Του π. Δημητρίου Μπόκου
Ἕνας Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος εἶχε κάποιον δοῦλο πολὺ ἀγαπητό, ποὺ βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου. Ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τὸν θεραπεύσει. Ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίθηκε πρόθυμα καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου, ἀλλὰ ἐκεῖνος θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψη, ζήτησε ταπεινὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του ἀπὸ μακριά, λέγοντας ἁπλῶς ἕνα λόγο. «Μόνον εἰπὲ λόγῳ» καὶ θὰ θεραπευτεῖ ὁ δοῦλος μου. Ὅπερ καὶ ἐγένετο (Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου).
Ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν κατὰ πᾶσαν πιθανότητα
προσήλυτος. Ἀγαποῦσε τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ εἶχε χτίσει τὴ συναγωγή τους μὲ δικά
του χρήματα. Εἶχε στραφεῖ εὐνοϊκὰ πρὸς τὴν ἑβραϊκὴ θρησκεία. Ἐπέδειξε πίστη ἐντυπωσιακὴ
ποὺ ἐπαινέθηκε μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὄντας στρατιωτικός, γνώριζε
τὴν ἰσχὺ τῆς ἐντολῆς. Ὁ στρατὸς λειτουργεῖ ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐντολῆς.
Οἱ πάντες πειθαρχοῦν στὸν λόγο τοῦ ἀνωτέρου. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ παράβαση ἐντολῆς.
Κάθε καταστρατήγησή της ἐπιφέρει βαρύτατες κυρώσεις. Κατ’ ἀναλογίαν ὁ ἑκατόνταρχος
προσέδιδε ἀπόλυτο κύρος στήν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Πίστευε ἀκλόνητα στὴν ὑπέρτατη ἰσχύ
της.
Ὄντως καμμιὰ φυσικὴ ἢ πνευματικὴ δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ
ἀντιπαλέψει τὸν λόγο ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι
παντοδύναμος. «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν» (Ψαλμ. 32, 6). Εἶπε
ἁπλῶς ὁ Θεός, ἔδωσε ἐντολή, καὶ τὰ πάντα ἔγιναν. «Αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν»
(Ψαλμ. 148, 5). Ὑμνοῦμε
τὴν ἀνυπέρβλητη αὐτὴ δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ. «Ὁ κατ’ ἀρχὰς τοὺς οὐρανοὺς
παντοδυνάμῳ σου λόγῳ στερεώσας, Κύριε Σωτήρ…» (Ἦχος βαρύς, Κυριακὴ πρωί, ᾠδή γ΄).
Ὁ Χριστὸς ὅμως ἀπευθύνει λόγο καὶ σὲ μᾶς. Μᾶς κάνει
γνωστὴ τὴν ἀλήθεια του. Μᾶς διδάσκει. Μᾶς συμβουλεύει. Μᾶς παρέδωσε τὴν παιδεία
καὶ νουθεσία του. Προσδιόρισε τὰ αἰώνια ὅρια γιὰ τὴν ἀσφαλῆ πνευματική μας
πορεία. Καὶ τὰ ὅρια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάθετα καὶ ἀδιασάλευτα. Δὲν ἀλλάζουν ἀπὸ ἐποχὴ
σὲ ἐποχή. Δὲν πηγάζουν ἀπὸ εὐμετάβολες ἀνθρώπινες διαθέσεις. «Τὸ γὰρ στόμα
Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα» (Ἡσ. 1, 20). Οἱ ἄνθρωποι αὐτοαναιροῦνται
πλειστάκις, λέγοντας ἄλλα ἀντὶ ἄλλων, ἀναλόγως τῶν περιστάσεων. Τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι
«πιστὸς ὁ λόγος». Ὅ,τι λέγει εἶναι ἀκατάλυτο καὶ αἰώνιο. «Τὸ δὲ ρῆμα
Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα». (Α΄ Πέτρ. 1, 25).
Καὶ ἐνῶ ἡ ἀγριεμένη θάλασσα καὶ ὁ δυνατὸς ἄνεμος ὑπακούουν
στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου «σιώπα, πεφίμωσο», ἐνῶ καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ὑποτάσσονται
στὸν λόγο του καὶ ἐκβάλλονται, οἱ ἄνθρωποι ἀπεναντίας ἔχουν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ
δύναμη νὰ ἀπιστοῦν καὶ νὰ ἀντιτάσσονται. Νὰ κλείνουν τὴν καρδιὰ καὶ τὰ αὐτιά
τους, ὅταν Ἐκεῖνος μιλάει. Ὅσο ὅμως καὶ ἂν ἀπιστοῦμε ἐμεῖς, «ἐκεῖνος πιστὸς
μένει». Δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἀθετήσει τοὺς λόγους του. «Ἀρνήσασθαι
ἑαυτὸν οὐ δύναται» (Β΄ Τιμ. 2, 11-13). Οἱ λόγοι του θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλοι
στὸν καιρό τους. Πόσο εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ «ἐπίστευσε τῷ λόγῳ, ᾧ εἶπεν
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς»! (Ἰω. 4, 50).
Ποῦ ἀνήκουμε ἐμεῖς; Μήπως σὲ ἐκείνους ποὺ «τοῖς ὠσὶν
αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν»; (Ἡσ. 6, 10). Ποὺ ἔχουν τὰ αὐτιά τους γιὰ στολίδια μόνο καὶ ὄχι
γιὰ νὰ ἀκοῦνε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου