους Χριστιανικάς Ἐκκλησίας» καί καλεῖ ὅλες πρός συνεργασία καί συμπόρευση. Τοῦτο σημαίνει χωρίς ἀμφιβολία τήν ἀναγνώριση καί τῶν μή ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ. Θεωρεῖ τήν ὑπάρχουσα ἐκκλησιολογική βάση μεταξύ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν ἀρκετή καί σταθερά πρός τήν κοινή αὐτή πορεία προσεγγίσεως πρός ἀλλήλας καί δημιουργίας μιᾶς Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές, μέ τήν πεποίθηση, ὅτι ἡ προσέγγιση αὐτή εἰναι εὐκταία, ἀναγκαία καί πολλαχῶς χρήσιμος ὄχι μόνον γιά τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἀλλά καί δι’ ὁλόκληρον τό χριστιανικόν σῶμα, πορεία, ἡ ὁποία θά πρέπει νά ἐξελιχθεῖ βαθμηδόν, ἐφ’ ὅσον «τό κατ’ ἀρχάς περί ἁπλῆς προκειμένου συναφείας καί προσεγγίσεως» ὁ λόγος, μέ τελικόν σκοπό «τῆς πλήρους ποτε, σύν Θεῷ, καί εὐλογημένης ἑνώσεως», πρός ἀναβίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι δυνατόν νά δημιουργεῖται «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν» ἀπό πολιτικούς διαφόρων ἀντιθέτων καί ἐχθρικῶν παρατάξεων καί συμφερόντων καί νά εἶναι τοῦτο ἀδύνατον ἀπό τίς χριστιανικές Ἐκκλησίες, τονίζει ἡ Ἐγκύκλιος.
Ἡ Ἐγκύκλιος ἀπευθύνεται πρός τίς Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ ὡς μέλη τοῦ ἑνός σώματος καί ὡς οἰκείους μιᾶς οἰκογενείας. Ἐπί λέξει τονίζεται: «νομίζομεν δεύτερον ὅτι ἐπιβάλλεται ἵνα ἀναζωπυρωθῇ καί ἐνισχυθῇ πρό παντός ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, μή λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί ΄συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χρστῷ΄ (Ἐφεσ. 3, 6).»
Οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ εὑρίσκονται, σέ ἕνα σύνολο, ἐντός μιᾶς πραγματικότητος ὡς ἐντός μιᾶς φυσιολογικῆς οἰκογενείας, τῆς ὁποίας τά μέλη εὑρίσκονται μεταξύ των καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων σέ ἁρμονία καί ἀγάπη, ἀλλά ὄχι σπάνια σέ ἐντάσεις καί συγκρούσεις, χωρίς ὅμως ποτέ νά χάσουν τήν ἐξ αἵματος συγγένεια, ἀλλά οὔτε καί τήν ἐλπίδα καί τήν δυνατότητα ἀποκαταστάσεως τῶν οἰκογενειακῶν σχέσεων.
Βασικές προϋποθέσεις θεωρεῖ ἡ Ἐγκύκλιος ἐφ’ ἑνός τήν ἄρση πάσης δυσπιστίας καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἀποκατάσταση τῆς εἰλικρινείας καί τῆς ἐμπιστοσύνης «μεταξύ τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν», μέ βάση τήν ἀμοιβαία ἀγάπη. Καί μέ τίς διατυπώσεις αὐτές ἀφ’ ἑνός δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ὁ λόγος περί Ἐκκλησιῶν καί ἀφ’ ἑτέρου διαπιστώνομε, ὅτι ἡ Ἐγκύκλιος δέν ἀπαιτεῖ ἄλλες προϋποθέσεις γιά τήν ἐκκίνηση τῆς προσεγγίσεως.
Ὁ κοινός ἑορτασμός τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα, ἡ λύση τῶν προβλημάτων τῶν μικτῶν γάμων, ἀκόμη καί ἡ παραχώρηση ναῶν καί κοιμητηρίων διά τάς κηδείας καί τήν ταφήν τῶν νεκρῶν, τά ὁποῖα ἐπίσης προτείνει ἡ Ἐγκύκλιος, ἀποτελοῦν μαρτυρίες τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ ἁρμονικοῦ τρόπου διαβιώσεως τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἐντός τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
Ἀναφερόμενος στήν Ἐγκύκλιο αὐτή καί ὁ σεβαστός μου δάσκαλος, μακαριστός Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος διερωτᾶται: «Μήπως ἦταν ὅμως ὅλη αὐτή ἡ πρωτοβουλία καί προσπάθεια μία ἀνεπίτρεπτη διεύρυνση τῆς συντηρητικῆς ἐκκλησιολογικῆς βάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας; Ὄχι βέβαια (ἀπαντᾶ εὐθέως). Καί: Γιατί τόλμησε τήν πρωτοβουλία αὐτή τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο; Διότι γιά μιά ἀκόμη φορά, πιό πειστικά καί πιό ὁριστικά, ἐκαλεῖτο νά καθορίσει τή θέση του ἀπέναντι στό διηρημένο χριστιανικό κόσμο.»…καί ὡς θεσμός, «πού ὤφειλε νά προχωρήσει πρωτοπορειακά στόν καθορισμό τῆς στάσεώς του ἀπέναντι στό φρικτό καί ἀνεπίτρεπτο γεγονός τῆς διαιρέσεως.»[4]
Βάσει αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, διαπιστώνει καί ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης ὅτι: «δέν ἐδίστασε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον νά ἀπευθύνῃ τό περίφημον διάγγελμα αὐτοῦ τοῦ ἔτους 1920 «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηρίσαν τάς χριστιανικάς Ὁμολογίας ὡς «Ἐκκλησίας»[5] Κατ’ ἀκολουθίαν, τονίζει ὁ Ἰωάννης Καρμίρης: «Πάντες οἱ χριστιανοί λογίζονται ὅτι ἀνήκουσιν εἰς τήν ἐν εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ Ἐκκλησίαν, νοουμένην καί οὖσαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον εἶναι ἕν, ἄρα δέ καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ὡς ὁρίζει αὐτήν τό ἱερόν Σύμβολον τῆς πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ ὄντι… εἶναι προφανές, ὅτι καί οἱ ἑτερόδοξοι ἀνήκουσιν εἰς τήν μίαν ἡνωμένην οὐσιωδῶς Ἐκκλησίαν του, ἐν ᾗ δύνανται νά τύχωσι τῆς σωτηρίας»[6] Κατά συνέπειαν καί ἐφ’ ὅσον καί οἱ ἑτερόδοξοι ἀνήκουν «εἰς τήν μίαν ἡνωμένην οὐσιωδῶς Ἐκκλησίαν του» τότε οἱ θεολογικοί Διάλογοι πραγματοποιοῦνται ἐντός τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, δηλ. μεταξύ Ἐκκλησιῶν «μή λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί ΄συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χρστῷ΄», ὅπως διαβεβεοῖ ἡ Ἐγκύκλιος.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τηρητής τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος καί συνεχιστής τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως
Τά ἀνωτέρω σημαίνουν, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν Ἐγκύκλιον αὐτή καί μέ τόν ἐκκλησιολογικόν αὐτό χαρακτηρισμό τῶν μή ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἄποψη τήν ὁποία τηρεῖ καί συνεχίζει μέχρι καί σήμερον, δέν ἔφερε «καινά δαιμόνια», οὔτε ἐνεωτέρισεν, ἀλλά παρέμεινε πιστός τηρητής καί συνεχιστής τῆς μακραίωνης παραδόσεως καί πράξεως τῆς καθόλουὈρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο βασίσθηκε στό «τά ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω», ὅμως καί ἐν πλήρει συνειδήσει, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη καί πολλά θεολογικά προβλήματα, μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, τά ὁποῖα πρέπει νά λυθοῦν. Καί ἀσφαλῶς εἶναι δυνατόν νά λυθοῦν, διότι εἶναι προϊόντα μιᾶς ἀρνητικῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως, μιᾶς μακραἰωνης ἀπομακρύνσεως καί ἀποξενώσεως τῶν δύο κόσμων, ἐνῶ στήν ἱστορική πραγματικότητα δέν ὑπάρχει συγκεκριμένο γεγονός ἐπίσημης καί ὁριστικῆς καταδίκης μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, οὔτε τόν 9ο αἰῶνα ἐπί Πάπα Νικολάου καί Πατριάρχου Φωτίου, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε σέ πλήρη κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, οὔτε τόν 11ο αἰῶνα, τό 1054, ἐπί Πάπα Λέοντος καί Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ἐφ’ ὁσον μάλιστα ὁ Πάπας εἰχε πεθάνει ἤδη τήν 19η Ἀπριλίου τοῦ 1054, ἐνῶ οἱ παράλογες καί ἄκυρες ἐνέργειες τοῦ Καρδιναλίου Οὑμβέρτου ἔγιναν στήν Κωσταντινούπολη τήν 16ην Ίουλίου τοῦ 1054. Ἄρα δέν πραγματοποιήθηκε τότε τό λεγόμενο Μέγα καί ὁριστικό Σχίσμα μεταξύ τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Βαθμηδόν ἐπῆλθε δυστυχῶς γιά διαφόρους λόγους καί σέ διάφορα χρονικά διαστήματα ἀπομάκρυνση, ἀποξένωση καί ἀκοινωνησία μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Στήν ἄποψη αὐτή συμφωνεῖ καί ὁ Σεβασμ. Καρδινάλιος Kurt Koch, ὁ Πρόεδρος τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου διά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, σέ ἄρθρο του-ἄμεση ἀπάντηση σέ δικό μου δημοσίευμα.[7]
Καί οἱ πιστοί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἀδελφοί» μας, ἐτόνίζεν ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος, ἀπευθυνόμενος πολύ αὐστηρά στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο μετά τά θλιβερά καί ἄκυρα γεγονότα τοῦ 1054 καί τόν ὁποῖο συμβουλεύει νά χαμηλώσει τούς τόνους, διότι ὑπάρχει μεγάλος κίνδυνος διασπάσεως τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανισμοῦ.[8]
Δέν ὑπάρχει λοιπόν ἐπίσημη καταδίκη Ἐκκλησιῶν ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, οὔτε καί ἐπίσημη ἀπόφαση ἀπορρίψεως καί καταργήσεως τοῦ χαρακτηρισμοῦ Ἐκκλησία, γιά τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες, διαλεγόμενες «μποροῦν μέ τήν σημερινή ἐμπειρία νά προβάλλουν τήν κοινή αὐτοσυνειδησία ὅτι συνεχίζουν νά εἶναι μέλη τῆς μίας Ἐκκλησίας.»[9] Σέ παρόμοιες διαπιστώσεις προβαίνουν καί ὁ Γεώργιος Γαλίτης,[10] ὁ Ἀβύδου (νῦν Σεβασμ. Μητροπολίτης Κρήνης) Κύριλλος,[11] ὁ Βλάσιος Φειδᾶς, κ.ἄ. Ὁ Βλάσιος Φειδᾶς τονίζει μάλιστα γενικώτερα, ὅτι «…οἱ ρωμαιοκαθολικοί, οἱ παλαιοκαθολικοί, οἱ ἀγγλικανοί καί οἱ προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί, … διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινων ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνον ἡ Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζει δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως τά ἐκτός τῶν ὁρίων αὐτῆς χριστιανικά σώματα ὡς αἱρετικά ἤ ὡς σχισματικά.»[12] Ἀσφαλῶς εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐπανεξέταση τῶν ὅρων «αἵρεση»καί «σχίσμα»,[13] ἀλλά καί ἡ διαλεύκανση μέ ποιά σημασία χρησιμοποιοῦμε κάθε φορά τόν ὅρο «Ἐκκλησία», ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς γνωστόν πολλές σημασίες.
Θά ἔφερα γλαύκας εἰς Ἀθήνας, ἐάν θά ἀπαριθμοῦσα ἀπό πότε καί ἀπό ποιόν χαρακτηρίζονται Ἐκκλησίες οἱ μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Δέν χαρακτηρίζονται μόνον ἁπλῶς Ἐκκλησίες, ἀλλά ἡ Δυτική, δηλ. ἡ Καθολική Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται Ἐκκλησία π.χ. καί ἀπό τόν Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀλλά καί «ἀδελφή Ἐκκλησία» π.χ. ἀπό τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, τόν ὁποῖο κακῶς ἐκμεταλεύονται ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ εὐσεβέστατοι «ἀντιοικουμενιστές» ὡς δῆθεν πρότυπον πρός μίμησιν. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ μαχητής ἐκεῖνος καί ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας Μητροπολίτης Ἐφέσου ἐτόνιζεν, ὅτι μετέβη πρός τήν «ἀδελφήν Ἐκκλησίαν» καί ἐκάθισεν εἰς τήν τράπεζαν τοῦ Διαλόγου,[14] στήν κοινή Σύνοδο τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως στήν Φερράρα/Φλωρεντία (1438/39)[15], στήν ὁποία δέν προσῆλθαν ἡ μία Ἐκκλησία ὡς κατήγορος καί ἡ ἄλλη Ἐκκλησία ὡς κατηγορουμένη, οὔτε τανάπαλιν, ἀλλά οἱ συνοδικοί ἐκπρόσωποι τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἦσαν ἰσότιμα μέλη τῆς Συνόδου μέ πλήρη ἐκκλησιαστικότητα. Καί αὐτό τόν 15ο αἰῶνα, ἀνεξαρτήτως τοῦ ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος ἀπέτυχεν. Εκεῖ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος προσφωνώντας τόν Πάπα ἐχαρακτήριζε μέ ἐνθουσιασμό τήν ἔναρξη τοῦ Διαλόγου: «Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τά προοίμιασήμερον αἱ νοηταί ἀκτῖνες τοῦ τῆς εἰρήνης Ἡλίου τῇ Οἰκουμένῃ πάσῃ προανατέλλουσι.…» Ἐάν δέν ἐθεώρει ὁ ἅγιος Μᾶρκος τήν Δυτική Ἐκκλησία Ἐκκλησίαν καί ἐάν δέν ἀνεγνώριζε τό ἔγκυρον τῆς ἱερωσύνης καί τῶν Μυστηρίων της δέν θά διαπίστωνε ἐκεῖ ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «ὁ τῶν ἱερέων τοῦ Χριστοῦ πρωτεύων», οὕτε θά τόν προσφωνοῦσε «ἁγιώτατε πάτερ», οὔτε θά τόν παρακαλοῦσε «ὑπόδεξαι τά σά τέκνα μακρόθεν ἐξ ἀνατολῶν ἥκοντα. περίπτυξαι τούς ἐκ μακροῦ διεστώτας τοῦ χρόνου, πρός τάς σάς καταφυγόντας ἀγκάλας. Θεράπευσον τούς σκανδαλισθέντας. ἅπαν σκῶλον καί πρόσκομμα τῆς εἰρήνης κωλυτικόν ἐκ μέσου γενέσθαι κέλευσον…;»[16] Τί θά συνέβαινε, ἐάν σήμερον ὀρθόδοξος Ἀρχιερεύς ἁπλῶς ἐπαναλάμβανε τά ἴδια, ἀπευθυνόμενος πρός τόν νῦν Πάπα; Μερικοί συκοφαντοῦν τόν Ἅγιο Μᾶρκο, ὅτι ἦταν δῆθεν διπλωμάτης!
Πρέπει ἐπίσης νά ἐπαναφέρωμε στή μνήμη μας, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στήν Ἐγκύκλιό τοῦ 1902[17] πρός τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας ἐχαρακτήρισε τήν Δυτική, δηλ. τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησία, καθώς καί τήν τῶν Διαμαρτυρομένων ἐπίσης Ἐκκλησία. Τόν ἴδιο χαρακτηρισμό ἐχρησιμοποίησε καί τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων στήν ἀπάντησή του στήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1902[18] καθώς καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας[19], ἡ Ἐκκλησία τῃς Ἑλλάδος[20], ἡ Ἐκκλησία Ρουμανίας[21], ἡ Ἐκκλησία Σερβίας, ἡ ὁποία μάλιστα τίς ἀποκαλεῖ «εὐσεβῶν ἐκείνων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν»[22]. Ὅχι μόνον τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί τό γνήσιον τῆς πίστεώς των καί τό ἔγκυρον τῶν Μυστηρίων των ἀναγνώριζαν, ὅταν μάλιστα οἱ Ἐκκλησίες Ρωσσίας καί Μαυροβουνίου ἀναφέρουν αὐτολεξεί καί οἱ δύο τά ἀκόλουθα: «Πιστεύομεν ἐπί τήν εἰλικρίνειαν τῆς πίστεως αὐτῶν (τῶν καθολικῶν καί τῶν διαμαρτυρομένων) εἰς τήν παναγίαν καί ζωαρχικήν Τριάδα, διό καί δεχόμεθα τό βάπτισμα τούτων τε καί ἐκείνων. Τιμῶμεν τήν ἀποστολικήν διαδοχήν τῆς λατινικῆς ἱεραρχίας καί τούς εἰς τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν ἐρχομένους ἐξ αὐτῆς κληρικούς παραδεχόμεθα ἐν τῷ ὅν φέρουσι βαθμῷ (ὡς παραδεχόμεθα καί τούς Ἀρμενίους, Κόπτας, Νεστοριανούς, κλπ. τούς μή ἀπωλέσαντας τήν ἀποστολικήν διαδοχήν), ΄Ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται΄ (2 Κορ. 6, 11), καί πρόθυμοί ἐσμέν πᾶν τό δυνατόν ποιῆσαι, ἵνα συνεργήσωμεν εἰς τήν στήριξιν ἐπί τῆς γῆς τῆς ποθητῆς ἑνότητος.»[23]
Γιατί τότε θεωροῦν ὁρισμένοι τήν Ἐγκύκλιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μάλιστα ὡς αἱρετικήν;
Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί οἱ ἄλλες Ἐκκλησιες στήν Οἰκουμενική Κίνηση
Ἐπί πλέον, κατά τό διάστημα τῆς συνεργασίας τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση μ. ἄ. μέ τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, μέ τήν Διάσκεψη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, στούς διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους, διαπιστώνεται ἐπίσης, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες χρησμοποιοῦν καί στά κοινά Κείμενα τόν χαρακτηρισμό Ἐκκλησία γιά τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες.[24]
Πανορθόδοξες Διασκέψεις καί οἱ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες
Ἐπί πλέον, καί στίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις γίνεται ἀναφορά γιά διάφορα θέματα, κυρίως ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος καί στίς ἄλλες μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὡς Ἐκκλησίες καί προτείνεται θεολογικός Διάλογος μάλιστα «ἐπί ἴσοις ὅροις». Ὁ χρόνος δέν ἐπιτρέπει νά ἐπαναφέρομε στή μνήμη μας ὅλα τά πολύ σημαντικά πανορθόδοξα κείμενα.
Ἡ πράξη αὐτή ἐτηρήθη καί στίς Πανορθόδοξες Διακσέψεις κατά τήν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Κρήτη τό 2016. Τό αὐτό συνέβη π.χ. καί στήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη στό Chambésy τήν 27ην Ἰανουαρίου 2016, ὅπου ὑπέγραψαν οἱ Προκαθήμενοι, ἤ οἱ ἐκπρόσωποί των, ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τήν ἀπόφαση νά κληθοῦν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης Παρατηρητές Ἐκκλησιῶν καί ἐκκλησιαστικῶν Ὀργανισμῶν, καί συνέταξαν καί τόν συγκεκριμένο σχετικό κατάλογον μέ τά ὀνόματά των, μέ τόν χαρακτηρισμό Ἐκκλησίες!
Τέλος καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης, ἀποφάσισε, μετά ἀπό ἄσκοπες καί ὀδυνηρές συζητήσεις, τόν χαρακτηρισμό τῶν ἑτεροδόξων ὡς Ἐκκλησίες, γεγονός, τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔδωσε ἐπίσημη ἀπάντηση καί ἐπικύρωσε τόν ἐξονομασμό Ἐκκλησία, στό σχετικό Κείμενο.[25] Ἡ ἀλλαγή στό τελικό Κείμενο ἀντί τοῦ «ἱστορικήν ὕπαρξιν» στό «ἱστορικήν ὀνομασίαν» τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, κατα τήν ἄποψή μου δέν ἀλλοίωσε τήν ούσία τοῦ ἀρχικοῦ Κειμένου-σχεδίου, διότι ἐάν κάτι ἤ κάποιος δέν ὑπάρχει δέν μπορεῖ καί νά ἐξονομασθεῖ. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἐτόνιζε: «Καί γάρ οὐ πρότεραι τῶν οὐσιῶν αἱ λέξεις, ἀλλ’ αἱ οὐσίαι πρῶται καί δεύτεραι τούτων αἱ λέξεις.»[26]
Μποροῦμε ὅμως νά δεχθοῦμε, ὅτι ἡ μή ἀναγκαία αὐτή ἀλλαγή στό Κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ἔγινε τήν συγκεκριμένη ἐκείνη στιγμή κατά συγκατάβαση καί γιά λόγους ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας καί ἐφησυχασμοῦ. Τό σύνολον ὅμως τῶν Κειμένων καί τό γενικόν πνεῦμα τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Κρήτης ἐπιβεβαίωσε τήν ἀναγκαιότητα καί τήν μέχρι τοῦδε πράξη τῆς Καθόλου Ὀρθοδοξίας γιά τήν συμμετοχή της στούς Οἰκουμενικούς Διαλόγους μέ τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί ἀποφάσισε τήν ἀναγκαία συνέχισή των. Τό γεγονός τοῦτο, διαπιστώθηκε καί ἐκτιμήθηκε θετικά μέ μεγάλη ἱκανοποίηση καί ἀπό τόν Πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, Καρδινάλιο Kurt Koch σέ μία διάλεξή του στό Graz. Στήν ὁμιλία αὐτή ἐχαρακτήρισε τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ὡς Πανορθόδοξη Σύνοδο, μάλιστα μέ τόν χαρακτηρισμό Panorthodoxes Konzil καί ὄχι Panorthodoxe Synode, δεδομένου, ὅτι στήν δυτική θεολογία ὁ ὅρος Konzil ἀναφέρεται στήν Οἰκουμενική Σύνοδο.[27] Μέ τήν ἔκφραση αὐτή ἀναγνωρίζει ὁ Καρδινάλιος Kurt Koch στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὑψηλόν κῦρος.
Τό 1969 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐπέτρεψε τήν Μυστηριακή Κοινωνία μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τήν ὁποίαν ἀργότερα ἀνακάλεσε.
Ὁ Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος ἐδήλωσε μαζί μέ τόν Πάπα Φραγκίσκο στό ἀεροδρόμιο τῆς Κούβας: «Δέν εἴμαστε ἀνταγωνιστές, ἀλλά ἀδελφοί στήν πίστη»!
Οἱ χαρακτηρισμοί, λοιπόν, «Ἐκκλησία», «ἀδελφή Ἐκκλησία»[28] γιά τούς ἑτεροδόξους δέν εἶναι ἄγνωστοι στήν Ἐκκλησία μας διαχρονικά, ἀλλά καί «τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησίες».[29]
Ἀντιθέτως ὁ νεωτερισμός τῆς ἀρνήσεως τοῦ χρακτηρισμοῦ Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους, ὅπως συζητεῖται τά τελευταῖα χρόνια, εἶναι ἀντίθετος πρός τό ὀρθόδοξο ἁγιοπατερικό φρόνημα, ἄσκοπος καί ἐπιζήμιος. Δηλώνει μία ἀποκλειστικότητα τελείως συντηρητική καί ἄκρως ἀντίθετη πρός τήν πατερική παράδοση τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀξιοθαύμαστη εὐρύτητα τοῦ πνεύματος καί μέ τήν καθολικότητα καί οἰκουμενικότητα τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ καί σωτηριολογικοῦ των φρονήματος. Ἐάν ἐνθυμηθεῖ κανείς τούς χαρακτηρισμούς ecclesia ab initio, δηλ ἀπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἐκκλησία πρωτοτόκων, ἐκκλησίαν ἄνωθεν, ecclesia ab Abel, σέ ἀντίθεση πρός τόν Κάϊν, κλπ. ἀντιλαμβάνεται τήν μεγάλη διαφορά τοῦ εὐρέως ὁρίζοντα ἀπό τίς ἀποπνυκτικά περιοριστικές ἐκκλησιολογικές καί σωτηριολογικές ἀπόψεις ὁρισμένων «ὑπερασπιστῶν τῆς ακριβοῦς πίστεως.»[30]
Ἐκτός τῶν συζητήσεων αὐτῶν πρέπει τελικά νά διαπιστωθεῖ, ὅτι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἐκκλησιῶν, τά ὅρια τῆς ἐπενεργείας τῆς Θείας Χάριτος καί σωτηρίας, ποιός εἶναι ἐντός καί ποιός εἶναι ἐκτός,[31] τά καθορίζει καί τά ὁρίζει ὁ ἴδιος ὁ φιλάνθρωπος Θεός! Ὅποιος τά περιορίζει καί μάλιστα ταυτίζει τά κανονικά μέ τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλειστικά καί μόνον ἐντός τῆς δικαιοδοσιακά καί κανονικά συγκεκριμένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνεργεῖ κατά τής ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατά τῆς παντοδυναμίας τοῦ Παναγάθου καί φιλανθρώπου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι.
Συμπερασματικά, εἴμεθα εὐγνώμονες καί γιά τήν πρωτοβουλία αὐτή τοῦ Σεπτοῦ μας Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρίν ἀπό 100 χρόνια μέ τήν ἔκδοση τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιά ἐντατικώτερη συνεργασία εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί καθημερινοῦ βίου. Μέ τόν ἒκκλησιολογικό της ὁρίζοντα καί μέ τίς ἀκόμη καί σήμερα ἐπίκαιρες συγκεκριμένες 11[32] προτάσεις της [33] μπορεῖ νά γίνει πράγματι ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή, ἡ ὁποία σχεδόν εἶχε λησμονηθεῖ μέχρι σήμερον, νά γίνει, τονίζω καί πάλιν, ὁ καταστατικός χάρτης καί ὁ δυναμικός ὁδηγός τῆς ἱερᾶς πορείας πρός ἀναβίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, χωρίς φανατισμό, χωρίς μῖσος, χωρίς προκαταλήψεις, ἀλλά μέ πνεῦμα ἀλληλοσεβασμοῦ καί ἀμοιβαίας εἰλικρινείας καί ἀγάπης. Τίς βασικές αὐτές χριστιανικές ἀρχές, τίς ὁποῖες ἀναφέρει καί ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, τονίσατε ὅλως ἰδιαιτέρως καί πολλάκις, Παναγιώτατε Δέσποτα, καί κατά τήν πρὀσφατή Σας ἐπίσκεψη στήν Ἀθήνα καί ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Δέν ἀπομένει, λοιπόν, παρά, τήν χείρα ἐπί τό ἄροτρον.
Ἡ ἐλπίδα οὐ καταισχύνει τόν ἐλπίζοντα.
[1] Ὁμιλία στό Διεθνές Συνέδριο τήν 1η Δεκεμβρίου 2021 στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Κωνσταντινούπολη. «100 ἔτη μετά τήν ἔκδοση τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920».
[2] Ἐγκύκλιος Συνοδική τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως πρός τάς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ τυπογραφείου 1920. Βασιλείου Σταυρίδου, Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, Ἀθῆναι 1964, 127-121. Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος ΙΙ, Graz-Austria 1968, 957- 960.
[3] W. A. Visser’t Hooft, Ursprung und Entstehung des Ökumenischen Rates der Kirchen. Frankfurt/M. 1983, 7. Πρβλ. Γεωργίου Τσέτση, Μέγα Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ἡ συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείουστήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Κατερίνη 1988. Τίς διαπιστώσεις αὐτές ἐπαναλαμβάνει ἀργότερα καί ἕνα ἄλλος πολύ σπουδαῖος Γενικός Γραμματέας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ Konrad Raiser στήν ὁμιλία του Ἡ σπουδαιότητα τῆς Ὀρθόδοξης Συμβολῆς στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, στόὈρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκουμενικός Διάλογος, Ἐπιμέλεια Πέτρος Βασιλειάδης, Ἀθήνα 2005, 33ἑξ.
[4] Μητροπολιτου Μύρων (μετέπειτα Ἐφέσου) Χρυσοστόμου, Ἡ θέση τῆς Ὀρθοδοξίας στό σύγχρονο χριστιανικό κόσμο, Στάχυς , Ἰούλιος 1981-Δεκέμβριος 1985, 346.
[5] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, 242.
[6] Ἰωάννου Καρμίρη, Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, Ἀνάτυπον ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ. 56, Ἀθῆναι 1981, 404ἑξ. Περισσότερες ἀναφορέσ κάνει στά τελευταῖα του σχόλια γιά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ὁ Στ. Τσομπανίδης στό Stylianos Tsompanidis, Unto the Churches of Christ Everywhere: The Ecumenical Patriarchate´s 1920 Enzyclical, A History of the Desire for Christian Unity. Ecumenism in the Churches (19th-21st Century), Directed by Alberto Meloni Edited by Luca Ferracci, Vol 1, Dawn of Ecumenism, Brill Leiden/Boston, 2021, 565-584.
[7] Kardinal Koch, Kein Schisma, sondern eine Entfremdung. Welche Schritte zur Wiederbelebung der vollen kirchlichen Gemeinschaf zwischen Ost- und Westkirche sind möglich? Teil 3 der Debatte: Kardinal Kurt Koch vom vatikanischen Einheitsrat antwortet dem orthodoxen Theologen Grigorios Larentzakis.
Die Tagespost 18. 7 2021, S. 16: «Das schmerzliche Grundproblem in der Beziehung zwischen der katholischen und der orthodoxenKirche wird zumeist als großes Schisma bezeichnet und mit dem Jahre 1054 verbunden, als die gegenseitigen Exkommunikationen zwischen Repräsentanten von Rom und Konstantinopel ausgesprochen worden sind. Dabei handelt es sich freilich weniger um ein historisches als vielmehr um ein symbolisches Datum. Ich stimme deshalb Professor Grigorios Larentzakis zu, dass das Grundproblem nicht mit dem strengen Begriff des Schismas, sondern mit demjenigen der gegenseitigen Entfremdung umschrieben werden muss.»
[8] Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος. στό: Μεθοδίου Γ. Φούγια, Ἡ ἐκκλησιαστική ἀντιπαράθεσις Ἑλλήνων καί Λατίνων, 240. Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Gab es ein Großes Schisma zwischen der Orthodoxen und der Römisch-Katholischen Kirche? In: Meeting God in the Other. Studies in Religious Encounter and Pluralism in honour of Dorin Oacea on the occasion of his 70th birthday, edited by Alina Patru, Orientalia – Patristica – Oecumenica, Band 16, Münster 2020, 327-347.
[9] Ν. Ματσούκα, Οικουμενική Θεολογία. Έκθεση τῆς χριστιανικής πίστης. Προϋποθέσεις ἑνός οἰκουμενικοῦ διαλόγου. Θεσσαλονίκη 2005, 349.
[10] Γ. Γαλίτη, Παρατηρήσεις ἐπί τοῦ καταλόγου θεμάτων τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκκλησία 1, 15(1976)400. Μάλιστα ὁ Γ. Γαλίτης εἶχε διερωτηθεῖ τότε, τί θά κάνωμε μέ τίς μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἰς περίπτωσιν συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ἐφόσον δέν ἔχουν καταδικασθεῖ. Πῶς θά λάβουν μέρος; Θά λάβουν μέρος;
[11] Κυρίλλου᾽Επισκόπου Ἀβύδου, νῦν Μητροπολίτου Κρήνης, Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον. D:\Users\larentzakis\Favorites\Documents\Abydoz Kyrillos Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον.html
[12] Βλ. Φειδᾶ, «Τό ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων κατά τούς ἱερούς κανόνας», ἐν Γρ. Λαρεντζάκη, Κων. Σκουτέρη, Βλ. Φειδᾶ, Ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογική Παράδοση, Θεσσαλονίκη 2011, 143.
[13] Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Αἵρεση καί σχίσμα, in: Σύναξη, Τεῦχος 143, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2017, 5-18
[14] «Χρή μετά ἀγάπης τούς λόγους ποιεῖσθαι, ἐπεί καί περί εἰρήνης ἐστίν ὁ λόγος καί ταύτην κατέλιπεν ὁ Κύριος ἡμῖν ὥσπερ τινά κλῆρον…» Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, VI, 27, ἔκδ. ὑπό V. Laurent, Les „memoires“ du Grand Ecclesiastique de lä Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) Vol. IX (Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum. Series B), Rom 1971, 326. Περισσότερα ἵδε: Γργορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Κατερίνη 1999.
[15] Πρβλ. G. Larentzakis, Ferrara-Florenz im Urteil der heutigen Orthodoxie, in: Annuarium Historiae Conciliorum 22(1990)199-218.
[16] Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ τῶν πιστῶν παροικίας, ἐν: SFÂNTUL MARCU EVGHENICUL, Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, OPERE Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Vol. I, Precuvantâre de P.S. Lucian, Episcopul Caransebeşuluiu…Coordinator: Cristian Chivu, Editura Pateres 2009, 197ἑξ.
[17] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί περί ἄλλων γενικῶν ζητημάτων Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1902. Αἱ εἰς αὐτήν ἀπαντήσεις τῶν Ἁγίων Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἡ ἀνταπάντησις τοῦ Οἰκουμενιοῦ Πατριαρχείου, ‘Εν Κωνσταντινουπόλει 1904.
[18] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 16ἑξ.
[19] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 31.
[20] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 40.
[21] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 47. 50.
[22] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 54, 57, 61.
[23] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 27ἑξ.
[24] Συνκεντρωμενες πληροφορίες παρουσιάζει στήν ἐπιμελημένη ἐργασία του ὁ Στυλιανός Τσομπανίδης στό ἔργο του, Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες, Ἀθήνα 2013.
[25] Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, 6. Πρβλ. καί δίκαιον αἴτημα καί τίς συζητήσεις στό, Στυλιανός Χ. Τσομπανίδης, Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες, Ἀθήνα 2013 καί τοῦ Ἰδίου, Ἐκκλησιολογική πρόκληση μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2018 μέ πειστικά ἐπιχειρήματα.
[26] Μεγαλου Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν, 2, 3, PG 26, 152
[27] Kardinal Kurt Koch, Christliche Existenz in ökumenischer Perspektive heute, hg. Peter Rosegger, Graz, Sonntagsblatt, 06/2017: „ …ist dasjenige (Dokument) das die Ökumene berührt, am längsten und am intesivsten diskutiert worden. Damit sind innerhalb der Orthodoxie sehr verschiedene Strömungen sichtbar geworden, Während eine Strömung vom ökumenischen Anliegen überzeugt ist, meldet eine andere Strömung gegenüber der Ökumene viele Bedenken an und vermeidet bereits dieses Wort. Es darf aber dankbar festgehalten werden, dass das Panorthodoxe Konzil auch das Dokument über die Ökumene angenommen und damit die bisher geführten ökumenischen Dialoge bestätigt und die Bereitschaft, sie weiterzuführen, erklärt hat. Dies ist ein hoffnungsvolles Zeichen. Denn Orthodoxe und Katholiken stehen einander unter allen christlichen Kirchen am nächsten, weshalb sie in besonderer Weise verpflichtet sid, die eine und ungeteilte Kirche in Ost und West wieder herzustellen und sie in der eucharistischen Gemeinschaft zu bekräftigen.“
[28] Περισσότερα γιά τόν ὅρο στό Γρ. Λαρεντζάκη, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, 60.
[29] Κυρίλλου᾽Επισκόπου Ἀβύδου, Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον. D:\Users\larentzakis\Favorites\Documents\Abydoz Kyrillos Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον.html
[30] Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Einheit der Menschheit – Einheit der Kirche bei Athanasius. Vor- und nachchristliche Soteriologie und Ekklesiologie bei Athanasius v. Alexandrien. 2. korrigierte Auflage, Graz 1981. Τοῦ Ἰδίου, Ἀπόψεις περί τῆς προϋπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ καί ρωμαιοκαθολικῇ θεολογίᾳ, στό: Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 54(1971)295-312.
[31] «Ὥσπερ πολλοί τῶν ἡμετέρων οὐ μεθ’ ἡμῶν εἰσίν, οὕς ὁ βίος ἀλλοτριοῖ τοῦ κοινοῦ σώματος, οὕτω πολλοί τῶν ἔξωθεν πρός ἡμῶν, ὅσοι τῷ τρόπῳ τήν πίστιν φθάνουσι καί δέονται τοῦ ὀνόματος, τό ἔργον ἔχοντες.» Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ὁμιλ. 18, Εἰς τόν Πατέρα, 6, PG 35, 992B. Πρβλ. καί Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες, Σέ σχέση μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μαρτυρία, Ἱ. Μητρόπολις Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, Χανιά, Μάϊος-Ἰούνιος , 2016 Τεῦχος 36, 81-92. Καί στό: https://fanarion.blogspot.com/search/label/%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82%20%CE%9B%CE%B1%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82
[32] «Δύναται δέ ἡ φιλία αὕτη καί ἀγαθόφρων πρός ἀλλήλους διάθεσις ἐκφαίνεσθαι καί τεκμηριοῦσθαι εἰδικώτερον, κατά τήν γνώμην ἡμῶν, ὡς ἑξῆς: α΄) διά τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρός ταυτόχρονον ἑορτασμόν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπό παςῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, β΄) διά τῆς ἀνταλλαγῆς ἀδελφικῶν γραμμάτων κατά τάς μεγάλας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ ἑορτάς, ἐν αἷς εἴθισται, καί ἐν ἄλλαις ἐκτάκτοις περιστάσεσι, γ΄) διά τῆς οἰκειοτέρας σθσχετίσεως τῶν ἑκασταχοῦ αὑρισκομένων ἀντιπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν, δ’) διά τῆς ἐπικοινωνίας τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Θεολογικῆς Ἐπιστήμης καί διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἐν ἑκάστῃ Ἐκκλησίᾳ ἐκδιδομένων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν περιοδικῶν καί συγγραμμάτων, ε΄) διά ἀποστολῆς νέων χάριν σπουδῶν ἀπό τῆς μιᾶς εἰς τάς σχολάς τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας, στ΄) διά τῆς συγκροτήσεως παγχριστιανικῶν συνεδρίων πρός ἐξέτασιν ζητημάτων κοινοῦ πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις ἐνδιαφέροντος, ζ΄) διά τῆς ἀπαθοῦς καί ἐπί τό ἱστορικώτερον ἐξετάσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἀπό τῆς ἕδρας καί ἐν ταῖς συγγραφαῖς, η΄) διά τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ τῶν κρατούντων ἀν ταῖς διαφόροις Ἐκκλησίαις ἠθῶν καί ἐθίμων, θ΄) διά τῆς παροχῆς ἀμοιβαίως εὐκτηρίων οἴκων καί κινητηρίων διά τάς κηδείας καί τήν ταφήν τῶν ἐν τῇ ξένῃ ἀποθνησκόντων ὁπαδῶν τῶν ἑτέρων ὁμολογιῶν, ι΄) διά τοῦ διακανονισμοῦ μεταξύ τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν τοῦ ζητήματος τῶν μικτῶν γάμων, ια΄) διά τῆς πρόφρονος τέλος ἀμοιβαίας ὑποστηρίξεως τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τοῖς ἔργοις τῆς θρησκευτικῆς ἐπιρρώσεως, τῆς φιλανθρωπίας καί τοῖς παραπλησίοις.»
[33] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Βασικαὶ ἀρχαὶ τηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος — ᾿Ορθόδοξοι ᾿Απόψεις, στὸ ᾿Επιστημονικὴ Παρουσία ῾Εστίας Θεολόγων Χάλκης, τ. Αʹ, σ. 323-366, ἐν ᾿Αθήναις 1987,· ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ ἑνότητα ΙΙΙ, Βήματα πρὸς σταθεροποίησιν τοῦ κοινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος, 351.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου