e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Η σιωπή κάτω από τη στέγη | The silence under the roof


Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής

Ίσως κάποτε, χωρίς να το καταλάβεις, άγγιξες το σύμβολο της καρδιάς κάτω από ένα βίντεο, εκείνο το ανεπαίσθητο πάτημα του αντίχειρα, μικρό σαν ασήμαντη χειρονομία αλλά φορτισμένο σαν ομολογία πίστης. Ήταν ένα στιγμιότυπο ψηφιακού «θαύματος», ανεβασμένο από κάποιον ενάρετο άνθρωπο, με προθέσεις, στο χωνευτήρι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ένα οπτικοακουστικό υλικό που υποσχόταν το άρρητο, το άγγιγμα του Θεού, πιασμένο μέσα στο δίχτυ των προβολών. Δεν σκύβουμε πλέον, δεν δακρύζουμε, ούτε ανεβαίνουμε σε κάποιο όρος προσευχής· μόνο καταναλώνουμε. Κρίνουμε, συγκινούμαστε, εγκρίνουμε, και πατάμε «μου αρέσει». Λες και η πίστη είναι δημόσια τοποθέτηση και το θαύμα, μια εμπορική εκδοχή της θείας πρόνοιας.

Όμως αλλού, μακριά από το τεχνολογικό ψέλλισμα των pixels της οθόνης μας, ένας στρατιώτης της Ρώμης, ένα στόμα βουτηγμένο στη σιωπή του καθήκοντος, πλησιάζει τον Ιησού χωρίς περηφάνια, άνευ τίτλων. Δεν φέρει μαζί του κάμερα ούτε συνοδεία, μονάχα την αγωνία του πατέρα. Δεν διαφημίζει το αίτημά του, ούτε ψάχνει να πιστοποιήσει την πεποίθησή του με έγγραφα και θαυματουργές φωτογραφίες. Αντιθέτως, νιώθει εντελώς ακατάλληλος και άξιος απόρριψης.

Αναγνωρίζει στον Χριστό κάτι που εμείς, στην εποχή της υπερπληροφόρησης και των θαυμάτων κατά παραγγελία, αρνούμαστε να δούμε: τη δύναμη του Λόγου ως απόλυτη αρχή. Όπως ο ίδιος δίνει μια διαταγή και ο υφιστάμενος υπακούει χωρίς αντιρρήσεις, έτσι και ο Ιησούς, δίχως να μετακινηθεί, δίχως να ακουμπήσει, μπορεί να ανατρέψει τη φθορά. Δύναται να διατάξει τον θάνατο επειδή ο λόγος Του δεν πηγάζει από φωνή, μα από εξουσία.

Κι έτσι, το θαύμα αποκαθίσταται στο πραγματικό του πρόσωπο· όχι ως «μαγικό επεισόδιο» για να συναρπάσει τους θεατές, αλλά ως ρωγμή στην αφήγηση της φθαρτότητας. Ο Θεός δεν εργάζεται για το κοινό· δεν ζητά εικονολήπτες ή διαφημιστές, ούτε σεναριογράφους της ευσέβειας. Εκείνοι που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το φως Του, βυθίζονται σ’ ένα είδος πνευματικού ναρκισσισμού, μεταμφιεσμένου σε ζήλο. Αντί να δείχνουν προς Αυτόν, στρέφουν τον φακό στον εαυτό τους, σαν να δηλώνουν συμμετοχή σε διαγωνισμό θεοσέβειας.

Στην ουσία, μετατρέπουν το θαύμα σε θέαμα, και την ελπίδα σε επιχείρηση κοινής ωφέλειας. Φορούν τον μανδύα της αγιότητας με ύφος μάρτυρα και την αυταρέσκεια τηλεπαρουσιαστή. Νομίζουν πως υπηρετούν τον Θεό ενώ Τον καπηλεύονται - κι όλο αυτό το παραλήρημα προβολής, γελοιοποιεί το ιερό στα μάτια των δύσπιστων και πληγώνει τους γνωρίζοντες την πίστη ως έγκαυμα μυστικό. Γιατί το θαύμα δεν αντέχει στη βιτρίνα: είναι γυμνό, λεπτό, φτιαγμένο να τρυπάει τη σιωπή, όχι να κατακτά τα «μου αρέσει».

Η πίστη, όπως την ενσάρκωσε ο εκατόνταρχος, δεν εκφράζεται με ομιλίες ούτε με θεολογικές αναλύσεις. Είναι πράξη σιωπηλή, σχεδόν ενοχική. Αναγνωρίζει, δεν διεκδικεί. Και καθώς η εξουσία του Χριστού ανατέλλει στον ορίζοντα της σκέψης του, αυτός ο αλλόθρησκος συντρίβει όλο το σύστημα αξιομισθίας. Δεν προτάσσει έργα, δεν υποβάλλει βιογραφικό πνευματικών κατορθωμάτων. Μονάχα ομολογεί την ανάγκη του. Τόσο απλά…

Ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας σχολιάζει αυτήν τη θεολογική διαύγεια με τρόπο σχεδόν στρατηγικό: «Εἰ ἐγὼ... τοῖς ὑπ’ ἐμὲ στρατιώταις ἐπιτάττω, σὺ πολλῷ μᾶλλον δύνασαι ἐπιτάττειν τῷ θανάτῳ καὶ ταῖς νόσοις».[1] Εδώ, ο Θεός αναγνωρίζεται ως Άρχων όχι του «θαύματος», αλλά της πραγματικότητας ως έχει. Οι ασθένειες, λέει, είναι στρατιώτες Του - υποταγμένοι, διατεταγμένοι, εκτελούντες. Αυτό που για εμάς μοιάζει παράλογο, ασύλληπτο, εισβάλλει εδώ ως τάξη, ως νομοτελειακή δύναμη υποταγμένη στο στόμα του Χριστού.

Σε αυτή την ανατροπή καταρρέουν όλες οι τακτικές ευσέβειας, οι παρακλήσεις που μοιάζουν περισσότερο με προσφορές στον ουρανό - «κοίτα πόσο καλός ήμουν». Διότι εδώ, το μόνο που έχει αξία είναι η παραδοχή της ανεπάρκειας. Και ο Χριστός ανταποκρίνεται όχι στην επίδοση, αλλά στη διάθεση του κενού. Και τότε, από το στόμα του Ιησού, δεν εκφέρεται μόνο έπαινος· προφέρεται και προειδοποίηση. Διεισδυτική, οδυνηρή, απροκάλυπτη - ένα ξίφος που διαχωρίζει οικείους από ξένους, τους υιούς της βασιλείας από τους προσκεκλημένους «ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν» (Ματθ. 8, 11). Εκείνοι που νόμιζαν τον εαυτό τους κληρονόμο, επειδή φέρουν τα σημάδια της παράδοσης, της ορθότητας, του νομικού εντύπου της πίστης, «ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον» (Ματθ. 8, 12)· και δεν υπάρχει τίποτε πιο εύγλωττο από την εικόνα των δοντιών που τρίζουν στο απόλυτο έξω.

Το αίνιγμα, η απογύμνωση, η καταγγελία δεν απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη γενιά Ιουδαίων, αλλά στο διαρκές «εμείς» κάθε θρησκευτικού σχήματος που επαναπαύεται στην ιδέα της εκλογής. Όχι της πραγματικής, αλλά της αυτοεκλογής: αυτής που βασίζεται στη γλώσσα, στην καταγωγή, στην παράδοση, στην ακεραιότητα της εξωτερικής τάξης. Στον καθρέφτη αυτού του λόγου καθρεφτίζεται κάθε Εκκλησία που υποκαθιστά το ζωντανό με το επαναλαμβανόμενο, κάθε πιστός που μετατρέπει τη σωτηρία σε διαδικαστική βεβαιότητα.

Πόσες φορές, πίσω από τα κηρύγματα, πίσω από τις λειτουργικές πομπές και τα εκκλησιαστικά αξιώματα, κρύβεται η πεποίθηση ότι ο Θεός ανήκει στους «δικούς μας»; Ότι Εκείνος χρωστάει σε εμάς επειδή τον τιμούμε, τάχα, με χείλη που ψάλλουν, ενώ η καρδιά μας σιγοσβήνει στην απάθεια; «Ὁ λαὸς οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ματθ. 15, 8· πρβλ. Ἠσ. 29, 13).  Ο όχλος επευφημεί σήμερα. Κραδαίνει βάγια με την ίδια ευκολία που αύριο θα υψώσει κραυγές κατάρας. Τόσο ελαφριά είναι τα χέρια μας· τόσο πρόχειρα ανταλλάσσουμε την αποδοχή με την απόρριψη. Ξεχνούμε πως είμαστε πνοή, χωμάτινοι· και λησμονούμε ότι ακόμη και η ανάσα αυτή είναι δανεική.

Το θαύμα, τελικά, συμβαίνει όχι όταν ο Ιησούς αγγίζει, αλλά όταν κάποιος του ανοίγει κενό. Το «ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» δεν είναι χρονικό σημείο, αλλά υπαρξιακή ρωγμή: το άνοιγμα μιας εντός σιωπής, μέσα στην οποία ο Ιησούς θεραπεύει από απόσταση. Δεν απαιτείται έργο ούτε τελετουργία. Μονάχα η αναγνώριση της ανάγκης.

Εμείς, οι μεταμοντέρνοι υιοί της βασιλείας του Θεού, οι κατέχοντες τα δόγματα και τις εφαρμογές αγιολόγησης, που συλλέγουμε ρήσεις και ψηφιακές προφητείες σαν πνευματικό τρόπαιο - εμείς που αποθηκεύουμε θαύματα σε σελιδοδείκτες, ζούμε σαν να μπορεί το Πνεύμα το Άγιο να εγκιβωτιστεί σε αρχεία cloud· σαν να είναι ο Θεός ορατός μόνο αν γίνει διάσημος στο διαδίκτυο. Μα Εκείνος μένει έξω. Πνέει «ὅπου θέλει» (Ἰωάν. 3, 8).

Ο λόγος του εκατόνταρχου -λιτός, ακριβής, στρατιωτικός- χαράζει ακόμη το σκοτάδι σαν λάμψη που δεν δείχνει αλλά επιτελεί. Και ο Λόγος του Θεού, όταν μπει σ’ έναν άνθρωπο, δεν αφήνει πίσω του οπτικά εφέ, ούτε ήχο· μόνο τη σιωπή. Αυτή την τρομακτική, πλήρη σιωπή μετά την αστραπή, όταν όλα έχουν ξαναγίνει απλά. Και ο κόσμος μοιάζει, επιτέλους, θεραπευμένος.



[1] Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος ΒουλγαρίαςΤα Ευρισκόμενα ΠάνταἘν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca. Ἐπιμέλεια Jacques-Paul Migne. Τόμος 123. Paris: J.-P. Migne, 1864, 220.


---------------------


Maximos Pafilis, Bishop of Melitene (translation from the original Greek text)

Perhaps once, without you realising it, you touched the heart symbol below a video, that imperceptible press of the thumb, small like an insignificant gesture but charged like a confession of faith. It was a snapshot of a digital "miracle", uploaded by some virtuous person, with intentions, into the crucible of social media. An audiovisual material that promised the ineffable, the touch of God, caught within the net of views. We no longer bow, we do not shed tears, nor do we ascend some mount of prayer; we only consume. We judge, we are moved, we approve, and we press "like". As if faith is a public statement and the miracle, a commercial version of divine providence.

Yet elsewhere, far from the technological stammering of our screen’s pixels, a soldier of Rome, a mouth immersed in the silence of duty, approaches Jesus without pride, bereft of titles. He does not bring with him a camera nor an entourage – only the anguish of the father. He does not advertise his request, nor does he seek to certify his conviction with documents and miraculous photographs. On the contrary, he feels entirely unsuitable and worthy of rejection.

He recognises in Christ something that we, in the age of superabundant information and of miracles-on-demand, refuse to see: the power of the Word as absolute principle. Just as he himself gives a command and the subordinate obeys without objections, so too Jesus, without moving, without touching, can overturn decay. He is able to command death because His Word does not spring from a voice, but from authority.

And so, the miracle is restored to its true face; not as a "magical episode" to fascinate the spectators, but as a fissure in the narrative of perishability. God does not work for the public; he does not ask for cinematographers or advertisers, nor scriptwriters of piety. Those who hasten to exploit His light, are submerged in a kind of spiritual narcissism, disguised as zeal. Instead of pointing towards Him, they turn the lens upon themselves, as if declaring their participation in a competition of godliness.

In essence, they transform the miracle into a spectacle, and hope into a public utility enterprise. They wear the mantle of sanctity with the air of a martyr and the self-satisfaction of a television presenter. They think they are serving God whilst they exploit Him - and all this delirium of exposure, makes a mockery of the sacred in the eyes of the distrustful and wounds those who know faith as a secret brand. Because the miracle cannot withstand the shop window: it is naked, delicate, made to pierce the silence, not to conquer the "likes".

Faith, as the centurion embodied it, is not expressed with speeches nor with theological analyses. It is a silent act, almost guilt-ridden. It acknowledges, it does not claim. And as the authority of Christ rises on the horizon of his thought, this man of another faith crushes the entire system of merit-based reward. He does not put forward works, he does not submit a curriculum vitae of spiritual achievements. He only confesses his need. So simply…

Saint Theophylact of Bulgaria comments on this theological clarity in an almost strategic manner: “If I… command the soldiers under me, you are much more able to command death and the diseases” (Gr. Εἰ ἐγὼ... τοῖς ὑπ’ ἐμὲ στρατιώταις ἐπιτάττω, σὺ πολλῷ μᾶλλον δύνασαι ἐπιτάττειν τῷ θανάτῳ καὶ ταῖς νόσοις).[1] Here, God is recognised as Ruler not of the "miracle", but of reality as it is. The diseases, he says, are His soldiers - subjugated, ordered, executing. That which to us seems illogical, inconceivable, here invades as order, as a deterministic force subject to the mouth of Christ.

In this subversion all the tactics of piety collapse, the supplications that look more like offerings to heaven - "look how good I was". Because here, the only thing that has value is the admission of inadequacy. And Christ responds not to the performance, but to the disposition of emptiness. And then, from the mouth of Jesus, not only is praise uttered; a warning is also pronounced. Piercing, painful, unveiled - a sword that separates the familiar from the foreign, the sons of the kingdom from the guests from the east and the west (Matthew 8:11). Those who thought themselves heirs, because they bear the marks of tradition, of correctness, of the legal form of faith, will be thrown outside, into the darkness (Matthew 8:12); and there is nothing more eloquent than the image of the teeth gnashing in the absolute outside.

The enigma, the stripping bare, the denunciation is not addressed to a specific generation of Jews, but to the perpetual "we" of every religious schema that rests on the idea of election. Not of the real, but of self-election: that which is based on language, on origin, on tradition, on the integrity of the external order. In the mirror of this word is reflected every Church that substitutes the living with the repetitive, every believer who converts salvation into a procedural certainty.

How many times, behind the sermons, behind the liturgical processions and the ecclesiastical offices, is hidden the conviction that God belongs to "our own"? That He owes us because we honour him, supposedly, with lips that chant, while our heart fades into apathy? These people honour me with their lips, but their hearts are far from me (Matthew 15:8; cf. Isaiah 29:13). The crowd cheers today. It brandishes palm branches with the same ease that tomorrow it will raise cries of curse. So light are our hands; so hastily we exchange acceptance with rejection. We forget that we are breath, beings of clay; and we are unmindful that even this breath is borrowed.

The miracle, ultimately, happens not when Jesus touches, but when someone opens a void for him. The "at that moment" is not a temporal point, but an existential fissure: the opening of a silence within, inside which Jesus heals from a distance. Neither work nor ritual is required. Only the recognition of need.

We, the postmodern sons of the kingdom of God, the possessors of dogmas and of hagiography applications, who collect sayings and digital prophecies like a spiritual trophy - we who store miracles in bookmarks, live as if the Holy Spirit could be encased in cloud files; as if God is visible only if he becomes famous on the internet. But He remains outside. The wind blows wherever it pleases (John 3:8).

The word of the centurion –terse, precise, military– still carves the darkness like a gleam that does not show but performs. And the Word of God, when it enters a person, leaves behind neither visual effects, nor sound; only silence. That terrifying, complete silence after the lightning, when all things have once again become simple. And the world seems, at last, healed.



[1] Theophylact Archbishop of Bulgaria Τα Ευρισκόμενα ΠάνταἘν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca.  Edited by Jacques-Paul Migne. Volume 123. Paris: J.-P. Migne, 1864, 220.

Δεν υπάρχουν σχόλια: